Γράφει ο Μάνος Γαβριελάτος
Ο όρος του περιβαλλοντικού πρόσφυγα δεν υφίσταται στο διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, ο αριθμός των ανθρώπων που μεταναστεύουν λόγω της κλιματικής αλλαγής αυξάνεται συνεχώς. Πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα στην πιο ευαίσθητη περιοχή του Παγκόσμιου Νότου;
Εισαγωγή
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον έχουν σημαντικές προεκτάσεις και στη μεταναστευτική κινητικότητα. Η εκτίμηση της μελέτης του καθηγητή Myers για την κλιματική αλλαγή υπολογίζει ότι θα υπάρξουν 200 εκατομμύρια περιβαλλοντικοί μετανάστες μέχρι το 2050 παγκοσμίως, αριθμό που έχει υιοθετήσει και η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), το πάνελ που γέννησε τη Συμφωνία του Παρισιού – το βασικότερο, πλέον, όργανο αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Η ίδια μελέτη κατατάσσει ως βασική επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στην Αφρική τη μείωση της γεωργικής απόδοσης, ως αποτέλεσμα της υπερβολικής αύξησης της θερμοκρασίας. Το Institute for Economics and Peace (IEP) υπολόγισε ότι ο αριθμός των ατόμων που ζουν σε κοινωνίες ανεπαρκώς ανθεκτικές στις οικολογικές απειλές που θα εκδηλωθούν μέχρι το 2050 αγγίζει τα 1,2 δισεκατομμύρια. Η Υποσαχάρια Αφρική δεν αποτελεί περιοχή με υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, πλήττεται, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, αφού χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα ξηρό κλίμα. Σε συνδυασμό με εγγενείς δυσλειτουργίες στο εσωτερικό των χωρών της, η κλιματική αλλαγή έρχεται να προστεθεί σε μια λίστα γεμάτη συγκρούσεις και βία, ως ένας σημαντικός παράγοντας μετανάστευσης.
Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή είναι πολλές φορές ένας μόνο από τους συντελεστές που επηρεάζουν τη μεταναστευτική κινητικότητα, και είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο αριθμός των ατόμων που μεταναστεύουν λόγω αυτής, καθώς η μετανάστευση είναι συχνά ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Σε περιπτώσεις ξαφνικών φυσικών καταστροφών που συνδέονται στενά με την κλιματική αλλαγή, όπως οι πλημμύρες και οι πυρκαγιές, ίσως να ήταν πιο προφανής η διάκριση των πληττόμενων ατόμων ως περιβαλλοντικών και όχι απλώς οικονομικών μεταναστών, όταν οι συνθήκες τους ανάγκαζαν να μεταναστεύσουν εκτός συνόρων. Από την άλλη, η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη, όταν τα φαινόμενα που προκαλούν τις μετακινήσεις καθυστερούν να λάβουν την τελική τους έκταση και λαμβάνουν διάρκεια σε χρόνο. Σε αυτή την περίπτωση, η κινητοποίηση μπορεί να ξεκινά με εθελοντικές μετακινήσεις και να καταλήγει σε αναγκαστικές εκτοπίσεις. Τέτοια φαινόμενα είναι οι ξηρασίες, η άνοδος της στάθμης του νερού, και η μεταβλητότητα των βροχοπτώσεων.
Όλα τα παραπάνω συνοδεύονται από τη φτώχεια, την αδυναμία των κυβερνήσεων να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες της κοινωνίας, και την επισιτιστική ανασφάλεια στις αναπτυσσόμενες χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής, μιας περιοχής που βασίζεται πολύ στον πρωτογενή τομέα για την ανάπτυξή της. Αν σε αυτό το πλέγμα συνεκτιμηθεί και η αιτιότητα μεταξύ μετανάστευσης και κλιματικής αλλαγής, ανακύπτει το εξής ερώτημα: μία αγροτική παραγωγή μπορεί να έχει χαμηλή απόδοση τόσο γιατί οι γεωργικές τεχνικές είναι αναποτελεσματικές, όσο και γιατί το έδαφος δεν είναι γόνιμο· πώς διακρίνεται ένας άνθρωπος που μεταναστεύει για μία καλύτερη ζωή, από τον άνθρωπο που μεταναστεύει επειδή η ξηρασία επηρέασε σε καταστρεπτικό βαθμό την παραγωγή της σοδειάς του; Η κατεξοχήν πολυπαραγοντική φύση των μεταναστευτικών ροών καθιστά τη διάκριση των εκτοπισμένων από οικονομικούς σε περιβαλλοντικούς μετανάστες ένα ανεπίλυτο, ως τώρα, ζήτημα.
Η συγκεκριμένη ανάλυση εστιάζει σε επίπεδο νομικού πλαισίου, διερευνώντας το ερώτημα: «ποιο είναι το νομικό καθεστώς των ατόμων που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, με ό,τι αυτή συνεπάγεται;». Στη συνέχεια, αναλύονται οι δυναμικές του προβλήματος όπως διαμορφώνονται στην Υποσαχάρια Αφρική, και δίνεται μία επισκόπηση της τεταμένης πολύπλευρης κρίσης στη λίμνη του Τσαντ.
Ο όρος περιβαλλοντικός μετανάστης και η διάκρισή του από τον οικονομικό μετανάστη
Αρχικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 για τους Πρόσφυγες, για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα πρέπει να συντρέχει βάσιμος λόγος δίωξης. Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες δεν αποτελούν λόγο για τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα, ενώ εννοείται ότι το καθεστώς των Εσωτερικά Εκτοπισμένων Ατόμων (IDPs) περιορίζεται σε αυτούς που δεν διασχίζουν σύνορα. Επομένως, οι όροι περιβαλλοντικός μετανάστης ή κλιματικός πρόσφυγας δεν έχουν νομική βάση στο διεθνές δίκαιο. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (IOM) έχει προτείνει τον εξής ορισμό, που φυσικά στερείται νομικού ερείσματος:
“Οι περιβαλλοντικοί μετανάστες είναι άτομα ή ομάδες ατόμων, τα οποία, για επιτακτικούς λόγους ξαφνικών ή προοδευτικών αλλαγών στο περιβάλλον – που επηρεάζουν δυσμενώς τη ζωή ή τις συνθήκες διαβίωσής τους – είναι υποχρεωμένα να εγκαταλείψουν τις κύριες κατοικίες τους προσωρινά ή μόνιμα και μετακινούνται είτε εντός της χώρας τους, είτε στο εξωτερικό.”
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Σύμβαση της Αφρικανικής Ένωσης για τους Πρόσφυγες επεκτείνει τον κλασικό ορισμό του πρόσφυγα και για μετακινήσεις που γίνονται “λόγω γεγονότων που διαταράσσουν σοβαρά τη δημόσια τάξη”.Επιπρόσθετα, το 2012 τέθηκε σε λειτουργία μία συμφωνία-ορόσημο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αφρική, η Σύμβαση της Καμπάλα για τις Εγχώριες Εκτοπίσεις, που συνεπαγόταν υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη ως προς την προστασία των εκτοπισμένων, την παροχή βοήθειας, και τη συνεργασία μεταξύ τους γι’ αυτόν τον σκοπό.Το 2020, η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες έκρινε βάσιμες τις προβλέψεις περιφερειακών συμφωνιών σχετικά με την παροχή προστασίας για άτομα χρήζοντα προστασίας λόγω των δυσμενών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, σε ένα κάλεσμα για ορθή τήρηση των εν λόγω συμφωνιών και εντατικοποίησης των σχετικών επιχειρήσεων.
Όπως προαναφέρθηκε, η πολυπαραγοντικότητα της μετανάστευσης καθιστά εξαιρετικά δύσκολο το ζήτημα της διάκρισης του απλού οικονομικού μετανάστη από τον περιβαλλοντικό. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που σχετικές προβλέψεις είναι απούσες ή ελλιπείς στη διεθνή νομοθεσία και τη νομοθεσία χωρών-κλασικών υποδοχέων μεταναστών – επειδή ο ορισμός θα ήταν πολύ ευρύς. Υπό τα τωρινά δεδομένα, η αποτελεσματική διεθνής προστασία προϋποθέτει το καθεστώς πρόσφυγα. Με άλλα λόγια, αν η μετακίνηση κριθεί ότι γίνεται εθελοντικά, οι προβλέψεις για αποτελεσματική διεθνή προστασία είναι ανεπαρκείς. Έτσι, το πρόβλημα παραμένει, καθώς ο προσδιορισμός της αιτιότητας μεταξύ οικονομικής έλξης και περιβαλλοντικής ώθησης μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο μεροληψίας.
Δυναμική του προβλήματος και η κρίση της λίμνης του Τσαντ
Η συγκυρία των πολιτικών συγκρούσεων, των θρησκευτικών και φυλετικών διαφορών, και της ανεπάρκειας των κυβερνητικών δομών να απαντήσουν αποτελεσματικά, πολλαπλασιάζουν το βάρος των επιπτώσεων της αύξησης των μεταναστευτικών ροών και των εσωτερικά εκτοπισμένων στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής.
Το Internal Displacement Monitoring Centre (iDMC) υπολόγισε ότι στην Υποσαχάρια Αφρική 4,3 εκατομμύρια άνθρωποι χαρακτηρίσθηκαν ως εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα το 2020 λόγω φυσικών καταστροφών, ενώ, παράλληλα, 6,8 εκατομμύρια λόγω συγκρούσεων και βίας.Μπορεί να γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο μεγαλύτερος αριθμός εκτοπισμένων παραμένει εντός συνόρων, αλλά δεν είναι ευρέως γνωστό ότι στην περίπτωση που τα διασχίσει, παραμένει στην Αφρικανική ήπειρο ως επί το πλείστον, και χρειάζεται να του παρασχεθεί ανθρωπιστική βοήθεια εκεί. Στους παραπάνω θα πρέπει, επίσης, να συνεκτιμηθεί ένας μεγάλος αριθμός ατόμων που πιθανότατα θα προσέβλεπε στη μετανάστευση με προορισμό την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αν είχε τη δυνατότητα, αλλά δεν την έχει.
Αυτή η κατάσταση έχει συχνά καταστρεπτικές συνέπειες για τις αναπτυσσόμενες χώρες, που χαρακτηρίζονται από υψηλή κλιματική ευαισθησία. Οι χώρες της Αφρικανικής ηπείρου βρίσκονται στις ασθενέστερες θέσεις της λίστας του δείκτη ND-GAIN, ενός δείκτη που μετράει την ευπάθεια μιας χώρας σε προκλήσεις λόγω της κλιματικής αλλαγής, σε συνδυασμό με την ετοιμότητα να βελτιώσει την ανθεκτικότητά της.Την τελευταία θέση παγκοσμίως καταλαμβάνει το Τσαντ, ενώ ελάχιστες θέσεις πιο πάνω είναι ο Νίγηρας, η Νιγηρία και το Καμερούν.
Οι τέσσερις αυτές χώρες της ζώνης του Σαχέλ σχηματίζουν λεκανοπέδιο έκτασης ίσης με αυτή της Αλγερίας γύρω από τη λίμνη του Τσαντ, η επιφάνεια της οποίας έχει συρρικνωθεί κατά 90% τα τελευταία 60 χρόνια, ως αποτέλεσμα της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη. Η λίμνη, στην οποία συντελείται μία από τις πιο οδυνηρές κρίσεις παγκοσμίως, αποτελεί τη βάση του οικοσυστήματος και τον αναντικατάστατο παράγοντα υποστήριξης ανθρώπινης και μη ζωής. Η διαθεσιμότητα πόσιμου νερού απειλείται. Η άρδευση, η κτηνοτροφία και η αλιεία, ως δραστηριότητες ζωτικής σημασίας για τους 42 εκατομμύρια κατοίκους του λεκανοπεδίου, πλήττονται ανεπανόρθωτα. Επιπλέον, τα εμπλεκόμενα κράτη παρουσιάζουν αδυναμία ως προς τη στρατηγική και ενιαία διαχείριση των υδάτινων πόρων με τεχνολογικά μέσα.
Η υποβάθμιση του οικοσυστήματος έρχεται να προστεθεί σε μία συγκρουσιακή ατμόσφαιρα, από τις πιο βίαιες παγκοσμίως. Πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι χρήζουν ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ 2,5 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί. Η τρομοκρατική οργάνωση Μπόκο Χαράμ διατηρεί σημαντικό έλεγχο στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων βασικών διόδων επικοινωνίας. Ο ηπειρωτικός και εναέριος χώρος της περιοχής βρίσκεται υπό διαρκή απειλή, με αποτέλεσμα να ανακόπτονται προσπάθειες ακόμα και για ανθρωπιστικές επιχειρήσεις. Παράλληλα, ο ανταγωνισμός λόγω των περιορισμένων φυσικών πόρων παίρνει τη μορφή αιματηρών συμπλοκών σε ζητήματα διαχωρισμού γεωργικής ή κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, που μεταφράζονται σε χιλιάδες νεκρούς.
Η υφισταμένη ανθρωπιστική κρίση συνίσταται στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πιο βασική τους έκφραση. Τα κορίτσια βρίσκονται σε ιδιαίτερα δεινή θέση ως θύματα σεξουαλικής βίας και έλλειψης βασικών υποδομών υγείας. Αγόρια και κορίτσια στρατολογούνται από τις εξτρεμιστικές οργανώσεις και δεν έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτικές δομές. Οι γυναίκες στερούνται του δικαιώματος συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων και η έμφυλη βία είναι δεδομένη σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Η κατάσταση στην περιοχή απαιτεί μέτρα έκτακτης δράσης.
Συμπεράσματα
Με τη συγκεκριμένη ανάλυση επιχειρήθηκε η ανάδειξη του μεγέθους του προβλήματος, μέσα από τη διερεύνηση του νομικού προσδιορισμού της περιβαλλοντικής μετανάστευσης σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, ως βασικό εργαλείο αντιμετώπισης της εξελισσόμενης ανθρωπιστικής κρίσης που λαμβάνει χώρα στην Υποσαχάρια Αφρική.
Τα βασικά συμπεράσματα είναι τρία:
- Το διεθνές νομικό πλαίσιο παρουσιάζει αδυναμία εκσυγχρονισμού σε ζητήματα που απαιτούν προσαρμογή στην περιβαλλοντική κρίση. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ αποτελούν κατεξοχήν προορισμούς των εκτοπισμένων από τις πληττόμενες περιοχές, ωστόσο δεν δεσμεύονται σε διεθνές επίπεδο.
- Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο στην Αφρική μπορεί να είναι περιφερειακής εμβέλειας, ωστόσο είναι αδύνατο να τηρηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, λόγω λειτουργικών αδυναμιών.
- Κρίνεται αναγκαία η παροχή εξωτερικής βοήθειας με τη μορφή θεσμικής οργάνωσης μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, που θα εστιάζει στις ρίζες των αιτιών της μετανάστευσης και θα απαντάει ολοκληρωμένα σε ένα σύμπλεγμα κρίσεων, της περιβαλλοντικής, της ανθρωπιστικής και της οικονομικής.
Αυτό αποτελεί και ηθική υποχρέωση, σύμφωνα με την αρχή της κλιματικής δικαιοσύνης, όπως ορίζεται στο προοίμιο της Συμφωνίας του Παρισιού. Η συνεργασία μπορεί να αποτελέσει έδαφος αμφίδρομων ωφελειών, υπό τον σχεδιασμό βιώσιμων στρατηγικών πλάνων και της συμπερίληψης σε αυτά συνδρομής σε τεχνολογικά μέσα και επενδύσεις σε ΑΠΕ, στην πολλά υποσχόμενη στον σχετικό τομέα περιοχή της Αφρικής, και την συνδρομή στην αντιμετώπιση της συντρέχουσας ενεργειακής κρίσης.
Βιβλιογραφία:
Stern, N., (Ed.), The Economics of Climate Change: The Stern Review, Cambridge University Press, Cambridge, 2006, σ. 56.
Institute for Ecοnomics and Peace. (2020). Ecological threat register: Understanding ecological threats, resilience and peace, σ. 4. Διαθέσιμο σε: https://www.economicsandpeace.org/wp-content/uploads/2020/09/ETR_2020_web-1.pdf
Somlanare Romuald Kinda & Felix Badolo | Francesco Tajani (Reviewing editor). (2019). Does rainfall variability matter for food security in developing countries? Cogent Economics & Finance, 7:1. Διαθέσιμο σε: DOI: 10.1080/23322039.2019.1640098
United Nations High Commissioner for Refugees. (n.d.). Convention and Protocol Relating to the Status of Refugees. UNHCR. Διαθέσιμο σε: https://www.unhcr.org/3b66c2aa10
International Organization of Migration. (2007). Discussion note: Migration and the Environment, Ninety-fourth session, MC/ INF/288. p. 1-2. Διαθέσιμο σε: https://environmentalmigration.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1411/files/MC_INF_288.pdf
OAU. (1969). Convention Governing the Specific Aspects of Refugee Problems in Africa., σ. 3, αρ. 1, παρ. 2. Διαθέσιμο σε: https://www.unhcr.org/about-us/background/45dc1a682/oau-convention-governing-specific-aspects-refugee-problems-africa-adopted.html
African Union Convention for the Protection and Assistance of Internally Displaced Persons in Africa (Kampala Convention) | African Union. (n.d.). Διαθέσιμο σε: https://au.int/en/treaties/african-union-convention-protection-and-assistance-internally-displaced-persons-africa
UN High Commissioner for Refugees. (2020). Legal considerations regarding claims for international protection made in the context of the adverse effects of climate change and disasters. Διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/docid/5f75f2734.html
IDMC. (2021). Global Report on Internal Displacement. Διαθέσιμο σε: https://www.internal-displacement.org/global-report/grid2021/
University of Notre Dame. Notre Dame Global Adaptation Initiative. Rankings – Scores for 2020. Διαθέσιμο σε: https://gain.nd.edu/our-work/country-index/rankings/
Mohanty, A. M., & Robson, K. (2021). Climate change, conflict: What is fuelling the Lake Chad crisis. DownToEarth. Διαθέσιμο σε: https://www.downtoearth.org.in/blog/climate-change/climate-change-conflict-what-is-fuelling-the-lake-chad-crisis-75639
Πηγή εικόνας: Pan African Visions, Lake Chad to become world heritage site in effort to saving most severe environmental crises in Sub Saharan Africa. Διαθέσιμο σε: https://panafricanvisions.com/2020/04/lake-chad-to-become-world-heritage-site-in-effort-to-saving-most-severe-environmental-crises-in-sub-saharan-africa/