Γράφει η Θεοδοσία Καλαμπούκα
Το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο ή όπως ονομαζόταν παλαιότερα, το δίκαιο του πολέμου έχει ως πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση κάποιων αρχών κατά τη διάρκεια διεθνών και μη διεθνών ένοπλων συγκρούσεων, διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στον «ανθρωπισμό» και την «στρατιωτική-πολεμική αναγκαιότητα». Ένα από τα ζητήματα που ρυθμίζει είναι τα επιτρεπτά μέσα τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα μέρη των ενόπλων αυτών συγκρούσεων. Αν και πολλά είδη όπλων έχουν ρυθμιστεί επαρκώς από το γενικό διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, παράλληλα και με ειδικότερα νομοθετήματα, όπως τα χημικά και βιολογικά όπλα, τα πυρηνικά όπλα δεν είναι- ή τουλάχιστον δεν ήταν μέχρι πρότινος- ένα από αυτά.
Παράλληλα, το Διεθνές δικαστήριο δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και όταν του ζητήθηκε το 1995 μία γνωμοδότηση επί της νομιμότητας της απειλής ή χρήσης πυρηνικών όπλων, διατήρησε μία επικίνδυνα διπλωματική στάση καταλήγοντας ότι «σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο», η χρήση πυρηνικών όπλων ούτε επιτρέπεται, αλλά ούτε απαγορεύεται ρητά και ως εκ τούτου δεν είναι παράνομη η χρήση τους.
Η ατομική ενέργεια και τα πυρηνικά όπλα έχουν απασχολήσει έντονα τη διεθνή κοινότητα κατά καιρούς τόσο για την αποδεδειγμένη επικινδυνότητά τους, όσο και για την έλλειψη «νομοθετικής» ρύθμισής τους στο διεθνές δίκαιο. Με αφορμή τη νέα συνθήκη περί απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων, την οποία εκ πρώτης όψεως μόνο θετικά μπορεί να τη δει κανείς, θα επιχειρηθεί μία στοχευμένη ιστορική αναδρομή στην αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού από το Διεθνές Δικαστήριο το 1996 όταν κλήθηκε να δώσει μία γνωμοδότηση ως προς το αν είναι νόμιμη ή μη η χρήση των όπλων αυτών.
Πριν σχολιαστεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο επί του θέματος είναι σημαντικό να γίνει μία αναφορά στους κανόνες που θέτει το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο σχετικά με τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να διαθέτει ένα όπλο για να είναι επιτρεπτή η χρήση του στο πλαίσιο πολεμικών συρράξεων. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 35 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι της Γενεύης του 1977 στις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, απαγορεύεται η χρήση μέσων πολέμου που από τη φύση τους προκαλούν υπερβολικούς τραυματισμούς ή περιττό πόνο, καθώς και όσων προκαλούν εκτεταμένη, μακροπρόθεσμη και σοβαρή ζημιά στο φυσικό περιβάλλον. Επιπλέον απαγορεύονται τα μέσα μαζικής καταστροφής τα οποία προκαλούν ζημία αδιάκριτα, ήτοι χωρίς να μπορούν να στοχεύσουν μόνο σε συγκεκριμένα στρατιωτικά «αντικείμενα» προκαλώντας υπερβολικές παράπλευρες απώλειες συγκριτικά με τον επιδιωκόμενο στρατιωτικό πλεονέκτημα (άρθρο 51 του πρόσθετου πρωτοκόλλου Ι της Γενεύης του 1977 και κανόνας 71 του εθιμικού διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου). Παράλληλα, το άρθρο 36 του Πρωτοκόλλου λειτουργεί ως κάλυψη για κάθε νομικό κενό προβλέποντας ότι τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη χρήση νέων όπλων με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει ειδική απαγόρευση του εν λόγω όπλου συγκεκριμένα και ως εκ τούτου ότι η χρήση τους επιτρέπεται.
Δεδομένων των καταστροφικών συνεπειών της χρήσης πυρηνικών όπλων στο ανθρώπινο είδος και το περιβάλλον και των θεμελιωδών αρχών της διάκρισης, της στρατιωτικής αναγκαιότητας, του ανθρωπισμού και της απαγόρευσης πρόκλησης υπερβολικού τραυματισμού και περιττού πόνου, θα φαινόταν παράλογο να θεωρείται νόμιμη η χρήση τους. Παρ’ όλ’ αυτά, τα πυρηνικά όπλα μέχρι πρότινος δεν ήταν αντικείμενο καμίας συνθήκης του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και ακόμη και η συνθήκη περί μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων δεν απαγορεύει τη χρήση αυτών.
Τη θέση αυτή επιβεβαίωσε το Διεθνές Δικαστήριο με τη γνωμοδότηση που εξέδωσε στις 8 Ιουλίου του 1996, βασισμένο στη Ρήτρα Martens και τις βασικές αρχές που αναφέρονται σε αυτή. Σε αυτή τη συμβουλευτική γνώμη διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις ως προς το αν η χρήση των πυρηνικών όπλων απαγορευόταν κατά το χρόνο αναφοράς σύμφωνα με το Εθιμικό Διεθνές Δίκαιο, δεδομένου ότι είχαν να χρησιμοποιηθούν ήδη πολλά χρόνια, ενώ κάποια κράτη υποστήριξαν ότι όπως, ενώ το jus ad bellum απαγορεύει τη χρήση βίας μεταξύ των κρατών (άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών), μπορεί να δικαιολογηθεί σε περίπτωση αυτοάμυνας, έτσι και στην περίπτωση των πυρηνικών όπλων, η χρήση τους δικαιολογείται όταν γίνεται στο πλαίσιο αυτοάμυνας και απειλείται η υπόσταση αυτή καθ’ αυτή ενός κράτους.
Το Δικαστήριο, αν και ανέφερε ότι σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου η χρήση τους δε θα μπορούσε να είναι νόμιμη, θεώρησε ότι δεν έχει αρκετά στοιχεία ώστε να μπορέσει να καταλήξει με σιγουριά στο συμπέρασμα ότι η χρήση των όπλων αυτών θα ήταν σε κάθε περίπτωση σε αντίθεση με τις αρχές και τους κανόνες του jus in bello. Συνέχισε λέγοντας, ότι δε δύναται να αποκλείσει τη νομιμότητα της χρήσης τους στο πλαίσιο κρατικής αυτοάμυνας και ενώ η ίδια η ύπαρξη του κράτους βρίσκεται σε κίνδυνο. Επιπλέον, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για να αποφανθεί ότι υπάρχει εθιμικός κανόνας περί απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων και ότι δε θα μπορούσε το ίδιο να προβεί στη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος, καθώς αυτό θα αποτελούσε υπέρβαση της εξουσίας του. Τέλος, αναφερόμενο στα ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, που ζητούν τη σύναψη συνθήκης περί απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων, δήλωσε ότι ενώ είναι ενδεικτικά εθιμικού δικαίου, δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και απλώς «επιδεικνύουν την επιθυμία ενός πολύ μεγάλου τμήματος της διεθνούς κοινότητας να κάνει ένα σημαντικό βήμα προς τα μπροστά στο δρόμο για την ολοκλήρωση του πυρηνικού αφοπλισμού, με συγκεκριμένη και ρητή απαγόρευση της χρήσης πυρηνικών όπλων».
Είναι εμφανής η αντίφαση στο ότι παρά το γεγονός ότι τα πυρηνικά όπλα είναι εκ φύσεως μη δεκτικά διάκρισης στόχου και προκαλούν υπερβολική και περιττή ζημία και πόνο, το δικαστήριο εντούτοις απεφάνθη ότι είναι νόμιμη η χρήση τους. Η πιθανότητα τακτικών πυρηνικών όπλων επίσης δεν είναι πειστική απάντηση. Ο λόγος που ορισμένα κράτη επιθυμούν να έχουν τη δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων είναι ακριβώς το γεγονός ότι οι συνέπειες της χρήσης τους είναι ακραία καταστροφικές και τρομακτικές που από μόνη της η απειλή της χρήσης μπορεί να οδηγήσει σε στρατιωτικό πλεονέκτημα.
Δυστυχώς, το Διεθνές Δικαστήριο προέβη σε μία μάλλον διπλωματική, παρά νομική γνωμοδότηση, δεχόμενο πιέσεις από τα ισχυρότερα κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία και διαθέτουν στο δυναμικό τους τέτοιου είδους όπλα. Η νέα συνθήκη περί απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 22 Ιανουαρίου 2021 είναι ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο παρατηρώντας τα μέλη που μέχρι τώρα την έχουν υπογράψει και λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι σήμερα καμία από τις εννέα πυρηνικές δυνάμεις δεν την έχει προσυπογράψει, γίνεται αντιληπτό ότι- τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον, αν θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι- η συνθήκη αυτή αποτελεί ευχολόγιο, παρά ισχυρή συνθήκη με πρακτικές συνέπειες στο status quo της διεθνούς κοινότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ICJ (1996). Declaration of President Bedjaoui, Advisory Opinion on the legality of the threat or use of nuclear weapons.
ICJ (1996). Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου για τη Νομιμότητα της Απειλής ή Χρήσης Πυρηνικών Όπλων, ICJ Reports.
Pilloud, C., et al. (1987). Commentary on the additional protocols: of 8 June 1977 to the Geneva Conventions of 12 August 1949, Martinus Nijhoff Publishers.
United Nations (1980), Convention on Prohibitions or Restrictions on the Use of Certain Conventional Weapons Which May be Deemed to be Excessively Injurious or to Have Indiscriminate Effects (and Protocols) (As Amended on 21 December 2001), 1342 UNTS 137.