Γράφει η Κωνσταντίνα Τογκαρίδου
Στα δημοκρατικά καθεστώτα δύο είναι οι επικρατέστερες τυπικές ρυθμίσεις των εκτελεστικών-νομοθετικών σχέσεων: κοινοβουλευτική κυβέρνηση και προεδρική κυβέρνηση (Ljimίdt,1999). Τα δύο συστήματα έχουν κρίσιμες διαφορές που σχετίζονται αρχικά με το ποιος είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης· ο Πρωθυπουργός ή ο Πρόεδρος, δεύτερον από ποιον εκλέγονται· από εκλεκτορικό ή νομοθετικό σώμα, τρίτον, από τα εκτελεστικά στελέχη· συλλογικά ή μη συλλογικά (Ljimaldt, 1999). Δεν υπάρχει διαφορά στην κοινοβουλευτική εξουσία που βασίζεται στο είδος της κυβέρνησης, αλλά άλλοι παράγοντες, όπως το Σύνταγμα σε κάθε χώρα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο για ισχυρούς ή αδύναμους νομοθέτες. Η εξουσία των νομοθετικών σωμάτων έγκειται στη διάρκεια τους. Όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το Υπουργικό Συμβούλιο είναι στην εξουσία, τόσο περισσότερο είναι ο κυρίαρχος του νομοθετικού σώματος (Ljimίdt,1999). Η ισχύς των βουλευτών έγκειται στα δύο κύρια μέσα που έχουν στη διάθεσή τους για να επηρεάσουν την ανάπτυξη των ΑΠΕ και να θεσπίσουν το πλαίσιο που απαιτείται για τη μείωση ή την άρση των υπόλοιπων φραγμών :τη νομοθεσία και τη δημοσιονομική πολιτική.
Όσον αφορά τη νομοθεσία, είναι ο ιστορικός και ίσως ο πρωταρχικός ρόλος των κοινοβουλίων: αυτός της ψήφισης των νόμων. Οι βουλευτές μπορούν να επηρεάσουν την ενεργειακή πολιτική μέσω της διαδικασίας της νομοθεσίας, αναπτύσσοντας ή τροποποιώντας την προτεινόμενη ή την ισχύουσα νομοθεσία. Από τη μία πλευρά, οι βουλευτές αποτελούν μέρος των κοινοβουλευτικών επιτροπών ενέργειας που συντάσσουν ή τροποποιούν τη νομοθεσία μέσω των δημόσιων ακροάσεων, της διαβούλευσης με ομάδες συμφερόντων και ενός συνόλου προτάσεων για την ενεργειακή πολιτική που αποτελούν τη νομοθεσία που αναφέρεται στην Ολομέλεια (Ljiphardt,1999). Από την άλλη, τα μέλη του Κοινοβουλίου μπορούν να προτείνουν τροποποιήσεις του ισχύοντος νόμου σε σημεία του νόμου που θα βελτίωναν το σημερινό πλαίσιο για την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Η ενεργός διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους φορείς στον τομέα των ΑΠΕ είναι κρίσιμης σημασίας για τους βουλευτές, με στόχο την εκμάθηση των συγκεκριμένων ζητημάτων που υπάρχουν στο ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, προκειμένου να προσδιορίσουν τροποποιήσεις των νόμων, ώστε να βελτιωθούν οι υφιστάμενες ενεργειακές πολιτικές.
Στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, η ώρα των ερωτήσεων στην Ολομέλεια είναι ένα άλλο μέσο που έχουν στη διάθεσή τους οι βουλευτές για να επηρεάσουν την ενεργειακή πολιτική, καθώς μπορούν να θέσουν ερωτήσεις προς τον Πρωθυπουργό ή τους κυβερνητικούς υπουργούς που είναι υπεύθυνοι για την ενέργεια. Με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται από διαβουλεύσεις ή έρευνες που διεξάγονται, μια ερώτηση μπορεί να αναπτυχθεί γραπτώς ή προφορικά και θα απαιτήσει από τον υπουργό να αναφέρει τη θέση της κυβέρνησης Χρησιμοποιώντας την ώρα των Ερωτήσεων της ολομέλειας, ο βουλευτής μπορεί να προωθήσει περαιτέρω τις μεταρρυθμίσεις στους ισχύοντες περιβαλλοντικούς νόμους, την χρηματοδότηση ή τα ζητήματα εφαρμογής όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική.
Η γερμανική υπόθεση αποτελεί ένα διαδεδομένο παράδειγμα της αποτε-λεσματικότητας των μέσων πολιτικής που οι βουλευτές μπορούν να επηρεάσουν την πολιτική για τις ΑΠΕ. Στην Γερμανία, η δυναμικότητα των ΑΠΕ αυξήθηκε απότομα και η Γερμανία έχει δει πολύ ισχυρότερη ανάπτυξη στις ΑΠΕ από ό,τι ο μέσος όρος της ΕΕ (Wüstenhagen&Bilharz,2006). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γερμανική πολι-τική για τις ΑΠΕ υπήρξε αποτελεσματική στην αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Ως εκ τούτου, το γερμανικό πρότυπο επιτυχίας έχει εγείρει τον κρίσιμο ρόλο των βουλευτών: τον καίριο ρόλο που διαδραμάτισαν στην ενεργειακή πολιτική αποτελώντας πρότυπο για άλλους βουλευτές των κρατών μελών της ΕΕ.
Εκτός από τους νόμους που απαιτούνται για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ, το δεύτερο μέσο που διατίθεται στους βουλευτές για την εφαρμογή της ενεργειακής πολιτικής είναι η δημοσιονομική πολιτική. Δεδομένου ότι ο ετήσιος κρατικός προϋπολογισμός διαμορφώνεται κατά τη φάση του προγραμματισμού του προϋπολογισμού, οι βουλευτές μπορούν να έχουν ευκαιρίες να προωθήσουν φορολογικές πολιτικές ή να προτείνουν δημοσιονομικές τροποποιήσεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν άμεσες πηγές χρηματοδότησης για τις ΑΠΕ και έμμεσα κίνητρα, όπως φορολογικές εξαιρέσεις. Το κύριο αποτέλεσμα της δημοσιονομικής πολιτικής είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για να ξεπεράσει τα λόγια της περιβαλλοντικής πολιτικής και να προσδιορίσει τον πραγματικό σκοπό όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και όλων των πολιτικών κομμάτων με βάση τις εισηγήσεις που κάνουν οι βουλευτές.
Η κατανομή των κονδυλίων είναι κρίσιμης σημασίας για την ενεργειακή πολιτική, καθώς οι πραγματικές προτεραιότητες της κυβέρνησης αποκαλύπτονται σε αριθμητικά στοιχεία του προϋπολογισμού, τα οποία καταδεικνύουν κατά πόσον τα κονδύλια είναι επαρκή ή όχι για τον στόχο της προώθησης της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επιπλέον, πολλές σημαντικές ενεργειακές πολιτικές χρειάζονται δημόσια χρηματοδότηση, όπως επιδοτήσεις, δαπάνες για την έρευνα και την καινοτομία, προγράμματα ενεργειακής απόδοσης, προκειμένου να κινητοποιηθούν και να προσανατολίσουν τις επενδύσεις στην κατεύθυνση της ανανεώσιμης ενέργειας. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι σοβαρές προτάσεις δημοσιονομικής πολιτικής πρέπει να είναι ισορροπημένες και να περιλαμβάνουν προτάσεις για την χρηματοδότηση πρόσθετων δαπανών που μπορεί να είναι και για σκοπούς ανανεώσιμης ενέργειας.
Ο κρατικός προϋπολογισμός εξετάζεται και εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο σε ετήσια βάση. Μόλις εγκριθεί, το Κοινοβούλιο πρέπει να παρακολουθεί την εφαρμογή του. Η εποπτεία αποτελεί βασικό ρόλο των νομοθετικών σωμάτων και είναι καίριας σημασίας για τη διασφάλιση της λογοδοσίας και της αποτελεσματικής εφαρμογής των νόμων που έχουν ψηφιστεί από το Κοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τις ΑΠΕ. Υπάρχει συχνά ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ του τί έχει γραφτεί στο χαρτί και του τί πραγματικά εφαρμόζεται. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς, ιδίως οι βουλευτές, θα πρέπει να παρακολουθούν αποτελεσματικά τις πραγματικές δημόσιες δαπάνες για να διασφαλίσουν ότι τα διατιθέμενα κονδύλια δαπανώνται σωστά, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τη λογοδοσία των δημόσιων δαπανών.
Εν κατακλείδι, οι βουλευτές έχουν τα μέσα όχι μόνο να επηρεάσουν την ενεργειακή πολιτική αλλά και να είναι αποτελεσματικά. Το ζωτικό είναι να έχουν τη θέληση να προχωρήσουν με πρωτοβουλίες, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με το περιβάλλον και τις ΑΠΕ: ορισμένες φορές κατά της κοινής γνώμης και των πολιτικών κομμάτων. Το περιβάλλον βρίσκεται σε επείγουσα ανάγκη και οι βουλευτές πρέπει να κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να πιέσουν τις κυβερνήσεις για την εφαρμογή μιας πολιτικής για τις ΑΠΕ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ljiphardt, Arend. (1999). Chapter 7 Executive-Legislative Relations – Patterns of Dominance and Power. In: Ljiphardt, Arend. 1999. Patterns of Democracy – Government Forms and Performances in Thrity-Six Countries. Yale University Press: 116- 142
Wüstenhagen, Rolf and Michael Bilharz. (2006). Green energy market development in Germany: effective public policy and emerging customer demand, Energy Policy, Volume 34, Issue 13, September 2006, Pages 1681-1696.