Γράφει ο Δημήτρης Κανδηλάπτης
Η ταραχώδης περίοδος της δικτατορικής επταετίας στην Ελλάδα, 1967-1974, εκτός από τις πολλές και ποικίλες εξελίξεις που προκάλεσε στο εσωτερικό, άλλαξε και την εικόνα της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι. Η είδηση των γεγονότων της 21ης Απριλίου έκανε αμέσως τον γύρο του κόσμου. Ωστόσο, όλοι οι δρώντες του διεθνούς συστήματος δεν είχαν την ίδια αντίδραση και στάση προς την κυβέρνηση των συνταγματαρχών. Πολλές χώρες καταδίκασαν ακόμα και άμεσα την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, άλλες, όμως, βλέποντας τα συμφέροντα τους να παραμένουν ακέραια, τήρησαν σιγή ιχθύος απέναντι σε αυτήν την συνταγματική εκτροπή. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει βέβαια και η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης από τις διεθνείς κοινότητες, αφού και εκεί είχαμε αποκλίνουσες συμπεριφορές, αποτυπώνοντας έτσι την θεωρία ότι το συμφέρον, προηγείται της πολιτικής ηθικής. Για παράδειγμα, οι Σκανδιναβικές χώρες καταδίκασαν αμέσως το νέο καθεστώς, ενώ, οι ΗΠΑ, προχώρησαν στην σύναψη σχέσεων με τους Δικτάτορες. Μάλιστα, το παράδοξο είναι, ότι σε μια περίοδο που τα αποτελέσματα των πράξεων ενός αντιδημοκρατικού καθεστώτος ήταν ακόμα νωπά από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πολλοί, εκτός συνόρων, προτίμησαν να συνταχθούν με τη νέα τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα, αδιαφορώντας για τις πολιτικές του κυβερνητικού σχήματος. Βαρύνουσας σημασίας ήταν η στάση και ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι οποίες σε πολλές και κρίσιμες καταστάσεις, επενέβησαν άμεσα η εντός του πολιτικού παρασκηνίου.
Πρώτη αντίδραση στο πραξικόπημα
Η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα, όπως και στα περισσότερα κράτη, έτσι και στην μεγάλη ομοσπονδία των ΗΠΑ, έγινε δεκτή με στάση αναμονής από τα επίσημα κυβερνητικά κλιμάκια, όσον αφορά τις προθέσεις τους. Πολύ σύντομα αυτές έγιναν γνωστές σε όλους. Το State Department θεωρούσε ότι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος εμπλεκόταν στην συνταγματική εκτροπή. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, λίγες μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας, συνομίλησε με τον Αμερικανό πρέσβη, από τον οποίο και ζήτησε υποστήριξη. Τα αιτήματα του περιείχαν την αποστολή πεζοναυτών στην Αθήνα, την άσκηση πολιτικής πίεσης στο νέο καθεστώς και τέλος την παροχή ελικοπτέρου σε περίπτωση διαφυγής του ιδίου του Βασιλιά. Από την μεριά της, όμως, η αμερικανική κυβέρνηση, έκανε αντιληπτό στον Κωνσταντίνο, ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για κάποια μεταβολή στην ήδη υπάρχουσα κατάσταση, θα είχε αποκλειστικά δική του και μόνο, ευθύνη. Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, προχώρησε σε κάποιες υποτυπώδεις πράξεις, χωρίς ωστόσο να δηλώνει ξεκάθαρα πια είναι η στάση της. Πιο συγκεκριμένα, προχώρησε στην διακριτική στήριξη του Βασιλιά, ενώ άσκησε πίεση στους Χουντικούς, μέσω της διακοπής της προμήθειας όπλων.
Βελτίωση σχέσεων και συνεργασία
Τον Σεπτέμβριο του 1969, ξεσπάει πραξικόπημα στην Λιβύη, υπό τον στρατηγό Μουαμάρ Καντάφι. Η εξέλιξη αυτή αναγκάζει τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τις στρατιωτικές βάσεις που υπήρχαν στην χώρα. Έτσι. γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι η αμερικανική κυβέρνηση, δεν ήταν σε θέση να υποστεί άλλο ένα πλήγμα και άλλη μια απώλεια σημαντικών βάσεων στην περιοχή, με αποτέλεσμα να πράξει ό,τι είναι απαραίτητο για την διατήρηση των βάσεων στην Ελλάδα. Από τον Σεπτέμβριο του 1969, λοιπόν, οι σχέσεις Ουάσιγκτον και Αθήνας βελτιώνονται χρόνο με τον χρόνο.
Λίγους μήνες αργότερα, λαμβάνει επίσημη μορφή, η γνωστή θέση των συνταγματαρχών για άρνηση οποιαδήποτε παραχώρησης δημοκρατικών παραχωρήσεων στο εσωτερικό της χώρας. Το State Department κατείχε την άποψη ότι σε περίπτωση που η αμερικανική κυβέρνηση ξεκινούσε συνομιλίες με τον εξορισμένο στην Ρώμη, Βασιλιά Κωνσταντίνο, οι συνταγματάρχες θα βρίσκονταν υπό πίεση. Ο Κωνσταντίνος, είχε διαφύγει στην Ρώμη, με την αποτυχημένη προσπάθεια του να ανατρέψει την Δικτατορία, τον Δεκέμβριο του 1967. Στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, περιπλέκεται για πρώτη φορά στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ο Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις των επαφών των δύο χωρών. Ο τότε λοιπόν, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, επέβαλε την δική του άποψη σε ό,τι αφορά την πολιτική των ΗΠΑ στο ζήτημα της αντιμετώπισης της ελληνικής δικτατορίας. Έτσι, ο Κίσινγκερ, αντιτάχθηκε στην πρόταση του State Departmentκαι πρότεινε την πλήρη δημόσια αποστασιοποίηση από τα ελληνικά δεδομένα, με ξεκάθαρο στόχο την διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας του, χωρίς αυτή να προκαλέσει κάποια ιδιαίτερη πίεση σε οποιανδήποτε από τους εμπλεκόμενους φορείς. Η πολιτική του Συμβούλου Ασφαλείας, συνοψιζόταν στο γεγονός ότι θεωρούσε την Ελλάδα ως έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους της χώρας του, κάτι που το είχε ήδη επιβεβαιώσει και η ίδια η ιστορία. Τελικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, προχώρησε στην άσκηση μιας πολιτικής, που βρισκόταν στο ενδιάμεσο της πρότασης του State Department και αυτής του Κίσινγκερ. Το ουσιαστικό αποτέλεσμα όμως, ήταν η υπερίσχυση της άποψης του Συμβούλου Ασφαλείας. O Αμερικανός πρεσβευτής, στην Ελλάδα, Χένρι Τάσκα, συναντήθηκε τελικά με τον Βασιλιά Κωνσταντίνο στην Ρώμη, σε μια συνάντηση όμως με καθαρό τυπικό χαρακτήρα και χωρίς καμία ουσιώδη κατάληξη για ενδεχόμενη αμερικανική παρέμβαση που θα ήταν ικανή να δημιουργήσει πίεση στους χουντικούς.
Η γενικότερη πολιτική του Κίσινγκερ, η οποία υιοθετήθηκε σχεδόν ακέραιη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, απέβλεπε στην, όσο το δυνατό καλύτερη, αξιοποίηση μιας συνεργασίας με μία κυβέρνηση, οποιουδήποτε τύπου ήταν αυτή. Η πολιτική αυτή, πραγματοποιήθηκε, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Πιο συγκεκριμένα, η αμερικανική πλευρά, έδινε τεράστια έμφαση στην στρατιωτική συνεργασία με την χώρα, η οποία αποτελεί σταυροδρόμι τριών ηπείρων. Ακόμα και η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση να αποχωριστεί έναν σύμμαχο, με τόσο σημαντική γεωστρατηγική θέση στον παγκόσμιο χάρτη. Η απροθυμία των ΗΠΑ για μια πιθανή παύση επαφών με την Ελλάδα, ενισχυόταν από το γεγονός ότι όλα αυτά τα γεγονότα διαδραματίζονταν στην μέση της χρονικής διάρκειας του Ψυχρού Πολέμου.
Σταδιακή αμερικάνικη αποστασιοποίηση
Οι πρώτοι προβληματισμοί και τα πρώτα ρήγματα στις σχέσεις Ουάσιγκτον και Αθήνας, τέθηκαν επί τάπητος, μέσα στο καλοκαίρι του 1972. Η εμμονή του Παπαδόπουλου να μην προβεί σε ουσιαστικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με την ασφυκτική πίεση που ασκούνταν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ στο εσωτερικό, για την σύναψη στενών σχέσεων με ένα κράτος υπό δικτατορικό ζυγό, οδήγησε σε κρίση την συνεργασία τους. Την κρίση αυτή επιδείνωσε και ένα τηλεγράφημα του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα προς τον Λευκό Οίκο. Σε αυτό ο Τάσκα ενημερώνει την κυβέρνηση του ότι η αντίστοιχη της Ελλάδας αντιδρούσε, πλέον, αρνητικά στις περισσότερες αμερικανικές υποδείξεις, ως συνέπειες ορισμένων πράξεων, από τις οποίες οι συνταγματάρχες φάνηκαν προσβεβλημένοι. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, οι αμερικανικές υπηρεσίες γνώριζαν και ενημέρωσαν κατάλληλα τον πρόεδρο τους, ότι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, αντιμετωπίζει εσωτερικές τριβές και ότι βρίσκεται σε δυσχερή θέση. Έπειτα από μια περίοδο, ενός περίπου χρόνου, πολιτικής στασιμότητας, στις 1 Ιουνίου του 1973, ο Παπαδόπουλος ανακοινώνει την κατάργηση της βασιλείας και την επαναφορά ενός αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος
Για να διασφαλιστεί αυτή τη φορά η πραγματοποίηση των λεγομένων του ηγέτη της δικτατορίας, ορισμένοι αντιφρονούντες του καθεστώτος, ανέλαβαν δράση. Ειδικότερα, οι: Ορέστης Βιδάλης, στρατιωτικός που τον απομάκρυνε η Χούντα από την θέση του, Ηλίας Δημητρακόπουλος, δημοσιογράφος και ο Θεόδωρος Κουλουμπής, καθηγητής διεθνών σχέσεων αξιοποίησαν ορισμένες από τις γνωριμίες τους και κατάφεραν να παρακινήσουν μια μερίδα του Κογκρέσου, ώστε αυτή να δώσει έμφαση, μέσα από τις εργασίες του θεσμού που εκπροσωπούσαν, στην εξασφάλιση της δημοκρατικής μεταβολής και της εξασφάλισης της ελευθερίας στην Ελλάδα. Η πίεση που άσκησε το Κογκρέσο, προς την ελληνική κυβέρνηση, αποδείχθηκε καρποφόρα, αφού ήταν υπεύθυνη για την διεξαγωγή επίσημης συνάντησης του πρέσβη Τάσκα, με τον Παπαδόπουλο. Η συνάντηση διεξήχθη στις 16 Ιουλίου του 1973. Όλη η αισιοδοξία που υπήρχε από τους υπέρμαχους της Δημοκρατίας εξανεμίστηκε με το πέρας της συνάντησης των δύο ανδρών. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, οι δύο πλευρές συμφώνησαν ξεκάθαρα μόνο στο ότι διαφωνούν. Η απόσταση τόσο των ιδεών, όσο και των προθέσεων ήταν πολύ μεγάλη και για τα δύο ζητήματα που συζητήθηκαν. Ο Παπαδόπουλος, όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη του τις προσπάθειες αυτές και την πίεση που επιχειρήθηκε να του ασκηθεί, αλλά δεν δίστασε να καυτηριάσει και να κριτικάρει αυτήν την προσπάθεια. Αν και από τον διάλογο των δύο, δεν προέκυψε καμία πρόοδος, ο Τάσκα, επιδεικνύοντας διάθεση για περαιτέρω συνεργασία, ζήτησε από την κυβέρνηση του, να αναγνωρίσει με ενθαρρυντικό χαρακτήρα, τις ανακοινώσεις του Παπαδόπουλου. Παρόλα αυτά, την πιο καθοριστική επίδραση στον Νίξον, άσκησε για ακόμα μια φοράo Χένρι Κίσινγκερ. Ο ίδιος, εκτός από Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, είχε μόλις διοριστεί και ως Υπουργός Εξωτερικών, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο το ρόλο του.O νέος λοιπόν, κυρίαρχος του State Department, δεν είχε πειστεί για τις δημοκρατικές διαθέσεις του Παπαδόπουλο, αίσθηση την οποία μεταβίβασε και στον πρόεδρο του. Η ρήξη ανάμεσα σε κυβέρνηση Νίξον και σε αυτήν του Παπαδόπουλου, κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1973, όταν η δεύτερη τήρησε στάση ουδετερότητας στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και απαγόρευσε την χρήση των αμερικανικών βάσεων από τον στρατό των ΗΠΑ. Εντούτοις, στο τέλος του πολέμου και με την καθοριστική παρέμβαση του αντιναύαρχου Αραπάκη, η ελληνική κυβέρνηση, επέτρεψε την χρήση των βάσεων στην Σούδα .
Πραξικόπημα Ιωαννίδη και αμερικανική στάση
Η γενικότερη αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Παπαδόπουλου, από μερίδα του ίδιου το καθεστώτος, σε συνδυασμό με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στα μέσα του Νοεμβρίου του 1973, έδωσε την ευκαιρία στον Δημήτρη Ιωαννίδη, να ανατρέψει τον μέχρι πρότινος συνοδοιπόρο του. Η είδηση του νέου πραξικοπήματος και της ανάληψης της εξουσίας από τον νέο δικτάτορα έφτασε γρήγορα και στις ΗΠΑ. Αρκετά στελέχη από τα αμερικανικά υψηλά κλιμάκια, είχαν την άποψη ότι μετά από περίπου 6 χρόνια, είχε φτάσει η ώρα για μια αμερικανική παρέμβαση στην Ελλάδα. Ένας από αυτούς, ήταν ο πρέσβης Τάσκα, ο οποίος τις πρώτες μέρες της δικτατορίας Ιωαννίδη, απέστειλε επιστολή στον ισχυρό άνδρα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ. Ο πρέσβης στην Αθήνα, ζητούσε από τον Υπουργό Εξωτερικών και Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, την άδεια και την υποστήριξη, ώστε ο ίδιος να χρησιμοποιήσει όσα μέσα διαθέτει για να ασκήσει τις κατάλληλες πιέσεις, οι οποίες θα οδηγούσαν σε μια ενδεχόμενη επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με στόχο μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Ο Κίσσινγκερ όμως, αρνήθηκε για πολλοστή φορά, να παρέμβει η χώρα του στα εσωτερικά της Αθήνας.
Στα μέσα Μαΐου, ο υπεύθυνος για το γραφείο της Κύπρου, στο State Department, αποστέλλει υπόμνημα προς τον Υπουργό Εξωτερικών, τον οποίο και ενημερώνει ότι η πολιτική διαμάχη των Ιωαννίδη-Μακάριου ενδέχεται να έχει καταστροφικά αποτελέσματα και επιβάλλεται η αμερικανική παρέμβαση. Ωστόσο, ο Κίσινγκερ, απουσίαζε σε διπλωματικό ταξίδι στην Μέση Ανατολή και έτσι τις συζητήσεις για μια δυνητική επέμβαση, πραγματοποίησαν οι αναπληρωτές του. Η απουσία αυτή, του ισχυρού άνδρα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, από τις συγκεκριμένες συνομιλίες, από πολλούς θεωρήθηκε ως συνειδητή, καθώς οι επικριτές του πίστευαν ότι ο ίδιος συμφωνούσε και προωθούσε μια προκείμενη ανατροπή του Μακάριου στον Κύπρο. Παράλληλα, ο Ιωαννίδης προχωράει στην σύνταξη επιστολής προς τον Τάσκα, από τον οποίο και ζητάει αμερικανική πώληση όπλων στο ελληνικό κράτος, ώστε αυτό να βρίσκεται σε υπεροχή, έναντι της Τουρκίας, σε μια κούρσα εξοπλισμών, αλλά και την επιθυμία του για ένωση της Ελλάδας με την Κύπρο. Μετά από αυτήν την επιστολή, ο πρέσβης αποστέλλει υπόμνημα προς την κυβέρνηση του, στην οποία και αποτυπώνει την άποψη, ότι μια αμερικανική παρέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο, την συγκεκριμένη περίοδο θα αποτελούσε λανθασμένη κίνηση. Η έκρυθμη κατάσταση στο ζήτημα του Κυπριακού, επιδεινωνόταν και η κόντρα Ιωαννίδη-Μακαρίου, πολωνόταν ακόμα περισσότερο.
Κατά το τελικό στάδιο του σχεδίου του Ιωαννίδη για την ανατροπή του Μακάριου, ο ίδιος ενημέρωνε τα εμπλεκόμενα, υψηλά κλιμάκια των στρατιωτικών του μονάδων ότι έχει την πλήρη υποστήριξη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Στον αντίποδα, όμως, το State Department, έστειλε επιστολές στις αμερικανικές πρεσβείες σε Αθήνα και Λευκωσία, ενημερώνοντας τες ότι η κίνηση αυτή θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Μάλιστα, η επιστολή, έδινε την εντολή στον Τάσκα, να πιέσει την ελληνική πλευρά για την αποτροπή αυτού του σχεδίου του Ιωαννίδη. Μολονότι, ο πρέσβης δέχθηκε σαφής εντολή, ο ίδιος απάντησε ότι η στιγμή για μια τέτοια παρέμβαση δεν ήταν η κατάλληλη και ότι σε περίπτωση που μεσολαβούσε, οι ΗΠΑ θα θεωρούνταν ως κύριους παίκτης του Κυπριακού ζητήματος. Έτσι, ο Ιωαννίδης, ανενόχλητος, πλέον, από πιέσεις, στις 2 Ιουλίου δίνει την εντολή για την έναρξη του σχεδίου του πραξικοπήματος στη Μεγαλόνησο, το οποίο και πραγματοποιείται στις 15 του μήνα. Παρά τις προηγούμενες κινήσεις των ΗΠΑ για αποτροπή της κίνησης αυτής, η είδηση του πραξικοπήματος δεν προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις, ενώ αναφορές προς τον Κίσινγκερ, έκαναν λόγο ότι ο Μακάριος είναι νεκρός, κάτι που διαψεύσθηκε λίγο αργότερα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου 1974, ολοκληρώθηκε το Κυπριακό δράμα. Οι Τούρκοι με νομικές δικαιολογίες το άρθρο 4 της Συνθήκης της Ζυρίχης για τις εγγυήτριες δυνάμεις και επίσης την ομίλα του Μακάριου, στις 19 Ιουλίου, κατά την οποία χαρακτήριζε την Ελλάδα εισβολέα, εισέβαλαν στην Κύπρο.
Η επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα, το πρωί της 21ης Απρίλιου, όπως αποδείχθηκε, προκάλεσε διαφορετικές αντιδράσεις διεθνώς. Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στους Χουντικούς, έχει χαρακτηριστεί και ως εγκληματική, με βάση τα αποτελέσματα τα οποία δημιούργησε. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, με βασικότερο τον Χένρι Κίσινγκερ, επέδειξαν μια στάση αρχικά ανοχής και στην συνέχεια συνεργασίας, παρά τις έντονες αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα του Κογκρέσου. Η άρνηση για συμφεροντολογικούς λόγους, οποιασδήποτε διπλωματικής παρέμβασης, κυρίως στο καθεστώς Ιωαννίδη, άφησε τον τελευταίο ανενόχλητο να οργανώσει το πραξικόπημα στην Κύπρο, που με την σειρά του οδήγησε στην Τουρκική εισβολή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ριζάς Σωτήρης. (2002). Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η δικτατορία των συνταγματαρχών και το Κυπριακό ζήτημα 1967-1974. Εκδόσεις Πατάκη.
KissingerHenry. (1999). YearsofRenewal. SimonandSchuster.
Μαραγκού Κωνσταντίνα. (2017). Η δικτατορία και η διεθνής κοινότητα. Η Καθημερινή. Διαθέσιμο σε : https://www.kathimerini.gr/society/918617/i-diktatoria-kai-i-diethnis-koinotita/
Το Βήμα. (2008). Απόρρητο τηλεγράφημα αποκαλύπτει ότι η μυστική υπηρεσία είχε προβλέψει και τον διάδοχο του Παπανδρέου. Διαθέσιμο σε : https://www.tovima.gr/2008/11/25/archive/aporrito-tilegrafima-apokalyptei-oti-i-mystiki-ypiresia-eixe-problepsei-kai-ton-diadoxo-toy-papandreoy/ Πηγή φωτογραφίας : kaliterilamia.gr