Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Πώς αποτιμάται η σιωπή ως αντίδραση στο πλαίσιο του δικαίου χρήσης ένοπλης βίας;

Γράφει ο Πέτρος Αναγνωστάρας

Ανέκαθεν στη σκακιέρα του διεθνούς δικαίου, τα κράτη προέβαιναν σε κινήσεις, πράξεις και δηλώσεις νομικής ή μη φύσεως, για τις οποίες ανέμεναν ή όχι την απάντηση ή την αντίδραση των υπολοίπων κρατών της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, τα κράτη δεν απαντούν, και ως ένα βαθμό δεν δύνανται, σε κάθε αξίωση ή πράξη που προβάλλει κάποιο από αυτά. Αυτή η απουσία αντίδρασης ή απάντησης έρχεται να εμπλέξει τον αμφιλεγόμενο ρόλο της «σιωπής» στο διεθνές γίγνεσθαι, της οποίας η πολύ συχνή παρουσία, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του δικαίου χρήσης βίας, έχει απασχολήσει μία πληθώρα θεωρητικών στην προσπάθειά τους να την αποκωδικοποιήσουν, καθιστώντας την, ίσως, όχι ως μία εξαίρεση αλλά ως κανόνα των διεθνών σχέσεων.

Αρχικά, για την ερμηνεία της σιωπής στο διεθνές δίκαιο δεσπόζουν δύο αντιτιθέμενες σχολές σκέψης. Η πρώτη, η «βουλησιαρχική», προτάσσει τη βούληση και την εξακρίβωση αυτής ως το πιο καθοριστικό στοιχείο, υποστηρίζοντας πως τα οποιαδήποτε νομικά αποτελέσματα που δύνανται να προκύψουν από τις ενέργειες ενός κράτους πρέπει να συνοδεύονται από τη ρητή του συγκατάθεση, υπονοώντας πως η σιωπή από μόνη της αδυνατεί να προσδώσει δεσμευτικό αντίκτυπο. Η δεύτερη, η σχολή του «αντικειμενισμού», δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ασφάλεια του δικαίου, διαχωρίζει τη σιωπή από τη βούληση του κράτους, αντιμετωπίζοντας την πρώτη ως ένα τετελεσμένο, του οποίου τα νομικά αποτελέσματα είναι ανεξάρτητα από τη δεύτερη.

Πρακτικά, αυτό που κρίνεται ως καίριο είναι ο προσδιορισμός της συναίνεσης ενός κράτους, η οποία συνάγεται μέσα από μία νομικής φύσεως σιωπή ή αδράνεια. Η πλειοψηφία της διεθνούς θεωρίας τάσσεται υπέρ της άποψης πως αυτή καθεαυτή η τήρηση στάσης σιωπής δεν εξισώνεται με συναίνεση, καθώς «η σιωπή (ενός κράτους) μπορεί να μιλήσει, μόνο όταν η συμπεριφορά του άλλου μέρους απαιτεί μία απάντηση». Αυτό σημαίνει πως, απέναντι στη σιωπηρή αντίδραση ενός μέρους χρειάζεται να υφίσταται μία κρατική πρακτική ή νομική αξίωση άλλου μέρους, για την οποία ενώ το πρώτο είχε επίγνωση, επέλεξε να μην προβάλλει κάποια θέση, συναινώντας έτσι, εμμέσως, στα νομικά αποτελέσματα που πιθανόν επρόκειτο να προκαλέσει.

Στον χώρο του δικαίου χρήσης βίας, η ανάλυση της σιωπής περιπλέκεται αρκετά, λόγω της ύπαρξης νομικών προβλέψεων, αρκετές από τις οποίες ανήκουν στην κατηγορία των επιτακτικών κανόνων jus cogens, με χαρακτηριστικότερη αυτή της απαγόρευσης απειλής ή χρήσης βίας, καθώς ορίζει το άρθρο 2§4 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ενώ παραπάνω εξήχθη το συμπέρασμα πως, υπό μερικές προϋποθέσεις, η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ως συναίνεση προς μία κρατική πρακτική-αξίωση, ικανή να αποκτήσει νομικό πρόσημο, στον τομέα των επιτακτικών κανόνων, η σιωπή αυτή κρίνεται πως δεν δύναται να ενδυθεί την ίδια νομική αξία.

Γίνεται γενικώς αποδεκτό ότι κανόνες σαν αυτούς που θέτει ο Χάρτης του ΟΗΕ πρέπει να δεσμεύουν όλα τα κράτη στον ίδιο βαθμό, καθώς αντιπροσωπεύουν αξίες που κείτονται στον πυρήνα του χαρακτήρα της διεθνούς κοινότητας. Ως εκ τούτου, εάν κάθε αντίθετη προς κανόνα jus cogens πρακτική, που συνοδευόταν από τη σιωπηρή αντίδραση των υπολοίπων κρατών, εθεωρείτο ικανή να οδηγήσει στην ανάδυση ενός νέου, θα είχε διαρραγεί η σταθερότητα της έννομης τάξης. Μοιάζει, έτσι, να συναντά ανυπέρβλητες δυσκολίες μία πιθανή συσχέτιση της σιωπηρής συναίνεσης με την παραβίαση κάποιων εξ αυτών των κανόνων.

Αρκετά κράτη, επιχειρώντας να προσπεράσουν τον σκόπελο της απαγόρευσης που τίθεται στη χρήση ή απειλή χρήσης βίας, επεδίωξαν να προσδώσουν νομικά ερείσματα στις πράξεις τους, μέσα από την επανερμηνεία του θεμελιώδους δικαιώματός τους στην άμυνα, όπως ορίζει το άρθρο 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, αναπτύσσοντας αμφιλεγόμενα δόγματα, όπως αυτό της «προληπτικής άμυνας» και της «διάσωσης ομοεθνών στην αλλοδαπή». Εν συνεχεία, εφαρμόζοντας στην πράξη κάποιο από αυτά, επικαλέστηκαν την τήρηση στάσης σιωπής από μέρος της κοινότητας κρατών για να νομιμοποιήσουν την πρακτική τους. Ωστόσο, επειδή για κάποιους, από το περιεχόμενο των σχετικών άρθρων του Χάρτη εξάγεται με σαφή τρόπο η ισχυρή αντίθεση στην χρήση ένοπλης βίας, μοιάζει σχεδόν αδύνατο μία διαφορετική πρακτική ενός κράτους να τα τροποποιήσει, τρόπον τινά, ερμηνευτικά, γεγονός που οδηγεί στην απόρριψη και αυτού του δόγματος. Αυτό τους οδηγεί και στο συμπέρασμα πως, κατά την παραβίαση ενός τέτοιου κανόνα δεν επιτρέπεται στο κράτος-«παραβάτη» να επικαλεστεί τη σιωπή ενός ή περισσοτέρων κρατών ως ένδειξη συναίνεσης.

Βέβαια, μία σειρά κρατών, εκμεταλλευόμενα, πρώτα, την αδυναμία του Συμβουλίου Ασφαλείας να αντιδράσει απέναντι σε κάθε περίπτωση χρήσης ένοπλης βίας (κυρίως λόγω του δικαιώματος στην αρνησικυρία, που ασκείται συχνά εκ μέρους των μονίμων μελών του Σ.Α.) και κατά δεύτερον τη σιωπηρή στάση που επιδεικνύει ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας, επιχειρούν να προσδώσουν νομικά ερείσματα στις πολεμικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν. Ένα τρανό παράδειγμα αποτελεί το Ισραήλ, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις, με χαρακτηριστικότερη αυτήν της επέμβασής του στην Ουγκάντα, το 1976, για την απελευθέρωση ομήρων, σημείωσε την αδράνεια της διεθνούς κοινότητας ως νομιμοποιητική βάση της «πολιτικής» του. Εν προκειμένω, οι αξιωματούχοι του προέβαλαν και υποστήριξαν τη δυνατότητα του κράτους, στο πλαίσιο του γενικότερου δικαιώματός του στη νόμιμη άμυνα, να προβεί σε διάσωση ομοεθνών πολιτών, οι οποίοι κινδυνεύουν στο έδαφος ενός άλλου κράτους. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, η πλειοψηφία των κρατών, εκτός της καταδίκης και της υποστήριξης εκ μέρους μερικών, επέλεξε να μην εκφράσει καμία άποψη, με αποτέλεσμα να αξιολογηθεί από το Ισραήλ η σιωπή τους ως δείγμα σιωπηρής συναίνεσης ή έστω ανοχής του βασικού νομικού επιχειρήματός του. Με λίγα λόγια, υιοθετώντας τη φράση του Διεθνούς Δικαστηρίου, στην υπόθεση που αφορούσε τη διαφορά της Μαλαισίας με τη Σιγκαπούρη, η περίσταση που δημιουργήθηκε από την ενέργεια του Ισραήλ, «ήταν τέτοια που απαιτούσε μία αντίδραση, μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα» και καθόσον αυτή δεν επήλθε, δημιούργησε ένα νομικό προηγούμενο.

Τελικά, θα έλεγε κανείς πως ο αμφιλεγόμενος ρόλος της σιωπής στο δίκαιο χρήσης βίας θα πρέπει να αποτιμάται προσεκτικά. Από τη μία μεριά, υπάρχει η άποψη πως η σιωπηρή αντίδραση αποτελεί, κατ’ ουσία, μία εκούσια επιλογή του κράτους, ικανή να αποφέρει νομικές συνέπειες, οι οποίες μπορεί να είναι και δυσάρεστες για το κράτος που αδράνησε. Από την άλλη, προβάλλεται και μία πολύ αυστηρότερη προσέγγιση της σιωπής, η οποία κατηγορεί όσους επιχειρούν να εξισώσουν τη σιωπή με τη συναίνεση, σημειώνοντας πως κάτι τέτοιο υπονομεύει τον Χάρτη ΟΗΕ και ιδίως τη θεμελιώδη απαγόρευση που θέτει, μέσω του άρθρου 2§4.

Πηγές:

  1. Dustin A. Lewis, Naz K. Modirzadeh, Gabriella Blum, Quantum of Silence: Inaction and Jus Ad Bellum, Harvard Law School, Program on International Law and Armed Conflict,2019. Διαθέσιμο σε: https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3420959
  2. Sophia Kopela, The Legal Value of Silence as State Conduct in the Jurisprudence of International Tribunals, Australasian Legal Information Institute, 2010. Διαθέσιμο σε: http://www5.austlii.edu.au/au/journals/AUYrBkIntLaw/2010/4.html
  3. Nuno Sergio Marques Antunes, Acquiescence, Max Planck Encyclopedias of International Law, 2006.
  4. Paulina Starski, Silence within the Process of Normative Change and Evolution on the Use of Force-Normative Volatility and Legislative Responsibility, MPIL Research Paper Series, vol. 2016–20, 2016. Διαθέσιμο σε: https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2851809
  5. Michael Byers, Custom, Power and the Power of Rules – International Relations and Customary International Law, Cambridge University Press, 1999.
  6. Jessica Liang, Modifying the UN Charter through Subsequent Practice: Prospects for the Charter’s Revitalisation, Nordic Journal of International Law 81, no. 1, 2012.
  7. Alexander Orakhelashvili, Changing Jus Cogens Through State Practice? The Case of the Prohibition of the Use of Force and Its Exceptions, The Oxford Handbook of the Use of Force in International Law, Oxford University Press, 2015.
  8. Olivier Corten, The Controversies Over the Customary Prohibition on the Use of Force: A Methodological Debate, The European Journal of International Law 16, no. 5, 2006.
  9. Benjamin Nußberger Claus Kreß, The Entebbe Raid-1976, The Use of Force in International Law: A Case-Based Approach, Oxford University Press, 2018.
  10. Christine Gray, International Law and the Use of Force, Oxford University Press, 2018.
  11. Michael Ratner, Jules Lobel, Bypassing the Security Council: Ambiguous Authorizations to Use Force, Cease-Fires and the Iraqi Inspection Regime, The American Journal of International Law 93, no. 1, 1999.
  12. Case Concerning the Temple of Preah Vihear, Cambodia V. Thailand, ICJ Judgment, 1962. Διαθέσιμο σε: https://www.icj-cij.org/files/case-related/45/045-19620615-JUD-01-00-EN.pdf
  13. Case Concerning Sovereignty Over Pedra Branca/Pulau Batu Puteh, Middle Rocks And South Ledge, Malaysia v. Singapore, ICJ Judgment, 2008. Διαθέσιμο σε: https://www.icj-cij.org/files/case-related/130/130-20080523-JUD-01-00-EN.pdf
  14. Χατζηκωνσταντίνου Κώστας, Σαρηγιαννίδης Μιλτιάδης, Αποστολίδης Χαράλαμπος, με την συμβολή του Βασίλη Περγαντή, Θεμελιώδεις Έννοιες Στο Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013.

Πηγή εικόνας διαθέσιμη σε: https://www.navalanalyses.com/2019/02/naval-forces-12-european-naval-forces.html