Loading...
Latest news
Κρίσεις και Ζητήματα Ασφαλείας

Ο Δυτικός κόσμος πίσω από τη γενοκτονία της Ρουάντα

γράφει η Αναστασία-Νεφέλη Βιδάκη

23 χρόνια μετά τα αιματηρά γεγονότα στη Ρουάντα, που κατά το Διεθνές Δίκαιο πληρούν τις προϋποθέσεις για να κατονομαστούν γενοκτονία, ειδικά συσταθείσες επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών και τα αυτόνομα δικαστήρια που έχουν συγκροτηθεί για να εξετάσουν την υπόθεση έχουν επιχειρήσει μέσω της προσέγγισης των πραγματικών περιστατικών να οδηγηθούν στους ιθύνοντες, ενώ πολιτικοί αναλυτές ανά τον κόσμο να σκιαγραφήσουν το ρόλο των Δυτικών δυνάμεων ενόψει της σφαγής. Ωστόσο, οι ρίζες αυτής της ταραχής, εκείνες που ανατρέχουν στα χρόνια της αποικιοκρατίας και μαρτυρούν τις ανεξήγητες πηγές ενός μίσους τόσο φονικού που τύφλωσε έναν ολόκληρο λαό, είναι το στοιχείο που χρήζει έρευνας.



Η γενοκτονία ξεκινά με τη δολοφονία ενός ανθρώπου όχι εξαιτίας των πράξεών του, αλλά της ταυτότητάς του. Στις περιπτώσεις των εμφύλιων συγκρούσεων, όμως, εφόσον η εθνική ταυτότητα είναι κοινή, πράξεις γενοκτονίας πυροδοτούνται μεταξύ ομάδων που φέρουν διαφορετικά εθνολογικά χαρακτηριστικά. Στα τελευταία συγκαταλέγονται η γλώσσα, η θρησκεία ή η κουλτούρα. Μεταξύ των Hutu και των Tutsi, των φυλών που πρωταγωνίστησαν στις ταραχές, δεν παρατηρούνταν γλωσσικές ή πολιτισμικές διαφοροποιήσεις, ενώ στη Ρουάντα επικρατούσαν κοινές θρησκευτικές δοξασίες. Όσον αφορά τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, επιστήμονες επισημαίνουν ότι δεν απείχαν αισθητά από  τις διαφορές που παρουσίαζαν μέχρι τον 20οαιώνα οι άποροι από τους εύπορους στις δυτικές χώρες.  Από τον 15ο και για τους επόμενους 4 περίπου αιώνες οι Hutu και οι Tutsi, όπως και οι υπόλοιπες φυλές στη Ρουάντα συμβίωναν αρμονικά. Στις χώρες της κεντρικής Αφρικής, η κοινωνική διαστρωμάτωση περιοριζόταν στους γεωργούς και τους κατόχους ζώων που συνιστούσαν την ανώτερη τάξη. Ακόμα και κατά τα επόμενα χρόνια, που οι Tutsi άρχισαν να σχηματίζουν ένα είδος κοινωνικής ελίτ, οι Hutu ως υπερασπιστές της χώρας σε πολέμους με γειτονικά κράτη διέθεταν τόσο τη δύναμη της πλειοψηφίας όσο και των όπλων. Βέβαια μεταπηδήσεις από το ένα επίπεδο στο άλλο δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Παράλληλα, δεν υπήρχε κανένας φυλετικός διαχωρισμός, κανένα στοιχείο που να καταδείκνυε ότι κάποιος ανήκε στη μία ή στην άλλη φυλή πλην των εξωτερικών χαρακτηριστικών.  

Η κατάσταση ανατράπηκε με την έλευση των αποικιοκρατών. Πρώτα οι Γερμανοί, το 1884 και λίγα χρόνια μετά, το 1916 οι Βέλγοι φρόντισαν να καταδείξουν τις άφαντες μέχρι τότε φυλετικές διαφορές στη χώρα των χιλίων λόφων. Η δράση τους περιορίστηκε στην πολιτική «διαίρει και βασίλευε». Προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε εξέγερση των ιθαγενών που θα χρονοτριβούσε ή θα παρακώλυε τα σχέδια τους για εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της Ρουάντα, υποδαύλισαν την εχθρότητα και προώθησαν τις ρατσιστικές ιδεολογίες των φυλετικών διακρίσεων που επικρατούσαν την ίδια εποχή στη Δύση. Λόγω της ήδη πιο υψηλής θέσης τους στην κοινωνική πυραμίδα οι Βέλγοι έδειξαν μια προτίμηση απέναντι στην φυλή των Tutsi. Και οι τελευταίοι με τη σειρά τους βοήθησαν τους Βέλγους στην κυριαρχία επί της άγνωστης σε αυτούς χώρας. Η εμφανής προτίμηση συνοδεύτηκε με συστηματική προπαγάνδα περί ανωτερότητας των Tutsi., σε σημείο που στα μάτια των Hutu η άλλη φυλή να ταυτίζεται με τους αποικιοκράτες.

Τα στοιχεία αυτά που θεμελιώνουν την κατηγορία για την βελγική ανάμειξη, η οποία λειτούργησε ως ηθικός αυτουργός στην κτηνωδία, απαρτίζονται από κοινωνικά δεδομένα, δυσαπόδεικτα και ως εκ τούτου δύσκολο να επικληθούν παρά μόνο μέσω μαρτυριών. Το μοναδικό ίσως δεδομένο που υποδεικνύει την αλλότρια- δυτική -ευθύνη είναι η πρωτοβουλία έκδοσης ταυτοτήτων στις οποίες αναγραφόταν η φυλή. Το 1933, βάσει νόμου οι κάτοικοι της Ρουάντα, προς διευκόλυνση των αποικιοκρατών, διαχωρίσθηκαν αποκλειστικά με βάση τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και κατεγράφησαν, αποκτώντας συγχρόνως ταυτότητα. Τα στοιχεία δεν ήταν σε όλες τις περιπτώσεις ακριβή αφού η καλή οικονομική κατάσταση μπορούσε να μεταβάλει τα αναγραφόμενα και να εντάξει κάποιον Hutu ή ακόμα και Twa στην φυλή των Tutsi που απολάμβανε κάποια νομοθετικά και κοινωνικοοικονομικά πλεονεκτήματα. Αυτή την ταυτότητα έπρεπε να τη μεταφέρουν μαζί τους και να την επιδεικνύον. Οι ανεπίσημες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των φυλών σταθεροποιήθηκαν και νομιμοποιήθηκαν. Η διάκριση έγινε μια πραγματικότητα, ενώ η ενοποίηση παραγκωνίσθηκε στο βωμό της δυτικής δίψας για εξουσία.

Τη συγκεκριμένη μεροληπτική στάση διατήρησαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μόλις οι Tutsi τάχθηκαν υπέρ της ανεξαρτησίας της Ρουάντα και της αποτίναξης του ζυγού των δήθεν επιβλεπόντων Βέλγων, οι τελευταίοι άλλαξαν στρατόπεδο, υποστηρίζοντας τους Hutu. Η πολιτική και η στρατιωτική σύμπραξη ήταν πλέον εμφανής, ιδίως με την πίεση για υιοθέτηση από μέρους των Tutsi πολιτικών καταργητικών των υφιστάμενων διακρίσεων. Ακολούθησε η επανάσταση των Hutu, που επιθυμούσαν ενεργότερο ρόλο στη διοίκηση της Ρουάντα, με βελγική υποκίνηση. Ως απότοκος, η κατάσταση ανατράπηκε εις βάρος των Tutsi, που μαζί με την ήδη περιθωριοποιημένη φυλή των Twa υπέστησαν καθαιρέσεις από τα αξιώματα που κατείχαν, διωγμούς και βιαιοπραγίες. Από εκεί και πέρα, τα γεγονότα είναι ευρέως γνωστά. Διαρκείς αναμοχλεύσεις σε σκηνικό εμφυλίου που καταλήγουν σε έναν όνειδο με ολόκληρο τον πλανήτη να τον παρακολουθεί άπραγος σαν θεατής.
Πράγματι, η έμφυτη επιθυμία του άρχειν, καταπατώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και μετατοπίζοντας την ζωή και την τιμή στο περιθώριο δικαιολογεί τις ενέργειες χωρών που στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής φρενίτιδας ποδηγέτησαν έναν ολόκληρο λαό. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την καλλιέργεια του φανατισμού από μηχανορράφους και εκμεταλλευτές της ανθρώπινης καλοπιστίας, αφέλειας. κάποιες φορές, έλλειψης μόρφωσης ή ελπίδας ,που επισύρει μόνο το θάνατο και τη δυστυχία.

404 πΧ. Ο Θουκυδίδης σημειώνει για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο: «Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνωνται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερή ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθη ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί.»

Μέσα Ιουλίου 1994 μΧ. Ο διεθνής τύπος σημειώνει για την τραγωδία: «Ο πληθυσμός της Δημοκρατίας της Ρουάντα είχε μειωθεί κατά 20%. Υπολογίζεται ότι 800.000- 1.000.000 Ρουαντέζοι, το 70% ων οποίων ανήκαν στη φυλή Tutsi και οι υπόλοιποι ήταν μετριοπαθείς Hutu δολοφονήθηκαν από μέλη του πολιτικού παρασκηνίου της χώρας, στρατιωτικούς, αστυνομικούς, παραστρατιωτικές οργανώσεις και απλούς πολίτες, στις περισσότερες περιπτώσεις τους γείτονές τους. 6 θάνατοι κάθε λεπτό, 500.000 βιασμοί, 75.000 παιδιά έμειναν χωρίς τους γονείς τους.»

 Λίγες μόνο από τις αποδείξεις ότι η θουκυδίδεια ρήση παραμένει επίκαιρη 2.500 χρόνια μετά.