Γράφει η Μαρία Άλτα
Η θέση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής θεωρείται θέση Πλανητάρχη και όσοι την κατέκτησαν, την κατέκτησαν δύσκολα. Προκειμένου να ανέλθει κάποιος χρειάζεται ικανότητες και κόπο, για να χάσει το αξίωμα όμως, χρειάζεται ένα σκάνδαλο και κάτι λιγότερο από 20 λεπτά μιας μαγνητοφωνημένης συνομιλίας.
Τον Ιούνιο του 1971 η εφημερίδα New York Times δημοσίευσε τα λεγόμενα «Έγγραφα του Πενταγώνου”, μια μελέτη, τα στοιχεία της οποίας έφταναν μέχρι την Προεδρία Johnson, που ανέλυε τον τρόπο με τον οποίο ενεπλάκη η Αμερική στον πόλεμο του Βιετνάμ και πώς εξαπατήθηκε η κοινή γνώμη. Η εν λόγω μελέτη ήταν πρωτοβουλία του FBI και όχι κάποιου πολιτικού, ωστόσο ήταν αρκετό για να καταφύγει η Κυβέρνηση στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της εφημερίδας, με το τελευταίο να απορρίπτει την προσφυγή. Την διαρροή είχε πραγματοποιήσει ο Daniel Ellssberg, παλιός συνεργάτης του Kissinger.
Επόμενο βήμα του Nixon ήταν η δημιουργία της «Μονάδας των Υδραυλικών», που αποτελείτο από τους Charles Colson, Gordon Liddy και Howard Hunt, μέλη του προεκλογικού επιτελείου του με στόχο να σταματήσουν οι διαρροές στον Τύπο. Άξιο αναφοράς αποτελεί το γεγονός ότι ο Πρόεδρος είχε χρησιμοποιήσει παράνομες τεχνικές και στο παρελθόν, όπως την παρακολούθηση τηλεφώνων αντιπάλων του και μελών του Αντιπολεμικού Κινήματος. Η επιθυμία του για κάτι τέτοιο τον έφερε και σε σύγκρουση με τον τότε Αρχηγό του FBI, J. Edgar Hoover, που αν και στο παρελθόν είχε χρησιμοποιήσει παρόμοιες τεχνικές, αρνήθηκε να συνεχίσει να το κάνει.
Το 1972 και ενώ η νέα εκλογική αναμέτρηση με τους Δημοκρατικούς πλησίαζε, ο Nixon ζήτησε από την «Μονάδα των Υδραυλικών» να οργανώσει διάρρηξη των κεντρικών γραφείων των αντιπάλων, που εκείνη την περίοδο στεγάζονταν στο κτιριακό συγκρότημα Watergate, με την διάρρηξη να μην επιφέρει τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι 5 διαρρήκτες, 4 Κουβανοί και 1 Αμερικανός, που προσπάθησαν να εγκαταστήσουν κοριούς, συνελήφθησαν από τον φύλακα του συγκροτήματος, λόγω της ερασιτεχνίας τους, καθώς τοποθέτησαν κολλητική ταινία στις πόρτες για να κλείσουν χωρίς να κλειδώσουν, την οποία και εντόπισε ο φύλακας. Οι διαρρήκτες καταδικάστηκαν την επόμενη χρονιά, ωστόσο η υπόθεση δεν έκλεισε. Εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν να υπάρχει σύνδεση με τον Λευκό Οίκο, ωστόσο η κατάσταση άλλαξε άρδην όταν στα προσωπικά αντικείμενα του McCord βρέθηκαν οι αριθμοί τηλεφώνου των «Υδραυλικών».
Οι δημοσιογράφοι της Washington Post, Bob Woodward και Carl Bernstein, ανέλαβαν να καλύψουν το γεγονός. Η έρευνα, η επιμονή και η βοήθεια που είχαν από το «Βαθύ Λαρύγγι», ο οποίος, όπως αποκαλύφθηκε το 2005, ήταν ο Mark Felt, δεύτερος στην ιεραρχία του FBI, τους βοήθησε προκειμένου να φτάσουν σε βάθος την υπόθεση, να βρουν την σχέση με τον Λευκό Οίκο και να αποκαλύψουν εν τέλει την συμμετοχή του John Mitchell, Υπουργού Δικαιοσύνης και John Dean, προεδρικού συμβούλου.
Αν και τα πράγματα γίνονταν ολοένα και δυσκολότερα για τον Nixon, κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές με ποσοστό που ξεπερνούσε το 60%, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι έρευνες σταμάτησαν. Ο Nixon και το επιτελείο του είχαν αποφασίσει ότι έπρεπε να συγκαλύψουν το γεγονός πάση θυσία και για αυτό το λόγο ξοδεύτηκαν μεγάλα ποσά κατά την δικαστική διαδικασία, αλλά ο κλοιός έσφιγγε και ο Δικαστής Sirica απειλούσε με υψηλές ποινές.
Το Κογκρέσο δημιούργησε ειδική ομάδα για την διερεύνηση του Watergate με επικεφαλής τον Cox. Ο Cox πίεζε πολύ και ο Nixon ζήτησε από τους ανωτέρους του να τον απολύσουν. Ο μόνος που δέχτηκε να φέρει την εντολή εις πέρας ήταν ο τρίτος στην ιεραρχία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Robert Bork, αφού ο Υπουργός Δικαιοσύνης και ο Αναπληρωτής Υπουργός αρνήθηκαν και παραιτήθηκαν, το βράδυ που ονομάστηκε η «Σφαγή του Σαββάτου». Στη συνέχεια ακολούθησαν οι απολύσεις των πιστών συνεργατών του Dean, Haldeman, Ehrlichman και Kleindienst, χωρίς ωστόσο να αποδίδονται ευθύνες από κανέναν στον Nixon. Η συγκάλυψη άρχισε να καταρρέει όταν ο Dean ομολόγησε. Ο Πρόεδρος αρνήθηκε τις κατηγορίες με αποτέλεσμα να είναι ο λόγος του απέναντι στου Dean, αφού απτές αποδείξεις δεν υπήρχαν ακόμα.
Οι αποδείξεις βρέθηκαν όταν τον Ιούλιο του 1973 ο αξιωματούχος Alex Butterfield κατέθεσε στην Βουλή πως ο Πρόεδρος μαγνητοφωνούσε τις συζητήσεις στο γραφείο του. Επικαλούμενος απόρρητα προσωπικά δεδομένα, ο Nixon αρνήθηκε να παραδώσει τις κασέτες, με άγνωστο να παραμένει το γιατί δεν τις κατέστρεψε. Ένα χρόνο αργότερα, στις 24 Ιουλίου του 1974, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως οι κασέτες έπρεπε να παραδοθούν, όταν σε μία από αυτές αποδείχτηκε ότι έχουν διαγραφεί 18.5 λεπτά υλικού, με την αλήθεια τελικά να αποκαλύπτεται.
Η πρώτη και μοναδική παραίτηση Προέδρου έλαβε χώρα στις 8 Αυγούστου του 1974, όταν ο Richard Nixon αποχώρησε για την γενέτειρά του, την Καλιφόρνια. Τον Nixon διαδέχτηκε ο Αντιπρόεδρος Ford, που του έδωσε χάρη, θέλοντας να αφήσει το σκάνδαλο μια και καλή στο παρελθόν της χώρας, δίνοντας με αυτό τον τρόπο άδοξο τέλος στη θητεία του. Οι πολλές επιτυχίες του Nixon, κυρίως στην εξωτερική πολιτική με το Βιετνάμ, την Κίνα και την Σοβιετική Ένωση, πέρασαν στην αφάνεια έπειτα από την απάτη και την κατάχρηση εξουσίας που ο λαός του είχε εμπιστευτεί. Άλλωστε, η κοινή γνώμη δεν είχε αποκαταστήσει ακόμα την εμπιστοσύνη της στην εξουσία μετά το Βιετνάμ.
Βιβλιογραφία
Γουδής Μιχάλης (2007), Watergate: 35 χρόνια μετά (Πρώτο μέρος), Τεύχος 04, εΜΜΕίς. Διαθέσιμο σε http://pacific.jour.auth.gr/emmeis/?p=2957&fbclid=IwAR0bcjduvw4efBzb9zgS1pVhrODkSufJGfslY14OPDizQjjNpidjCUdn1pw
Μαχαιρίδου Νίκη (2020), Watergate: Το σκάνδαλο που οδήγησε στην παραίτηση ενός προέδρου, Offline Post. Διαθέσιμο σε hps://www.offlinepost.gr/2020/03/29/watergate-το-σκάνδαλο-που-οδήγησε-στην-παραίτ/?fbclid=IwAR3WCDP64tbILdKkdKLi2AoKGfUNKLRB5ozg0QZhNnRYAynx2VBwimo81Qott
Παπασωτηρίου Χαράλαμπος (2018), Η Αμερικανική Πολιτική από τον Φράνκλιν Ρούζβελτ στον Ντόναλντ Τραμπ, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα.
History.com Editors (2019), Watergate Scandal, History. Διαθέσιμο σε https://www.history.com/topics/1970s/watergate?fbclid=IwAR3adNJ-eM24CzKmp3sOe0Z6n4BdVkRn-TJ1gVVBFUx4yWeb3qa0uvFhZxQ