Γράφει η Κατερίνα Παπαδημήτρη
Ένα από τα μεγαλύτερα σε κλίμακα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα αποτελεί η γενοκτονία της Ρουάντα. Η Ρουάντα είναι μία χώρα της αφρικανικής ηπείρου, στα εδάφη της οποίας κατοικούσαν για αιώνες οι φυλές των Χούτου και των Τούτσι (Britannica, 2024). Οι σχέσεις μεταξύ των δύο φυλών υπήρξαν πάντοτε τεταμένες με αποκορύφωμα το έτος 1994, όταν και ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Τον πόλεμο αυτό υποκίνησαν κυρίως οι δημοσιογράφοι του ραδιοφώνου Radio Television Libre des Mille Collines (RTLM), οι οποίοι χρησιμοποιώντας συνθήματα όπως «εξαφανίστε τις κατσαρίδες, είναι μια βρομερή φυλή», ή «δουλέψτε πιο σκληρά, οι τάφοι δεν έχουν γεμίσει ακόμα» καλούσαν τους Χούτου να βγουν στους δρόμους με ό,τι όπλο διέθεταν και να σκοτώσουν τους Τούτσι (Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριος, 2015, σελ 73). Η ραδιοφωνική αυτή εκπομπή τοποθετήθηκε εκτότε στις υποσημειώσεις της ιστορίας, στην πραγματικότητα, όμως, ήταν αυτή που υποδαύλισε την γενοκτονία, καταγράφοντας έτσι και το χρονικό ενός από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα.
Αναμφίβολα, η γενοκτονία συνιστά μια από τις πιο βάναυσες και αποτρόπαιες πρακτικές εξόντωσης που παρουσιάστηκαν ποτέ στην ανθρωπότητα (Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριος, 2015, σελ 73). Ως όρος εισήχθη μόλις το 1944, από τον Ραφαέλ Λέμκιν, Πολωνό νομικό, εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος τον διατύπωσε για να περιγράψει τις ενέργειες της ναζιστικής γερμανικής κυβέρνησης της οποίας είχε πέσει θύμα. Ειδικότερα, με τον όρο αυτό επεδίωξε να καταδείξει πως το έγκλημα της γενοκτονίας περιέχει δύο στοιχεία: την «αφαίρεση» εθνικής ταυτότητας της καταπιεζόμενης ομάδας και σε κάποιες περιπτώσεις την υιοθέτηση νέας (Facing History & Ourselves, 2016; United States Holocaust Memorial Museum, 2023). Μέσω της επισήμανσής του αυτής κατέστη εναργές, πως το έγκλημα της γενοκτονίας δεν αποτελεί απλά ένα έγκλημα πολέμου ή ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά μια ξεχωριστή περίπτωση που χρήζει αυτόνομης υπόστασης. Αυτό αιτιολογείται από το γεγονός πως η γενοκτονία μπορεί, σε αντίθεση με τα λοιπά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που συνδέονται άμεσα με την ύπαρξη εμπόλεμης σύρραξης, να λάβει χώρα και εν καιρώ ειρήνης. Έτσι, η γενοκτονία, δεν αποτέλεσε τελικά μέρος του Χάρτη της Νυρεμβέργης που ρύθμισε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια ενόπλων συρράξεων αλλά αναγνωρίστηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών στην πρώτη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης ως ξεχωριστό ποινικό αδίκημα που δύναται να διαπραχθεί τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου (Schabas William A., 2014, σελ 100).
Την παραπάνω διακήρυξη ακολούθησε στις 9 Δεκεμβρίου του 1948 η υιοθέτηση της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Καταστολή του εγκλήματος της Γενοκτονίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 1951 (Schabas William A.,2014, σελ 100). Η Σύμβαση αυτή επιβεβαίωσε, καταρχάς, στο άρθρο 1 πως η γενοκτονία είτε διαπραχθεί εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου, αποτελεί έγκλημα υπό το Διεθνές Δίκαιο, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο σαφές πως ο αξιόποινος χαρακτήρας της δεν δύναται να αρθεί για λόγους στρατιωτικής αναγκαιότητας (Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide, 1951, 78 UNTS 277). Την διαπίστωση αυτή ακολουθεί, στο άρθρο 2, ο ορισμός της γενοκτονίας ως των εγκληματικών εκείνων πράξεων που τελούνται με συγκεκριμένη πρόθεση καταστροφής ή αλλιώς εξόντωσης εν όλω ή εν μέρει μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας (Μαρούδα Μαρία-Ντανιέλλα, 2001, σελ. 78).
Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της γενοκτονίας θα πρέπει να τελεστεί μια από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο άρθρο 2 της Σύμβασης πράξεις. Ειδικότερα, θα πρέπει να λάβει χώρα είτε ανθρωποκτονία των μελών μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, είτε πρόκληση σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη μιας τέτοιας ομάδας, είτε εκ προθέσεως υποβολή της ομάδας σε συνθήκες ζωής που οδηγούν στη φυσική εξολόθρευση όλης ή μέρους της ομάδας, είτε επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην εξόντωση γενεών είτε τέλος βίαιη μεταφορά παιδιών από μια ομάδα σε μια άλλη. Οι τρεις πρώτες περιπτώσεις συνιστούν μορφές φυσικής γενοκτονίας, ενώ η τέταρτη και η πέμπτη μορφές βιολογικής. Για να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα γενοκτονία θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο δράστης του εγκλήματος στρέφεται κατά του ατόμου, όχι λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους μίας προστατευόμενης ομάδας (αποπροσωποποίηση του ατόμου) (Schabas William A., 2014, σελ 105).
Για τη στοιχειοθέτηση, όμως, ενός εγκλήματος πέρα από την αντικειμενική υπόσταση πρέπει να πληρείται και η υποκειμενική. Η τελευταία στην περίπτωση της γενοκτονίας αποτελείται από την πρόθεση και τη γνώση. Η γνώση έχει την έννοια της επίγνωσης εκ μέρους του δράστη της συνέπειας που θα επέλθει ως φυσικό επακόλουθο της πράξης του (Schabas William A., 2009, σελ. 242). Ο δράστης, δηλαδή θα πρέπει να έχει δόλο σκοπού ή αναγκαίο δόλο. Εξ αντιδιαστολής, ο ενδεχόμενος δόλος και η αμέλεια αποκλείονται (Cassese Antonio, 2013, σελ.118). Επιπλέον, θα πρέπει να έχει και τον υπερχειλή γενοκτόνο δόλο, τον επονομαζόμενο «ειδικό δόλο» (dolus specialis). Αυτός συνίσταται στην ύπαρξη «πρόθεσης καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας, ως τέτοιας» (άρθρο 4 της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Καταστολή της Γενοκτονίας). Αν πάλι η προαναφερθείσα πρόθεση εκλείπει, η τελεσθείσα πράξη μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας (Schabas William A.,2014, σελ 37-41; Schabas William A,, 2009, σελ. 257).
Όταν δεν υπάρχει ρητή δήλωση του δράστη, η πρόθεση μπορεί να προέρχεται από άλλους παράγοντες, όπως από την ευρύτερη και συστηματοποιημένη διάπραξη άλλων εγκλημάτων κατά της προστατευόμενης ομάδας, δηλαδή από την ύπαρξη ενός γενοκτόνου σχεδίου (Δασκαλοπούλου-Λιβαδά Φανή, 2013, σελ. 29). Το τελευταίο δεν κρίνεται, βέβαια, απαραίτητο για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αποτελεί, ωστόσο, μία ένδειξη που οδηγεί συχνά το δικαστήριο στην διαπίστωση της ύπαρξης του ειδικού δόλου (Χουλιάρας Αθανάσιος Γ., 2013, σελ. 417). Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως ο δράστης δεν επιβάλλεται να επιτύχει την καταστροφή της ομάδας για να υφίσταται γενοκτονία. Στην περίπτωση της Ρουάντας, βέβαια, οι ιθύνοντες πέτυχαν τον σκοπό τους.
Η Ρουάντα είναι μια μικρή χώρα της Ανατολικής Κεντρικής Αφρικής, με πληθυσμό μόλις οκτώ εκατομμύρια κατοίκους. Οι κυριότερες φυλές που κατοικούν στη χώρα είναι οι Χούτου (σε ποσοστό 90%), οι Τούτσι (9%) και οι πυγμαίοι Τούα (1%) (Britannica, 2024; Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριο, 2015, σελ 73). Η φυλή των Χούτου εγκαταστάθηκε στην σύγχρονη γεωγραφική περιοχή της Ρουάντας τον 14ο αιώνα ενώ αυτή των Τούτσι τον 15ο αιώνα. Για 500 περίπου χρόνια οι Τούτσι ήταν πολιτικά η κυρίαρχη φυλή. Οι δυο εθνότητες, ωστόσο, δεν ήταν ποτέ απόλυτα διακριτές ομάδες (Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριο, 2015, σελ 73). Πράγματι, οι δυο φυλές μοιράζονταν τον ίδιο πολιτισμό, την ίδια γλώσσα και θρησκεία, ενώ κατοικούσαν και στις ίδιες περιοχές (Cassese Antonio, 2013). Ο διαχωρισμός τους σε δύο διαφορετικές εθνικές ομάδες πραγματοποιήθηκε κατά τον 20ο αιώνα από τους Γερμανούς και Βέλγους αποικιοκράτες, οι οποίοι ευνοούσαν εμφανώς τη μειονότητα των Τούτσι και καταπίεζαν την πλειοψηφία των Χούτου. Αυτό το σύστημα αποδομήθηκε τη δεκαετία του 1950, όταν οι Τούτσι, ως πιο μορφωμένοι, άρχισαν να οραματίζονται μια ανεξάρτητη και ελεύθερη ζωή, μια ζωή, δηλαδή, που δεν περιλάμβανε αποικιοκράτες. Οι τελευταίοι φοβούμενοι μια τέτοια εξέλιξη, στράφηκαν τότε στους Χούτου, οι οποίοι έχοντας πλέον την απαραίτητη υποστήριξη εξεγέρθηκαν έναντι του καθεστώτος υποτέλειας των Τούτσι. Αποτέλεσμα αυτής της επανάστασης ήταν η δολοφονία χιλιάδων Τούτσι και η εκτόπιση πολλών σε γειτονικές χώρες. Με αυτόν τον τρόπο, η διακυβέρνηση της Ρουάντας πέρασε πλέον στα χέρια των Χούτου (Britannica, 2024).
Η παραπάνω εξέλιξη οδήγησε στη συγκρότηση, εκ μέρους των Τούτσι, μιας ένοπλης αντάρτικης οργάνωσης που έλαβε την ονομασία Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας (Rwandan Patriotic Front RPF) και είχε την έδρα της στους καταυλισμούς των εξόριστων στην Ουγκάντα. Σκοπός ίδρυσης της ήταν επιστροφή των Τούτσι στην πατρογονική τους γη (Ρίσαρντ Καπισίνσκι, 2002). Προς επίτευξη, δε, αυτού του σκοπού, το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα εισέβαλε το 1990 στη χώρα και υποχρέωσε τον πρόεδρο Χαμπιαριμανά (από τη φυλή των Χούτου) να υπογράψει μια συμφωνία που καθόριζε ότι οι δύο φυλές θα μοιράζονταν την εξουσία (Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριος, 2015, σελ 72-76). Στο εσωτερικό της Ρουάντα, ωστόσο, η αντιπάθεια των Χούτου απέναντι στους Τούτσι εξαπλωνόταν με ραγδαίους ρυθμούς, κυρίως λόγω δηλώσεων ορισμένων διανοούμενων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι Τούτσι ήταν μια ξένη φυλή που για αιώνες ταπείνωνε τους Χούτου (Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριος, 2015, σελ 73).
Η προπαγάνδα αυτή ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει τη γενοκτονία που έμελλε να αποτελέσει ένα από τα πιο ζοφερά κεφάλαια της ιστορίας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Το μόνο που χρειαζόταν επιπλέον ήταν μια αφορμή. Η αφορμή αυτή δόθηκε στις 6 Απριλίου 1994, όταν το αεροσκάφος, στο οποίο επέβαινε ο πρόεδρος Χαμπιαριμανά κατερρίφθη από πύραυλο και οι εξτρεμιστές Χούτου απέδωσαν την πτώση του στους Τούτσι, αναλαμβάνοντας δράση (Britannica, 2024; Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριος, 2015, σελ 74).
Οι δολοφονίες των Τούτσι και μετριοπαθών Χούτου πραγματοποιούνταν σε όλη τη χώρα με ραγδαίους ρυθμούς. Ο εντοπισμός τους δεν αποτελούσε δύσκολη διαδικασία για τους εξτρεμιστές Χούτου, καθώς όλοι οι πολίτες της Ρουάντα, είχαν δελτίο ταυτότητας που καθόριζε τη φυλή του κάθε πολίτη, μια πρακτική-κατάλοιπο της αποικιακής περιόδου (BBC NEWS, 2019; Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριος, 2015, σελ 73 και 75). Αυτές οι «φυλετικές ταυτότητες» υποδείκνυαν τώρα τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι το εθνικό ραδιόφωνο της χώρας, που ελεγχόταν από τους Χούτου, προέτρεπε σε μαζικές δολοφονίες, με προπαγάνδα μίσους χαρακτηρίζοντας τους Τούτσι ως «κατσαρίδες» (BBC NEWS, 2019; Britannica, 2024;). Η σφαγή σταμάτησε μόνο όταν ένοπλοι Τούτσι αντάρτες του RPF εισέβαλαν στη χώρα τον Ιούλιο του 1994 και κατάφεραν να ανατρέψουν την προσωρινή κυβέρνηση. Έως τότε, όμως, εκτιμάται ότι τουλάχιστον 800.000 Τούτσι και μετριοπαθείς Χούτου είχαν ήδη χάσει τη ζωή τους (BBC NEWS, 2019).
Οι σφαγές διήρκησαν 100 μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων τα Ηνωμένα Έθνη και οι Ηνωμένες Πολιτείες πολύ προσεκτικά απέφευγαν να χρησιμοποιήσουν τον όρο γενοκτονία. Το Συμβούλιο Ασφαλείας χρησιμοποίησε τελικά τον προαναφερόμενο όρο ύστερα από πιέσεις της διεθνούς κοινότητας στην κορύφωση της κρίσης. Ωστόσο, η παρέμβαση άργησε, καθώς η γενοκτονία είχε ήδη διαπραχθεί (Michael N. Barnett, 1997, σελ 551–78).
Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις, ο ΟΗΕ διέταξε τη διεξαγωγή εσωτερικής έρευνας αναφορικά με τους χειρισμούς των γεγονότων του 1994. Το πόρισμα αυτής απέδωσε την ευθύνη για την αποτυχία της αποτροπής της γενοκτονίας στο σύστημα του ΟΗΕ, στα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ειδικά στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και σε άλλα κράτη-μέλη του Οργανισμού, τονίζοντας ότι, η δύναμη του ΟΗΕ δεν είχε οργανωθεί, αναπτυχθεί και καθοδηγηθεί με τρόπο ικανό να σταματήσει τη γενοκτονία (Michael N. Barnett, 1997, σελ 551–78; Χουλιάρας Αστέριος & Πετρόπουλος Σωτήριος, 2015, σελ 75). Με άλλα λόγια, η αποστολή βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών για τη Ρουάντα παρεμποδίστηκε από την πολιτική απροθυμίας του Συμβουλίου Ασφαλείας και άλλων κρατών-μελών.
Είναι αλήθεια πως δεν δύναται να υπάρξει δικαιοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο χωρίς την τιμωρία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Σε αυτά, συμπεριλαμβάνεται και η γενοκτονία της Ρουάντας, η οποία αποτέλεσε ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα του 20ου αιώνα. Πέρα, όμως, από έγκλημα υπήρξε ταυτόχρονα και μάθημα για την διεθνή κοινότητα, η οποία μέσω αυτού συνειδητοποίησε πως απαραίτητη προϋπόθεση για την προάσπιση του διεθνούς και ανθρωπιστικού δικαίου είναι η άμεση παρέμβαση, η πρόληψη και η αποφυγή τέτοιων εγκλημάτων. Είθε, λοιπόν, η χώρα των χιλίων λόφων και των εκατομμυρίων χαμόγελων, όπως αποκαλούνταν από τους Βέλγους αποικιοκράτες, η Ρουάντα, να είναι το τελευταίο θύμα γενοκτονίας.
Βιβλιογραφία
Cassese Antonio. (2003). «Cassese’s International Criminal Law». Oxford University Press. σελ.100, 103 και 118.
Schabas William A. (2014). «An Introduction to the International Criminal Court». Cambridge University Press. σελ. 37-41, 100, 105.
Schabas William A. (2009). «Genocide in International Law». Cambridge Press University. σελ. 242 και 257.
Δασκαλοπούλου-Λιβαδά Φανή. (2013). «Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο: Από τη Νυρεμβέργη στη Χάγη». Νομική Βιβλιοθήκη. σελ. 29.
Μαρούδα Μαρία-Ντανιέλλα. (2001). «Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία και η εξέλιξη του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου». Εκδόσεις Σάκκουλα. σελ. 78.
Ρίσαρντ Καπισίνσκι. (2002). «Έβενος: Το χρώμα της Αφρικής». Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Χουλιάρας Αθανάσιος Γ. (2013). «Η Ανάδυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαίου», Εκδόσεις Σάκκουλα. σελ. 417.
Χουλιάρας Αστέριος και Πετρόπουλος Σωτήριος. (2015). «Η Αφρική και οι άλλοι». διαθέσιμο σε https://repository.kallipos.gr/handle/11419/2377
BBC NEWS. (4 Απριλίου 2019). «Rwanda genocide: 100 days of slaughter». διαθέσιμο σε https://www.bbc.com/news/world-africa-26875506
Britannica. The Editors of Encyclopaedia. (7 Απριλίου 2024). «Rwanda genocide of 1994». Encyclopedia Britannica, διαθέσιμο σε https://www.britannica.com/event/Rwanda-genocide-of-1994
Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide. (1951) 78 UNTS 277. διαθέσιμο σε https://www.refworld.org/legal/agreements/unga/1948/en/13495
Facing History & Ourselves. (2016). “Raphael Lemkin and the Genocide Convention”. διαθέσιμο σε https://www.facinghistory.org/resource-library/raphael-lemkin-genocide-convention
Michael N. Barnett. (1997). «The UN Security Council, Indifference, and Genocide in Rwanda». JSTOR. vol. 12. no. 4. σελ 551–78. διαθέσιμο σε http://www.jstor.org/stable/656636
United States Holocaust Memorial Museum. (2023).“Coining a word and championing a cause: The story of Raphael Lemkin”. Holocaust Encyclopedia. διαθέσιμο σε: https://encyclopedia.ushmm.org/content/en/article/coining-a-word-and-championing-a-cause-the-story-of-raphael-lemkin
Πηγή εικόνας: Νεολόγος Αττικής. (7 Απριλίου 2019) «Είκοσι πέντε χρόνια μετά, η Ρουάντα θυμάται τη γενοκτονία του 1994». διαθέσιμο σε https://neologosattikis.gr/eidiseis/diethni/eikosi-pente-chronia-meta-i-royanta-thymatai-ti-genoktonia-toy-1994/