Γράφει Ιωάννης Αντωνιάδης
Ήδη από την εποχή της πρώιμης σύστασης του αμερικανικού κράτους με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας το 1776 και με την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων το 1783, κατέστη επιτακτική ανάγκη η εύρεση μιας ξεχωριστής ταυτότητας, οι όψεις της οποίας συμπυκνώνονται στην ανάδυση της ιδέας της αμερικανικής μοναδικότητας (exceptionalism). Από τις απαρχές της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μέχρι και σήμερα, παρατηρείται η σύγκρουση δυο κυρίαρχων τάσεων χάραξης και διαμόρφωσης της πολιτικής σε διεθνές επίπεδο. Η μια τάση πρόσκειται στις επιταγές του ρεαλισμού με βασικό άξονα την πολιτική ισχύος (power politics). Η δεύτερη κινείται στα πλαίσια του ιδεαλισμού με άξονα την υπεράσπιση αρχών και ιδεωδών και την μεταλαμπάδευση τους προς τρίτα κράτη. Η διαχρονική διαμάχη του ρεαλισμού με τον ιδεαλισμό αποτελεί κομβικό παράγοντα για την διαμόρφωση της σκέψης της αμερικανικής διπλωματικής τάξης. Φυσικά να σημειωθεί ότι δεν συνιστούν απλώς ιδεολογικά ρεύματα ή περιγραφικές θεωρίες αλλά και βασική ύλη για τους διαμορφωτές πολιτικής των ΗΠΑ.
Οι πολιτικοοικονομικές και εμπειρικές αντιλήψεις των Πατέρων του Έθνους (Founding Fathers) φανερώνουν ως ένα βαθμό το διακριτό χάσμα ανάμεσα στα δυο ρεύματα σκέψης και άσκησης πολιτικής. Μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας πρωταρχικός αντικειμενικός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν η παγίωση της κυριαρχίας τους στην εγγύτερη περιφέρεια τους και όχι στο σύνολο του δυτικού ημισφαιρίου. Βασική μέριμνα ήταν η προσήλωση στην εσωτερική εξισορρόπηση και όχι η άμεση συμμετοχή στην κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού. Έτσι, στα πρώτα της βήματα η αμερικανική εξωτερική πολιτική επηρεάστηκε από τον έντονο πολιτικοφιλοσοφικό και εμπεριοκρατικό δυισμό των αντιλήψεων του νεοσύστατου κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο η άσκηση πολιτικής ήταν κάτι αμφιταλαντεύσιμο ανάμεσα στον απομονωτισμό και τον παρεμβατισμό. Και οι δυο –ισμοί είχαν σαν βάση τις φιλελεύθερες διακηρύξεις με άξονα την μοναδικότητα της αμερικανικής δημοκρατίας. Ο απομονωτισμός πρέσβευε την απόλυτη κατοχύρωση της ελευθερίας και του αυθυπόστατου του νεοσύστατου κράτους με καταφανείς επιρροές από τον φιλελευθερισμό, ενώ οι υποστηρικτές του παρεμβατισμού αξίωναν την ενεργητική εμπλοκή των ΗΠΑ σε διεθνές επίπεδο με στόχο την εξαγωγή της δημοκρατίας. Ο George Washington έθεσε το πλαίσιο της πολιτικής που θα ακολουθούσε δίνοντας έμφαση στο δόγμα του απομονωτισμού μέσα από την πολιτική της μη επέμβασης στις ευρωπαϊκές υποθέσεις. Στόχος του ήταν η εναρμόνιση των εμπορικών σχέσεων με ξένα έθνη. Έτσι, η αρχή της μη επέμβασης έχει τις απαρχές της στις πρωτογενείς πεποιθήσεις της αμερικανικής μοναδικότητας.
Οι δημιουργοί του Νέου Κόσμου προέβαλαν μια έντονη δυσαρέσκεια για τον αταβισμό (συμπεριφορικές τάσεις που ενώ θα έπρεπε να ανήκουν στο παρελθόν εξακολουθούν να ισχύουν) των ευρωπαίων και τις μεθόδους άσκησης εξωτερικής πολιτικής που ακολουθούσαν με βάση τις ισορροπίες ισχύος. Για παράδειγμα, ο Thomas Jefferson θεωρούσε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) τυραννίδες. Ακόμα και έτσι όμως, πίσω από αυτήν την ιδεαλιστική ρητορική υπήρχε η στόχευση της προώθησης των αμερικανικών συμφερόντων και της επέκτασης των συνόρων. Έτσι, το οξύμωρο είναι ότι ενώ η Αμερική των πρώτων δεκαετιών αυτοπροβάλλονταν ως φάρος της δημοκρατίας, έχουσα την αίσθηση μιας ιδιαίτερης αποστολής την οποία όφειλε να πραγματώσει, η πολιτική της ουδετερότητας χρησίμευσε ως εργαλείο προώθησης των εθνικών συμφερόντων της. Παρ΄ όλα αυτά, οι πολιτικοφιλοσοφικές καταβολές των Πατέρων του Έθνους αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό την γνήσια πεποίθηση τους ότι η Αμερική συμβόλιζε την αυθεντικότητα και την φωτεινότητα έναντι του Παλαιού Κόσμου. Επιπλέον, η σχολή του οικονομικού ρεαλισμού του Alexander Hamilton άσκησε σημαντική επιρροή στο πεδίο προσδιορισμού της διεθνούς πολιτικής. Ο Hamilton στρέφονταν κατά του ελεύθερου εμπορίου και υπέρ ενός προστατευτικού πλαισίου στην οικονομία καθώς την εποχή εκείνη το καθεστώς του laissez faire ευνοούσε μόνο τις αποικιοκρατικές δυνάμεις που μετείχαν κανονικά στον διεθνή ανταγωνισμό.
Ωστόσο καταλυτικό ρόλο στην αναβάθμιση και αναπροσαρμογή των στόχων της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ άσκησε η συμβολή του Andrew Jackson. Η ενίσχυση της εθνικής υπόληψης τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και στη λαϊκή βάση υποστήριξης αποτελεί σημείο αναφοράς για τον τζακσονισμό, δεδομένης και της επίγνωσης ότι το διεθνές περιβάλλον είναι άναρχο και η πρόκληση βίας διαρκής. Επιπλέον, η συγκεκριμένη σχολή θεωρεί ότι υπάρχουν κώδικες τιμής που διέπουν τις διεθνείς διακρατικές σχέσεις. Έτσι, το τζακσονικό στοιχείο γιγαντώθηκε μετά το τρομοκρατικό πλήγμα της 11ης Σεπτεμβρίου. Για την τζακσονική σχολή το χτύπημα ήταν αποτέλεσμα χρήσης ανάξιων μέσων και μεθόδων, εντελώς απροειδοποίητο, κάτι το οποίο συνιστά ασέβεια. Ως εκ τούτου, τα κράτη πρέπει να βασίζονται σε δικά τους μέσα (αυτοβοήθεια) για την εμπέδωση της εθνικής τους υπόστασης και ειδικότερα οι ΗΠΑ πρέπει να διεξάγουν προληπτικούς πολέμους για να αποτρέψουν μελλοντικά απροειδοποίητα πλήγματα. Πλέον, η σχολή του Jackson αντικατοπτρίζει τις βαθύτερες πολιτικοοικονομικές και ιδεολογικές όψεις της υψηλής πολιτικής των ΗΠΑ στη σημερινή εποχή. Σε επίπεδο άσκησης ηγεσίας έχει συντελέσει στην ανάδυση του φαινομένου του νεοσυντηρητισμού. Σε επίπεδο αντιπαράθεσης παρατάξεων οι ρεπουμπλικάνοι βρίσκονται κοντύτερα σε αυτό που ο πολιτικός ρεαλισμός του Jackson αντιλαμβάνεται ως εθνικό συμφέρον, μέσω της αποστασιοποίησης από τα διεθνή συμβάντα εφόσον δεν απειλούνται τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα.
Μετά την επίθεση που δέχτηκαν οι ΗΠΑ στο Pearl Harbor το 1941 ο απομονωτισμός απονομιμοποιήθηκε και παράλληλα συντελέστηκε μια ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση των αντικειμενικών στόχων της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Έτσι, ο συντηρητικός προστατευτισμός της Επανάστασης υποχώρησε και στη θέση του επικράτησε ο διεθνιστικός παρεμβατισμός. Βέβαια, και οι δυο σχολές σκέψης ήταν υποστηρικτικές προς τον απομονωτισμό σε ένα αρχικό στάδιο. Ο ρεαλισμός εξέφραζε την ενδυνάμωση του εθνικού συμφέροντος με άξονα την εσωτερική εξισορρόπηση, οι δε φιλελεύθεροι ήταν υπέρ της μη επέμβασης καθώς θεωρούσαν πως τα ξένα έθνη θα έπρεπε να είναι ελεύθερα να αυτοπροσδιοριστούν.
Ωστόσο, η συντηρητική άσκηση πολιτικής της νεοσύστατης Δημοκρατίας, η οποία αναδύθηκε σαν ιδέα από το πνεύμα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας και εδραιώθηκε με το δόγμα Μονρόε (1823), αντικαταστάθηκε από τις ηγεμονικές διαθέσεις της κυρίως μετά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Για όσο διήρκεσε το σύστημα του προστατευτισμού, η Αμερική από θέση παρατήρησης αποκωδικοποίησε το σύστημα ισορροπίας ισχύος της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Έτσι, η επέκταση των συνόρων της προχώρησε μέσα από την καταδίκη των ευρωπαϊκών χειρισμών γύρω από την ισορροπία ισχύος του ευρωπαϊκού συστήματος κρατών. Ο Theodore Roosevelt ακολούθησε μια πολιτική ισχύος μέσα από τη στρατηγική κουλτούρα της αναγνώρισης εθνικών συμφερόντων πέραν του Ατλαντικού, κάτι που καθιστούσε επιτακτική ανάγκη την υπεράσπιση τους. Φαίνεται επομένως το πώς από την περιφρούρηση της ανεξαρτησίας οι στόχοι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μεταβλήθηκαν σταδιακά προς την επιδίωξη μιας ηγεμονικής πρωτοκαθεδρίας η οποία θα οικοδομούσε και τη νέα διεθνή τάξη με βάση την οριοθέτηση του σύγχρονου αμερικανικού εθνικού συμφέροντος. Επί διακυβέρνησης Woodrow Wilson τέσσερα χρόνια μετά, η εγκαθίδρυση μιας ηθικής και ειρηνικής παγκόσμιας τάξης δια της δημιουργίας της Κοινωνίας των Εθνών, συνηγορούσε στο γεγονός ότι ο Wilson απεχθάνονταν την ισορροπία ισχύος ως ρυθμιστικού μέσου για την διεθνή σταθερότητα, ενώ μάχονταν για μια «κοινότητα της ισχύος» (Waltz, 1959). Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονταν και η αδιαπραγμάτευτη πίστη του προς την κοινή γνώμη και η βεβαιότητα του πως αυτή είχε τη δύναμη να παίξει ρόλο ρυθμιστή στις διεθνείς υποθέσεις. Ο ουιλσονιανισμός ισοδυναμούσε με έναν μεσσιανικού τύπου παρεμβατισμό με κεντρικό αξίωμα την μετάδοση των φιλελεύθερων αρχών στα υπόλοιπα έθνη και την εξαγωγή τους από την βαρβαρότητα των τυραννικών (όπως πίστευαν οι ιδεαλιστές) καθεστώτων.
Ωστόσο η υποχώρηση της ιδεαλιστικής σχολής και η επανεμφάνιση του ρεαλιστικού παραδείγματος καθίσταται πραγματικότητα μέσα από τη σταδιακή όσμωση των ΗΠΑ στην διεθνή αρένα και την μόχλευση της ισορροπίας ισχύος ως εργαλείου σταθεροποίησης τους στο διεθνές περιβάλλον. Κατά την ψυχροπολεμική περίοδο ο συνδυασμός της realpolitik και ενός ιδεαλιστικού προτάγματος λειτούργησε ως ένα αποτελεσματικό μέσο για την διεξαγωγή της πάλης με την Σοβιετική Ένωση. Μετά την πτώση της τελευταίας ο αμερικανικός παρεμβατισμός νομιμοποιήθηκε πλήρως για να καλυφθεί το κενό ισχύος που άφησε πίσω της στο πλανητικό σύστημα. Επιπλέον, τα επιτελεία χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ επηρεασμένα εν πολλοίς από το φιλελεύθερο παράδειγμα τάχθηκαν υπέρ ενός διεθνούς παρεμβατισμού οπουδήποτε υπήρχαν εστίες κρίσης (Γιουγκοσλαβία, Λιβύη, Συρία, Ουκρανία). Επί διακυβέρνησης Τράμπ ο διεθνιστικός παρεμβατισμός της υπερδύναμης έχει περιοριστεί δεδομένης της απόσυρσης του αμερικανικού ενδιαφέροντος από τη Μέση Ανατολή, όπως και της παρακολούθησης από απόσταση των όσων συντελούνται στη Λιβύη. Ανέκαθεν οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν με πίστη την προσήλωση τους στα ιδανικά του Διαφωτισμού (πρελούδιο του οποίου ήταν άλλωστε η Αμερικανική Επανάσταση), όμως πάντοτε η άσκηση πολιτικής στην εξωτερική σφαίρα είχε σαν βάση της ρεαλιστικές πολιτικές. Έτσι συμπεραίνουμε ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική διαχρονικά σηματοδοτούσε την προβολή ιδεαλισμού και πραγματισμού μέσα από την συμπόρευση ρεαλιστικών εφαρμογών και επιταγών του ιδανισμού, αν και οι συλλογισμοί ισχύος είναι αυτοί που καθορίζουν την τελεολογία της πρακτικής της αμερικανικής διπλωματίας.
Βιβλιογραφία
Paterson P. Origins of US foreign policy, Perry Center occasional paper, William J. Perry Center for hemispheric defense studies, 2018
Αρβανιτόπουλος Κ. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, ιδεολογικά ρεύματα, εκδόσεις Ποιότητα, 2003
Waltz K. Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος, Μια θεωρητική ανάλυση, εκδόσεις Ποιότητα, 2011
Mearsheimer J. Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, εκδόσεις Ποιότητα, 2007