Γράφει ο Τιμόθεος Παπαθανασίου
Το Παλαιστινιακό Ζήτημα αποτελεί μία από τις πλέον μακροχρόνιες ανεπίλυτες παγκόσμιες διενέξεις και η έναρξή του τοποθετείται στο 1917 με την κατάρρευση του «Μεγάλου Ασθενή», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ρήξη μεταξύ Αράβων και Εβραίων, οι οποίοι μέχρι τότε συνυπήρχαν στα εδάφη της Παλαιστίνης, προήλθε από την επιθυμία των τελευταίων να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο κράτος, με αφορμή την υπόθεση Ντρέιφους στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, καταλυτικό ρόλο έπαιξε η Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917 από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, Άρθουρ Μπάλφουρ, προς τον εβραϊκής καταγωγής Λόρδο Γουόλτερ Ρότσιλντ. Με την υπόθεση Ντρέιφους οι Εβραίοι κατανόησαν την ανάγκη δημιουργίας μιας εθνικής εστίας, ενώ με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ τονιζόταν η θετική στήριξη του Λονδίνου στη δημιουργία ενός Εβραϊκού κράτους στα εδάφη της Παλαιστίνης. Κατά συνέπεια, οι μεταναστευτικές ροές Εβραίων προς την Παλαιστίνη, η οποία βρισκόταν υπό βρετανική εντολή, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Με τη λήξη της βρετανικής εντολής το Μάιο του 1948, ο Μπεν Γκουριόν ανακοίνωσε τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ, με τον ίδιο να είναι ο πρώτος πρωθυπουργός του, ενώ ακολούθησε ο πρώτος πόλεμος μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών, η «Νάκμπα».
Η ταπεινωτική ήττα του 1948 και του «Πολέμου των Έξι Ημερών» το 1967 προκάλεσε ενδοαραβικές και εσωτερικές τριβές, ενώ ώθησε την Αίγυπτο και τη Συρία που ήταν χώρες πρώτης γραμμής στους προηγούμενους πολέμους, να προετοιμάσουν σιωπηρά την εκδίκησή τους, με αλλεπάλληλα εξοπλιστικά προγράμματα. Συγκεκριμένα, οι αιγυπτιακές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν και επανεξοπλίστηκαν, υπό τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και στη συνέχεια από το διάδοχό του, Ανουάρ Σαντάτ. Απώτερος σκοπός τους ήταν να προκαλέσουν τη διεθνή επέμβαση και να επιτύχουν έτσι την εφαρμογή της απόφασης 242 του ΟΗΕ. Μέσω αυτού θα επιτυγχανόταν η επανάκτηση των εδαφών που χάθηκαν το 1967. Για την Αίγυπτο η Χερσόνησος του Σινά είχε μεγάλη γεωοικονομική σημασία, αφενός διότι η Διώρυγα ήταν κόμβος της παγκόσμιας ναυτιλίας, αφετέρου διότι στη Χερσόνησο γινόταν άντληση πετρελαίου. Από την άλλη μεριά, για τη Συρία τα Υψίπεδα του Γκολάν είχαν μεγάλη γεωστρατηγική σημασία. Στις 6 Οκτωβρίου του 1973, η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν στο Ισραήλ αιφνιδιάζοντάς το, κατά την ιερότερη ημέρα του εβραϊσμού, την Ημέρα της Εξιλέωσης. Κατά τον «Πόλεμο του Γιόμ Κιπούρ», ονομασία με την οποία έμεινε γνωστή η σύγκρουση, τάχθηκαν στο πλευρό των Αράβων πολλά αραβικά κράτη όπως η Λιβύη, η Σαουδική Αραβία, το Μαρόκο, η Αλγερία, το Ιράκ, αλλά και μη αραβικά κράτη όπως το Πακιστάν, η Κούβα και η ΕΣΣΔ. Τα παραπάνω κράτη πρόσφεραν στον Σαντάντ και τον Άσαντ στρατιωτικό δυναμικό, πολεμικό εξοπλισμό, οικονομική βοήθεια και νοσηλευτική υποστήριξη. Το Ισραήλ αιφνιδιάστηκε σε μεγάλο βαθμό, όπως και οι ΗΠΑ, οι οποίες έσπευσαν να το υποστηρίξουν. Αρχικά, το Ισραήλ φαινόταν να χάνει τον πόλεμο, με τα υπόλοιπα αραβικά κράτη που δεν συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις να συνασπίζονται εναντίον του Τελ Αβίβ και όσων κρατών το στήριζαν.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη, μέλη του ΟΠΕΚ, συναντήθηκαν στο Κουβέιτ, αποφασίζοντας να χρησιμοποιήσουν το πετρέλαιο ως όπλο. Η χρήση του «μαύρου χρυσού» ως μοχλού πιέσεως απέβλεπε στην αποδυνάμωση όσων κρατών στήριζαν το Ισραήλ, αλλά και στην αποτροπή εμπλοκής ουδέτερων κρατών υπέρ του Τελ Αβίβ. Στην αρχή του πολέμου αποφάσισαν να αυξήσουν τις τιμές του «μαύρου χρυσού», ενώ μετά το πέρας της συνάντησης αποφάσισαν να μειώσουν κατά 5% τη μηνιαία τους παραγωγή, με απώτερο σκοπό να εκκενωθούν τα κατεχόμενα εδάφη και να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Η άμετρη και ωμή βοήθεια των ΗΠΑ προς το Ισραήλ, προκάλεσε την οργή των Αράβων. Η Ουάσιγκτον στήριξε το Τελ Αβίβ με προμήθεια εξοπλισμού, διπλωματική υποστήριξη, παροχή πληροφοριών και οικονομική βοήθεια. Με τη σειρά τους οι Άραβες επέβαλαν ολοκληρωτικό εμπάργκο πετρελαίου σε όσους στήριζαν το Ισραήλ, ενώ και η Σαουδική Αραβία ακολούθησε την κοινή αραβική πολιτική, παρά την αρχική της αντίθεση και τις στενές της σχέσεις με τις ΗΠΑ.
Αναφορικά με τα ευρωπαϊκά κράτη, το εμπάργκο επιβλήθηκε στην Πορτογαλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ολλανδία, με το Άμστερνταμ να πιέζει το Παρίσι, τις Βρυξέλλες και τη Βόννη της Δυτικής Γερμανίας να του μεταπωλήσουν το αραβικό πετρέλαιο που είχαν εισάγει. Διαφορετικά, η Ολλανδία απειλούσε να διακόψει τις προμήθειες φυσικού αερίου προς αυτές τις χώρες. Επιπλέον, το εμπάργκο επιβλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία, ενώ οι χώρες αυτές μαζί με τη Δυτική Ευρώπη σημείωναν ποσοστά που υπερέβαιναν το 50% της κατανάλωσης σε επίπεδο παγκόσμιας παραγωγής ενέργειας. Συγκεκριμένα, η Ευρώπη κάλυπτε το 80% των ενεργειακών της αναγκών από πόρους που προέρχονταν από τον αραβικό κόσμο. Το πετρελαϊκό εμπάργκο του 1973 περιόρισε την οικονομία των ΗΠΑ, η οποία είχε αναπτυχθεί όντας εξαρτώμενη από το ξένο πετρέλαιο, ενώ συνέπεσε με την υποτίμηση του δολαρίου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1948, η παραγωγή πετρελαίου επηρεάστηκε σε μικρό βαθμό, ενώ κατά τη διάρκεια της Κρίσης του Σουέζ και του «Πολέμου των Έξι Ημερών» ήταν δύσκολη η διαμετακόμιση πετρελαίου μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Κατά συνέπεια, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναγνώρισαν τον καθοριστικό ρόλο της Μέσης Ανατολής ως προμηθευτή ενέργειας και δίσταζαν να έρθουν σε ρήξη με τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη. Συμπληρωματικά, τα ευρωπαϊκά κράτη ήταν δυσαρεστημένα με την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ και τον παραγκωνισμό τους ενώ τα παραπάνω γεγονότα οδήγησαν στην απροθυμία και στην άρνηση αρκετών ευρωπαϊκών κρατών ως προς τη χρήση των βάσεών τους από τις ΗΠΑ. Αυτή η στάση έγινε προφανής όταν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το Νοέμβριο του 1974, απαίτησε την αποχώρηση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα εδάφη, απορρίπτοντας τη μεσανατολική πολιτική των ΗΠΑ. Το εμπάργκο πετρελαίου σε συνδυασμό με τη μείωση της παραγωγής του δε, εκτόξευσε τις τιμές, τετραπλασιάζοντας τη τιμή ενός βαρελιού.
Συμπερασματικά, υπήρξαν σημαντικές οικονομικές απώλειες με την κατακόρυφη αύξηση των παγκόσμιων τιμών πετρελαίου κατά τη διάρκεια της κρίσης, με τις ΗΠΑ να αδυνατούν πια να καλύψουν τις εγχώριες ανάγκες τους και κατά συνέπεια να μην είναι σε θέση να βοηθήσουν ούτε τα ευρωπαϊκά κράτη. Η κρίση υπογράμμισε την εξάρτηση του κόσμου από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής, προσδίδοντας στα πετρελαιοπαραγωγά έθνη σημαντική γεωπολιτική και γεωοικονομική σημασία, αλλά και διπλωματική ισχύ. Παρά τις αρχικές επιτυχίες των Αράβων, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Χερσονήσου του Σινά από την Αίγυπτο, το Ισραήλ κατόρθωσε να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί. Ακολούθησε η βαθύτερη εμπλοκή των δύο υπερδυνάμεων, με τα Ηνωμένα Έθνη να ζητούν την άμεση κατάπαυση πυρός, μέσω των ψηφισμάτων 338, 339 και 340. Οι εχθροπραξίες έληξαν στις 26 Οκτωβρίου του 1973, επηρεάζοντας ουσιωδώς το Ισραήλ μετά τις πρώτες του ανεπιτυχείς επιχειρήσεις, και αποδεικνύοντας στους Άραβες πως το Τελ Αβίβ ήταν τρωτό εάν συντονίζονταν καταλλήλως οι απαραίτητες ενέργειες προς επίτευξη αυτού του στόχου. Τέλος, στον πόλεμο αυτό για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε το πετρέλαιο ως όπλο, αλλά και τα αραβικά κράτη είχαν μια κοινή πολιτική, προκαλώντας την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, τα αποτελέσματα της οποίας είναι ορατά σε όλο τον πλανήτη.
Βιβλιογραφία
Σακκάς Ι. (2012). Η Ελλάδα, το Κυπριακό και ο Αραβικός Κόσμος 1947-1974. Εκδόσεις Πατάκη.
Σακκάς Ι. (2018). Οι Άραβες στη νεότερη και σύγχρονη εποχή. Εκδόσεις Πατάκη.
Σπυρόπουλος Γ. (2011). Μέση Ανατολή: Αραβο – Ισραηλινή Διένεξη. Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Τσακίρης Θ. (2018). Ενεργειακή Ασφάλεια και Διεθνής Πολιτική. Εκδόσεις Παπαζήση.
United States Department of State. Oil Embargo, 1973–1974. Office of the Historian, Foreign Service Institute. Διαθέσιμο σε: https://history.state.gov/milestones/1969-1976/oil-embargo.