Γράφει ο Βαγγέλης Κινόπουλος
Πολλές είναι εκείνες οι στιγμές που αναλογιζόμενοι την παγκόσμια ιστορία και τους ηγέτες της, ψάχνουμε να βρούμε κίνητρο, παραδείγματα και κάποιες μικρές χαραμάδες αισιοδοξίας. Άλλες πάλι στιγμές μας κυριεύει ένας μικρός φόβος και ένας θαυμασμός, αν όχι για τις αποφάσεις, τότε σίγουρα για το σθένος κάποιων ανθρώπων. Τι άλλο θα μπορούσε να αναλογιστεί κανείς βλέποντας πως μέσα στη δίνη του χειρότερου ιστορικά πολέμου, μία προσωπικότητα αποφάσισε όχι απλά να βρεθεί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, αλλά να τις κοιτάξει στα μάτια, αψηφώντας μερικές από τις τρομακτικότερες σε σκληρότητα προσωπικότητες της παγκόσμιας ιστορίας, όπως το Στάλιν και το Χίτλερ.
Γεννημένος στην Κροατία το 1892, ο Γιόσιπ Μπροζ προερχόταν από μία οικογένεια χωρικών. Η εφηβεία του μετέπειτα παντοδύναμου Γιουγκοσλάβου ηγέτη δεν περιλάμβανε ούτε σπουδές ούτε εμπειρίες ικανές για να δικαιολογήσουν τη μετεξέλιξη του. Ξεκίνησε ως βοηθός κλειδαρά σε μία μεταλλουργία, όμως η λαίλαπα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου τον οδήγησε να καταταγεί στο στρατό της πάλαι ποτέ παντοδύναμης Αυστροουγγαρίας. Αιχμάλωτος κάποια στιγμή από τους Ρώσους έρχεται, περί τα 1917, σε επαφή με το κομμουνιστικό ιδεώδες, θέλγεται από την ιδέα του και κατατάσσεται στον Κόκκινο στρατό. Όταν τρία χρόνια αργότερα επιστρέφει στη Γιουγκοσλαβία, η οποία έχει ανεξαρτητοποιηθεί, γίνεται μέλος του εκεί Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1937, έχοντας συμμετάσχει σε μια σειρά κομμουνιστικών δράσεων στα βαλκάνια και την Ισπανία, η Σοβιετική Ένωση τον ορίζει Γενικό Γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος της Γιουκοσλαβίας.
Η αρχή της ανόδου για τον Τίτο (πολεμικό ψευδώνυμο που υιοθέτησε εκείνη τη περίοδο) έρχεται τον Ιούνιο του 1941, όταν οι Γερμανοί αποφασίζουν να επιτεθούν στη Ρωσία. Γνωρίζοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στη δομή και τη δύναμη του Γερμανικού στρατού, ηγείται της ομάδας των παρτιζάνων εγκωλπίζοντας τόσο κομμουνιστές, όσο και βασιλικούς με απώτερο σκοπό να μεταφέρει τον πόλεμο εκεί που είχε ελπίδες, στα βουνά. Ο Τίτο γρήγορα μετατρέπεται σε έναν μαέστρο του ανταρτοπόλεμου. Αφού εξουδετερώσει τους εγχώριους διώκτες, τους Τσέτνικι, ο Τίτο ανακυρήσσεται σε ηγέτη ολόκληρης της Γιουκοσλαβίας, μία κίνηση η οποία είχε σαν βάση την ένωση όλων των τμημάτων του Γιουκοσλαβικού λαού, ενάντια των Γερμανών.
Τα καίρια πλήγματα που κατόρθωσε εναντίον του Χίτλερ τον έφεραν στο τραπέζι των δυνατών και έτσι, το Νοέμβριο του 1943, οι σύμμαχοι τον αναγνώρισαν σαν ηγέτη της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας και έδειξαν έμπρακτα τη στήριξή τους, βοηθώντας τον με εξοπλισμό και πολεμοφόδια. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Χίτλερ για την εξόντωση του, πάνω από επτά στον αριθμό, κατάφερε τον Οκτώβρη του 1944 να απελευθερώσει το Βελιγράδι από τους Γερμανούς, σε συνεργασία τόσο με τους βρετανούς στην Τεργέστη όσο και με τον κόκκινο στρατό. Με το πέρας του πολέμου, κερδίζει τις εκλογές του Νοέμβρη του 1945 με ποσοστό 80% και αφου εκδιώξει τον βασιλιά Πέτρο τον 2ο, ανεμπόδιστος ελέγχει όλες τις εξουσίες του νεόδμητου κράτους και ξεκινάει τη διαδικασία εξέλιξής του, βασιζόμενος στα σοσιαλιστικά πρότυπα της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Τίτο προφανώς και στήριξε την οικοδόμηση του νέου κράτους, στους πόρους και την δύναμη της τότε Σοβιετικής Ένωσης. Παρόλα αυτά, αν κάτι δεν ήθελε ήταν η ηγεμονία της. Αφού ολοκληρώθηκε μεγάλο ποσοστό απαλλοτρίωσης τραπεζών και εμπορικών επιχειρήσεων, ξεκίνησε ένα πενταετές σχέδιο ανάπτυξης. Το σχέδιο αυτό σε αντίθεση με τις αρχές της Σοβιετικής Ένωσης, προσπάθησε να ρίξει γέφυρες μέσω εμπορικών σχέσεων με την Ινδία και άλλες χώρες. Στο ίδιο πνεύμα ανεξαρτησίας ο Τίτο αποφάσισε να λάβει μία αμερικανική βοήθεια του ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων και να μην παραιτηθεί από τη διεκδίκηση της Τεργέστης παρά την επιμονή του Στάλιν. Πέραν από το γεγονός ότι οικονομικά δρούσε σχεδόν ανεξάρτητα από τις Σοβιετικές αρχές, έριξε βλέμματα επέκτασης σε χώρες της νότιας Ευρώπης όπως η Αλβανία και η Ελλάδα. Οι κινήσεις του αυτές τον οδήγησαν σε μία κρίσιμη ημερομηνία για τη μοίρα της πάλαι ποτέ παντοδύναμης Γιουγκοσλαβίας, αυτή της 27ης Μαρτίου 1948. Στα γραφεία της Κομινφόρμ έφτασε το κατηγορητήριο βάσει του οποίου η Γιουγκοσλαβία πλέον δεν ήταν μέλος Σοβιετικής Ένωσης.
Η ανεξαρτητοποίηση αυτή δεν είχε μόνο πολιτική, αλλα και οικονομική χροιά. Ο Τίτο, στον οικονομικό τομέα, χρησιμοποίησε μια προσέγγιση τόσο διαφορετική που προκαλεί εντύπωση ακόμη και στις μέρες μας. Πιστός στις κομμουνιστικές αρχές, αμέσως ευθυγράμμισε την οικονομική του πολιτική στο προβλεπόμενο σοσιαλιστικό πλαίσιο της τότε εποχής. Παρόλα αυτά, κατάφερε και διέκρινε κάποια μειονεκτήματα του συστήματος της κεντρικής οικονομικής διοίκησης από το κράτος και έκανε ριζικές τομές, στην μέχρι τότε κοινώς αποδεκτή, σοσιαλιστική προσέγγιση. Το Σοβιετικό μοντέλο όριζε πως ο κάθε εργάτης είχε μία συγκεκριμένη εργασία και συγκεκριμένες αποδοχές που ορίζονταν απο το κράτος. Η έλλειψη της όποιας πιθανότητας ανέλιξης, οδηγούσε στην έλλειψη ενδιαφέροντος για την πορεία της επιχείρησης, άρα και την ποιότητα του τελικού παραγόμενου αγαθού. Σε συνθήκες κλειστής οικονομίας, κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε πρόβλημα λόγω έλλειψης ανταγωνισμού. Όταν όμως οι πόρτες της σοσιαλιστικής ανατολής έκλεισαν για τη Γιουγκοσλαβία η ανάγκη για μια πιο ανοιχτή οικονομία έγινε επιτακτική. Περί τα 1950, υιοθετήθηκε μια ριζοσπαστική για τα δεδομένα οικονομική προσέγγιση, περισσότερο εργατοκεντρική. Πλέον, η διαχείριση των επιχειρήσεων (που άνηκαν έτσι κι αλλιώς στο κράτος) απαγκιστρώθηκε απο τη κράτος και πέρασε στα χέρια του εργατικού δυναμικού της κάθε επιχείρησης. Κρίσιμοι τομείς της οικονομίας, όπως οι μεταφορές τα εργοστάσια και οι τηλεπικοινωνίες πέρασαν σε καθεστώς αυτοδιαχείρισης.
Προφανώς και το οικονομικό μοντέλο αυτό δεν αφέθηκε ανεξέλεγκτο, καθώς κάθε χρόνο τίθονταν στόχοι παραγωγικότητας ποιότητας και διανομής. Συμπυκνώνοντας τους κύριους πυλώνες του Γιουκοσλαβικού οικονομικού μοντέλου θα τους ορίζαμε ως: 1) Σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά – 2) Μηχανισμός της αγοράς – 3) Αυτοδιαχείριση – 4) Διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Παρόλα αυτά η διαδικασία μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο ήταν πειραματική και βασίστηκε σε υψηλά δάνεια, το χρέος των οποίων κλήθηκε να πληρώσει η Γιουγκοσλαβία μετά το θάνατο του Τίτο όποτε και περιήλθε σε βαθιά κρίση. Παρά λοιπόν, την ανοιχτότητα στη οικονομία που επιδίωκε το μοντέλο αυτό, βασίστηκε στη λογική της μελλοντικής διεύρυνσης του δημοσίου χρέους.
Το σχίσμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στη Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ένωση μόνο θετικά θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τη Δύση. Πέραν της στρατιωτικης βοήθειας που συνέχιζε να λαμβάνει ο Τίτο, έγινε κάτι σαν σιωπηρός σύμμαχος του ΝΑΤΟ για κάποια χρόνια, μέχρι το θάνατο του Στάλιν το 1953. Από εκεί και πέρα, η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να φέρει πάλι με το μέρος της τη Γιουγκοσλαβία, έχοντας πάντα στο μυαλό της το πως θα μπορούσε να καθαιρέσει τον Τίτο. Καλή αφορμή για το σκοπό αυτό, στάθηκε η Σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία, για την οποία κατηγορήθηκε ο Τίτο. Στο σημείο αυτό ο ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας κατάλαβε ότι ακροβατούσε μεταξύ δύο κόσμων κι όχι απλά δεν συμβιβάστηκε, αλλά έψαξε για ιδεολογικούς συμμάχους στο εξωτερικό. Έγινε αρχηγός του κινήματος των Αδεσμεύτων πλάι σε ηγέτες άλλων αναπτυσσόμενων χωρών όπως, τον Νάσερ της Αιγύπτου, τον Νεχρού της Ινδίας και τον Σουκάρνο της Ινδονησίας. Παρόλο το διεθνιστικό του χαρακτήρα, στο εσωτερικό της χώρας δημιούργησε τη μυστική του αστυνομία. Βασισμένη στα πρότυπα της Κα.Γκε.Μπε φρόντιζε να εξαλειφθεί οτιδήποτε θα απειλούσε τη συνοχή του οικοδομήματος του.
Την άνοιξη του 1980, ο Τίτο έσβησε από καρδιακή ανεπάρκεια στη Λιουμπλιάνα χωρίς να προλάβει να δει την ολοκλήρωση του επιχειρήματος του. Απο το 1953 έως και το θάνατό του, κυβέρνησε αδιάκοπα και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «Ο Δικτάτορας των αντιφάσεων». Προώθησε την αυτοδιαχείριση, επιμένοντας στο κρατικό μονοπώλιο, ευαγγελιζόταν την ειρηνική επίλυση των διαφορών, έχοντας δημιουργήσει ένα αστυνομοκρατούμενο κράτος και ενώ γνώριζε τις αυτονομιστικές τάσεις των εθνοτήτων που απάρτιζαν την Γιουγκοσλαβία, επέμεινε στη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους. Μέσα από τις αντιθέσεις, τις σωστές και λάθος αποφάσεις του και τον απολυταρχισμό του, ο Τίτο κατάφερε να παραμείνει ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της Γιουγκοσλαβίας για περίπου 3 δεκαετίες. Το να παραμείνει στην εξουσία για τέτοιο διάστημα απαιτούσε άλλωστε ένα τρομερό επίπεδο πολιτικής στρατηγικής, καθώς όπως δήλωσε και ο ίδιος «Είμαι ηγέτης μιας χώρας που έχει δύο αλφάβητα, τρεις γλώσσες, τέσσερις θρησκείες, πέντε εθνικότητες, έξι δημοκρατίες, που περιβάλλεται από επτά γείτονες, μια χώρα στην οποία ζουν οχτώ εθνικές μειονότητες».
Πηγές:
Milicia Uvalic, The rise and fall of
market socialism in Yugoslavia, Doc Research Institute, Μάρτιος 27, 2018. Διαθέσιμο σε: https://doc-research.org/2018/03/rise-fall-market-socialism-yugoslavia/
Biographies, Josip Broz Tito, The Ohio state University, Διαθέσιμο σε:
https://ehistory.osu.edu/biographies/josip-broz-tito
Ivo Banac, Josip Broz, Encyclopedia Britannica,
Νοέμβριος 11, 2019. Διαθέσιμο σε:https://www.britannica.com/biography/Josip-Broz-Tito/Retrenchment-of-the-1970s