γράφει ο Χρήστος-Εμμανουήλ Τράγκας
Με την αύξηση των συναλλαγών και των μετακινήσεων στον κόσμο, αυξάνεται ο κίνδυνος να εμπλακεί ένας πολίτης ή μια επιχείρηση σε διαφορά που να παρουσιάζει κάποιο διεθνές στοιχείο. Το στοιχείο αυτό μπορεί να οφείλεται, για παράδειγμα, στο ότι οι διάδικοι έχουν διαφορετική ιθαγένεια, στο ότι δεν κατοικούν στην ίδια χώρα ή στο ότι συνήψαν σύμβαση για μια οικονομική πράξη που διενεργείται στο εξωτερικό. Σε περίπτωση δίκης, δεν αρκεί να προσδιοριστεί ποιο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει την υπόθεση, αλλά πρέπει να γνωρίζει κανείς και ποιο ουσιαστικό δίκαιο διέπει την υπόθεση.
Πράγματι, ο δικαστής δεν εφαρμόζει πάντα το δίκαιο της χώρας του, το αποκαλούμενο lex fori, αλλά μπορεί να εφαρμόσει και το δίκαιο άλλης χώρας που παρουσιάζει στενό σύνδεσμο με τη διαφορά. Έτσι, μπορεί να φανταστεί κανείς το παράδειγμα ενός γερμανο-ιταλικού ζευγαριού που τέλεσε το γάμο του στην Πορτογαλία, κατοικεί σήμερα στη Γαλλία, επιθυμεί να χωρίσει και προσφεύγει γι’ αυτό στα γαλλικά δικαστήρια. Θεωρητικά, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τέσσερις νομοθεσίες : η γαλλική, η πορτογαλική, η ιταλική ή η γερμανική. Στην περίπτωση αυτή, λέγεται ότι υπάρχει “σύγκρουση νόμων”.
Ο ρόλος των λεγομένων κανόνων συγκρούσεως είναι ακριβώς να προσδιορίζουν ποιο δίκαιο διέπει μια συγκεκριμένη έννομη σχέση (συμβάσεις, ατυχήματα, οικογένεια, κληρονομική διαδοχή, γαμικές σχέσεις, περιουσιακά αγαθά κλπ). Για την εκπόνηση των κανόνων αυτών, ο νομοθέτης λαμβάνει υπόψη πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ιδίως η εύλογη προσδοκία των μερών, η αρχή της εγγύτητας που τείνει να υποβάλλει μια έννομη σχέση στο δίκαιο της χώρας με την οποία παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο, καθώς και η ιδέα ότι κάποια άτομα, όπως οι ανήλικοι, οι καταναλωτές ή οι μισθωτοί χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας.
Παρόλο που οι κανόνες σύγκρουσης υπάγονται στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το μοναδικό διεθνές στοιχείο τους έγκειται στην ονομασία τους : παραδοσιακά, κάθε κράτος διαθέτει δικό του εθνικό σύστημα κανόνων σύγκρουσης νόμων. Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, έχουν εναρμονιστεί οι κανόνες σύγκρουσης νόμων που αφορούν ορισμένους τομείς. Έχουν επίσης εναρμονιστεί ορισμένοι κανόνες σύγκρουσης νόμων στο διεθνές επίπεδο.
Πρόκριμα (Vorfrage ή Erstfrage, QuestionPréalable ή Incidente) είναι η έννομη σχέση από την ύπαρξη ή ανυπαρξία της οποίας, από το κύρος ή την ελαττωματικότητα της οποίας εξαρτάται η ύπαρξη ή ανυπαρξία, το κύρος ή η ελαττωματικότητα μιας άλλης έννομης σχέσης, η οποία αποτελεί το κύριο ζήτημα της δίκης και που για τη ρύθμιση αυτής της τελευταίας ενδιαφερόμεθα. Στη νομολογία χρησιμοποιούνται αδιακρίτως οι όροι πρόκριμα και προδικαστικό ζήτημα της δίκης. Βασικό στοιχείο του ορισμού της έννοιας του προκρίματος είναι, εξάλλου, η διάκρισή τους από τα συστατικά της κύριας σχέσεως (εξαρτωμένη σχέση) και από τις παρεπόμενες σχέσεις. Διευκρινίζεται, τέλος, πως δεν αποτελούν προκρίματα και, κατά συνέπεια, δεν είναι αντικείμενο διαφωνίας ως προς το νομικό καθεστώς τους, ζητήματα όπως η δικαιοπρακτική ικανότητα ή ο τύπος της δικαιοπραξίας.
To πρόβλημα των προκριμάτων στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο έγκειται στο ερώτημα, ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο στα προκρίματα και ειδικότερα ποιο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο εφαρμόζουμε; Με λίγα λόγια το πρόβλημα αναφύεται και πρακτικά διότι στο κύριο ζήτημα της δίκης και στο πρόκριμα εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες συγκρούσεως και κατά συνέπεια διέπονται από διαφορετικά δίκαια. Το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο δεν περιλαμβάνει κανόνα, ο οποίος να προσδιορίζει το εφαρμοστέο δίκαιο στα προκρίματα. Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί, δεν περιλαμβάνουν ρύθμιση για το εφαρμοστέο δίκαιο στα προκρίματα.
Τέλος, διαπιστώνεται ότι στην ελληνική νομολογία επικρατεί η άποψη ότι η προσφυγή στους κανόνες συγκρούσεως για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου επί του προκρίματος, προκειμένου να διαπιστωθεί η εγκυρότητα της εκάστοτε έννομης σχέσης, εξαρτάται από την προηγούμενη αμφισβήτηση της ύπαρξης ή του κύρους της έννομης σχέσης αυτής από τους ενδιαφερομένους.
Ωστόσο, ορθά έχει παρατηρηθεί ότι η θέση αυτή δεν συνάδει με την αντιμετώπιση του αλλοδαπού δικαίου από το ελληνικό σύστημα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ως δικαίου και όχι ως πραγματικού περιστατικού και οφείλει να το λάβει υπόψιν αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με το άρθρο 337 του ΚΠολΔ.
Ως προς τα προκρίματα, υπάρχουν δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία, που δεν δημιουργεί σημαντικές δυσχέρειες, περιλαμβάνονται τα προκρίματα που εμφανίζονται στη ρυθμιστέα σχέση των κανόνων συγκρούσεως του forum, ήτοι του δικαίου του δικάζοντος δικαστή. Ενώ η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τα προκρίματα που εμφανίζονται στο εφαρμοστέο στην κύρια σχέση αλλοδαπό δίκαιο, στην εφαρμοστέα ξένη lex causae.
Στην πρώτη κατηγορία όταν το κύριο ζήτημα διέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο του forum (δηλαδή με forum την Ελλάδα, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο), τότε ο καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου στο πρόκριμα δεν δημιουργεί ιδιαίτερες δυσκολίες. Στην περίπτωση αυτή, ο κανόνας συγκρούσεως του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum (δηλαδή της Ελλάδος) ορίζουν το δίκαιο που διέπει το πρόκριμα.
π.χ. στην κύρια σχέση διαζύγιο, που υπάγεται στη ρθμιστέα σχέση του ΑΚ 16, ανιχνεύεται το πρόκριμα της υπάρξεως γάμου: Πρέπει να υπάρχει γάμος, για να μπορεί λογικά να διατυπωθεί το ερώτημα, ποιό δίκαιο θα εφαρμοσθεί στη λύση του. Τον γάμο ως πρόκριμα ( με την παραπάνω έννοια) του διαζυγίου τον διέπει η lexmatrimonii, που προσδιορίζεται από το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum (ΑΚ 13), αφού ακόμη βρισκόμαστε στο στάδιο διερευνήσεως του forum (ΑΚ 16).
Η λύση είναι απλή, δεδομένου ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ του κανόνα συγκρούσεως του κράτους του forum και του κράτους της lex causae. Επί παραδείγματι με forum την Ελβετία, στο πλαίσιο μίας κληρονομικής διαφοράς σχετικά με την κληρονομία ενός Γάλλου, του οποίου η τελευταία κατοικία βρίσκεται στην Ελβετία, το κύριο ερώτημα (δηλαδή η εξαρτώμενη ή κύρια σχέση) είναι αν τα τέκνα δικαιούνται ίσο μερίδιο. Σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1 του Νόμου για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο της Ελβετίας (Loi fédérale sur ledroit international privé «LDIP») για τις κληρονομικές σχέσεις του αποθανόντος γάλλου εφαρμόζεται το ελβετικό δίκαιο, δηλαδή το άρθρο 547παρ2 του Ελβετικού Αστικού Κώδικα (Code Civil Suisse «CC»).
Αλλά ο Ελβετός δικαστής πρέπει να θέσει το εξης πρόκριμα: «Υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση- υπόθεση, μια σχέση μεταξύ του θανόντος και των τέκνων;» Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει να εφαρμοστεί ο κανόνας συγκρούσεως, ο οποίος θα καθορίσει το εφαρμοστέο δίκαιο στα ζητήματα πατρότητας. Ο ελβετικός αστικός κώδικας και οι διατάξεις του (δηλαδή τα άρθρα 252 επ. ) δεν μπορούν να εφαρμοστούν αυτομάτως, επειδή το άρθρο 90παρ. 1 του Νόμου για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο της Ελβετίας ενδιαφέρεται για ζητήματα που αφορούν περιουσιακές διαφορές και όχι με εκείνα που ασχολούνται με ζητήματα πατρότητας.
Ο ελβετός δικαστής πρέπει να προστρέξει στα άρθρα 68επ του Νόμου για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο της Ελβετίας το οποίο θα καθορίσει ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο στην πιο πάνω σχέση. Εάν είναι εφαρμοστέο το γαλλικό δίκαιο, θα πρέπει να προστρέξει στον γαλλικό αστικό κώδικα (Code Civil Français «CC») ώστε να λύσει το ζήτημα του προκρίματος, δηλαδή την σχέση του αποθανόντος πατρός και των προαναφερθέντων τέκνων.
Ωστόσο, εάν τα άρθρα 68επ. του Ελβετικού Νόμου για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο εφαρμόζουν το ελβετικό δίκαιο, τα άρθρα 252επ. του ελβετικού αστικού κώδικα θα λύσουν το πιο πάνω πρόκριμα. Μόλις διαπιστωθεί ο δεσμός πατρότητας, το άρθρο 452επ. του ελβετικού αστικού κώδικα (Code Civil Suisse «CC») μπορεί τελικά να εφαρμοστεί για να αποσαφηνιστεί το καθεστώς της κληρονομίας των τέκνων.
Επιπλέον δε, παράδειγμα της πιο πάνω κατηγορίας υπάρχει και στην ελληνική νομολογία, όπου τέθηκε ζήτημα προκρίματος σε αξίωση από αυτοκινητικό ατύχημα μεταξύ δύο Γιουγκοσλάβων στο χωριό Ολυμπιάδα στο Νομό Χαλκιδικής. Στην προκείμενη περίπτωση, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, ως δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (άρθρο 26 ΑΚ).
Το πρόκριμα κρίνεται σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 27 του ΑΚ, σχετικά με την σύσταση, μετάθεση και κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων. Όπως προαναφέραμε, κύριο ζήτημα είναι εδώ η υποχρέωση αποζημιώσεως, που πηγάζει από την αδικοπραξία και σύμφωνα με το άρθρο 26 του ΑΚ εφαρμόζονται ως προς αυτό το ελληνικό δίκαιο, εφόσον η σύγκρουση έγινε στην Ελλάδα.
Το πρόκριμα τάσσεται στη συνέχεια από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ειδικότερα από το άρθρο 914 του ΑΚ από το νόημα και τη διατύπωση του οποίου συνάγεται ότι ο δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι αυτός που προσβλήθηκε στο δικαίωμα της κυριότητας, συγκεκριμένα ο ιδιοκτήτης αυτοκινήτου.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει δίλημμα για τον έλληνα δικαστή, αν επί προκρίματος της κυριότητας του αυτοκινήτου θα εφαρμόσει το ουσιαστικό δίκαιο που καθορίζεται από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ισχύουν στην πολιτεία του δικάζοντος δικαστή (lex fori), ή το ουσιαστικό δίκαιο που καθορίζεται από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ισχύουν στην πολιτεία το δίκαιο της οποίας καταλαμβάνει την κύρια σχέση. Κινούμαστε ακόμη στον χώρο εφαρμογής του ελληνικού δικαίου, οπότε το εφαρμοστέο επί του προκρίματος της κυριότητας δίκαιο θα εντοπισθεί με τη βοήθεια των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum, και σύμφωνα με το άρθρο 27 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται ως προς αυτό το πρόκριμα το γιουγκοσλαβικό δίκαιο.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τα προκρίματα που εμφανίζονται στο εφαρμοστέο στην κύρια σχέση αλλοδαπό δίκαιο, στην εφαρμοστέα ξένη lex causae, δηλαδή όταν η κύρια σχέση ή εξαρτώμενη σχέση του προκρίματος διέπεται από αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο. Στην προκείμενη περίπτωση ο καθορισμός του εφαρμοστέου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι περίπλοκος.
Για τον προαναφερόμενο καθορισμό, έχουν υποστηριχθεί δύο διαφορετικές θεωρίες. Η πρώτη είναι η θεωρία της lex fori, που έχει υποστηριχθεί από τη νομολογία των ελληνικών και άλλων δικαστηρίων, ενώ η δεύτερη είναι η θεωρία της lex causae της κύριας σχέσεως. Τέλος έχει υποστηριχθεί και μία ενδιάμεση άποψη, όπου το εφαρμοστέο δίκαιο θα προσδιοριστεί κατά περίπτωση είτε βάσει τη θεωρίας της lex fori είτε βάσει της θεωρίας της lex causae.
Διευκρινίζεται εκ των προτέρων ότι ζήτημα δεν τίθεται όταν υφίσταται ενοποιημένο κοινοτικό- ενωσιακό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, όπως για παράδειγμα όταν κύρια σχέση είναι η κληρονομική διαδοχή όπου εφαρμόζουμε τον Κανονισμό 650/2012 και πρόκριμα είναι το κύρος μίας συμβάσεως πωλήσεως, το οποίο με forumοποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 593/2008 (Ρώμη Ι) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και η lexcausae κατά τον Κληρονομικό Κανονισμό 650/2012 είναι άλλο δίκαιο κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε οι προαναφερθείσες θεωρίες (lex fori και lex causae) οδηγούν στο ίδιο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο στην προκριματίζουσα σχέση.
Τέτοιοι ενοποιημένοι κοινοτικοί κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υφίστανται σε σχέση με τα ακόλουθα ζητήματα ως προδικαστικά κύριας υποθέσεως κληρονομικής διαδοχής: ι) Στο πλαίσιο του Κανονισμού Ρώμη Ι για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Κανονισμός 593/2008), ιι) του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Κανονισμός 864/2007), ιιι) του Κανονισμού Ρώμη ΙΙΙ (Κανονισμός 1259/2010 για την θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό), ιν) του Κανονισμού ΕΚ 4/2009 (σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας). Όταν όμως δεν υπάρχει ενοποιημένο κοινοτικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο ή όταν η lex causaeκατά τον Κληρονομικό Κανονισμό 650/2012 είναι δίκαιο τρίτης χώρας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, τότε έχει πρακτική σημασία αν στο πλαίσιο του Κανονισμού θα ακολουθηθεί η θεωρία της lex fori ή της lex causae.
Κατά μία γνώμη ο Κανονισμός αφήνει στα κράτη μέλη το σχετικό ζήτημα, αλλά θα πρέπει να υιοθετηθεί αυτόνομος σύνδεσμός για τα προκρίματα. Κατά άλλη γνώμη όμως, που φαίνεται περισσότερο υποστηριζόμενη, κατά τον Κληρονομικό Κανονισμό τα προκρίματα πρέπει να αντιμετωπίζονται καταρχήν αυτοτελώς- αυτόνομα, άρα θα πρέπει να ακολουθείται η θεωρία της lex foriκαι, συνεπώς, το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum θα προσδιορίσει το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει το πρόκριμα, ώστε να προωθείται η εσωτερική αρμονία των λύσεων (το ίδιο ζήτημα στο forum, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, να έχει την ίδια μεταχείριση), αλλά και να εφαρμόζεται πάντα ο Κληρονομικός Κανονισμός όταν ένα ζήτημα που εμπίπτει σε αυτόν εμφανίζεται ως προδικαστικό κύριου ζητήματος που αποτελεί αντικείμενο δίκης σε κράτος μέλος.
Τέλος, στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία η θεωρία της lex fori αναφέρεται ως «ανεξάρτητη» ή «αυτοτελής» ιδιωτικοδιεθνολογική σύνδεση του προκρίματος (Rattachement indépendant), ενώ ως προς τη θεωρία της lex causae τότε γίνεται λόγος για «εξαρτημένη» ή «υποτελή» ιδιωτικοδιεθνολογική σύνδεση του προκρίματος (Rattachement dépendant).
Με βάση τη θεωρία της lex fori, στο πρόκριμα εφαρμόζεται ο κανόνας συγκρούσεως του forum(δηλαδή το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum θα προσδιορίσει το δίκαιο το οποίο θα απαντήσει στο ερώτημα εάν υπάρχει ή όχι η συνιστώσα το πρόκριμα έννομη σχέση). Στην προκείμενη περίπτωση, το προδικαστικό ζήτημα είναι ανεξάρτητο από την κύρια σχέση, καθώς στο πρόκριμα εφαρμόζονται οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του δικαστηρίου, ανεξαρτήτως ποια είναι η lex causae.
Με την θεωρία της lex fori ο σκοπός που επιδιώκεται είναι η εσωτερική αρμονία, δηλαδή η ενιαία κρίση, από άποψη εφαρμοστέου δικαίου, της σχέσεως που στην συγκεκριμένη περίπτωση εμφανίζεται ως πρόκριμα, ακόμη και αν αυτή θα πρέπει να κριθεί ως κύρια σχέση. Με άλλα λόγια η ύπαρξη ή η ανυπαρξία, το κύρος ή η ελαττωματικότητα ορισμένης έννομης σχέσεως θα κριθεί κατά τον ίδιο τρόπο από το forum είτε τίθεται ενώπιον του ως πρόκριμα είτε ως κύριο ζήτημα.
Κατά τη θεωρία της lex fori αναζητώντας ο δικαστής του forum το ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο καταλαμβάνει το πρόκριμα, πράττει όπως θα έπραττε αν το πρόκριμα δεν ήταν προβληματική σχέση, αλλά ήταν κύρια σχέση – εύλογα δε αφού κατά τη θεωρία της lexfori ερευνά κατά πόσον η σχέση που συνιστά το πρόκριμα υπάρχει ή δεν υπάρχει στο κράτος του forum.
Συνακόλουθα, κατά το στάδιο μεν της αναζήτησης του δικαίου, που καταλαμβάνει το πρόκριμα, εφαρμόζει ή όχι renvoi (αναπαραπομπή), ανάλογα με το τι δέχεται σχετικά με τη renvoi το forum (ανεξάρτητα βέβαια του τι ακολουθεί σχετικά το κράτος της lex causae), κατά το στάδιο δε της εφαρμογής του ανευρεθέντος, ως προς το πρόκριμα δικαίου, λαμβάνει υπόψιν την έννοια της δημόσιας τάξης του forum (η δημόσια τάξη του κράτους της lex causae είναι αδιάφορη). Η θεωρία της lex fori, κρατούσε μέχρι που άρχισε από το 1932 η συζήτηση σχετικά με τα προκρίματα στο πεδίο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Mία από τις μέριμνες που ενέπνευσαν τη θεωρία των προκριμάτων στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο υπήρξε, ευθύς εξ αρχής, η διατήρηση δημιουργηθεισών καταστάσεων. Γι’ αυτό και ορισμένοι φαίνεται να βλέπουν σε αυτήν μία εξαίρεση από την αρχή της εφαρμογής του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum, η οποία εξαίρεση θεμελιώνεται στο σεβασμό των κεκτημένων δικαιωμάτων, μέσω της πιο πάνω θεωρίας ( théorie des droits acquis, jura questita, theory of vestedrights).
O σεβασμός των κεκτημένων δικαιωμάτων προσεγγίζει ή εξασφαλίζει, από την πλευρά του, την ομοιομορφία (δηλαδή αρμονία) των λύσεων. Άλλωστε σε αυτήν αποβλέπουν και οι δύο βασικές θεωρίες για τα προκρίματα. Μόνον ότι η μεν θεωρία της lex foriικανοποιεί το αίτημα της εσωτερικής αρμονίας (μία σχέση υφίσταται ή δεν υφίσταται στο forum είτε αντιμετωπίζεται ως κύρια σχέση είτε εμφανίζεται ως πρόκριμα), ενώ η θεωρία της lex causae ανταποκρίνεται στο αίτημα της διεθνούς αρμονίας (με την έννοια ότι η σχέση που συνιστά το πρόκριμα υφίσταται ή δεν υφίσταται έναντι του forum, ανάλογα με το αν υφίσταται ή δεν υφίσταται έναντι του κράτους της lex causae της κύριας σχέσεως.
Κατά τη στοιχειώδη μορφή της πιο πάνω θεωρίας (δηλαδή της θεωρίας των κεκτημένων δικαιωμάτων), δικαίωμα που δημιουργήθηκε ήδη σύμφωνα με το δίκαιο συγκεκριμένου κράτους αναγνωρίζεται ή πρέπει να αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα κράτη. Έτσι, το ξένο δίκαιο δεν εφαρμόζεται στο forum, απλώς αναγνωρίζεται το δικαίωμα το οποίο δημιουργήθηκε κατ’ εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου στο κράτος, όπου ισχύει το δίκαιο αυτό. Μάλιστα η εν λόγω αρχή έχει βρει εφαρμογή και στην περίπτωση της διαδοχής «εν τη κυριαρχία», δηλαδή στην περίπτωση που ένα κράτος διαλύεται ή μέρος του κράτους αυτού αποσπάται και προσαρτάται σε άλλο κράτος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον δικαιώματα κτηθέντα (ή γενικότερα έννομες καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί), με την ανωτέρω έννοια, είναι όσα θεμελιώνονται στο δίκαιο του διαλυθέντος (ενσωματωμένου) κράτους ή του κράτους από το οποίο αποσπάται το (προσαρτώμενο) έδαφος. Δίκαιο δε του προκατόχου κράτους δεν είναι μόνο το ουσιαστικό αλλά και το ιδιωτικό διεθνές αυτού, άρα και το τελευταίο λαμβάνεται υπόψιν.
Η πιο πάνω θεωρία, η οποία αποδεικνύεται ορθή στη βασική παραδοχή της, ανακόπηκε για δύο κύριους λόγους. Πρώτο, λόγω της σύνδεσής της με την αρχή της εδαφικότητας από τον Niboyet, δεύτερο, δε, και κυριότερο, λόγω της αντίρρησης που προβλήθηκε πως τα γεγενημένα δικαιώματα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως τέτοια, κατά το δίκαιο του forum, εάν δεν έχουν συσταθεί έγκυρα σύμφωνα με τον εφαρμοστέο σε αυτά κανόνα συγκρούσεως. Ο τελευταίος είναι, κατά την αντίληψη του forum, και ο μόνος εφαρμοστέος κανόνας για να κριθεί εάν τα υπό κρίση δικαιώματα πράγματι έχουν γεννηθεί.
Παράδειγμα από την εφαρμογή της θεωρίας της lex fori:
Γερμανίδα υπήκοος εγείρει ενώπιον του αρμοδίου ελληνικού δικαστηρίου αγωγή διατροφής κατά του επίσης Γερμανού υπηκόου συζύγου της. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ο σύζυγος προβάλλει την ένσταση της ανυπαρξίας του μεταξύ των υφισταμένου πολιτικού γάμου, διότι κατά την ενώπιον του ληξιάρχου του Αμβούργου τέλεσή του, ο εν λόγω λειτουργός συνέπραξε στην τελετή υπό την απειλή όπλου.
Ο δικαστής του forum, στην προκείμενη περίπτωση ο Έλληνας δικαστής, για την ρύθμιση του κυρίου ζητήματος της διατροφής, θα εφαρμόσει το άρθρο 14 ΑΚ, με το οποίο για όλες τις προσωπικές σχέσεις μεταξύ των συζύγων είναι το γερμανικό δίκαιο. Προϋποθέσεις όμως της εφαρμογής αυτού του κανόνα συνδέσεως είναι η ύπαρξη έγκυρου μεταξύ των «συζύγων» γάμου, διότι σε αντίθετη περίπτωση δεν νοείται υποχρέωση προς διατροφή. Στο συλλογισμό του δικαστή έχει προτεραιότητα η κρίση του βάσιμου ή αβασίμου της ελαττωματικότητας του γάμου ως ισχυρισμού του εναγομένου συζύγου- πρόκριμα στην κύρια σχέση. Η διαπίστωση της ύπαρξης ή μη προκρίματος στον κανόνα συνδέσεως δεν είναι πάντοτε ευχερής. Ως προς το αν υπάρχει έγκυρος γάμος, ο έλληνας δικαστής θα ανεύρει το εφαρμοστέο δίκαιο από τους κανόνες του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και πιο συγκεκριμένα από το άρθρο 13 του ΑΚ που ρυθμίζει σχετικά με την εγκυρότητα του γάμου από ποιο δίκαιο θα κριθεί.
Με βάση τη θεωρία της lex causae, στο πρόκριμα, εφαρμόζεται ο κανόνας συγκρούσεως του κράτους του οποίου το ουσιαστικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο στην κύρια σχέση (δηλαδή για τον προσδιορισμό του δικαίου που διέπει το πρόκριμα θα ακολουθηθούν οι υποδείξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του Κράτους της lexcausae της κύριας σχέσεως). Η πιο πάνω θεωρία έχει υποστηριχθεί σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, καθώς η νομολογία υποστηρίζει τη θεωρία της lex fori.
Πρόκειται για μια σχέση εξαρτημένη μεταξύ του προκρίματος και της κυρίας σχέσεως, δεδομένου ότι ο κανόνας συγκρούσεως που εφαρμόζεται στο πρόκριμα, εξαρτάται από το εφαρμοστέο δίκαιο στην κύρια σχέση δίκαιο. Για παράδειγμα, εάν το ιταλικό δίκαιο έχει κριθεί ως εφαρμοστέο δίκαιο από τους κανόνες συγκρούσεως του forum (δηλαδή από το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του forum) στην κύρια σχέση, τότε ο δικαστής του forumεφαρμόζει το ουσιαστικό δίκαιο του προκρίματος (δηλαδή είτε θα παραπέμπει στο ουσιαστικό δίκαιο του κράτους του forum ή της lex causae ή του τρίτου κράτους).
Ο δικαστής μόλις εξεύρει την lex causae, μέσω του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum προχωρά στην εφαρμογή αυτής. Τη σχέση θα ρυθμίσει με όποιο τρόπο θέλει η lex causae. Όταν συνακόλουθα, η lex causaeθέτει ως πρόκριμα κάποια έννομη σχέση, ο δικαστής του forum, χάριν της ρύθμισης της κύριας σχέσεως (διότι μόνο αυτό τον απασχολεί), πρέπει να γνωρίσει (δηλαδή να σχηματίσει δικανική πεποίθηση), ποια στάση τηρεί, ως προς το πρόκριμα, το κράτος της lex causae, για αυτό, κατά λογική συνακολουθία, πρέπει να ελέγξει το κύρος της έννομης σχέσης, στην οποία το πρόκριμα συνίσταται, με τα μέτρα της lex causae.
Επομένως, αν κατά το εν λόγω κράτος θεωρείται έγκυρη η «προκριματίζουσα» σχέση, θεωρείται έγκυρη κατά το δεδομένο δίκαιο «δηλαδή του δικάζοντος δικαστή», ο δικαστής του forum πρέπει να λάβει υπόψιν το δίκαιο αυτό. Με τα δεδομένα αυτά, δεν πρόκειται, κατά ακριβολογία, περί εφαρμογής από το δικαστή του forum αλλοδαπού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, αλλά πρόκειται περί της λήψεως υπόψιν (έστω και περί εμμέσου εφαρμογής) τέτοιου δικαίου που αποσκοπεί να παραμερίσει εμπόδια, ή να διευκρινίσει καταστάσεις και λοιπά, χάριν του μοναδικού σκοπού, δηλαδή της ρύθμισης της κύριας σχέσεως.
Με άλλα λόγια , θα μπορούσε να λεχθεί ότι εφόσον η προκριματίζουσα σχέση – ή δεν έχει- ορισμένο κύρος, έναντι του κράτους της lex causae (κύρος που κρίνεται κατά κάποιο τρόπο κατά το δίκαιο που επιθυμεί το κράτος της lex causae) ο δικαστής του forum στη σχέση αυτή, δηλαδή του προκρίματος δεν εφαρμόζει το δίκαιο, το οποίο ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της lex causae, αλλά απλώς ερευνά ποιο δίκαιο εφαρμόστηκε ήδη (όχι κατ’ ανάγκη από τον δικαστή ή κάποια άλλη δημόσια αρχή), και ποιο αποτέλεσμα δόθηκε και ισχύει, ως προς το πρόκριμα, στο κράτος της lex causae.
Από τις δύο θεωρίες ορθότερη φαίνεται κατ’ αρχήν η θεωρία της lex causae. Η μη υιοθέτησή της οδηγεί σε παραμόρφωση του εφαρμοστέου δικαίου. Πράγματι, ενώ π.χ. κατά το δίκαιο που διέπει την κληρονομική διαδοχή (π.χ. το ιταλικό) τον αποβιώσαντα Ιταλό κληρονομεί η σύζυγος, αν δεν υιοθετούσαμε τη θεωρία της lex causaeστα προκρίματα, θα καταλήγαμε ενδεχομένως να δίδουμε την κληρονομία σε πρόσωπο που δεν θα ήταν σύζυγος (του Ιταλού έναντι της Ιταλίας) ή να μην τη δίδαμε σε πρόσωπου που (έναντι της Ιταλίας) θα ήταν σύζυγος (του Ιταλού).
Σε δύο όμως περιπτώσεις θα ήταν ενδεδειγμένο να αποστούμε από τη θεωρία της lex causae: α) Στην περίπτωση που το πρόκριμα είχε ήδη παλαιότερα κριθεί τελεσιδίκως, στο forum ως κύρια σχέση ή που στο forumείχε ήδη ανανγνωρισθεί τελεσιδίκως αλλοδαπή απόφαση, η οποία είχε κρίνει ως κύρια σχέση τη σχέση που τώρα εμφανίζεται στο forum ως πρόκριμα. Το δεδικασμένο που πηγάζει από τη δικαστική απόφαση υπερισχύει. β) Στην περίπτωση που το αληθινό νόημα του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (της lex causae της κύριας σχέσεως) στον οποίο εμφανίζεται το πρόκριμα είναι, ότι η σχέση που συνιστά το πρόκριμα, υπάρχει ή δεν υπάρχει, είναι ή όχι έγκυρη, σύμφωνα με τους κανόνες του ίδιου αυτού δικαίου ου θέτει το πρόκριμα, σύμφωνα δηλαδή με τη lex causae της κύριας σχέσεως (και όχι σύμφωνα με το δίκαιο που υποδεικνύεται από το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του Κράτους της lex causae της κύριας σχέσεως).
Τέλος, έχει υποστηριχθεί και μία ενδιάμεση άποψη (η λύση κατά περίπτωση), έτσι ώστε άλλοτε να καθορίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της lex fori και άλλοτε σύμφωνα με το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο της lex causae.
Η άποψη αυτή βρίσκει απήχηση στο θετικό δίκαιο, δεδομένου ότι στα περισσότερα εθνικά συστήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (όπως και στους Κανονισμούς της ΕΕ) ο νομοθέτης δεν έχει ρυθμίσει με τρόπο σαφή ποιοι είναι οι κανόνες συγκρούσεως που εφαρμόζονται επί του προκρίματος. Η απουσία κανόνα δικαίου γενικής ισχύος με τον οποίο να καθορίζεται εάν το εφαρμοστέο δίκαιο θα καθορισθεί σύμφωνα με τους κανόνες σύγκρουσης (ή σύνδεσης) της lex fori ή της lexcausae αφήνει σημαντικά περιθώρια επιλογής στον δικαστή ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η δίκη. Παρέχεται δηλαδή η δυνατότητα στον δικαστή να επιλέξει μεταξύ της μίας ή της άλλης λύσης, αφού λάβει υπόψη τα δεδομένα της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
Εάν ήθελε, και μπορούσε, να συναγάγει κανείς, κάποιο συμπέρασμα από τις παραπάνω σκέψεις, αυτό θα ήταν (υπό την επιφύλαξη της υπάρξεως, κάποτε, ενός ευρωπαϊκού κώδικα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που θα συμπεριλαμβάνει σχετική ρητή ρύθμιση) διττό: ένα πρώτο «συμπέρασμα» αφορά την ανάγκη περιπτωσιολογικής αντιμετωπίσεως του θέματος του εφαρμοστέου δικαίου στο πρόκριμα, χωρίς η αποσπασματική αυτή προσέγγιση να έχει αρνητικό χαρακτήρα. Παρά τα ήδη λεχθέντα, στοιχεία της σχετικής αποφάσεως θα πρέπει να είναι το είδος του προκρίματος, ο βαθμός και το είδος της ενδεχομένως πραγματοποιηθείσας ευρωπαϊκής ενοιποιήσεως, όσον αφορά τις σχέσεις που αποτελούν εκάστοτε το πρόκριμα, καθώς και ο ειδικότερος σκοπός που επιδιώκεται από τα νομοθετικά κείμενα κατά την εφαρμογή των οποίων ανακύπτει το πρόκριμα. Το «δεύτερο» συμπέρασμα συνίσταται στη διαπίστωση ότι η εφαρμογή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του forum φαίνεται να υπερισχύει παρ’ όλα αυτά μεταξύ των θεωρητικών. Και τούτο είτε πρόκειται για προκρίματα που τίθενται στο πλαίσιο του κανόνα συγκρούσεως είτε πρόκειται για προκρίματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο του ουσιαστικού δικαίου που διέπει την κύρια σχέση.
Ενδεικτική Αρθρογραφία- Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
1) A. Γραμματικάκη- Αλεξίου/ Ζ. Παπασιώπη- Πασιά/ Ε. Βασιλακάκης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο», Ε’ έκδοση (2012)
2) A. Γραμματικάκη- Αλεξίου/ Ζ. Παπασιώπη- Πασιά/ Ε. Βασιλακάκης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο», Στ’ έκδοση (2017)
3) Ευάγγελος Βασιλακάκης «Το εφαρμοστέο δίκαιο στην Κληρονονομική Διαδοχή κατά τον Κανονισμό 650/2012 (Ρώμη IV)» Αρμενόπουλος 2014.
4) Σπυρίδων Βλ. Βρέλλης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» Γ’ έκδοση (2008).
5) Σπυρίδων Βλ. Βρέλλης «Εισαγωγικές παρατηρήσεις στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» στον Απόστολου Σ. Γεωργιάδη και Μιχάλη Π. Σταθόπουλου «Αστικός Κώδικας- Γενικές Αρχές» Τόμος ΙΑ, έκδοση 2η (2016).
6) Δρούγκα Α.Ε./ Κουμπλή Β.Π. «Σκέψεις σχετικά με το εφαρμοστέο στις αδικοπρακτικές ενοχές δίκαιο και τα όριά του ιδίως σε περίπτωση πρόκλησης θανάτου αλλοδαπού υπηκόου και με εφαρμοστέο δίκαιο το αλλοδαπό», ΝοΒ 2013.
7) Δημήτριος Ευρυγένης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον» έκδοση 1973.
8) Ηλίας Κρίσπης «Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον- Γενικός Μέρος», έκδοση 1979.
9) Βασίλειος Παπαδήμας «Το προδικαστικόν ζήτημα εις το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον», έκδ. 1981.
10) Χάρης Π. Παμπούκης «Κληρονομικό Διεθνές Δίκαιο- Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κανονισμού ΕΕ 650/2012» έκδοση 2016.
11) Χάρης Π. Παμπούκης «Σημειώσεις Μαθήματος Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου 2013- 20014», Νομική Σχολή Αθηνών (ΕΚΠΑ).
12) Λήδα- Μαρία Πίψου «Κανονισμός (ΕΕ) 650/2012 Πεδίο εφαρμογής, διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, αποδοχή και εκτέλεση δημοσίων εγγράφων», Αρμενόπουλος 2014.
13) Γιάννης Σωμαράκης «Η μέθοδος αναγνώρισης νομικών καταστάσεων στο ιδιωτικό διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο», έκδοση 2015.
14) Χρυσαφώ Τσούκα «Το νομικό καθεστώς των προκριμάτων στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της ευρωπαϊκής ενώσεως: η ευρωπαϊκή αναγέννηση ενός παλαιού προβλήματος;» σε Τιμητικό Τόμο Σπυρίδωνος Βλ. Βρέλλη, έκδοση 2014.
15) Χρυσαφώ Τσούκα « Οικογενειακό Διεθνές Δίκαιο» έκδοση 2016.
Ξενόγλωσση
1) Henri Batiffol- Paul Lagarde «Traité de Droit International Privé- Sources Nationalité, Conditions, Les étrangers, Conflits des lois (Thèorie génèrale)» Paris 1995.
2) Henri Batiffol «Les pluralismes des methodes en droit international privé» RCADI (Reccueil de cours de l’ académie de droit International), 1973.
3) Andreas Bucher- Florence Guillaume «Droit international privé- Loi fédérale et Conventions internationales»,10e edition, Helbing Lichtenhahn, Cologny/ Genève et Neuchâtel- Ιούλιος 2017.
4) Dominique Bureau/ Horatia Muir Watt « Droit international privé, Tome I- Partie générale» Paris 2007.
5) Dominique Bureau/ Horatia Muir Watt « Droit international privé, Tome I- Partie générale» Paris 2014.
6) Pierre Callé, «L’acte public en droit international privé», Economica,2004.
7) Patrizk Dailler, Mathias Forteau, Nguyen Quoc Dinh «Droit international public», Paris 1980.
8) Ph. Francescakis «La théorie du renvoi et les conflits de systems en droit international privé», Paris 1958.
9) Florence Guillaume « Droit international privé- Principes généraux» 3e edition, Collection Neuchâteloise- Helbing Lichtenhahn, Neuchâtel Σεπτέμβριος 2015.
10) Paul Lagarde « La reconnaissance mode d’ emploi» in Mélanges en l’ honneur d’ Hélène Gaudemet- Tallon, Paris 2008.
11) Paul Lagarde «Le principe de proximité en droit international privé» RCADI (Reccueil de cours de l’ académie de droit International), 1986.
12) Paul Lagarde «L’ acte public étranger en droit international privé», Paris 1993.
13) Pierre Mayer- Vincent Heuzé, 11e edition, Paris 2014.
14) Pierre Mayer «La distinction entre règles et decisions en droit international privé», Paris 1973.
15) Ch. Pamboukis «La renaissance metamorphose de la méthode de reconnaissance», Revue Critique de droit intenational privé, 2008.513.
Ενδεικτική Νομολογία
1) ΟλΑΠ 10/2011
2) ΑΠ 222/2014
3)ΑΠ 684/1966 ΝοΒ 1967.625
4) ΕφΘεσ2085/1987, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «Νόμος»= Αρμ./1988 σελ. 362 με παρατηρήσεις Βασιλείου Παπαδήμα.
5) Cour d’ appel, 24 Octobre 1950 in Jurisprundence de droit international privé annotée dans la revue Critique de droit international privé 1948- 1959.
6) Cour d’ appel, 19 Mars 1965, Revue Critique de droit international privé, 1967.95 note Paul Lagarde.