Γράφει η Καλλιόπη Αξιώτη
Ένα από τα γεγονότα που αδιαμφισβήτητα σημάδεψε την δεκαετία του 2000 και χάραξε τη σύγχρονη ιστορία ήταν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στα δύο κεντρικά κτήρια, γνωστά ως « Δίδυμοι Πύργοι » λόγω της ομοιότητας που παρουσίαζαν μεταξύ τους, του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στο Manhattan της Νέας Υόρκης. Η ευθύνη για τις τρομοκρατικές επιθέσεις αποδόθηκε στο διεθνικό τρομοκρατικό δίκτυο της Al Qaeda, με συντονιστή του δικτύου και των επιθέσεων τον Osama Bin Laden. Οι επιθέσεις έγιναν με την αεροπειρατεία τεσσάρων αεροσκαφών με προορισμό τις Ηνωμένες Πολιτείες, εκ των οποίων τα δύο προσέκρουσαν στους Διδύμους Πύργους, ένα στο Πεντάγωνο των ΗΠΑ και ένα, ανεπιτυχώς, σε περιοχή στο Shanksville της Pennsylvania, ενώ σκοπός του ήταν το Καπιτώλιο των ΗΠΑ. Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποτελέσαν τις φονικότερες επιθέσεις σε Αμερικανικό έδαφος μετά τον βομβαρδισμό του Pearl Harbor από την Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, προκαλώντας δραματικές συνέπειες στη παγκόσμια κοινότητα, οι οποίες θα αναλυθούν στη συνέχεια.
Η σημασία των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου έγκειται στο γεγονός ότι ένας μη κρατικός δρών μπόρεσε να παραβιάσει τα εθνικά σύνορα μιας από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στον κόσμο, έχοντας ως στόχο τη μεγαλύτερη πόλη της και αφήνοντας πίσω του σχεδόν 3.000 νεκρούς. Ο κόσμος συνειδητοποίησε σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι μία νέα απειλή για τη παγκόσμια ασφάλεια έχει αναδυθεί, η οποία έχοντας αποκομίσει τα οφέλη της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης εποχής μπορεί ενεργά να εξυπηρετεί τις επιδιώξεις της. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των μεταφορών και η διεθνής ροή ατόμων από κράτος σε κράτος ευνόησαν τη διεξαγωγή των τρομοκρατικών επιθέσεων στο Αμερικανικό έδαφος, καθώς και τη πιθανότητα διεξαγωγής αντιστοίχων επιθέσεων σε άλλα κράτη. Ωστόσο, ο σημαντικότερος λόγος που οι εν λόγω τρομοκρατικές επιθέσεις αποτελούν θεμελιώδους σημασίας εντοπίζεται στον μη συμβατικό σκοπό που επιδίωκε να εξυπηρετήσει το διεθνικό τρομοκρατικό δίκτυο, που δεν είναι άλλος από τον ισλαμικό φονταμεταλισμό, ο οποίος απέδειξε την ύπαρξη της «σύγκρουσης των πολιτισμών» μεταξύ Δύσης και Ισλάμ, όσον αφορά τις διαφορετικές αξίες που κάθε σφαίρα επιρροής πρεσβεύει. Ο Ισλαμισμός ή το πολιτικό Ισλάμ επιδιώκει την εγκαθίδρυση θεοκρατικών καθεστώτων, τα οποία θα οικοδομούνται βάσει των αρχών της ηθικής του Ισλάμ, καθώς και την εξάλειψη της δυτικής επιρροής στην παγκόσμια κοινωνία, ιδιαίτερα της αμερικανικής, που προωθεί τον φιλελευθερισμό και την εκκοσμίκευση. Οι ΗΠΑ, επομένως, καθώς και άλλα δυτικά κράτη, κήρυξαν το δόγμα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», ως μία προσπάθεια προάσπισης των φιλελεύθερων αρχών των δυτικών κοινωνιών ενάντια στον αντιδυτικισμό και την ισλαμική απειλή.
Ύψιστη προτεραιότητα για την Αμερικανική εξωτερική και εσωτερική πολιτική τέθηκε η κρατική ασφάλεια και η προστασία των Αμερικανών πολιτών. Ένα μήνα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, το Κογκρέσο υπέγραψε τη νομοθετική πράξη USA PATRIOT Act ( Uniting and Strengthening America by Providing Appropriate Tools Required to Intercept and Obstruct Terrorism). Ο νόμος αυτός αποσκοπεί στην προστασία και την ελευθερία των Αμερικανών πολιτών από φαινόμενα τρομοκρατίας, επιτρέποντας σε πράκτορες του FBI την στενή παρακολούθηση τρομοκρατών μέσω κοριών ή ελέγχου αρχείων υπόπτων για εγκλήματα εταιρειών, εξοπλίζοντας τις κρατικές υπηρεσίες με υπερσύγχρονες τεχνολογίες, κάνοντας δυνατή τη συνεργασία μεταξύ ομοσπονδιακών υπηρεσιών για την διαλεύκανση υποθέσεων και αυξάνοντας τις ποινές για όσους διέπραξαν τρομοκρατικά εγκλήματα, όπως εμπρησμό, αεροπειρατεία και χρήση όπλων μαζικής καταστροφής. Αξιοσημείωτη προέκταση της παραπάνω πράξης αποτελεί η φυλακή του Γκουαντάναμο στην Κούβα, που ελέγχεται από τις Αμερικανικές αρχές, η οποία αποτελεί ένα «στρατόπεδο συγκέντρωσης» από τις αρχές του 2002 όσων θεωρούνται ύποπτοι για τρομοκρατία, οι οποίοι – υπάρχουν υποψίες και καταγγελίες πως – υποβάλλονται σε βασανιστήρια και βίαιες μεθόδους κράτησης.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, η Αμερικανική πολιτική μπορεί να χαρακτηρισθεί ως άκρως επιθετική. Στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», οι Ηνωμένες Πολιτείες μέσα σε διάστημα δύο χρόνων εξαπέλυσαν δύο πολέμους, εκ των οποίων ο ένας αποτελεί την εισβολή στο Αφγανιστάν το 2001 και ο ένας την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Η εισβολή στο Αφγανιστάν είχε ως στόχο την αποπομπή των Ταλιμπάν από την εξουσία και την αποδυνάμωση της ισχύος της Αλ Κάιντα, ενώ, αντίστοιχα, η εισβολή στο Ιράκ είχε ως στόχο της την καθαίρεση του Σαντάμ Χουσεϊν από την εξουσία. Πολλαπλές καταστροφές σε υποδομές και εγκαταστάσεις προκλήθηκαν στα εδάφη του Αφγανιστάν και του Ιράκ μέσω βομβιστικών επιθέσεων, ενώ χιλιάδες στρατιώτες και από τα δύο στρατόπεδα έχασαν τη ζωή τους.
Ένα τέτοιο γεγονός φυσικά είχε σημαντικές συνέπειες στον τομέα της οικονομίας και, συγκεκριμένα, ο τομέας των αερομεταφορών ήταν ο μεγαλύτερος πληχθείς, καθώς ετέθη το ζήτημα της ασφάλειας των αερομεταφορών. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, η Αμερικανική κυβέρνηση απαγόρευσε τη χρήση του Αμερικανικού εναέριου χώρου για 4 ημέρες, ένα μέτρο που είχε ως συνέπεια την απώλεια $3,5 δις μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου για τις μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες, όπως την American Airlines και την United Airlines, αεροσκάφη των οποίων χρησιμοποιήθηκαν για τις επιθέσεις. Η κατακόρυφη μείωση των κρατήσεων σε αεροπορικά εισιτήρια και, ως εκ τούτου, η απόλυση πάνω από 100.000 εργαζομένων στις αεροπορικές, η περικοπή δρομολογίων και η διακοπή πώλησης επιβατικών αεροσκαφών από τις βιομηχανίες πίεσαν τις αεροπορικές εταιρείες να λάβουν μέτρα υψίστης ασφαλείας. Ο πρωταρχικός σκοπός των μέτρων αυτών ήταν η πρόληψη τρομοκρατικών επιθέσεων, αφ’ ενός, ασκώντας ενδελεχή σωματικό έλεγχο στους επιβάτες και τις αποσκευές τους και μη επιτρέποντας την είσοδο κανενός στον θάλαμο διακυβέρνησης, και η καταστολή τους, αφ’ ετέρου, με την παρουσία ενόπλων φρουρών κατά τη διάρκεια της πτήσης. Από τα προαναφερθέντα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η πολιτική αεροπορία επηρεάστηκε πολλαπλώς από τις τρομοκρατικές επιθέσεις, όπως και η βιομηχανία κατασκευής πολιτικών αεροσκαφών σημείωσε μεγάλη μείωση στα έσοδα της.
Αντιλαμβάνεται κανείς από τα προαναφερθέντα τις μεγάλης εμβέλειας συνέπειες που είχαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στον κόσμο, οι οποίες άλλαξαν τις αντιλήψεις των κρατών σε ζητήματα ασφάλειας δραματικά. Η αμοιβαία «διεθνής ασφάλεια» έπαψε να αποτελεί προτεραιότητα για τη διεθνή τάξη και τα κράτη πλέον επικεντρώθηκαν στην εθνική ασφάλεια, αναπτύσσοντας τάσεις απομονωτισμού και αυτοβοήθειας. Υπέρογκα ποσά διατίθενται για τον εξοπλισμό της κρατικής αμυντικής μηχανής με νέες τεχνολογίες και για τον εκσυγχρονισμό των κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας και παρακολούθησης, με σκοπό την προσαρμογή των κρατών στη νέα διεθνή πραγματικότητα, που οι νέες απειλές για την διεθνή ασφάλεια στην παγκοσμιοποιημένη διεθνή τάξη έχουν μεταβάλλει.
Βιβλιογραφία:
- Field Report on the PATRIOT Act, The USA PATRIOT Act: Preserving Life and Liberty, Department of Justice. Διαθέσιμο σε: https://www.justice.gov/archive/ll/highlights.htm\
- Heywood Andrew, Διεθνείς σχέσεις και πολιτική στη παγκόσμια εποχή, Αθήνα, εκδ. Κριτική, 2013, σελίδες 345-347, 493-498.
- Kevin Featherstone, 11/9, η μέρα που άλλαξε ο κόσμος, Καθημερινή, 11 Σεπτεμβρίου 2011. Διαθέσιμο σε: https://www.kathimerini.gr/world/437033/11-9-i-mera-poy-allaxe-ton-kosmo/
- Matthew Green, How 9/11 Changed America: Four Major Lasting Impacts (with Lesson Plan), KQED, 8 Σεπτεμβρίου 2017. Διαθέσιμο σε: https://www.kqed.org/lowdown/14066/13-years-later-four-major-lasting-impacts-of-911
- White House Counterterrorism Reports, The Global War on Terrorism: The First 100 Days, Department of State. Διαθέσιμο σε: https://2001-2009.state.gov/s/ct/rls/wh/6947.htm#
- Ναυσικά Λεβεντέρη, Οι διεθνείς συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και πώς αυτές επηρέασαν τα μέτρα ασφαλείας στη χώρα μας κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σεπτέμβριος 2005, σελίδες 26-40. Διαθέσιμο σε: https://hellanicus.lib.aegean.gr/handle/11610/9493
Πηγή φωτογραφίας: wallpapersafari.com