Γράφει η Όλγα Τσουκαλά
Στον απόηχο των Ελληνοτουρκικών εξελίξεων και της πρόσφατης τουρκικής προκλητικότητας, η αρχισυντάκτρια του ΟΔΕΘ, Όλγα Τσουκαλά, μίλησε με τον Δρα Βασίλη Κάππη* σχετικά με τις τρέχουσες εξελίξεις με τη γείτονα χώρα Τουρκία, τη στάση της Ευρώπης και δη της Γαλλίας καθώς επίσης και για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη μετά Oruc Reis εποχή.
Καλησπέρα Βασίλη και σε ευχαριστώ θερμά για την αποδοχή της συνέντευξης. Καταρχάς, θα ήθελα να μου περιγράψεις τον ακαδημαϊκό σου ρόλο στο Πανεπιστήμιο του Buckingham καθώς και τη δράση του “Centre for Security and Intelligence Studies.”
Καλησπέρα Όλγα, σε ευχαριστώ για την πρόσκληση και τη φιλοξενία στον Όμιλο Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Ως Λέκτορας και αναπληρωτής Διευθυντής στο Centre for Security and Intelligence Studies του Πανεπιστημίου του Buckingham, διδάσκω και συμμετέχω στη διεύθυνση ενός σχετικά μικρού αλλά εξαιρετικά επιτυχημένου ακαδημαϊκού κέντρου που εξειδικεύεται σε ζητήματα εσωτερικής, διεθνούς ασφάλειας και πληροφοριών. Το κέντρο μας προσφέρει μία πλήρη γκάμα ακαδημαϊκών προγραμμάτων, τα οποία συνδυάζουν την επιστημονική επάρκεια με την πρακτική πλευρά της άσκησης πολιτικής. Διαθέτουμε το πρώτο, σε διεθνές επίπεδο, πρόγραμμα πτυχιακών σπουδών σε Security, Intelligence and Cyber, όπου οι κοινωνικές επιστήμες «παντρεύονται» με εξειδίκευση στην κυβερνοασφάλεια, ενώ τα μεταπτυχιακά μας προγράμματα παρέχουν σε διάστημα ενός έτους έναν ιδανικό συνδυασμό γνώσης και κατανόησης του κόσμου της ασφάλειας (εσωτερικής και διεθνούς), των πληροφοριών (intelligence) και της διπλωματίας. Ο μικρός αριθμός φοιτητών, η έμφαση στις ικανότητες (skills), καθώς και η ενασχόληση με το πραγματικό και όχι το φαντασιακό περιβάλλον στο οποίο ασκείται η πολιτική αποτελούν τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, με αντίκρισμα στη μετέπειτα πορεία των αποφοίτων μας. Θα ήθελα τέλος, να τονίσω πως το Πανεπιστήμιο του Buckingham είναι ένα από τα ελάχιστα πλήρως ιδιωτικά πανεπιστήμια στη Μεγάλη Βρετανία, γεγονός ελάχιστα γνωστό. Δεν επιβαρύνουμε το φορολογούμενο ούτε με μία λίρα, αντίθετα παράγουμε πλούτο και γνώση επ’ ωφελεία της επιστήμης, της Μεγάλης Βρετανίας και των φοιτητών μας, διατηρώντας υψηλά στάνταρ ποιότητας στην έρευνα και τη διδασκαλία.
Το τελευταίο διάστημα η χώρα μας υφίσταται εκ νέου μια ακμάζουσα περίπτωση τουρκικής προκλητικότητας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πως θα σχολίαζες τη συγκεκριμένη κατάσταση υπό το πρίσμα των διμερών σχέσεων με τη γείτονα Τουρκία και τις διεθνείς προεκτάσεις του γεγονότος;
Η Τουρκία δεν είναι μία προκλητική, αλλά μια επεκτατική χώρα. Και αυτό, δυστυχώς, αποτελεί ιστορικά συνηθισμένο γεγονός όταν οι συστημικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για την άσκηση επεκτατικής πολιτικής. Στην τριακονταετία που μεσολάβησε από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι άλλοτε ισχυροί γείτονες της Τουρκίας, όπως το Ιράκ και η Συρία, κατέρρευσαν υπό το βάρος των εσφαλμένων πολιτικών τους, αλλά και των εξωτερικών επεμβάσεων. Ταυτόχρονα, ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις, όπως είναι η Αίγυπτος, δοκιμάστηκαν λόγω της ανεπάρκειας του πολιτικό-οικονομικού τους συστήματος, ενώ οι παραδοσιακές Μεσογειακές δυνάμεις Γαλλία και Ιταλία αντιμετώπισαν κρίσεις που τις οδήγησαν σε εσωστρέφεια. Ο εντεινόμενος απομονωτισμός των ΗΠΑ από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και εντεύθεν έδωσε τον αναγκαίο ζωτικό χώρο στην Τουρκία, η οποία εν τω μεταξύ είχε παρουσιάσει έναν πρωτοφανή δημογραφικό και οικονομικό δυναμισμό. Καμία χώρα δε θα άφηνε μία τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη. Το να παρουσιάζουμε, επομένως, τη συμπεριφορά της Τουρκίας ως αλλοπρόσαλλη είναι ιστορικά και επιστημονικά ανακριβές. Φανταστείτε έναν αναλυτή που θα έβλεπε την επέκταση των ΗΠΑ σε βάρος του Μεξικό τον 19ο αιώνα ως παρανοϊκή κίνηση. Οι ισχυρές δυνάμεις εκμεταλλεύονται τον περιφερειακό και παγκόσμιο συσχετισμό ισχύος στο μέτρο του δυνατού και η Τουρκία δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο διάλογος των Μηλίων επανέρχεται, πολλές φορές με καμουφλαρισμένο τρόπο σε ένα διεθνές σύστημα που είναι μεν λιγότερο κυνικό από αυτό που περιγράφει ο Θουκυδίδης, αλλά παραμένει ανταγωνιστικό, άναρχο και εν τέλει βίαιο. Η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή: οφείλει να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα, να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες και να κινητοποιήσει τους (πιθανούς) συμμάχους της ώστε να εξισορροπήσει την Τουρκική ισχύ.
Επικρατεί η άποψη (κατά τον καθηγητή και διευθυντή του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων Κωνσταντίνο Φίλη), ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν λειτουργεί με συμβολισμούς στις προκλήσεις του προς τη Δύση, όπως λ.χ. η πρόσφατη επιλογή του να προσευχηθεί εντός της Αγίας Σοφίας την 24 Ιουλίου την ημέρα της επετείου από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, σε βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη;
Η επίκληση στο συναίσθημα των ψηφοφόρων είναι αναγκαία ώστε η ηγεσία μιας χώρας να συσπειρώσει τον πληθυσμό γύρω από τις πολιτικές επιλογές της. Ταυτόχρονα, τα σύμβολα έχουν και ρόλο στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, όταν αυτά διαθέτουν συμβολικό φορτίο που ξεπερνά τα σύνορα. Η χρήση της Αγίας Σοφίας σε επίπεδο συμβολισμού από τον Πρόεδρο της Τουρκίας είναι επομένως χρήσιμη σε δύο επίπεδα. Στο εσωτερικό, συσπειρώνοντας τους θρησκευτικά συντηρητικούς ψηφοφόρους γύρω από την πολιτική ατζέντα Ερντογάν και διεθνώς, παρουσιάζοντας την Τουρκία ως εν δυνάμει ηγέτη του Μουσουλμανικού κόσμου. Το μήνυμα στους Μουσουλμάνους είναι απλό: ενώ οι άλλες Μουσουλμανικές χώρες είναι υποτελείς ή ταπεινώνονται από τη «Χριστιανική» Δύση, η Τουρκία καταγάγει νίκες και συνιστά, κατά συνέπεια, ηγετική δύναμη του Ισλάμ. Τέλος, η επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας φανερώνει και την πραγματική σκοπιμότητα πίσω από την εργαλειοποίηση της θρησκείας. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα θρησκευτικό πόλεμο, αλλά με την επεκτατική πολιτική ενός κράτους. Το θρησκευτικό στοιχείο κινητοποιεί πόρους (εσωτερικούς και εξωτερικούς) προς την επίτευξη του στόχου, που δεν είναι άλλος από την εδαφική επέκταση (αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάννης) και την ισχυροποίηση στο διεθνοπολιτικό πεδίο.
Κατά την δική σου εκτίμηση ποια είναι τα γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα και αντίστοιχα μειονεκτήματα της χώρας μας απέναντι στην θέση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο;
Ας αρχίσουμε με τις αδυναμίες, οι οποίες θα μπορούσαν να μετατραπούν και σε πλεονεκτήματα. Ένα κομμάτι του Ελληνισμού είναι ήδη κατεχόμενο και εν πολλοίς απροστάτευτο. Η Κυπριακή ΑΟΖ έχει ουσιαστικά καταληφθεί από τα Τουρκικά ερευνητικά πλοία, ενώ τίποτε δεν εμποδίζει μία Τουρκική κλιμάκωση επί του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το επιχείρημα πως πρόκειται για άλλη χώρα είναι ανάλογο του να σκέπτεται κάποιος πως η φωτιά στην κουζίνα δεν αποτελεί πρόβλημα, αρκεί να κλείσουμε την πόρτα και να καθίσουμε στο σαλόνι. Ταυτόχρονα, τα νησιά του Αιγαίου που γειτνιάζουν με την Τουρκία χρειάζονται πολύ-επίπεδη ενίσχυση. Το να μετατρέψουμε τα νησιά μας σε στρατιωτικά φρούρια είναι ανώφελο εάν ο γηγενής πληθυσμός είναι συγκρίσιμος σε αριθμό με τους παράνομους μετανάστες. Ήδη οι περισσότερες τουριστικές επενδύσεις κατευθύνονται σε περιοχές που δεν έχουν μεταναστευτικό πρόβλημα. Ποια θα είναι η εικόνα της Λέσβου σε δέκα χρόνια; Η Ελλάδα αποτελεί πλέον το γεωπολιτικό σύνορο της Δύσης και υπό αυτό το σκεπτικό πρέπει να διαμορφώσει την πολιτική της. Το μειονέκτημα αυτό συνιστά και δυνητικό πλεονέκτημα, καθώς οι χώρες που αποτελούν το «σύνορο» μιας συμμαχίας απολαμβάνουν και τα ανάλογα οφέλη. Οι αυξημένες δωρεές στρατιωτικού υλικού από τις Η.Π.Α. και η στήριξη της Γαλλίας με διάφορα μέσα πρέπει να ιδωθούν υπό αυτό το πρίσμα.
Πρόσφατα, ο Γάλλος Πρόεδρος Emmanuel Macron σε ανάρτησή του στα ελληνικά δήλωσε ρητά τη στηρίξη του προς την Ελλάδα και την Κύπρο σχετικά με τις προκλήσεις που υφίστανται από την Τουρκία. Αναφορικά με την ελληνική εξωτερική πολιτική πως κρίνεις μια ελληνογαλλική αμυντική συμμαχία στην Ανατολική Μεσόγειο;
Στην τελευταία τους συνάντηση, ο Πρόεδρος Μακρόν με τη Γερμανίδα Καγκελάριο συμφώνησαν πως το Διεθνές Δίκαιο και η σταθερότητα καθοδηγούν την πολιτική των χωρών τους στη Μεσόγειο. Ο Γάλλος Πρόεδρος προσέθεσε κάτι πολύ ενδιαφέρον, λέγοντας πως η Γαλλία και η Γερμανία έχουν συμπληρωματικό ρόλο στην επίτευξη αυτών των στόχων, υπονοώντας πως η Γαλλία δύναται να χρησιμοποιήσει και στρατιωτικά μέσα για να επιβάλει τη νομιμότητα. Αυτό είναι θετικό για τα ελληνικά συμφέροντα, αν και πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη πως στη διεθνή πολιτική, όπως και στην οικονομία, δεν υπάρχει «δωρεάν γεύμα». Το καλύτερο που έχει να κάνει η χώρα μας είναι η χρήση της Γαλλικής διπλωματίας σε επίπεδο Ε.Ε. και Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και η προμήθεια οπλικών συστημάτων στρατηγικού χαρακτήρα, καθώς οι Γάλλοι δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό (σε αντίθεση με τους Αμερικανούς) να αποδεσμεύσουν οπλικά συστήματα που μπορούν να επαναφέρουν τη στρατιωτική ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να σχολιάσουμε σύντομα τη Γερμανική στάση. Το Βερολίνο δεν είναι εχθρικό προς την Ελλάδα, είναι απλά αδιάφορο για τη Μεσόγειο, όπου η Τουρκία ωστόσο επιτελεί έναν παραδοσιακά θετικό (για τη Γερμανία) ρόλο ως προς τον έλεγχο της Ρωσικής επιρροής και πιο πρόσφατα, των μεταναστευτικών ροών. Η γεωπολιτική θεώρηση του Βερολίνου (άρα και των Βρυξελλών σε μεγάλο βαθμό) δίνει έμφαση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όχι στη Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η έδρα της Frontex βρίσκεται στη Βαρσοβία. Η δήλωση Μακρόν, επομένως, περί «συμπληρωματικότητας» ίσως να έχει και γεωπολιτική χροιά, προϊδεάζοντας πιθανώς για έναν αυξανόμενο ρόλο της Γαλλίας στην περιοχή της Μεσογείου.
Ολοκληρώνοντας, πως σκέπτεσαι τις εξελίξεις μετά την παρουσία και τις σεισμογραφικές έρευνες του Oruc Reis και τι κινδύνους ενδεχομένως εγκυμονεί για την Ελλάδα και εν γένει την Ευρώπη η παρούσα κίνηση από την Τουρκία;
Ο κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να μετατραπεί γεωπολιτικά σε ένα μικρό Βαλκανικό κράτος, απόληξη της χερσονήσου, δίχως προβολή ισχύος στο θαλάσσιο χώρο. Εάν δεν αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την ανάδειξη της Ελλάδας σε θαλάσσια δύναμη (maritime power) στην Ανατολική Μεσόγειο, κινδυνεύουμε να δούμε την Κύπρο και τα νησιά του Αιγαίου περικυκλωμένα από τον Τουρκικό στόλο, με δραματικά αλλοιωμένη πληθυσμιακή σύνθεση και υπό διαρκές καθεστώς στρατιωτικής απειλής. Η διαπραγμάτευση για την αποστρατικοποίηση θα έρθει σαν φυσικό επακόλουθο, με την «Ιμβροποίηση» να φαντάζει πιθανή σε ένα τέτοιο σενάριο. Η απειλή για την Ευρώπη είναι πολυσύνθετη, καθώς η διαφαινόμενη δημιουργία Τουρκικών ναυτικών βάσεων στην κεντρική Μεσόγειο θέτει υπό αμφισβήτηση τον έλεγχο της βόρειας Αφρικής. Μια πιθανή πολιτική αλλαγή στην Αίγυπτο θα αποτελούσε καταλύτη για δυσμενείς εξελίξεις, καθιστώντας την Άγκυρα και τη Μόσχα κυρίαρχους στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τυνησίας και Συρίας, υπονομεύοντας την Ευρωπαϊκή ασφάλεια σε συμβατικούς όρους και αδρανοποιώντας την ικανότητα άσκησης Ευρωπαϊκής πολιτικής ως προς τις προσφυγικές ροές και την ενεργειακή ασφάλεια.
Σε ευχαριστώ θερμά για την συνέντευξη!
* Ο Δρας Βασίλης Κάππης είναι Λέκτορας και αναπληρωτής Διευθυντής στο Κέντρο Σπουδών Ασφάλειας και Πληροφοριών (Centre for Security and Intelligence Studies), στο Πανεπιστήμιο του Buckingham.