Γράφει η Ελένη Τζέλιου
Αποτελεί κοινό τόπο πως οι εκλογές είναι μία διαδικασία που διαμορφώνει το πολιτικό σκηνικό σε πολλά επίπεδα. Ως εκλογικό σύστημα ορίζεται ο γενικός όρος, που αναφέρεται στο σύνολο των κανόνων που διέπουν μία εκλογική αναμέτρηση, όπως είναι η δομή του ψηφοδελτίου, δηλαδή ο αριθμός των υποψηφίων στη λίστα, ο μηχανισμός κατανομής εδρών και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο οι ψήφοι μεταφράζονται σε έδρες, καθώς και η διαίρεση των εκλογικών περιφερειών, δηλαδή ο χωρισμός της επικράτειας σε εκλογικές περιφέρειες. Επομένως, το δικαίωμα στο εκλέγειν περιβάλλεται γύρω από μηχανισμούς και πρακτικές, με απώτερο σκοπό την ανάδειξη του επόμενου κοινοβουλίου. Ως κομματικό σύστημα ορίζεται η γενική συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων με βάση τον αριθμό, την ετερομορφία, τη σχετική σημασία που έχουν συγκριτικά τα κόμματα μεταξύ τους με βάση και το υπάρχον πολιτικό σύστημα εν γένει, τις αλληλεπιδράσεις και τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία τους. Η σχέση μεταξύ των κομμάτων σχετικά με τη δυναμική τους στο κοινοβούλιο, αλλά και η προδιάθεση των ψηφοφόρων για την τελική επιλογή της ψήφου τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ισχύον εκλογικό σύστημα.
Αναδρομικά, ο Duverger εξέτασε και συνέκρινε το Βρετανικό κομματικό σύστημα με εκείνο της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσω αυτής της έρευνας προσπάθησε να κατανοήσει το εκλογικό σύστημα, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οι ψήφοι μετατρέπονται σε έδρες και τις ψυχολογικές προεκτάσεις. Συγκεκριμένα, την τάση των ανθρώπων να προσπαθούν να προμηνύουν το εκλογικό αποτέλεσμα ανάλογα με το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα, υιοθετώντας τη λογική της «χαμένης ψήφου». Με άλλα λόγια, είναι η τάση των ψηφοφόρων να ψηφίζουν κόμματα με υψηλά ποσοστά επιτυχίας, σύμφωνα με την προσωπική τους εκτίμηση, και να μην επιλέγουν κάποιο μικρότερο κόμμα, ακόμη κι αν ταυτίζονται περισσότερο με αυτό. Ψηφίζουν ανάλογα με την πιθανότητα ένα κόμμα να μπει στη Βουλή ή να κυβερνήσει. Από τις παρατηρήσεις του προέκυψαν οι λεγόμενοι νόμοι του Duverger.
Τα εκλογικά συστήματα αναλύονται σε αναλογικά, πλειοψηφικά ενός και δύο γύρων και μικτά. Το αναλογικό σύστημα άπτεται της λογικής «όσο ποσοστό ψήφων πάρει ένα κόμμα τόσες έδρες θα έχει στη Βουλή». Ουσιαστικά, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως αναφέρεται στις μεγάλες πιθανότητες που έχει ένα κόμμα να μπει στη Βουλή και πως στην κατανομή των εδρών μετέχουν πλείονες συνδυασμοί. Το αναλογικό σύστημα συσχετίζεται με την ύπαρξη πολλών κομμάτων, τα οποία είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και αυτό οδηγεί σε συνασπισμούς, λόγω δυσκολίας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, πολυεδρικές περιφέρειες, συναινετικές πολιτικές και μικρή πόλωση. Οι συναινετικές πολιτικές ισχύουν επειδή υπάρχει η μετεκλογική προσδοκία σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού και γι’ αυτό τα κόμματα εκπροσωπούν συχνά θέσεις που μπορούν να βρουν κοινό έδαφος.
Επιπλέον, η μικρή πόλωση παρατηρείται λόγω της ενδεχόμενης μετεκλογικής συνεργασίας, οδηγώντας τα κόμματα να μην υιοθετούν προεκλογικά ακραίο λόγο. Γενικότερα, τα αναλογικά συστήματα επιδρούν θετικά στην ψυχολογία των ψηφοφόρων, διότι νιώθουν πως θα μπορέσουν να εκπροσωπηθούν, να δουν την ψήφο για το κόμμα της επιλογής τους να μετουσιώνεται σε είσοδο στη Βουλή. Η παρατήρηση αυτή έχει και σημαντικές προεκτάσεις στην τελική επιλογή του κόμματος που θα ψηφίσουν διότι δεν κατευθύνονται από τη λογική της χαμένης ψήφου. Εν κατακλείδι, τα αναλογικά συστήματα συνδέονται με την ύπαρξη πλουραλισμού και ποικίλων κομμάτων, ενισχύοντας την ιδέα της αντιπολίτευσης προς το κυβερνών κόμμα.
Η αναλογικότητα μιας εκλογής περιορίζεται από τρία δεδομένα. Πρώτον, από την ύπαρξη της ενισχυμένης αναλογικής, όπου τα κόμματα για να μπορέσουν να συμμετάσχουν στη δεύτερη κατανομή των αδιάθετων εδρών θα πρέπει να έχουν υψηλό ποσοστό ψήφων και η διαδικασία της κατανομής αυτής θα γίνεται βασιζόμενη σε όλες τις ψήφους του εκ νέου συνδυασμού, με άλλα λόγια δεν θα έχει σημασία το ποσοστό που συγκέντρωσε στην πρώτη κατανομή, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ελλάδα το 1970. Επιπρόσθετα, η λογική του bonus μειώνει την αναλογικότητα της εκλογής, αφού το πρώτο κόμμα απολαμβάνει κάποιες επιπλέον έδρες, ενισχύοντας τη δυνατότητα απόκτησης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με τις προς κατανομή έδρες να περιορίζονται εκ των προτέρων. Τέλος, το εκλογικό όριο περιορίζει τον αριθμό των κομμάτων που μπορούν να μπουν στην Βουλή (π.χ. Ελλάδα 3%), δίνοντας έμφαση στην ανάγκη να έχει ένα κόμμα αντιπροσωπευτικότητα από τη μεριά των ψηφοφόρων.
Επιπλέον, οι βασικές αρχές του Duverger διαπίστωσαν συγκεκριμένες καταστάσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του πλειοψηφικού συστήματος ενός γύρου. Γενικά, τα πλειοψηφικά συστήματα χωρίζονται ανάλογα με την πλειοψηφία που απαιτείται για την εκλογή στα συστήματα ενός γύρου ή σχετικής πλειοψηφίας και στα συστήματα δύο γύρων. Το σύστημα ενός γύρου (first past the post) που εφαρμόζεται για παράδειγμα στις Η.Π.Α., τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι το λεγόμενο «ο νικητής τα παίρνει όλα». Στο πλειοψηφικό ενός γύρου εκλέγεται μόνο ο συνδυασμός ή ο υποψήφιος που έχει την πλειοψηφία σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Στο σύστημα αυτό παρατηρείται συσπείρωση συγγενών κομμάτων, σύνθλιψη του κέντρου και εξαφάνιση των μικρών κομμάτων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μονοκομματικών κυβερνήσεων, το δικομματικό σύστημα και την ύπαρξη ελεγχόμενης πόλωσης. Παράγει πλειοψηφίες στη Βουλή έχοντας ως αποτέλεσμα σταθερές κυβερνήσεις που έχουν την ικανότητα να υπηρετήσουν μια πλήρη θητεία.
Το πλειοψηφικό σύστημα ενός γύρου έχει μονοεδρικό χαρακτήρα, γεγονός που ενισχύει την προσωπική σχέση βουλευτή-εκλογικής περιφέρειας. Χαρακτηριστικά, το βρετανικό πολιτικό σύστημα, ακόμα και σήμερα, διατηρεί μία σημαντική σύνδεση μεταξύ των βουλευτών και των ψηφοφόρων αφού συχνά στις κοινοβουλευτικές συζητήσεις οι βουλευτές θέτουν, ακόμη και ονομαστικά, ζητήματα που έχουν υποβληθεί από πολίτες της εκάστοτε περιφέρειας τους. Γενικά, τα πλειοψηφικά ενός γύρου μειώνουν εμφανώς την αναλογικότητα του αποτελέσματος, καθώς τα μεγάλα κόμματα είναι αυτά που καταλαμβάνουν ουσιαστικά τις περισσότερες βουλευτικές έδρες. Τέλος, στα πλειοψηφικά συστήματα ενός γύρου υπάρχει ιδιαίτερα η τακτική της χαμένης ψήφου (wasted vote), η ψήφος τακτικής (tactical vote), η κοινοβουλευτική απομείωση των μικρότερων κομμάτων, ιδιαίτερα σε εκλογικές περιφέρειες που υπάρχουν οι λεγόμενες safe seats για ένα κόμμα και η μείωση της εμπιστοσύνης από τους πολίτες προς την κυβέρνηση.
Ένας άλλος τύπος εκλογικού συστήματος είναι το πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων ή απόλυτης πλειοψηφίας. Σε αυτό το σύστημα εκλέγεται ο συνδυασμός ή ο βουλευτής που έχει την απόλυτη πλειοψηφία. Στην περίπτωση που δεν την έχει λάβει, τότε επαναλαμβάνονται οι εκλογές ανάμεσα στα δύο πρώτα σε ψήφους κόμματα ή όσων συγκέντρωσαν ένα ορισμένο ποσοστό κι αναδεικνύεται ο πλειοψηφών υποψήφιος, όπως γίνεται στη Γαλλία και τις γαλλόφωνες χώρες της Αφρικής. Το πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων συνδέεται με την πολιτική συσπείρωση, αλλά όχι την ένωση συγγενών κομμάτων και οδηγεί σε διπολισμό, π.χ. Αριστερά-Δεξιά, σε πολυκομματικές κυβερνήσεις ενός πόλου και δεν εντοπίζεται πόλωση. Συνδέεται άμεσα με τη σύναψη συμμαχιών, καθώς ιδιαίτερα στη δεύτερη εκλογική φάση τα μικρά ή μεσαία κόμματα μπορούν να συνασπιστούν με άλλους ιδεολογικά συγγενείς κομματικούς σχηματισμούς για να αυξήσουν τη δυνατότητα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Αυτό μπορεί να γίνει με μία συμφωνία ανάμεσα σε αυτά τα κόμματα να αποσύρει η μια πλευρά τους υποψηφίους της από αδύναμες, για αυτούς, εκλογικές περιφέρειες και ως αντάλλαγμα να λάβουν υποστήριξη σε άλλες εκλογικές περιφέρειες όπου έχουν υψηλότερα ποσοστά επιτυχίας.
Τέλος, το μικτό εκλογικό σύστημα, όπως εφαρμόζεται στην Γερμανία, εμπεριέχει χαρακτηριστικά τόσο από το αναλογικό, όσο και από το πλειοψηφικό, δηλαδή ένα μέρος των βουλευτών εκλέγεται με αναλογικό τρόπο και ένα άλλο μέρος με πλειοψηφικό. Συγκεκριμένα, το μικτό εκλογικό σύστημα ευνοεί τον σχηματισμό μιας ισχυρής κυβέρνησης, στοιχείο που συνδέεται άρρηκτα με τα πλειοψηφικά συστήματα και παράλληλα υπάρχει πλουραλισμός των απόψεων και εκπροσώπηση των μειοψηφιών, δεδομένο που συναρτάται με τα αναλογικά συστήματα.
Συνοψίζοντας, ο Maurice Duverger απέδειξε πως το εκλογικό σύστημα επηρεάζει και σχηματοποιεί το κομματικό σύστημα σε μία χώρα. Ως συνάρτηση αυτού, η όποια επίδραση στο κομματικό συνδέεται και με το πολιτικό σύστημα και τη δομή του εν γένει. Η επιλογή του εκάστοτε εκλογικού συστήματος συνοδεύεται από συγκεκριμένες επιπτώσεις στα κόμματα που θα μπουν στη Βουλή και στην προεκλογική ψυχολογία των ψηφοφόρων που θα κρίνει εν τέλει το εκλογικό αποτέλεσμα. Χρειάζεται, βέβαια, να γίνει κατανοητό πως οι νόμοι του Duverger μπορούν και να διαψευστούν σε ορισμένες περιπτώσεις, καθώς αναφέρονται στο πώς το εκλογικό σύστημα επηρεάζει το κομματικό λόγω των επιλογών των ψηφοφόρων. Ο ανθρώπινος παράγων δεν μπορεί να ερμηνευθεί πλήρως και είναι έως και αδύνατο να υπάρξει κάποιος καθολικός κανόνας που να ορίζει τη συμπεριφορά του. Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι σε μεγάλο βαθμό οι νόμοι του Duverger επιβεβαιώνονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.
Βιβλιογραφία
Βερναρδάκης Χριστόφορος Εισαγωγή στη συγκριτική πολιτική ανάλυση. Διαθέσιμο σε: http://www.vernardakis.gr/article.php?id=199
Hague R., Harrop, M., McCormick J. (2020). Συγκριτική πολιτική και διακυβέρνηση. Εκδόσεις Κριτική.
Fey M. (2007). Duverger’s Law Without Strategic Voting. University of Rochester. Διαθέσιμο σε: https://www.rochester.edu/college/faculty/markfey/papers/Exit3.pdf
Newton K., Deth J. V. (2021). Συγκριτική Πολιτική. Εκδόσεις Τζιόλα, σελ.507-508.
Oxford Reference. Duverger’s law. Διαθέσιμο σε: https://www.oxfordreference.com/display/10.1093/oi/authority.20110803095737871