Γράφει ο Μάριος Κράντας
Πρόλογος
Σκεπτόμενος κάποιος το όνομα Αδόλφος, αμέσως οδηγείται η σκέψη του στον Χίτλερ. Ένα επίθετο συνώνυμο με την διαστροφή, την απανθρωπιά, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την ναζιστική Γερμανία και ίσως την χειρότερη λιτανία αίματος στην σύγχρονη ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Ποτέ κανένα άλλο όνομα δεν συνδέθηκε τόσο στενά με την πλήρη κατάπτωση του ανθρώπινου γένους, την απανθρωπιά και την σφαγή λαών, υπό το λάβαρο μίας πλασματικής εθνικής και γενετικής ανωτερότητας της γερμανικής φυλής. Παρόλα αυτά, αυτή η προσωπικότητα επηρέασε την ανθρωπότητα σε έναν απρόσμενο βαθμό και ίσως αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, για όλους φυσικά τους λάθος λόγους. Αν και ένας απίστευτος ρήτορας, ευφυής πολιτικός και ικανός στα στρατιωτικά και στρατηγικά ζητήματα, η παράνοιά του, η εξάρτησή του από βαριά ναρκωτικά, η εμμονή του στις ιδέες του ναζισμού και η άρνησή του να αποδεχθεί τα πραγματικά αίτια της ήττας της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέληξαν να τον μεταποιήσουν σε έναν από τους πιο αιμοβόρους και ανήθικους ηγέτες της ιστορίας.
Αδόλφος Χίτλερ: Τα πρώτα χρόνια ζωής του και της δράσης του
Ο Αδόλφος Χίτλερ γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1889, σε μια μικρή πόλη της τότε Αυστροουγγαρίας που συνόρευε με την γερμανική αυτοκρατορία. Αν και νέος με καλλιτεχνικές ανησυχίες και έναν έντονο ανταγωνισμό με την εξουσιαστική φύση του πατέρα του, παραταύτα κατείχε μια έμφυτη αγάπη και θαυμασμό προς την Γερμανία, με τα έντονα εθνικιστικά του ιδεώδη να παίρνουν και χαρακτηριστικά φυλετικού δαρβινισμού. Το 1907, ο Χίτλερ αποχώρησε από το Λινζ όπου σπούδαζε και πήγε στη Βιέννη, με σκοπό να εγγραφεί στην σχολή καλών τεχνών, από την οποία δεν έγινε δεκτός, παρά τις δύο προσπάθειές του να φοιτήσει σε αυτή. Στη Βιέννη όμως ήταν και η πρώτη φορά που ήρθε σε επαφή με την ρητορική που έθεσε τις βάσεις για την πίστη του στο ναζισμό. Ειδικότερα, μέσω των λόγων του δημάρχου της Βιέννης Καρλ Λουέγκερ, ο οποίος στήριζε τη ρητορική του σε έναν επιθετικότατο αντισημιτισμό. Ταυτόχρονα, διάβαζε τακτικά εφημερίδες, φυλλάδια και έργα φιλοσόφων όπως του Νίτσε, του Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν, του Δαρβίνου και άλλων. Παρά την έκθεσή του σε τέτοια ρητορεία, οι ρίζες των αντισημιτικών πεποιθήσεων του Χίτλερ παραμένει αρκετά περίπλοκη. Ενώ άλλοι ιστορικοί συμφωνούν πως ο Χίτλερ ήδη κατείχε τις πεποιθήσεις αυτές πριν φύγει από την Βιέννη, άλλοι προτάσουν ως επιχείρημα τη συνεργασία του με Εβραίους στην Βιέννη. Η πιο πιθανή εκδοχή της προέλευσης της δολοφονικής και επιθετικής του ιδεολογίας μάλλον έγκειται στην σχεδόν “παρανοϊκή” εξήγηση που έδωσε ο Χίτλερ για την ήττα της Γερμανίας στον Μεγάλο Πόλεμο, που ήταν μια προδοσία εκ των έσω, υποκινούμενη από τους Εβραίους, όπως τουλάχιστον εκφράζει ο Richard J. Evans στο βιβλίο του.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
Το 1914, με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χίτλερ ζούσε στο Μόναχο και εθελοντικά προσπάθησε να συμμετάσχει στον πόλεμο με τον Βαυαρικό στρατό, όπου υπηρέτησε ως αγγελιοφόρος. Στην μάχη του Σομ τραυματίστηκε, λαμβάνοντας έτσι το σιδηρούν σταυρό για την γενναιότητά του, σπάνιο για την χαμηλή θέση του στην στρατιωτική ιεραρχία. Αν και οι ανώτεροί του τον θεωρούσαν εξαίρετο και γενναίο στρατιώτη, ο ίδιος έβλεπε τους Εβραίους υπαίτιους για την ήττα της Γερμανίας και τον αποτροπιασμό της στην Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η τελευταία με τα οικονομικά της αποτελέσματα, γέννησε αισθήματα μίσους, ντροπής και εθνικιστικού αναβρασμού, όχι μόνο στον ίδιο το Χίτλερ, αλλά και σε όλο τον γερμανικό λαό.
Αρχική σταδιοδρομία του Χίτλερ στην πολιτική
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χίτλερ επέστρεψε πίσω στο Μόναχο, παραμένοντας στον στρατό ως ανιχνευτής και ως κατάσκοπος εναντίον του Εργατικού Γερμανικού Κόμματος. Τον Σεπτέμβριο του 1919, ο Χίτλερ εντυπωσίασε τον τότε γενικό γραμματέα Άντον Ντρέξλερ με τη ρητορεία του και σε σύντομο χρονικό διάστημα, έγινε δεκτός και στο κόμμα και ανέλαβε την εκφώνηση των λόγων του. Με την απόλυσή του από τον στρατό το 1920, αφοσιώθηκε στο εργατικό κόμμα, που μετονομάσθηκε σε Εθνικό Σοσιαλιστικό Γερμανικό Κόμμα των Εργατών και σχεδίασε το γνωστό σε όλο το κόσμο σύμβολό τους. Την σβάστικα. Τον Φλεβάρη του 1921, μίλησε σε ένα κοινό άνω των έξι χιλιάδων ατόμων, αποκτώντας μεγάλη φήμη για τους θερμούς και επιθετικούς του λόγους κατά της Συμφωνίας των Βερσαλλιών, των μαρξιστών και των Εβραίων. Τον Ιούνιο του 1921, το κόμμα προσπάθησε να ενωθεί με το ακροδεξιό Γερμανικό σοσιαλιστικό κόμμα, ενώ ο Χίτλερ βρισκόταν στο Βερολίνο με σκοπό την έγερση ενός χρηματικού ποσού για το κόμμα. Ως αντίποινα υπέβαλε την παραίτησή του, κάτι που δεν ήθελε να συμβεί η ιεραρχία του κόμματος. Έτσι σταδιακά, με την δεινή, δημαγωγική του ρητορεία, τους καυστικούς του λόγους και το αντισημιτικό του αίσθημα, κατέληξε να συγκεντρώνει πλήθη γύρω από αυτόν κάτι που γρήγορα τον έκανε τον ηγέτη του κόμματος. Στις 24 Φεβρουαρίου του 1920, το εθνικοσοσιαλιστικό εργατικό κόμμα της Γερμανίας ανακοίνωσε το πρόγραμμά του, το οποίο είχε εικοσιπέντε στόχους. Αν και χωρίς κάποια σαφή ιδεολογική βάση, οι κομματικές του αξιώσεις έδειχναν απέχθεια προς τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Πρωτίστως όμως, έδειχναν έντονο μίσος απέναντι στους Εβραίους, για τους οποίους προπαγάνδιζαν την ανάγκη της απομάκρυνσής τους από την Γερμανία.
Το πραξικόπημα της μπυραρίας και η συγγραφή του “ο αγών μου”
Τον Νοέμβριο του 1923, ο Χίτλερ μετά από την οργάνωση ενός ριψοκίνδυνου σχεδίου για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, προσπάθησε να το θέσει σε δράση. Προσεταιριζόμενος τον ήρωα στρατηγό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Έριχ Λούντεντορφ, επιδίωξε να κερδίσει την υποστήριξη του γερμανικού στρατού και του λαού. Παρά όμως την οργάνωση του πραξικοπήματος, η αδυναμία της κατάληψης των στρατώνων και του αστυνομικού τμήματος του Μονάχου από τους Ναζί, σε συνδυασμό με την έγκαιρη προειδοποίηση της γερμανικής κυβέρνησης σήμανε και το τέλος του εγχειρήματος. Ειδικότερα, σε μία απομίμηση του Μουσολίνι και της πορείας του προς το Βερολίνο, ο Χίτλερ με το ναζιστικό κόμμα παρέλασαν προς το Υπουργείο Πολέμου στο Μόναχο, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αστυνομία. Ύστερα από την ανταλλαγή πυρών και τους εκατοντάδες νεκρούς και δεκάδες τραυματίες σε συνδυασμό με την αποχώρηση του Χίτλερ, οι υποστηρικτές του Χίτλερ υποχώρησαν με αποτέλεσμα τη σύλληψη του και την αποτυχία του πραξικοπήματος. Μετά τη σύλληψη και την καταδίκη του για εσχάτη προδοσία, ο ίδιος ξεκίνησε τη συγγραφή του βιβλίου του “ο αγών μου”, ενώ ταυτόχρονα αντάλλασσε τακτική αλληλογραφία με τους θαυμαστές του και τους εκατοντάδες πολίτες που άρχιζαν να τον υποστηρίζουν.
Η ανοικοδόμηση του ναζιστικού κόμματος και η άνοδος στην εξουσία
Μετά την απελευθέρωση του Χίτλερ το 1925, ο ίδιος σε συννενόηση με τον Βαυαρό Πρωθυπουργό συμφώνησε να επιδιώξει την εξουσία μόνο με νόμιμα και δημοκρατικά μέσα. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο Χίτλερ στις ομιλίες του καλούσε το λαό σε ένοπλη εξέγερση και στη σφαγή των υπαιτίων για την ντροπή της Γερμανίας, με αποτέλεσμα την απαγόρευση του να μιλάει δημόσια. Έτσι ο ίδιος ανέθεσε την οργάνωση και εξάπλωση του ναζιστικού κόμματος στον Γκρέγκορ και Όττο Στράσσερ και στον Ιόσεφ Γκέμπελς. Η εξυγίανση της γερμανικής οικονομίας όμως δεν κράτησε για πολύ. Στις 24 Οκτώβρη του 1929, οι αμερικανικές τράπεζες κατέρρευσαν και η Γερμανία βρέθηκε οικονομικά κατεστραμμένη και ανίκανη να ανακάμψει. Ο Χίτλερ εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, υποσχέθηκε την αναίρεση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, την οικονομική ανάκαμψη και την πάταξη της ανεργίας. Με την άνοδο της ανεργίας και με δημαγωγική ρητορεία, το ναζιστικό κόμμα βρέθηκε δεύτερο στο κοινοβούλιο με εκατόν εφτά θέσεις. Ταυτόχρονα, η αδυναμία δημιουργίας κυβέρνησης ανάγκασε τον τότε πρόεδρο Πολ Φον Χίντερμπουργκ να νομιμοποιεί κυβερνήσεις μειονότητας μέσω της δικιάς του εξουσίας κάτι που δημιούργησε κατεστημένο για την άνοδο και την νομιμοποίηση των ναζί στην εξουσία. Μετά τις εκλογές του 1932, όπου ο Χίτλερ πέτυχε σημαντικό ποσοστό για Πρόεδρος της Γερμανίας, ο ίδιος απέδειξε πως είναι μια τεράστια δύναμη στην γερμανική πολιτική σκηνή και ύστερα από δύο αποτυχημένες για το σχηματισμό κυβέρνησης βουλευτικές εκλογές, τον ανακοίνωσε ως Καγκελάριο της Γερμανίας.
Η Φωτιά του Κοινοβουλίου και ο δρόμος προς τη δικτατορία
Σαν καγκελάριος ο Χίτλερ εμβάθυνε την επιρροή του ναζιστικού κόμματος και ύστερα από μια περίοδο πολιτικής αδράνειας, ζήτησε από τον Χίντερμπουργκ να διαλύσει τη Βουλή και να ανακηρύξει εκλογές. Τον Φεβρουάριο του 1933 όμως, το Κοινοβούλιο καήκε ολοσχερώς, γεγονός που καταλογίστηκε στους κομμουνιστές. Ο Χίτλερ έπεισε έτσι τον Χίντερμπουργκ να θέσει σε ισχύ το “Άρθρο 48” το οποίο έδινε απόλυτες δυνάμεις στον πρόεδρο, εάν και εφόσον η δημοκρατία της Βαϊμάρης βρισκόταν σε κίνδυνο. Αποτέλεσμα αυτής ήταν η συστηματική αποσιώπηση των κομμουνιστών και του Κομμουνιστικού κόμματος της Γερμανίας και η σύλληψη περίπου τεσσάρων χιλιάδων μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Με τις νέες εκλογές στο κατώφλι, με τη χρήση προπαγάνδας, σποράς φόβου και την υπόσχεση μιας ασφαλής και δυνατής Γερμανίας, το ναζιστικό κόμμα κέρδισε το 44% του γερμανικού κοινοβουλίου. Άμεσα ο Χίτλερ προώθησε το σχέδιο για την καταστολή του κοινοβουλίου για τέσσερα χρόνια, με σκοπό την εξουσία από το κόμμα της πλειοψηφίας και με αποφασιστικές δράσεις για την σωτηρία της γερμανικής οικονομίας και λαού. Με πολλές υποσχέσεις, δημαγωγία, απειλές και παράνομες συλλήψεις, τον Μάρτιο του 1933, ο Χίτλερ κατάφερε να περάσει τη πρόταση αυτή, πράγμα που έκανε το ναζιστικό κόμμα και τον Χίτλερ τους αναμφισβήτητους ηγέτες της Γερμανίας. Μέχρι το καλοκαίρι του 1934, ο Χίτλερ είχε αποσιωπήσει, συλλάβει, εξοντώσει και εξουδετερώσει όλες τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να τον απειλήσουν, ενώ συγκέντρωνε όλο και περισσότερη δύναμη. Μέχρι το 1938, είχε αναδιοργανώσει το στρατό, το ναζιστικό κόμμα και το επιτελείο του, κρατώντας σφιχτά τα ηνία της εξουσίας και εξολοθρεύοντας όποιον θεωρούσε απειλή.
Πολιτική: Η επούλωση της οικονομίας, η στρατιωτικοποίηση και ο η διπλωματία
Ο Χίτλερ από το 1934 άρχισε να οργανώνει την οικονομία της Γερμανίας, με σκοπό τον πόλεμο. Διόρισε ως υπουργό οικονομικών τον Hjalmar Schact και με την έκδοση νομίσματος, τη χρησιμοποίηση των χρημάτων όσων συνελήφθησαν ως προδότες και την εκτενέστατη χρήση χρεωστικών γραμματίων, σύντομα ξεκίνησε η διαδικασία στρατιωτικοποίησης και του εκσυγχρονισμού των υποδομών της Γερμανίας. Από το 1932 μέχρι το 1936, η ανεργία έπεσε από τα έξι εκατομμύρια σε μόνο ένα εκατομμύριο, ενώ ταυτόχρονα η Γερμανία οικοδομήθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, με τεράστιους αυτοκινητοδρόμους, την επέκταση των σιδηροδρομικών γραμμών και την δημιουργία νέων εργοστασίων. Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ έδωσε τεράστια βάση στην αύξηση του αριθμού των στρατιωτών στην Βερμάχτ (γερμανικός στρατός ξηράς) στους εξακόσιους χιλιάδες στρατιώτες, στην κατασκευή νέων πολεμικών πλοίων για την Κριγκσμαρίν (πολεμικό ναυτικό) και στην άμεση ανάπτυξη σε υλικό και προσωπικό της Λουφτβάφε (πολεμική αεροπορία). Η πλήρης αυτή αθέτηση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών έγιναν δεκτές από τους Βρετανούς, οι οποίοι στις 18 Ιουνίου του 1935 υπέγραψαν με την ναζιστική Γερμανία το “Σύμφωνο του Γερμανικού Ναυτικού”. Σκοπός αυτού ήταν η νομιμοποίηση της αύξησης του πολεμικού ναυτικού της Γερμανίας σε ένα ποσοστό 35% σε σύγκριση με το πολεμικό ναυτικό της Μεγάλης Βρετανίας.
Με την ταυτόχρονη αποχώρησή από την Κοινωνία των Εθνών, την υποστήριξη του δικτάτορα Φράνκο στην Ισπανία σε στρατό και εφόδια, την ένωση με το Σάρλαντ και τη στρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας, ο Χίτλερ έθεσε εν κινήσει το τελευταίο μέρος του “ειρηνικού” του σχεδίου για την εξασφάλιση του “Λέμπενσμπραουμ” (ζωτικό χώρο για το Γερμανικό φύλο), δηλαδή την προσάρτηση στην ναζιστική Γερμανία της Τσεχοσλοβακίας και της Αυστρίας. Το καλοκαίρι του 1936, η οικονομία της Γερμανίας άρχισε να λυγίζει υπό το βάρος της στρατιωτικοποίησης και σε συννενόηση με τους υπουργούς του, ο Χίτλερ διέταξε την δημιουργία ενός τετραετούς σχεδίου πολεμικής προετοιμασίας και τον Νοέμβριο υπέγραψε με την Ιαπωνία το σύμφωνο κατά της Κομιντέρν, στο οποίο συμμετείχε και η Ιταλία, θέτοντας έτσι σε ισχύ “την συμμαχία του Άξονα”. Μετά και τις τελευταίες εξολοθρεύσεις πιθανών πολιτικών του αντιπάλων, ο Χίτλερ το 1938 κατείχε τον πλήρη έλεγχο του στρατού και της εξωτερικής πολιτικής, με τον απώτερο σκοπό του από το 1938 και μετά να είναι ο πόλεμος.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Χίτλερ
Οι απαρχές του πολέμου και οι διπλωματικοί ελιγμοί
Στις αρχές του 1938, ο Χίτλερ είχε αναθέσει την εξωτερική πολιτική και διπλωματία στον Joachim Von Ribbentrop, ο οποίος έθεσε την Γερμανία ως στενό σύμμαχο της Ιαπωνίας. Έτσι, η ναζιστική Γερμανία αποποιήθηκε των αξιώσεων της σε κτήσεις της κοντά στην ιαπωνική επικράτεια και διέκοψε τις εμπορικές, στρατιωτικές και διπλωματικές σχέσεις που κατείχε με την Κίνα. Αναγνώρισε την Ματσουρία ως μέρος της ιαπωνικής αυτοκρατορίας, κάτι που σε συνδυασμό με τη συμμαχία της Γερμανίας με την Ιαπωνία, ανάγκασε τον στρατηγό της Κίνας Τσιανγκ Και-Σεκ να παύσει την ροή των σημαντικών για την πολεμική βιομηχανία πρώτων υλών στην Γερμανία. Ταυτόχρονα, τον Μάρτιο του 1938, επετεύχθη ύστερα από πρωτοβουλία του Χίτλερ και με την υποστήριξη των αυστριακών πολιτών η περίφημη ένωση της Γερμανίας με την Αυστρία, η γνωστή “Άνσλους”. Η ένωση της Αυστρίας με την Γερμανία ήταν ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς του Αδόλφου Χίτλερ προσωπικά, αλλά και του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αφού η Αυστρία είχε εκτεταμένη βιομηχανική υποδομή, ήταν πλούσια σε πρώτες ύλες και πρωτίστως είχε ένα τεράστιο αριθμό έμπειρου, αλλά άνεργου εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, ο Χίτλερ χρησιμοποιώντας ως αφορμή την προσάρτηση των γερμανικών μειονοτήτων στην επικράτεια της Τσεχοσλοβακίας, την κατέλαβε με τη σιωπηρή αποδοχή της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, που ήταν ένα κράτος κλειδί για την γερμανική πολεμική μηχανή, καθώς εκεί βρίσκονταν δεκάδες πολεμικά εργοστάσια, συμπεριλαμβανομένων των εργοστασίων της γνωστής σε όλους Skoda, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή αντιαρματικών πυροβόλων, οχημάτων, κινητήρων και τεθωρακισμένων. Η προσάρτηση της Τσεχοσλοβακίας, απότοκο της συνθήκης του Μονάχου μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, επέτρεψε στην Ναζιστική Γερμανία να είναι πλέον στα ίδια επίπεδα στρατιωτικοποίησης με τους Βρετανούς και τους Γάλλους, κάτι που οι τελευταίοι προσπαθούσαν να αποτρέψουν.
Η έναρξη του πολέμου
Ο Χίτλερ πίστευε πως η Πολωνία ήταν ένας εύκολος στόχος για την έναρξη του πολέμου του, ενώ ταυτόχρονα θεωρούσε πως η προστασία της Πολωνίας από τους Άγγλους ήταν μια πολιτική ανάσχεσης. Έτσι, απείλησε πως εάν δεν αναιρέσουν την αμυντική τους συμμαχία με την Πολωνία, η Ναζιστική Γερμανία θα αθετούσε το σύμφωνο του ναυτικού εκτοπίσματος και θα κατακτούσε την Πολωνία για χρήση ως ανάχωμα κατά των Βρετανών και ως ζωτικό χώρο για τους Γερμανούς. Έτσι σε έναν λόγο του στο κοινοβούλιο ανακοίνωσε στις 28 Απριλίου του 1938 πως πλέον αναιρεί την συνθήκη ειρήνης με την Πολωνία και το σύμφωνο του ναυτικού εκτοπίσματος με τους Βρετανούς, ενώ έδωσε την εντολή στον στρατιωτικό του επιτελείο για τελικές προετοιμασίες. Σε συννενόηση με τον υπουργό του Ρίμπεντροπ, οι Γερμανοί υπέγραψαν σύμφωνο μη επίθεσης με τους σοβιετικούς, το περίφημο σύμφωνο “Ρίμπεντροπ-Μολότωφ”. Με την υπογραφή του, όλοι πλέον ήξεραν πως ο πόλεμος ήταν βέβαιος. Ο Χίτλερ άμεσα απαίτησε την παραχώρηση δικαιωμάτων ελεύθερης προέλασης μεταξύ Πομερανίας και ανατολικής Πρωσίας και την προσάρτηση του Ντάντσιχ στη Γερμανία. Μετά από μια σκηνοθετημένη ψεύτικη επίθεση των στρατευμάτων των SS ντυμένα ως Πολωνοί στρατιώτες, ο Χίτλερ κήρυξε αντεπίθεση και χωρίς καν να έχει κυρηχθεί επίσημα πόλεμος η Βερμάχτ είχε ήδη καταλάβει εδάφη της Πολωνίας. Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία άμεσα κήρυξαν τον πόλεμο, αλλά δεν έδρασαν σε κανένα βαθμό για την υπεράσπιση της Πολωνίας, κάτι που ο Χίτλερ, ως βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολεμου και γνώστης του αντιπολεμικού πνεύματος των δύο αντιπάλων του, το προέβλεψε. Μέσα σε δεκαοκτώ ημέρες η Πολωνία νικήθηκε κατά κράτος και χωρίστηκε μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ναζιστικής Γερμανίας. Μετά και σε δύο μήνες, ακολουθώντας τις συμβουλές του Γκουντέριαν, του Ρόμμελ και του Ντόνιτς, ο Χίτλερ κατέκτησε την Δανία, την Νορβηγία, τις Κάτω Χώρες και την Γαλλία. Παρά τις προσπάθειες όμως της Λουφτβάφε, της Κριγκσμαρίν και της Βερμάχτ, ο βρετανικός στρατός που πολεμούσε στη Γαλλία κατάφερε να υποχωρήσει μέσω της Δουκέρκης. Αν και ο Χίτλερ ήταν επιθετικότατος και αιμοβόρος, παρόλα αυτά δεν διέταξε την εξόντωση των άγγλων στρατιωτών στην Δουκέρκη, πιθανώς είτε από αμέλεια, είτε γιατί επεδίωκε έναν αγγλο-γερμανικό άξονα κατά της ΕΣΣΔ. Ύστερα όμως από τις ήττες της Λουφτβάφε πάνω από την Αγγλία και την αποτυχία της Κριγκσμαρίν να αναχαιτίσει το αγγλικό πολεμικό ναυτικό, ο Χίτλερ εγκατέλειψε τα μεγαλεπίβολα σχέδιά του για την κατάκτηση της Βρετανίας και άρχισε να προσαρτεί τα κράτη περιμετρικά της Σοβιετικής Ένωσης, είτε με τη βία (σε συνεργασία με την Ιταλία), είτε μέσω συμμαχιών. Μέχρι το 1941 ο Χίτλερ είχε στείλει στρατό στα Βαλκάνια, κατακτώντας τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική.
1941: Η επίθεση στην ΕΣΣΔ και η “ύβρις” του Χίτλερ
Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, όπως ονομάστηκε, ήταν ένας μακρόχρονος σχεδιασμός από τα λαμπρότερα στρατιωτικά μυαλά της Γερμανίας. Στόχος της ήταν η διάλυση της ΕΣΣΔ και η κατάκτηση των πλούσιων σε πρώτες ύλες εδαφών της για την τροφοδότηση της γερμανικής πολεμικής μηχανής. Ξεκινώντας τον Ιούνιο, ο Χίτλερ είχε φτάσει τετρακόσια χιλιόμετρα έξω από τη Μόσχα μέχρι τις αρχές του Αυγούστου και παρά τις συμβουλές του επιτελείου του, χώρισε τις μεραρχίες των τεθωρακισμένων του μεταξύ Κιέβου και Λένινγκραντ, με σκοπό την κατάκτησή τους, σε μια στιγμή που θα μπορούσε να πιέσει προς την ενδοχώρα και να τελειώσει τον πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, οι Σοβιετικοί ανασυντάχθηκαν και τον Δεκέμβριο η μάχη της Μόσχας κατέληξε σε μια μεγάλη γερμανική στρατηγική ήττα. Μετά την κρίση αυτή, ο Χίτλερ πήρε την πλήρη εξουσία του γερμανικού στρατού και έδωσε την εντολή στον Χίμλερ να “εκτελέσει όλους τους Εβραίους ως αντιστασιαστές”, κάτι που μέχρι και σήμερα οι ιστορικοί συμφωνούν πως ήταν ίσως η πιο καταληκτική εντολή του Χίτλερ για την έναρξη του Ολοκαυτώματος.
“Μεθυσμένος” από αλαζονεία, παράνοια και πείσμα, ο Χίτλερ έπαυσε να εμπιστεύεται πλέον τους στρατηγούς του και θεωρώντας πως οι προηγούμενες νίκες ήταν αποκλειστικά δικές του, υποτίμησε τους αντιπάλους του. Πράγματι, η γνώση του και η οργάνωση της κατάκτησης των Κάτω Χωρών και της Γαλλίας υπήρξε κατά βάση στρατηγικό σχέδιο του Χίτλερ, ως βετεράνο του δυτικού μετώπου και ενός σχετικά ικανού στρατιωτικού ηγέτη. Πάρολα αυτά, οι ήττες το 1942 στο Ελ Αλαμέιν, η αδυναμία της εφαρμογής του γερμανικού υψηλού στρατηγικού σχεδιασμού για την κατάληψη του Σουέζ και η σχεδόν παρανοϊκή του εμμονή στην άρνηση της υποχώρησης των στρατευμάτων του, κατέληξε στην πλήρη καταστροφή του έκτου στρατού στη Μάχη του Στάλινγκραντ, με διακόσιους χιλιάδες στρατιώτες νεκρούς και διακόσιους τριάντα πέντε χιλιάδες σε σοβιετικές φυλακές. Η επιχείρηση “Ακρόπολη” του Χίτλερ σχεδίαζε μια επιτυχή αμυντική αντεπίθεση στην γραμμή των Σοβιετικών μέσω της κυριολεκτικής “σφυροκόπησης” των Σοβιετικών στρατευμάτων με άρματα μάχης, βομβαρδισμούς από το έδαφος και από τον αέρα και με την κατάκτηση του αμυντικού εδάφους. Παρά τις αντιρρήσεις των καλύτερων του στρατηγών της Αεροπορίας και του Πεζικού, ο Χίτλερ επέμεινε και ζήτησε τη νίκη των στρατευμάτων όσο πιο σύντομα γίνεται, με ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης την 5η Ιουλίου. Η επιχείρηση, όπως είπαν και οι στρατηγοί του Χίτλερ, ήταν μια ταπεινωτική και σκληρή στρατιωτική και στρατηγική ήττα, αφού οι Γερμανοί έχασαν πολύτιμο πολεμικό υλικό, νέα άρματα, και έμπειρους αξιωματικούς στην επιχείρηση αυτή. Ταυτόχρονα, η σωματική και ψυχική υγεία του Χίτλερ σε συνδυασμό με την οικονομία της Γερμανίας άρχιζε να επιδεινώνεται ραγδαία. Με τα μέτωπα πλέον να μετατοπίζονται ανατολικά, στα σύνορα της Γερμανίας και δυτικά, στις ακτές της Νορμανδίας και της Βόρειας Γαλλίας, ο Χίτλερ άρχισε να γίνεται όλο και πιο παρανοϊκός, αιμοβόρος και αδίστακτος. Οι ήττες και στα δύο μέτωπα, η πτώση του Μουσολίνι, σε συνδυασμό με το Κίνημα Βαλκυρία, που σκοπό είχε την δολοφονία του και που κατάφερε τον τραυματισμό του και την καταστροφή του στρατηγείου του, τον οδήγησε σε αιματηρά αντίποινα, με τις δολοφονίες, εκτελέσεις και τον θάνατο πάνω απο τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων ανθρώπων, περιλαμβανομένου του στρατηγού Έργουιν Ρόμμελ, που ήταν υπεύθυνος για τον στρατό της Γερμανίας στη Βόρεια Αφρική, καθώς και ο δημιουργός του δόγματος του “Αστραπιαίου Πολέμου”.
Νέμεσις και τίσις: To τέλος του Χίτλερ και του Τρίτου Ράιχ
Ο Χίτλερ βλέποντας πως μέχρι το τέλος του 1944 η Γερμανία βρισκόταν κοντά στην πλήρη ήττα, ξεκίνησε την δημιουργία μεγαλεπίβολων, αλλά ανεφάρμοστων στρατηγικών σχεδίων, με την πεποίθηση πως αν η Γερμανία δεν καταφέρει έστω να φέρει με το μέρος της τους Δυτικούς Συμμάχους εναντίον των Σοβιετικών, τότε η ίδια η Γερμανία “δεν άξιζε να έχει το δικαίωμα ύπαρξης”. Έτσι, διέταξε τους υπουργούς του να εφαρμόσουν την πολιτική της καμμένης γης, κάτι που ο Άλμπερτ Σπέερ κρυφά αρνήθηκε να κάνει. Ταυτόχρονα όμως, οργάνωσε την αντεπίθεση των Αρδεννών εναντίον των βρετανικών και αμερικανικών δυνάμεων που θεωρούσε πιο αδύναμες, με σκοπό τον εξαναγκασμό τους να πολεμήσουν μαζί του εναντίον του Κόκκινου Στρατού. Παρά τις αρχικές τους επιτυχίες όμως, οι Γερμανοί βρέθηκαν να μάχονται προ των πυλών του Βερολίνου και στα δυτικά και στα ανατολικά. Με τα κανόνια του στρατηγού Ζουκόφ να διαλύουν το Βερολίνο, ο ίδιος μπήκε για τελευταία φορά στο οχυρό του και εκεί, ύστερα από πολύ προετοιμασία, ανακοίνωσε το επίδοξο σχέδιό του για τη σωτηρία του Βερολίνου. Όταν όμως το επιτελείο του τον ενημέρωσε πως ο σχεδιασμός του ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί αφού πλέον δεν υπήρχε ούτε στρατός, ούτε έδαφος εξόρμησης, αφού το Βερολίνο είχε κυκλωθεί εντελώς, ο Χίτλερ παραδέχθηκε για πρώτη φορά μετά από φωνές, προσβολές και κατηγορίες προδοσίας προς το επιτελείο του, πως ο πόλεμος ήταν χαμένος και πως θα έμενε στο Βερολίνο μέχρι την έσχατη στιγμή και απλά θα αυτοκτονούσε. Στις 30 Απριλίου οι Σοβιετικοί ήταν δύο τετράγωνα μακριά από το οχυρό του Χίτλερ. Ο Χίτλερ γνωρίζοντας για την εκτέλεση του Μουσολίνι αποφάσισε να αυτοκτονήσει και να μην πιαστεί ζωντανός. Έτσι, αυτοκτόνησε και το σώμα του κάηκε για να μην βεβηλωθεί. Στις 2 Μαϊου το Ράιχ υπό τον ναύαρχο Ντόνιτζ παραδόθηκε. Το πτώμα του Χίτλερ είχε καεί εντελώς, όπως και της γυναίκας του, του Γκέμπελς και της οικογένειας του.
Δράσεις του Χίτλερ ως ηγέτης: τρόπος ηγεσίας, υψηλή στρατηγική και το Ολοκαύτωμα
Από το 1939, ο Χίτλερ είχε ανακοινώσει στο Ράιχσταγκ την απόφασή του να εξολοθρεύσει την εβραϊκή απειλή από την Ευρώπη. Σε συνεργασία με τον Χίμλερ και τον Ράινχαρντ Χάιντριχ και άλλους δεκαπέντε ανώτερους αξιωματικούς του ναζιστικού κόμματος, ο Χίτλερ έδωσε την εντολή για την “γερμανικοποίηση” του Ράιχ. Έτσι ο Χίμλερ και ο Χάιντριχ έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο συστηματικής εξόντωσης όσων θεωρούσε το Ράιχ υπάνθρωπους. Ρομά, Σλάβοι, ομοφυλόφιλοι, αντιστασιαστές και κυρίως Εβραίοι βρήκαν φρικτό θάνατο, είτε μέσω μαζικών εκτελέσεων, είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πέρα από τις μεραρχίες θανάτου των SS, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την καταναγκαστική εργασία, η Ναζιστική Γερμανία σχεδίασε το λεγόμενο “Πρόγραμμα πείνας”, για να εφαρμοσθεί στα κατεκτημένα σλαβικά κράτη της ΕΣΣΔ, για την εξόντωση μεταξύ τριάντα εώς ογδόντα εκατομμυρίων Σλάβων, μέσω οργανωμένων λιμών. Σε συνδυασμό με το “Σχέδιο για τη Δύση”, το οποίο αποσκοπούσε στη μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όλων όσων θεωρούνταν υπάνθρωποι στην Δυτική Σιβηρία, ήταν σίγουρο πως οι νεκροί θα ξεπερνούσαν τα ογδόντα εκατομμύρια. Παρόλα αυτά, η μερική εφαρμογή αυτών των σχεδίων σε συνδυασμό με τα προγράμματα ευθανασίας και ευγονικής, έφεραν το συνολικό αριθμό των νεκρών αμάχων στα 19.3 εκατομμύρια.
Ο Χίτλερ διοικούσε το ναζιστικό κόμμα καθαρά προσωποκεντρικά, υπό την ιδέα πως ο ηγέτης ήταν αλάθητος και η υπακοή των κατωτέρων αυτού αδιαμφισβήτητη. Οι θέσεις εξουσίας δεν δίνονταν βάση ικανοτήτων, εκλογών ή αποτελεσματικότητας, αλλά καθαρά με βάση την υπακοή των κατωτέρων και τις σχέσεις πολιτικής πατρονίας μεταξύ ηγέτη και ακολούθου. Ο Χίτλερ δεν πίστευε στη συνεργασία. Αντίθετα, έδινε αντιφατικές εντολές στους αξιωματικούς του, ή εντολές που ήταν κοινές με τις υποχρεώσεις άλλων, με την σκέψη πως ο “πιο ικανός θα είναι και αυτός που θα υπερισχύσει”. Αυτό σαν αποτέλεσμα είχε την ασυννενοησία και τη δυσπιστία μεταξύ των μελών του κόμματος και του επιτελείου του, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος ενθάρρυνε τις αψιμαχίες μεταξύ των στελεχών του. Έτσι, θεωρούσε πως η δικιά του εξουσία παρέμενε ασφαλής και ισχυρή. Ταυτόχρονα, αποθάρρυνε το επιτελείο του από το να συσκέπτεται ή να συνεργάζεται, ειδικά χωρίς την επίβλεψή του, αφού δεν εμπιστευόταν τα στελέχη του. Δεν έδινε ποτέ τις διαταγές του σε έγγραφη μορφή ή με επίσημο τρόπο. Αντίθετα, όλες οι εντολές δίνονταν λεκτικά, ή μέσω του στενού του συνεργάτη Μάρτιν Μπόρμαν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για όλα τα οικονομικά και γραφειοκρατικά ζητήματα του Χίτλερ. Όσον αφορά τα στρατιωτικά, στρατηγικά και διπλωματικά ζητήματα, ο Χίτλερ κατείχε τον πλήρη έλεγχο. Οι ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις που οργάνωσε τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου, ήταν σχεδόν εξολοκλήρου δικό του δημιούργημα, αφού ο ίδιος κατείχε μια βασική γνώση στρατιωτικής οργάνωσης ως βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, όσο περνούσε ο καιρός τα σχέδια του γίνονταν πιο μεγαλεπίβολα, πολύπλοκα και ασυνάρτητα, αφού οι ήττες της Γερμανίας αντί να τον συνετούν και να του θυμίζουν πως δεν είναι αλάθητος, αντίθετα έδιναν τροφή στην παρανοϊκή του πεποίθηση ότι τον σαμποτάρουν και τον υπονομεύουν οι σύμμαχοί του και το επιτελείο του. Με κάθε ήττα ένα κομμάτι της σωφροσύνης υποχωρούσε, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος υπέκυπτε στην κατάχρηση σκληρών ναρκωτικών, στην σύφιλη και στην νόσο Πάρκινσον, καταλήγοντας μέχρι το τέλος του πολέμου να δίνει εντολές σε τάγματα που είχαν αφανιστεί, ενώ συνέχιζε να δηλώνει πως μόνο η πεφωτισμένη ηγεσία του μπορούσε να σώσει τη Γερμανία, η οποία είτε θα νικήσει, είτε θα καεί μέχρι και τα θεμέλια, χωρίς να παραδοθεί σε κανέναν.
Επίλογος
Θα
μπορούσε κανείς να μιλάει για ώρες για όλα όσα έκανε ο Χίτλερ. Τον πατέρα της
προπαγάνδας, τον μεγάλο δημαγωγό του 20ου αιώνα, τον εκφραστή του ναζισμού.
Πολλοί ιστορικοί τον θεωρούν ψυχικά ασθενή, με δεκάδες ψυχιάτρους να λένε το
αντίθετο, ή να υποστηρίζουν μερική ψυχική ασθένεια, εξαιτείας των ασθενειών που
τον βασάνιζαν και της κατάχρησης βαριών ναρκωτικών. Σήμερα, η κληρονομιά του
Χίτλερ είναι μία και βασική. Η ανάμνηση του ονόματός του, του καθεστώτος του
και της ιδεολογίας του, είναι ένα συνώνυμο με το απόλυτο κακό, την απόλυτη
ανήθικη και αδυσώπητη καταστροφή, όχι μόνο της Γερμανίας ή της Ευρώπης, αλλά
και όλου του κόσμου. Μεταξύ των εβδομήντα και ογδόντα πέντε εκατομμυρίων
ανθρώπων που πέθαναν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο θάνατος άνω των μισών οφείλεται
στα σχέδια και τις εμμονές του Χίτλερ για την ευγονική, τον αφανισμό όσον
θεωρούσε υπάνθρωπους και την πληγωμένη γερμανική υπερηφάνεια, η οποία
μετουσιώθηκε ίσως στην πιο διεστραμμένη μορφή εκδίκησης στην ανθρώπινη ιστορία.
Μπορεί αυτή η συγκέντρωση επιθέτων και βαρύγδουπων λέξεων να κάνει εντύπωση, ή
να προκαλεί περίεργα βλέμματα, αλλά αξίζει να αναρωτηθούμε όλοι, ποιο ήταν στην
τελική το πράγμα για το οποίο θυμόμαστε το ναζισμό; Θυμόμαστε το ναζισμό από
τον άνθρωπο που του έδωσε μορφή, υπόσταση και ισχύ, τον Αδόλφο Χίτλερ, με τον
θάνατο του οποίου η ιδέα της ναζιστικής Γερμανίας και του ναζισμού, έσκασε σαν
μια φούσκα αυθημερόν. Το μόνο που
μπορούμε να του αποδόσουμε, είναι ίσως ότι πέρα από τον Μέγα Αλέξανδρο, ηχώντας
τα λόγια του ιστορικού Raimund Pretzel, “ο Χίτλερ είχε τη
μεγαλύτερη και ισχυρότερη επιρροή στην ανθρώπινη ιστορία πέρα από οποιονδήποτε
άλλον, εξαιτίας όλων των παγκοσμίων αλλαγών ο οποίος κατάφερε σε τόσο μικρό
διάστημα”. Πράγματι αυτό ισχύει. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος επιτάχυνε την
εξέλιξη της τεχνολογίας, μας έδωσε την πυρηνική, έθεσε τα θεμέλια του Ψυχρού
Πολέμου, της αποαποικιοποίησης και εκτόνωσε τα εθνικιστικά πάθη της Ευρώπης, η
οποία, μέχρι και σήμερα κουβαλάει τα σημάδια του πολέμου, σημάδια τα οποία
χτίζουν την εξωτερική πολιτική των κρατών της και τις θυμίζουν πως όπου και αν
βρίσκεται, όπως και εάν εντοπίζεται, ο εξτρεμισμός και ο ναζισμός είναι σαν μια
πολύ κακιά ασθένεια, η οποία πρέπει να καταπολεμάται άμεσα και αποφασιστικά.
Βιβλιογραφία
Bauer, Y. (2000). Rethinking the Holocaust. In Y. Bauer, Rethinking the Holocaust (p. 5). New Haven: Yale University Press.
Brigitte Hamann, T. T. (2010). Hitler’s Vienna: A Portrait of the Tyrant as a Young Man. In T. T. Brigitte Hamann, Hitler’s Vienna: A Portrait of the Tyrant as a Young Man (p. 233). London: Tauris Parke Paperbacks.
Bullock, A. (1962). Hitler: A Study in Tyranny. London: Penguin Books.
Del Testa, D. W., Lemoine, F., & Strickland, J. (2003). Government Leaders, Military Rulers, and Political Activists. In D. W. Del Testa, F. Lemoine, & J. Strickland, Government Leaders, Military Rulers, and Political Activists. (p. 83). Westport: Greenwood Publishing Group.
Evans, R. J. (2011, June 22). How the First World War shaped Hitler. Retrieved from The Daily Review: https://www.theglobeandmail.com/arts/books-and-media/hitlers-first-war-by-thomas-weber/article4261721/
Ghaemi, N. (2011). A First-Rate Madness: Uncovering the Links Between Leadership and Mental Illness. New York: Penguin Publishing Group.
Haffner, S. (1979). The Meaning of Hitler. In S. Haffner, The Meaning of Hitler (pp. 100-101). Cambridge: Harvard University Press.
Haffner, S. (1979). The Meaning of Hitler. Cambridge: Harvard University Press.
Hitler, A. R. (1999). Mein Kampf. Boston: Houghton Mifflin.
Kershaw, I. (2008). Hitler: A Biography. New York. New York: W. W. Norton & Company.
Kershaw, I. (2008). Hitler: A Biography. In I. Kershaw, Hitler: A Biography (p. 377). New York: W. W. Norton & Compan.
Kershaw, I. (2012). The End: Hitler’s Germany, 1944–45. In I. Kershaw, The End: Hitler’s Germany, 1944–45 (pp. 396-397). London: Penguin.
Nicholls, D. (2000). Adolf Hitler: A Biographical Companion. In D. Nicholls, Adolf Hitler: A Biographical Companion (pp. 236, 237, 274). University of North Carolina Press.
Skibba, R. (2019, 5 20). The Disturbing Resilience of Scientific Racism. Retrieved from Smithsonian: https://www.smithsonianmag.com/science-nature/disturbing-resilience-scientific-racism-180972243/
Speer, A. (1971). Inside the Third Reich. In A. Speer, Inside the Third Reich (p. 333). New York: Avon.
Speer, A. (1971). Inside the Third Reich. New York: Avon.