γράφει ο Εμμανουήλ Καρακόλιος
Ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε τον πρώτο μεγάλο πόλεμο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στο τέλος μιας τέτοιας σύρραξης, να παραλύσει κάθε οικονομική και πολιτικοκοινωνική πτυχή στο εσωτερικό των κρατών. Το βασικό στοίχημα, του τότε Αμερικανού πρόεδρου Γούντροου Γουίλσον, ήταν η αποτροπή της επανάληψης μιας αντίστοιχης τραυματικής εμπειρίας για την ανθρωπότητα. Η Κοινωνία των Εθνών αποτέλεσε ουσιαστικά «το πνευματικό του τέκνο».
Η ΚτΕ ιδρύθηκε το 1919 στο Παρίσι και διακήρυξε τη μεγάλη ιδέα του αφοπλισμού της Γερμανίας στην Ευρώπη, της συλλογικής ασφάλειας, τη διαφανή διπλωματία και τη γενικότερη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων. Ο σκοπός του άρθρου είναι η ανάλυση της λειτουργίας του πρώτου Παγκοσμίου Οργανισμού Διαιτησίας και Διευθέτησης του διεθνούς συστήματος, σε μια εποχή με πολλές αντιφάσεις και αντιξοότητες, αυτής του μεσοπολέμου.
Το καταστατικό της ΚτΕ είχε δυο βασικούς στόχους: Πρώτον, τη διατήρηση της ειρήνης και δεύτερον, την προώθηση της διεθνούς συνεργασίας στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει η πρώτη ομάδα άρθρων (12, 13, 15, 16), η οποία δημιουργεί μια σειρά από υποχρεώσεις, για τα μέλη του οργανισμού, λόγω του ότι δεν διέθεταν δική τους στρατιωτική δύναμη. Εξαρτώντο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, επίσης και η επιβολή των ψηφισμάτων περί οικονομικών ή άλλων κυρώσεων στα κράτη. Στο άρθρο 11 επίσης διαφαίνεται ο διεθνιστικός ιδεαλισμός – φιλελευθερισμός και η βαθιά πεποίθηση στην δύναμη της αποτρεπτικής διπλωματίας και της διεθνούς κοινής γνώμης στη διαμόρφωση ενός νέου ειρηνικού διεθνούς συστήματος κρατών. Τέλος, τα άρθρα (22, 23, 24) κάνουν λόγο για τις διεθνείς υπηρεσίες του οργανισμού.
Η ΚτΕ δημιούργησε το σύστημα των Εντολών, προκειμένου να εξασφαλίσει την ειρήνη σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, δημιούργησε ένα σύστημα κατά το όποιο οι «πολιτισμένες» Ευρωπαϊκές δυνάμεις, θα αναλάμβαναν την διοίκηση των νέων εδαφών που δημιουργήθηκαν από την διάλυση της αποικιοκρατίας, προκειμένου να τα οδηγήσουν σε κρατικές μορφές διακυβέρνησης, σύμφωνες με τα δυτικά πρότυπα. Η διεθνοποίηση επομένως, ήταν ο μέσος δρόμος ανάμεσα στον ιδεαλισμό και στον ωμό ρεαλισμό, ώστε να καταστεί δυνατή η ευτυχία του λαού και να προωθηθεί το καλό της ανθρωπότητας. Σε καμία περίπτωση όμως, ο σκοπός του συστήματος αυτού δεν ήταν η εξάλειψη της αποικιοκρατίας.
Η έννοια του αφοπλισμού από την άλλη, δεν αποτελεί μια νέα κατάσταση, αλλά μια προσπάθεια λύσης προκειμένου να επιτευχθεί η ειρήνη, εκ μέρους των νικητριών δυνάμεων. Ο αφοπλισμός δεν ήταν ο ολικός εκμηδενισμός των οπλικών συστημάτων των κρατών, όπως θα προϋπέθετε η περιγραφή του όρου αυτού υπό την κυριολεκτική έννοια. Στην ουσία πρόκειται για προγραμματισμένο περιορισμό των εξοπλισμών, ως αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας, με στόχο την αποτροπή μελλοντικής πολεμικής σύρραξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί από το 1918-1921 ο αφοπλισμός της Γερμανίας, που κατέληξε με 100.000 άνδρες χερσαίες δυνάμεις.
Όπως προ ειπώθηκε, ο αφοπλισμός και η συλλογική ασφάλεια είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο όρος Συλλογική Ασφάλεια ορίζεται, ως η συλλογική δράση των κρατών – μελών του Οργανισμού, προκειμένου να υπερασπιστούν ένα μέλος το οποίο δέχθηκε επίθεση. Με άλλα λόγια, η εθνική ασφάλεια ενός κράτους δεν εναπόκειται μόνο στις εθνικές του πολιτικές, αλλά και στη συλλογική δράση των μελών της διεθνούς κοινότητας. Η πρακτική αυτή παραπέμπει στην λογική της διεθνούς διαχείρισης κρίσεων, εντός του συστήματος, απορρίπτοντας την καθαρά μικροπολιτική και εθνοκεντρική οπτική των μελών.
Επομένως, η ιδέα της συλλογικής ασφάλειας, αποτέλεσε συστατικό στοιχείο του ιδεαλισμού περί παγκόσμιας ειρήνης κατά τον μεσοπόλεμο. Η πρωτοβουλία αυτή, όπως και η συμπληρωματική έννοια του αφοπλισμού, θεωρήθηκαν πράγματι καινοτόμες για το διεθνές σύστημα του 1919 και πέτυχαν ορισμένες νίκες, με το να αναβάλουν κυρίως και όχι να επιλύουν οριστικώς συγκρούσεις, με χαρακτηριστική περίπτωση την άνοδο της Γερμανίας και την προσπάθεια της να κυριαρχήσει ξανά επί του Ευρωπαϊκού συστήματος κρατών. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν πέτυχαν τον κύριο σκοπό, στην έκταση και στην πληρότητα που είχε αρχικά τεθεί, για αποτροπή ενός δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Συμπερασματικά, η Κοινωνία των Εθνών αποτέλεσε το πρώτο πείραμα συλλογικής διευθέτησης διεθνών ζητημάτων της νεοτερικότητας. Η κριτική την οποία δέχθηκε είναι σε πολλές πτυχές της σωστή. Σημαντικότερος παράγοντας αποτυχίας, από την πρώτη κιόλας μέρα θέσπισης του Οργανισμού, μπορεί να θεωρηθεί η απουσία των Η.Π.Α. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν κατάφερε να πείσει το Κογκρέσο ώστε να ενταχθεί η χώρα του στην ΚτΕ, γεγονός το οποίο υπονόμευσε εν τη γενέσει της, την όλη προσπάθεια. Η Κοινωνία των Εθνών ουσιαστικά έπαψε να λειτουργεί το 1938, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β΄ Π.Π. Εν τέλει, ο Οργανισμός δεν κατάφερε να υπερασπιστεί τα ιδεώδη της ίδρυσης του, περί παγκόσμιας ειρήνης και βελτίωσης των συνθηκών ζωής της ανθρωπότητας.
ΠΗΓΕΣ
· Benes, E., “The League of Nations”,: Successes and Failures”, Foreign Affairs (2004): 70 – 79.
· Brzezinski, Z., “Η Μεγάλη Σκακιέρα: Η Αμερικανική Υπεροχή και οι Γεωστρατηγικές της Επιταγές”, μτφ. Ε. Αστερίου, Αθήνα, Εκδόσεις Λιβάνη (1998): 159 – 278
· Ceadel, M., “Enforced Pacific Settlement or Guaranteed Mutual Defence? British and US Approaches to Collective Security in the Eclectic Covenant of the League of Nations”, The International History Review, Vol. 35, No. 5 (2013): 993-1008. Available from University of Nicosia, (Last accessed 3/11/2017).
· Lindemann, A.S., “Η Ιστορία της Νεότερης Ευρώπης”, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική (2014): 280 – 300
· Wemlinger, C., “Collective Security and the Italo-Ethiopian Dispute Before the League of Nations”, Peace and Change (2015): 139 – 166.
· Wilson, P., “Leonard Woolf, the League of Nations and Peace Between the Wars”, The Political Quarterly, Vol. 86, No. 4 (2015): 532 – 557.
· Κούμας, Μ., “Μικρά Κράτη, Συλλογική Ασφάλεια, Κοινωνία των Εθνών: Ελλάδα και το ζήτημα του αφοπλισμού 1919-1934”, Λευκωσία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κύπρου (2012): 25 – 41.