Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: από τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις στο δόγμα της Ευθύνης Προστασίας (R2P) και η προβληματική γύρω από τον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών

Γράφει η Δήμητρα Κορνέζου

Η διάλυση της ΕΣΣΔ και η είσοδος στη μεταψυχροπολεμική εποχή αποτέλεσαν την αφετηρία για μια περίοδο αύξησης των βίαιων εθνοτικών και εμφύλιων συγκρούσεων ανά τον κόσμο. Δεδομένου πως είχαν λάβει χώρα δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και η αντιπαλότητα των χρόνων του Ψυχρού Πολέμου ενέτεινε την εχθρότητα στο διεθνές περιβάλλον, η διεθνής κοινότητα αποφάσισε, από τότε και στο εξής, να δρα σε περισσότερο ηθικό και ανθρωπιστικό υπόβαθρο.  Η τελευταία είχε να αντιμετωπίσει την πρόκληση «επένδυσης» στην ασφάλεια, η οποία αφορούσε την προστασία των πληθυσμών σε περιπτώσεις πολέμων και εσωτερικών συγκρούσεων. Σχετικά με τη νομιμοποίηση ή μη αυτής της προστασίας η κριτική έχει υπάρξει σφοδρή, καθώς σε μια «ανθρωπιστική επέμβαση» εμπλέκονται τόσο κρατικοί, όσο και μη κρατικοί δρώντες (π.χ. Μ.Κ.Ο.), και έχει αποτελέσει πεδίο έρευνας διαχρονικά, ανάλογα με τις περιπτώσεις στις οποίες έχει γίνει επίκληση σε αυτό το δόγμα. Στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί η ρευστότητα του όρου «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και το ζήτημα νομιμοποίησης αυτών, και θα εξεταστούν ορισμένα βασικά στοιχεία της λεγόμενης Ευθύνης Προστασίας (Responsibility to Protect/ R2P), δόγμα στο οποίο μετεξελίχθηκε το αντίστοιχο των ανθρωπιστικών επεμβάσεων. Τέλος, θα γίνει αναφορά στην περίπτωση επέμβασης στην περιοχή του Κοσόβου (Καμπάς, 2019).

Ο όρος «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» είναι ένας όρος ρευστός, ο οποίος χρησιμοποιείται στην πολιτική για να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων των κρατών και των διεθνών οργανισμών. Η ακαδημαϊκή κοινότητα, μελετώντας τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις, έχει υποστηρίξει ότι πρόκειται για στρατιωτικές επεμβάσεις από ένα ή περισσότερα κράτη, από τη διεθνή κοινότητα ή έναν διεθνή οργανισμό σε έδαφος κράτους με σκοπό την αποτροπή ή τη διακοπή της κατάφωρης παραβίασης θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ντόπιου πληθυσμού ή μειονότητας που παραμένει στο έδαφος αυτό (Zemanek, 2000). Ο όρος δεν έχει καθιερωθεί σε κανένα συμβατικό κείμενο, αλλά ούτε και στον Χάρτη του ΟΗΕ. Γίνεται αναφορά για «δόγμα ανθρωπιστικών επεμβάσεων» και το σημείο διαφωνίας έγκειται στην έλλειψη συναίνεσης από το κράτος-στόχο για την επέμβαση. Πιο συγκεκριμένα, είναι ευρέως διαδεδομένη η ταύτιση μιας (ένοπλης) ανθρωπιστικής επέμβασης με έναν πόλεμο, καθώς αρκετές ανθρωπιστικές επεμβάσεις έχουν χαρακτηριστικά πολέμου. Αντίθετα, οι υποστηρικτές της διάκρισης της ανθρωπιστικής επέμβασης από τον πόλεμο αναφέρουν πως η πρώτη έχει τη δυνατότητα να πάρει τη μορφή αστυνόμευσης σε μια περιοχή που το έχει ανάγκη. Το σημείο τριβής, δηλαδή, είναι οι βίαιες-στρατιωτικές μορφές που αφορούν στη μακροπρόθεσμη στρατιωτική παρουσία σε μια περιοχή που βιώνει κρίση, και ειδικότερα οι περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει πρότερη εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Το δόγμα είναι αμφιλεγόμενο, καθώς μπορεί να οριστεί αφενός στη βάση των προθέσεων αυτών που αναλαμβάνουν την επέμβαση – αν υποκινείται από την επιθυμία αποτροπής των δεινών άλλων λαών – ή στη βάση των αποτελεσμάτων αυτής – αν συμβάλλει στην ξεκάθαρη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και στην εξάλειψη του ανθρώπινου πόνου, (Heywood, et al., 2013, σ. 528). Η προβληματική γύρω από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών έγκειται, επίσης, και στο εξής: η απαγόρευση χρήσης αποτελεί κανόνα εθιμικού δικαίου, ο οποίος έχει θεσμοθετηθεί στο Άρθρο 2, παράγραφος 4, το οποίο προβλέπει ότι: «[ό]λα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών». Προσεγγίζοντας τον Χάρτη τελεολογικά, υπό το πρίσμα της επίτευξης των στόχων που θέτει, παρατηρείται πως οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις δεν αντιτίθενται στον εν λόγω κανόνα απαγόρευσης χρήσης βίας, καθώς οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν στο φάσμα του Άρθρου 1, παράγραφος 3, στο οποίο τίθενται οι βασικοί στόχοι του Χάρτη, ένας εκ των οποίων είναι η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, λοιπόν, τέτοιου τύπου επεμβάσεις δικαιολογούνται στη βάση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αντίθετη άποψη στηρίζεται στο σκεπτικό των συγγραφέων του Χάρτη, που με νωπές ακόμη τις μνήμες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ως στόχο να απαγορεύσουν υπό οποιαδήποτε περίπτωση τη χρήση βίας, με στόχο τη διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και τον σεβασμό της κρατικής κυριαρχίας, με μόνες εξαιρέσεις εκείνες που προβλέπονται από το Κεφάλαιο 7, το οποίο προβλέπει μια σειρά ενεργειών «σε περίπτωση απειλής εναντίον της Ειρήνης, Διατάραξης της Ειρήνης και των Επιθετικών Πράξεων». (Czernecki, 2003).

Το δόγμα της Ευθύνης Προστασίας (R2P) αποτυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Κόφι Ανάν, το 2000. Το ερώτημα για το εάν τα κράτη έχουν άνευ όρων κυριαρχία επί των εσωτερικών τους θεμάτων ή εάν η διεθνής κοινότητα έχει το δικαίωμα να επέμβει για «ανθρωπιστικούς λόγους», όταν το θεωρήσει αναγκαίο, ταλάνιζε τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ο οποίος είχε θέσει τα θεμέλια για μια πιθανή εξέλιξη του δόγματος των ανθρωπιστικών επεμβάσεων, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά τους. Αφορμή για την εξέλιξη του δόγματος των ανθρωπιστικών επεμβάσεων αποτελεί η περίπτωση της επέμβασης του Κοσόβου, η οποία έγινε – όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια – χωρίς προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας (στο εξής: ΣΑ). Η R2P έρχεται για να δημιουργήσει μια μεταρρύθμιση, σύμφωνα με την οποία τα κράτη, τηρώντας σαφώς ορισμένες προϋποθέσεις και κριτήρια, έχουν τη δυνατότητα να προχωρούν σε μια ανθρωπιστική επέμβαση παρακάμπτοντας το ΣΑ. Επιπλέον, οι οπαδοί της εξέλιξης της Ευθύνης Προστασίας αρνούνται τη χρήση του όρου «ανθρωπιστικός» σε περιπτώσεις τρίμηνων βομβαρδισμών, όπως αυτή του Κοσόβου. Θέτουν σε αμφισβήτηση το κατά πόσο ο όρος «ανθρωπιστική επέμβαση» δύναται να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που ένα κράτος επεμβαίνει – στρατιωτικά – σε κάποιο άλλο. Η Ευθύνη Προστασίας, λοιπόν, φιλοδοξεί να αγνοήσει τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα του κράτους που επιχειρεί την επέμβαση, δίνοντας έμφαση περισσότερο στις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού που πλήττεται και χρήζει βοήθειας.

Το πιο πρακτικό πλαίσιο της R2P μπορεί να χωριστεί σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας αφορά τη διαρκή ευθύνη όλων των κρατών να προστατεύουν τον πληθυσμό τους από κάθε είδους εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και περιπτώσεις γενοκτονίας. Ο δεύτερος αναγνωρίζει την αναγκαιότητα συμβολής της Διεθνούς Κοινότητας στην εκπλήρωση του πρώτου πυλώνα, για κάθε Κράτος-Μέλος της. Τέλος, ο τελευταίος πυλώνας απευθύνεται στη συλλογικότητα των κρατών μελών, ώστε τα τελευταία να ανταποκρίνονται συλλογικά, όταν ένα από αυτά αποτυγχάνει να παρέχει προστασία στον πληθυσμό του. Οι παρατηρήσεις αυτές του Γ.Γ. ώθησαν τα κράτη να δεσμευτούν στην αρχή της Ευθύνης Προστασίας (Responsibility to Protect/R2P), στην 60η συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης το 2005 (Global Centre for the Responsibility to Protect).

Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίστηκε από τη βιβλιογραφία ως η «χρυσή εποχή» για τις ανθρωπιστικές επεμβάσεις. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστεί η περίπτωση του Κοσόβου, ως το κατεξοχήν παράδειγμα μεταψυχροπολεμικής ανθρωπιστικής επέμβασης, το οποίο θίγει την πρακτική των διεθνών δρώντων και τις αποφάσεις τους. Ήδη από το 1989, ο αρχηγός των Αλβανών Κοσοβάρων στη σερβική τότε επαρχία του Κοσόβου, Ιμπραήμ Ρουγκόβα, είχε εφαρμόσει την πολιτική της ειρηνικής εκδήλωσης της επιθυμίας για ανεξαρτησία της επαρχίας από την Σερβία, στην οποία τότε πρόεδρος ήταν ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ανάμεσα στους Αλβανούς και τους Σέρβους της περιοχής γρήγορα ξεκίνησαν έντονες διαμάχες που πήραν διαστάσεις εμφυλίου πολέμου. Συγκεκριμένα, αναδύθηκε ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (Kosovo Liberation Army), που ήρθε σε σφοδρή αντιπαράθεση με τον στρατό της Γιουγκοσλαβίας (Federal Republic of Yugoslavia), ο οποίος τελούσε υπό τις εντολές του προέδρου Μιλόσεβιτς. O τελευταίος είχε ξεκινήσει εθνοκάθαρση σε βάρος των Αλβανών του Κοσόβου, με αποτέλεσμα το 1998-1999 να υπάρχουν πάνω από 1,500 απώλειες και περισσότεροι από 400,000 να έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους.

Το 1999, υπήρξε, κατόπιν πίεσης του Μιλόσεβιτς από το ΝΑΤΟ, συμφωνία με τον Οργανισμό Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη που προέβλεπε την απόσυρση των στρατευμάτων της F.R.Y. από την περιοχή του Κοσόβου και την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Σε αυτή την περίπτωση ανέλαβε το πιο σύνθετο και σημαντικό έργο από τη στιγμή της ίδρυσής του σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, ωστόσο η συμφωνία δεν τηρήθηκε από την πλευρά των Γιουγκοσλαβικών στρατευμάτων, καθώς ξέσπασε νέος κύκλος αιματοχυσίας τον Μάρτιο του 1999. Πιο συγκεκριμένα, η συμμαχία του ΝΑΤΟ προέβη σε αεροεπιδρομές στις 23 Μαρτίου 1999 (επιχείρηση Allied Force) σε βάρος στρατηγικών στόχων της F.R.Y., σε μια προσπάθεια να αποτραπεί μια ανθρωπιστική καταστροφή η οποία ξεδιπλωνόταν στην περιοχή, αφότου όλες οι υπόλοιπες διπλωματικές μέθοδοι είχαν αποτύχει. Το Συμβούλιο Ασφαλείας προχώρησε σε υιοθέτηση ορισμένων αποφάσεων σχετικά με το ζήτημα του Κοσόβου, βάσει των οποίων τα κράτη που στήριξαν τη Νατοϊκή επέμβαση στο Κόσοβο χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι το ΣΑ παρείχε στη Συμμαχία σιωπηρή εξουσιοδότηση για επέμβαση. Στην πραγματικότητα, η έγκριση από το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν είχε προηγηθεί ποτέ (Allcock, et al., 2024).

Εν κατακλείδι, οι εσωτερικές και μη συγκρούσεις συνεχίζουν να αποτελούν συχνό φαινόμενο παγκοσμίως, ενώ οι περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εγκλημάτων πολέμου είναι στην καθημερινή ατζέντα των διεθνών σχέσεων μέχρι σήμερα. Λαμβάνοντας υπόψη το παραπάνω ιστορικό πλαίσιο, τόσο σχετικά με την πρακτική των κρατών, όσο και με τις αποφάσεις του ΣΑ, εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι ανθρωπιστικές επεμβάσεις μπορούν να θεωρηθούν ως μια πρακτική μόνον ηθικά δικαιολογημένη, σαφώς όχι νομικά κατοχυρωμένη. Η αρχή της Ευθύνης Προστασίας ήρθε να ξεκαθαρίσει περισσότερο το τοπίο, ως ένα πρώτο βήμα προς τη νομιμοποίηση τέτοιου τύπου δράσεων.

Πηγές:

Κάμπας Παναγιώτης. (2009). Ηνωμένα Έθνη και Ευθύνη Προστασίας- Από τη Θεωρία στη Πράξη. Διαθέσιμο σε: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2887733/file.pdf

Zemanek, K. (2000). New Trends in the Enforcement of erga omnes Obligations, p.35 Διαθέσιμο σε: https://www.mpil.de/files/pdf2/mpunyb_zemanek_4.pdf

Heywood, A., Φραγκονικολόπουλος, Χ. και Προέδρου, Φ. (2013). Διεθνείς σχέσεις και πολιτική στην παγκόσμια εποχή, σελ. 528. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.

Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Καταστατικός Χάρτης. (24 Οκτωβρίου 1945). 1 UNTS XVI, διαθέσιμο σε: https://www.un.org/en/about-us/un-charter

Jennifer L. Czernecki. (2003). The United Nations’ Paradox: The Battle between Humanitarian Intervention and State Sovereignty, 41 Duq. L. Rev. 391. Διαθέσιμο σε: https://dsc.duq.edu/dlr/vol41/iss2/7

Global Centre for the Responsibility to Protect. (2024). What is R2P? – Global Centre for the Responsibility to Protect. Διαθέσιμο σε: https://www.globalr2p.org/what-is-r2p/

John B. Allcock, Milan Andrejevich. (2024). Kosovo conflict | Summary & Facts, Encyclopedia Britannica. Διαθέσιμο σε: https://www.britannica.com/event/Kosovo-conflict

NATO. (2022). Kosovo Air Campaign (March-June 1999). .Διαθέσιμο σε: https://www.nato.int/cps/en/natohq/topics_49602.htm

Πηγή Εικόνας:

Akua Holt. (2021). Humanitarian Intervention. Διαθέσιμο σε: https://kpfa.org/area941/episode/humanitarian-intervention-april-5-2021/