Καθώς σπουδαίες εξελίξεις λαμβάνουν χώρα τόσο στην Αμερικανική ήπειρο μετά το πέρας των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2016 και των αλλαγών που έφερε η άνοδος του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, όσο και στην Ευρωπαϊκή ήπειρο το 2017 με την διεξαγωγή των αντίστοιχων προεδρικών εκλογών στην Γαλλία, άλλη μια χώρα τεράστιας ισχύος και σημασίας για τους διεθνείς συσχετισμούς ισχύος ετοιμάζεται για την διεξαγωγή προεδρικών εκλογών το ερχόμενο έτος. Ο λόγος γίνεται για την Ρωσική Ομοσπονδία και τις προεδρικές εκλογές της άνοιξης του 2018, οι οποίες παρότι δεν έχουν τον αμφίρροπο χαρακτήρα των προεδρικών εκλογών που διεξήχθησαν στις ΗΠΑ ή στην Γαλλία, εντούτοις αποτελούν ένα σημαντικό εφαλτήριο ανάλυσης των γεωπολιτικών συσχετισμών ισχύος στο διεθνές επίπεδο ενώ ταυτόχρονα θα χαρτογραφήσουν σε μεγάλο βαθμό και τις ενδοκρατικές ισορροπίες που υφίστανται στο ρωσικό ομοσπονδιακό κράτος.
Οι προεδρικές εκλογές στην Ρωσία θα λάβουν χώρα σχεδόν 1,5 έτος μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, κατά τις οποίες το κόμμα του προέδρου Β. Πούτιν, η Ενωμένη Ρωσία(Еди́ная Росси́я) πήρε μια τεράστια νίκη με ποσοστό 54,2% τ’ οποίο μεταφράστηκε σε 343 έδρες στην Δούμα. Ενδεικτικό της τεράστιας πλειοψηφίας που κέρδισε η Ενωμένη Ρωσία είναι πως η διαφορά που είχε σε σχέση με το δεύτερο στην Δούμα, Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ήταν 40% ήτοι 301 έδρες! Βέβαια αξίζει να σημειωθεί και η αύξηση της αποχής κατά 10% σε σχέση με τις εκλογές του 2011 βάσει της οποίας είχαμε 52.000.000 ρώσους ψηφοφόρους που πήγαν να ψηφίσουν τον Σεπτέμβριο του 2016 ενώ το 2011 ο αριθμός αυτός έφτανε σχεδόν τα 65.000.000. Παρ’ όλα αυτά η ετυμηγορία ήταν και πάλι ξεκάθαρα υπέρ του κόμματος του Β. Πούτιν τ’ οποίο εξασφάλισε γι’ άλλη μια φορά την κυριαρχία στην Δούμα.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο ν’ αναφέρουμε μερικές χρήσιμες πληροφορίες για την δομή και οργάνωση του πολιτικού συστήματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας ξεκινώντας από την σύσταση της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης, η οποία αποτελεί το νομοθετικό σώμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η Ομοσπονδιακή Συνέλευση αποτελείται από την κάτω Βουλή, δηλαδή την ιστορικής σημασίας Δούμα και την άνω Βουλή, δηλαδή το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο το οποίο διαδραματίζει έναν ρόλο Γερουσίας. Οι ρώσοι πολίτες έχουν άμεσο ρόλο στην εκλογή των 450 βουλευτών της Δούμας και του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας ενώ έχουν έμμεσο ρόλο στον καθορισμό των 170 γερουσιαστών του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου οι οποίοι βασικά επιλέγονται από τις ήδη εκλεγμένες τοπικές ηγεσίες των 85 ομοσπονδιακών υποκειμένων που απαρτίζουν την Ρωσική Ομοσπονδία. Στον τομέα του πολιτικού συστήματος που είναι άμεσα συνυφασμένος με την προεδρική αναμέτρηση του 2018 αξίζει επίσης ν’ αναφερθεί πως θ’ αποτελεί μόλις την δεύτερη διαδικασία κατά την οποία θα ισχύσει η αναθεώρηση του συντάγματος του Δεκεμβρίου του 2008, βάσει της οποίας ο πρόεδρος δεν θα μείνει στην θέση αυτή μόνον για 4 χρόνια παρά θα έχει αυξημένη θητεία 6 ετών[1]. Η συγκεκριμένη αναθεώρηση δημιούργησε αρκετό προβληματισμό στα δυτικά κράτη αλλά και σε ορισμένες αντιπολιτευόμενες φιλελεύθερες δυνάμεις στην Ρωσία, καθώς θεωρούν πως αυτή η αλλαγή θα καταστήσει το πολιτικό σύστημα της Ρωσίας ακόμα πιο αυταρχικό εφόσον ο Πρόεδρος θα συγκεντρώσει τις εξουσίες στα χέρια του για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ενώ ο κοινοβουλευτικός έλεγχος θα είναι σχεδόν ανύπαρκτος μετά και την καθολική νίκη του κόμματος από τ’ οποίο προέρχεται ο Β. Πούτιν. Βέβαια ενώ δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμα οι υποψήφιοι που θα διεκδικήσουν την θέση του προέδρου, ακόμα και από την πλευρά του κόμματος της Ενωμένη Ρωσίας όπου έγινε λόγος και για υποψηφιότητα της πρώην εισαγγελέως της Κριμαίας Ν. Ποκλόνσκαγια, ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει δικαίωμα και φαίνεται να θέλει να διεκδικήσει γι’ άλλη μια φορά την προεδρία εφόσον βρίσκεται εντός του ορίου των δυο συνεχομένων θητειών που επιβάλλει το άρθρο 81.3 του ρωσικού συντάγματος.
Μερικές κρίσιμες διαπιστώσεις
Όπως αναφέρθηκε και στην 1η παράγραφο του παρόντος άρθρου οι προεδρικές εκλογές στην Ρωσία δεν έχουν αμφίρροπο χαρακτήρα ως προς την έκβασή τους, εφόσον όλες οι ενδείξεις και τα δεδομένα δείχνουν άλλη μια καταφανή νίκη του Πούτιν και την επέκταση της θητείας του εώς το 2024, φτάνοντας έτσι τα 12 συνεχή χρόνια στην θέση του Προέδρου. Αυτό που φαίνεται πως έχει τεράστια σημασία είναι πως αφενός η εμπιστοσύνη του ρωσικού λαού στο πρόσωπο του Πούτιν όχι μόνον έχει αποκρυσταλλωθεί αλλά έχει αυξηθεί κατακόρυφα μετά το κομβικό έτος του 2014[2], όπου η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαϊκή χερσόνησο με σαφή επίδειξη ισχύος ενώ αφετέρου αρχίζει να διαφαίνεται και η ατζέντα της ενίσχυσης της θέσης της Ρωσίας στην Ευρασία, η οποία με την σειρά της θ’ αυξήσει ραγδαία τις δυνατότητες διεθνούς προβολής ισχύος από μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας όπως γίνεται εμφανώς κατά τα τελευταία 3 χρόνια της προεδρίας του Πούτιν. Βέβαια, ενώ η κατάσταση στην Ανατολική Ουκρανία αποτελεί μια παγιωμένη συγκυρία η οποία δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερες προοπτικές μεταβολής στο εγγύς μέλλον, θα λέγαμε πως ερωτηματικά και προκλήσεις γι’ αυτήν και την επερχόμενη προεδρία Πούτιν εγείρονται κυρίως μετά την στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στον Συριακό εμφύλιο από το 2015 και ιδίως μετά τις αποφασιστικές ενέργειες των ΗΠΑ υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Η κατάσταση και η θέση της Ρωσίας στον συριακό εμφύλιο δείχνει πως ο Πούτιν δεν κάνει βιαστικά βήματα αμφισβήτησης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας παρά αναμένει την συνεννόηση με την έτερη πλανητική υπερδύναμη η οποία ακόμα και σε φάση μερικής παρακμής παραμένει μια δύναμη με τεράστια ισχύ σε κάθε πεδίο τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο οικονομικό. Θα λέγαμε βέβαια πως ακόμα και στον χώρο της Ευρασίας, όπου ο πρόεδρος Πούτιν επιθυμεί να δει το ρωσικό κράτος να γίνεται μια αδιαφιλονίκητη δύναμη διπεριφερειακού χαρακτήρα[3], δεν πραγματοποιεί περιττές και ριψοκίνδυνες ενέργειες, όπως λ.χ με την Τουρκία, οι οποίες ενδεχομένως να έφερναν κοντά του και τις πιο ακραιφνείς εθνικιστικές δυνάμεις παρά επεδίωξε κι ακολούθησε τελικά τον δρόμο της διπλωματικής σύγκλισης. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως η διακυβέρνηση του Β. Πούτιν είναι κατ’ εξοχήν πραγματιστική, βασισμένη σ’ έναν κρατοκεντρικό ρεαλισμό και όχι εθνικιστική εφόσον προσπαθεί με συνεπείς και συνεχείς ενδοκρατικούς ελιγμούς να πετυχαίνει την ευρεία αποδοχή των κινήσεων του από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της Ρωσίας. Αυτό ακριβώς διατηρεί τους κύκλους των ρώσων εθνικιστών αντίπαλους προς το πρόσωπο του Πούτιν ενώ ακόμα και οι κύκλοι των ευρασιατιστών διατηρούν επιφυλάξεις για την ατζέντα του Ρώσου προέδρου.
Βέβαια, η πραγματικότητα στην συγκεκριμένη στιγμή στο ρωσικό πολιτικό σκηνικό φανερώνει πως το σύνολο του πολιτικού συστήματος δείχνει να εμπιστεύεται τον Πούτιν, ο οποίος έχει ωθήσει την χώρα του σε τεράστια πρόοδο και στην οικονομία και στον στρατό αλλά ακόμα και στο επίπεδο διαβίωσης των ρώσων πολιτων, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως ακόμα δεν υπάρχουν αρκετά προβλήματα(λ.χ δημογραφικό, κατάρα των πόρων) που ταλανίζουν το ρωσικό κράτος.
Το μόνο σίγουρο που θα μπορούμε να πούμε μετά τις εκλογές του 2018 είναι πως η Ρωσία μετά από δυο και πλέον δεκαετίες από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης θα έχει πραγματοποιήσει σταθερά βήματα προόδου και ανάπτυξης προς τα εμπρός και βασικός υπεύθυνος γι’ αυτήν την εξέλιξη θα είναι ο αμφίσημος για πολλούς αντιπάλους αλλά βασικός πρωταγωνιστής στην ρωσική πολιτική, Β. Πούτιν.
[1] http://www.constitution.ru/en/10003000-05.htm
[2] https://www.rt.com/politics/232115-putin-trust-rating-maximum/
[3] Εντός της προεδρίας του Β. Πούτιν δρομολογήθηκε και υλοποιείται σταδιακά η διαδικασία ολοκλήρωσης της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης η οποία θ’ αποτελεί το αντίπαλον δέος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περιφερειακό επίπεδο. Παρότι βέβαια οι διαδικασίες της Ευρασιατικής Ένωσης γίνονται με πιο συγκεντρωτικό τρόπο, θα λέγαμε πως αυτός ο οργανισμός αποτελεί την πλέον σοβαρή προσπάθεια ανασυγκρότησης της Ρωσικής επικυριαρχίας στον μετασοβιετικό χώρο