Γράφει ο Αναστάσης Πατηρίδης
Από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του το 1948 το Ισραήλ, το πρώτο εβραϊκό κράτος στην υφήλιο, είχε εξοικειωθεί με το καθεστώς του εμπολέμου. Είχε εμπλακεί σε αλλεπάλληλα επεισόδια αλλά και σημαντικές γενικευμένες πολεμικές συρράξεις. Ο πόλεμος και η προβολή στρατιωτικής ισχύος είχε μετατραπεί για εκείνο, σε ένα μέσο για την επιβίωσή του στο διεθνές σύστημα, κάτι το οποίο ισχύει ως έναν βαθμό μέχρι σήμερα. Τη στρατιωτική του ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα την είχε ήδη δείξει τόσο στον πόλεμο με τους Άραβες γείτονές του το 1948 και στον πόλεμο των 6 ημερών το 1967. Το 1973 ήρθε η ώρα για το Ισραήλ να βιώσει μία κατάσταση διαφορετική από τις προηγούμενες και μάλιστα ανήμερα μίας μεγάλης εβραϊκής εορτής, του Γιομ Κιπούρ.
Αρχικά, σημειώνεται ότι η γιορτή του Γιομ Κιπούρ (Ημέρα του Εξιλασμού) είναι για τους Εβραίους μία μέρα όπου κυριαρχεί η προσευχή, η νηστεία και η σκέψη και κατά την οποία ο Θεός δίνει την συγχώρεσή Του στους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Είναι λοιπόν για τους Εβραίους μία ημέρα ιδιαίτερα χαρμόσυνη. Εκείνη η ημέρα ήταν που επελέγη το 1973 από την Αίγυπτο και τη Συρία για να επιτεθούν στο Ισραήλ. Έτσι κατάφεραν να πετύχουν τον αιφνιδιασμό του.
Παρόλο που υπήρχαν πληροφορίες από τις υπηρεσίες πληροφοριών στο εσωτερικό του Ισραήλ για κινητικότητα των αραβικών στρατευμάτων, αυτά θεωρήθηκαν τεχνάσματα των Αράβων, αν συνυπολογιστεί και η περίοδος του ραμαζανιού που διένυαν τότε οι Άραβες, επομένως φάνταζε απίθανο να επιτεθούν εν μέσω της πολύ σημαντικής για εκείνους περιόδου. Στην πραγματικότητα, η κινητικότητα των αντίπαλων στρατών λίγο πριν την επίθεση ήταν σημαντική ένδειξη, στην οποία όμως δεν δόθηκε η βαρύτητα που θα έπρεπε· δεν έγινε πιστευτό ότι θα γινόταν επίθεση κατά του Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ έχοντας πετύχει μόνο νίκες στις αραβοϊσραηλινές συρράξεις, ακόμα και την επομένη της ιδρύσεώς του, είχε επαναπαυθεί, όχι πλήρως, αλλά έστω σε βαθμό ικανό να δώσει στους αντιπάλους του το προβάδισμα. Όταν μάλιστα η στρατιωτική ηγεσία είχε προτείνει πρώτα στον Υπουργό Άμυνας Μοσέ Νταγιάν και κατόπιν στην ίδια την Πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ προληπτικά χτυπήματα κατά της Αιγύπτου και της Συρίας, αλλά και γενική επιστράτευση, η απάντηση ήταν αρνητική. Δεν επιθυμούσε να είναι ξανά το Ισραήλ ο επιτιθέμενος και να κινδυνεύσει να απεμπολήσει την αμερικανική στήριξη. Έτσι, ενώ επέκειτο επίθεση, οι περισσότεροι έφεδροι αξιωματικοί απολάμβαναν εκείνη την μεγάλη για τους Εβραίους ημέρα και ο ισραηλινός στρατός δεν ήταν 100% έτοιμος για να αποκρούσει τον πόλεμο με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστεί.
Το πρωί της 6ης Οκτωβρίου 1973 η συντονισμένη επίθεση Αιγύπτου και Συρίας εναντίον του Ισραήλ ήταν γεγονός. Πολύ γρήγορα οι Αιγύπτιοι είχαν διασχίσει μεγάλη απόσταση ανατολικά της διώρυγας του Σουέζ χρησιμοποιώντας πυροβολικό και αεροπλάνα, ενώ η Συρία επιτέθηκε στο νότιο μισό των Υψωμάτων του Γκολάν, χωρίς όμως να προελάσει στο βόρειο Ισραήλ. Σε τρεις εβδομάδες όμως, το Ισραήλ κατάφερε να στρέψει τον πόλεμο υπέρ του, συνεπικουρούμενο, βέβαια, και από τις ΗΠΑ, που με μία «αερογέφυρα» το ανεφοδίασαν με πολεμικό υλικό. Ακολουθώντας το παράδειγμα των ΗΠΑ, η Σοβιετική Ένωση ενίσχυσε με τη σειρά της τη Συρία και την Αίγυπτο με αποτέλεσμα η κατάσταση να οδηγείται σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, χωρίς οι ίδιες να το επιθυμούν. Τότε ήταν που το Συμβούλιο Ασφαλείας πρότεινε σχέδιο εκεχειρίας με το οποίο οι πλευρές συμμορφώθηκαν.
Ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Κίσινγκερ χειρίστηκε προσωπικά την προσπάθεια ειρήνευσης της περιοχής, με διαμεσολαβητική διπλωματία με ταξίδια του στις αντιμαχόμενες πλευρές. Αυτά έλαβαν χώρα το 1973 και το 1974 σε έναν δεύτερο γύρο. Ειδικότερα στο δεύτερο γύρο, Ισραηλινοί και Αιγύπτιοι έγιναν διαλλακτικότεροι με τις συνθήκες να ωριμάζουν ακόμη και για μία Σύμβαση μεταξύ τους, κινήσεις του Αιγύπτιου ηγέτη Σαντάτ τις οποίες ο υπόλοιπος αραβικός κόσμος θα αποδοκίμαζε.
Στο εσωτερικό του Ισραήλ η πορεία του πολέμου δεν ήταν κάτι το οποίο μπορούσαν να το δεχτούν χωρίς συνέπειες. Αντίθετα, αποτέλεσε για τους Ισραηλινούς σοκαριστικό γεγονός η συνειδητοποίηση πως ο στρατός τους δεν ήταν τελικά αήττητος, τουλάχιστον με τον τρόπο που εκείνοι πίστευαν. Με την κοινή γνώμη να βλέπει φωτογραφίες αιχμαλώτων Ισραηλινών στρατιωτών, συνυπολογιζόμενων και των απωλειών σε ζωές, ξεκίνησε ένα «κυνηγητό» ευθυνών. Αυτός ο πόλεμος ήταν, μεταξύ άλλων, ένα «καμπανάκι» που χτύπησε για την Γκόλντα Μέιρ, μία μεγάλη προσωπικότητα της ιδρυτικής γενιάς του Ισραήλ, πως είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου για να αποσυρθεί.
Αυτή η αναμέτρηση-σταθμός για την ιστορία του Ισραήλ έφερε στην επιφάνεια παλιές φρικιαστικές μνήμες για τον εβραϊκό λαό, καθώς το αρχικό σοκ που υπέστη τον οδήγησε στον φόβο του αφανισμού ολόκληρου του κράτους το οποίο είχε καταφέρει να οικοδομήσει μετά το Ολοκαύτωμα. Κατέδειξε επίσης, πως η υπερβολική αυτοπεποίθηση και η αίσθηση του άτρωτου έχει πιθανότητες να προκαλέσει, τελικά, μία βαριά ήττα.
Πηγές-βιβλιογραφία
- Goldschmidt Jr. Arthur (2016), Ιστορία της Μέσης Ανατολής, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, σ. 378-389
- Γκραϊσλάμερ Ιλάν (2000), Η νέα ιστορία του Ισραήλ, Αθήνα: Καστανιώτης, σ.390, 415, 418-420
- Chabad of Greece (2022), Η σημασία του Γιομ-Κιπούρ, διαθέσιμο στο: https://www.chabad.gr/templates/articlecco_cdo/aid/88667/jewish/-.htm
- Calvocoressi Peter (2010), Η διεθνής πολιτική μετά το 1945, τόμος Α’, Αθήνα: Τουρίκης, σ. 540-542