Γράφει η Καλλιόπη Λένναξ
Τα σύγχρονα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, τα προβλήματα εθνικής εξωτερικής πολιτικής, οι αναποτελεσματικοί χειρισμοί εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, η δυσαναλογία μέσων και στόχων, η απουσία πολιτικής βούλησης, η γραφειοκρατία, η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού και η οικονομική ανισότητα καθιστούν τη μελέτη του πρόσφατου παρελθόντος μιας χώρας και τη σύγκριση των πολιτικών απέναντι στα διαχρονικά αυτά ζητήματα ολοένα και πιο επίκαιρη. Μελετώντας το κεφάλαιο των ηγετικών προσωπικοτήτων που καθόρισαν την ιστορία, καθένας οφείλει να εστιάσει στην ανάλυση του Γάλλου Charles de Gaulle.
Ο Charles de Gaulle, γεννημένος στις 22 Νοεμβρίου 1890, με καταγωγή από τη βιομηχανική πόλη Lille, έζησε μέσα σε ένα πατριωτικό, συντηρητικό και βαθύτατα θρησκευόμενο οικογενειακό περιβάλλον, με έμφαση στην υψηλή μόρφωση και ενδιαφέρον για την Ιστορία. Κατά τη δεκαετία 1920, είχε υπηρετήσει στο επιτελείο του Στρατάρχη Pétain, ενώ από το 1931 και για έξι χρόνια υπηρέτησε στη γραμματεία του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης. Διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ αναδείχτηκε σε ήρωα πολέμου τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τον οποίο κέρδισε ακόμα και την υποστήριξη του Βρετανού πρωθυπουργού Winston Churchill και εξασφάλισε όχι μόνο μία ζώνη γαλλικής κατοχής στη διαλυμένη Γερμανία, αλλά και μία θέση για τη χώρα του στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Λίγο πριν την έναρξη του τελευταίου παγκοσμίου, ο de Gaulle αξιοποιεί την στρατιωτική του εμπειρία και διεθνή φήμη για την κοινοποίηση, αφενός, ορισμένων προτάσεων για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικότερου, αυτόνομου, επαγγελματικά επανδρωμένου και μηχανοκίνητου γαλλικού στρατεύματος, ακόμα και σε καιρό ειρήνης, και για την έκδοση, αφετέρου, ενός βιβλίου με τίτλο «Προς έναν επαγγελματικό Στρατό (Vers l’armée de métier)», όπου εξέθετε την άποψή του επί του παραπάνω ζητήματος. Οι προτάσεις του, που αρχικά θα αγνοηθούν από τους Γάλλους, θα υιοθετηθούν, ωστόσο, πρόθυμα από το γερμανικό στρατό κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έκρυβαν ένα σημαντικό ελάττωμα . παρουσίαζαν την ποιότητα υπέρτερη της ποσότητας.
Η πολιτική σταδιοδρομία του Γάλλου στρατηγού ξεκινά με την πρώτη ανάληψη της εξουσίας, το 1945, λήγει, εντούτοις, αιφνιδίως μετά την παραίτησή του λιγότερο από ένα χρόνο μετά. Ο πολιτικός σχηματισμός του de Gaulle κερδίζει με άνεση για δεύτερη φορά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1958 και εγκαθιδρύει την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά την απώλεια των γαλλικών κτήσεων και αποικιών σε Ινδοκίνα και Βόρεια Αφρική, την πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό, την αμφισβήτηση του Γαλλικού Συντάγματος και την οικονομική πανωλεθρία που εκτυλίχτηκαν κατά την Τέταρτη Γαλλική Δημοκρατία και στέρησαν σχεδόν από τη χώρα την ισχύ της μεγάλης δύναμης. Η νέα κυβέρνηση του 1958 στρέφεται, αρχικά, στην ανοικοδόμηση της εθνικής οικονομίας και τον εγκαινιασμό ενός αμφιλεγόμενου πυρηνικού στρατιωτικού προγράμματος για τη χώρα, ενώ παράλληλα έρχεται σε συνεννόηση με τον Καγκελάριο της Δυτικής Γερμανίας, Konrad Adenauer, αποσκοπώντας στην πολιτική μετεξέλιξη της νεοϊδρυθείσας Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), της οποίας η Γαλλία υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Η τελευταία επανεκλογή του de Gaulle σημειώθηκε το Δεκέμβριο του 1965 και έληξε με την παραίτησή του το 1969 και την ανάληψη προεδρικών καθηκόντων από τον Georges Pompidou.
Ως υποστηρικτής της εμβάθυνσης, ο de Gaulle επιδίωκε να ενδυναμώσει την Ευρώπη οικονομικά, σε αντίθεση με τη Βρετανία, η οποία, ακολουθώντας την ατλαντική σκέψη, υποστήριζε την διεύρυνση προς αποφυγή δημιουργίας ενός ηγεμονικού γαλλικού κράτους. Το όραμα του de Gaulle ήταν η δημιουργία μίας Ευρώπης με τη μορφή της συνομοσπονδίας ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών, που δεν θα εκχωρούσαν εθνικά δικαιώματα σε μία υπερεθνική ευρωπαϊκή δομή. Το όραμα αυτό μεταφράστηκε σε πολιτική ιδεολογία, γνωστή ως Γκωλισμός, μία ιδιότυπη μορφή γαλλικού πατριωτισμού, που μπορεί να θεωρηθεί η βάση πίσω από τον Ευρωπαϊσμό, ο οποίος με τη σειρά του τάσσεται υπέρ της επέκτασης της Ένωσης ή και της ενοποίησής της σε ένα ενιαίο ομοσπονδιακό κράτος.
Αντιτίθεντο στην υπερεθνική ενοποίηση, επεδίωκε, όμως, την έντονη συνεργασία στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, με στόχο να επιτευχθεί η απαγκίστρωση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Εντούτοις, η ιστορία έχει δείξει πως η Γαλλία δεν τάχθηκε υπέρ όλων ανεξαιρέτως των προσπαθειών προς αυτή την κατεύθυνση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκεκριμένα, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), ο γάλλος πρωθυπουργός René Pleven πρότεινε το ομώνυμο Σχέδιο με στόχο τη συγκρότηση ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού στρατεύματος, υπό κοινή διοίκηση, που αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων από το 1950 έως το 1952, οδηγώντας τελικά στην υπογραφή της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ). Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες του γάλλου Υπουργού Εξωτερικών Jean Monnet, το σχέδιο αυτό ουδέποτε εφαρμόστηκε, καθώς συνάντησε την άρνηση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, στις 30 Αυγούστου 1954. Πράγματι, θεωρήθηκε πως η ΕΑΚ θα αποδυνάμωνε τη Γαλλική εθνική κυριαρχία και θα εξυπηρετούσε την στρατιωτική ανασύσταση της Γερμανίας.
Κατά τη δεύτερη φάση διακυβέρνησης του Charles de Gaulle, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σημειώθηκαν πολύπλοκες διαπραγματεύσεις επί των δύο Σχεδίων Fouchet, τα οποία είχαν την υποστήριξη του Γάλλου πολιτικού και απέβλεπαν στη στενότερη πολιτική συνεργασία, τη δημιουργία Ένωσης Κρατών και την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Άμυνα. Η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των κρατών οδήγησε και αυτά τα σχέδια σε αποτυχία.
Εστιάζοντας τη μελέτη μας στη σύγκριση μεταξύ ΕΟΚ και ΗΠΑ, μπορούμε να ισχυριστούμε πως επρόκειτο, κατά την περίοδο που εξετάζεται, για δύο οντότητες ετεροβαρείς ως προς την ισχύ, με την πρώτη να συνιστά έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο γεωγραφικά συνασπισμό, εξαρτώμενο οικονομικά και στρατιωτικά από της ΗΠΑ, και τη δεύτερη να έχει επιτύχει σταθερότητα στα πλαίσια ενός κράτους. Αναλόγως αρνητική ήταν και στάση του Γάλλου πολιτικού απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, λόγω του ατλαντικού της προσανατολισμού και της ειδικής σχέσης της με τις ΗΠΑ. Άλλωστε, η ναυτική αυτή δύναμη στο βορειοδυτικό άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου είχε ανέκαθεν συμφέροντα αντίθετα στα ευρωπαϊκά κι έθετε σε κίνδυνο τη γαλλική πρωτοκαθεδρία στην ΕΟΚ. Αυτό ακριβώς εξηγεί τη διατήρηση σχέσεων του Charles de Gaulle με τη Γερμανία, η οποία λειτούργησε ως αντίβαρο στο γαλλικό κράτος, που βρισκόταν μεταξύ της φιλοαμερικανικής Μεγάλης Βρετανίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Η στάση αυτή οδήγησε στη μονομερή απόρριψη της βρετανικής ένταξης στην ΕΟΚ και τη διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, τόσο τον Ιανουάριο του 1963, όσο και το Μάιο του 1967, προβάλλοντας ως αιτιολόγηση την ανάγκη ριζικής αναμόρφωσης της Μεγάλης Βρετανίας προτού προσχωρήσει στην Κοινότητα.
Οι διφορούμενες σχέσεις της Γαλλίας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ επιβεβαιώθηκαν, ταυτόχρονα, και με την αποχώρηση της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, με επιστολή του Προέδρου στον Αμερικανό Πρόεδρο Johnson. «Δεν πρόκειται για ρήξη, αλλά για αναγκαία προσαρμογή», όπως αποσαφηνίστηκε. Τέλος, υπό έντονη αμφισβήτηση τέθηκε και το πυρηνικό στρατιωτικό πρόγραμμα του Charles de Gaulle, που βασίστηκε στη σχετική αυτονομία της Γαλλίας και αναπτύχθηκε για να δώσει απάντηση στη δυσπιστία της απέναντι στην εκτεταμένη αμερικανική αποτροπή, την παροχή, με άλλα λόγια, πυρηνικής προστασίας από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη. Στάση αντίστοιχη με αυτή του de Gaulle, καθώς και βούληση για πυρηνική αυτονομία παρατηρούμε σήμερα από την πλευρά της Ιαπωνίας και της Νοτίου Κορέας, οι οποίες εντάσσονται μεν στην πυρηνική ομπρέλα των ΗΠΑ, αμφιβάλλουν δε για την πρόθεση των τελευταίων να «θυσιάσουν» τη Νέα Υόρκη για την προστασία δύο ξένων πρωτευουσών, σε περίπτωση πυρηνικής σύγκρουσης ή απειλής αυτής.
Συνοψίζοντας, η Γαλλία ανύψωσε έναν από τους δημιουργούς της σύγχρονης στρατηγικής, μία από τις κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες, ένα πρόσωπο διεθνούς κύρους, που καθόρισε με τους χειρισμούς, την πολιτική και τη στρατηγική του την πορεία της χώρας του, αλλά και το παγκόσμιο πολιτικο-στρατιωτικό γίγνεσθαι. Φιλοξένησε τον στρατηγό που πλησίασε πραγματικά τον χαρισματικό ηγέτη με τα κριτήρια του Weber και απεβίωσε λίγο πριν τα ογδοηκοστά του γενέθλια και την ολοκλήρωση του δεύτερου τόμου των απομνημονευμάτων του. «Ο στρατηγός ντε Γκολ είναι νεκρός. Η Γαλλία έμεινε χήρα», Georges Pompidou.
Πηγές
Andrew Heywood, Εισαγωγή στην πολιτική, Θεσσαλονίκη, εκδ. Επίκεντρο, 2014.
Peter Paret, Οι Δημιουργοί της Σύγχρονης Στρατηγικής – Από το Μακιαβέλλι στην πυρηνική εποχή, Αθήνα, εκδ. Τουρίκη, 2004.
Tim Bale, Πολιτική στις χώρες της Ευρώπης, εκδ. Κριτική, 2011.
Αρβανιτόπουλος Κωνσαταντίνος, Ήφαιστος Παναγιώτης, Ευρωατλαντικές Σχέσεις, Αθήνα, εκδ. Ποιότητα, 2009.
Η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας, EUR – Lex, n.d. Διαθέσιμο σε: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=LEGISSUM:a19000
Nargiz Hajiyeva, Gaullism as a legacy of Charles de Gaulle, Modern diplomacy, Ιούλιος 6, 2017. Διαθέσιμο σε: https://moderndiplomacy.eu/2017/07/06/gaullism-as-a-legacy-of-charles-de-gaulle/Ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ, News Beast, Μάιος 27, 2013. Διαθέσιμο σε: https://www.newsbeast.gr/portraita/arthro/536827/o-stratigos-sarl-de-gol