Γράφει ο Αντώνης Παπάζογλου
πό το έτος 1793, στη μεγαλύτερη δημογραφικά χώρα της Ευρώπης, τη Γαλλία, ο θεσμός της βασιλείας είχε καταργηθεί και οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης κυριαρχούσαν κοινωνικά και πολιτικά. Η περίοδος του Τρόμου που τη συνόδεψε, με χιλιάδες ανθρώπους να οδηγούνται στην γκιλοτίνα, αλλά κυρίως η ριζοσπαστική ανατροπή του κοινωνικού γίγνεσθαι τρομοκράτησε τους ηγεμόνες των έτερων μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Έτσι, τα κράτη αυτά βρέθηκαν σε πόλεμο εναντίον της Γαλλίας, δημιουργώντας μεταξύ τους συνασπισμό κι έχοντας ως μία από τις επιδιώξεις τους να επαναφέρουν τον βασιλικό οίκο των Βουρβόνων πίσω στην εξουσία.
Εκείνα τα χρόνια, αναδείχθηκε σταδιακά μία προσωπικότητα που θα έδινε το στίγμα και το όνομα της σε όλη τη μετέπειτα περίοδο, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ένας αξιωματικός του γαλλικού πυροβολικού από την Κορσική. Μετά από τη συμμετοχή του στην εκδίωξη των Βρετανών από την Τουλόν, το 1793, και τη βίαιη κατάπνιξη μιας μεγάλης φιλομοναρχικής εξέγερσης στο Παρίσι, το 1795, τοποθετήθηκε επικεφαλής της γαλλικής εκστρατείας στην Ιταλία, το 1796. Κάποια χρόνια αργότερα θα γινόταν Ύπατος και τελικά Αυτοκράτορας των Γάλλων.
Στο στρατιωτικό πεδίο, η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε από εδραίωση των αλλαγών που είχε επιφέρει η Γαλλική Επανάσταση στον γαλλικό στρατό αλλά και από καινοτομίες. Αντίθετα, οι στρατοί των έτερων μεγάλων δυνάμεων παρέμειναν, κατά βάση, στα πρότυπα των παλαιών καθεστώτων.
Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του γαλλικού στρατού ήταν η ύπαρξη λιγότερων κοινωνικών ανισοτήτων σε σχέση με των αντίστοιχων από τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Υπήρχαν αρκετοί αξιωματικοί που δεν ήταν αριστοκράτες, ενώ η μαζική επιστράτευση που είχε ήδη ξεκινήσει στην επαναστατική Γαλλία, η «levee en masse», ερχόταν σε αντίθεση με τους μέχρι τότε κυρίαρχους επαγγελματικούς στρατούς. Η μαζική επιστράτευση έφερε μεγαλύτερους αριθμούς μάχιμων, πλέον και πολλούς μη επαγγελματίες, άρα λιγότερο ακριβούς, επομένως και περισσότερο «αναλώσιμους» για το καθεστώς στη μάχη.
Η είσοδος αυτή των λαϊκών τάξεων στον πόλεμο, σε συνδυασμό με τις πολιτικές και κοινωνικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και την αναδυόμενη έννοια του Έθνους, δημιούργησε έντονο φανατισμό στις τάξεις του γαλλικού στρατού. Η ορμή αυτή αξιοποιήθηκε από τον Ναπολέοντα, ο οποίος διεξήγαγε αρκετά επιθετικό πόλεμο, με περισσότερες «αποδεκτές» απώλειες. Ακόμη, υλοποιούταν συχνά καταδίωξη του αντιπάλου για πλήρη εξόντωσή του, και δεν αρκούνταν σε μια τυπική μόνο επικράτηση όπως συνέβαινε παλαιότερα. Αυτό εξηγείται και από το γεγονός πως ο πόλεμος, πλέον, ήταν το μέσο επιβολής πολιτικών ιδεολογιών μιας κοινωνίας πάνω σε μια άλλη.
Οι προαναφερθέντες μεγαλύτεροι αριθμοί οδήγησαν και σε μεγάλη βιομηχανική κινητοποίηση για την ένδυση και εξοπλισμό των περισσότερων, πλέον, στρατιωτών. Πραγματοποιήθηκε τεράστια αύξηση της παραγωγής κανονιών, μικρών όπλων και άλλου πολεμικού υλικού, και ενεργοποιήθηκε το εμπόριο σιδήρου και υφασμάτων. Για να μπορέσει το κράτος να ανταποκριθεί στις αυξημένες αυτές ανάγκες παραγωγής, εξαρτήθηκε σε σημαντικό βαθμό από ιδιώτες, όπως τραπεζίτες.
Πάντως, ο ναπολεόντειος στρατός καθώς βρισκόταν για χρόνια εκτός γαλλικών συνόρων, εφοδιαζόταν από τα εδάφη από τα οποία περνούσε και κατακτούσε, δίνοντας οικονομική ανάσα στη Γαλλία, που γλύτωνε από την ανάγκη σίτισής του, αλλά φέρνοντας σε δύσκολη θέση τοπικούς πληθυσμούς. Η δύσκολη αυτή θέση γινόταν πιο έντονη με την πράξη της λαφυραγωγίας που ήταν αρκετά συχνή, σε συνδυασμό με την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων υπό τη μορφή χρημάτων ή αγαθών, που λαμβανόταν από τα κατακτημένα κράτη.
Στο κεφάλαιο οργάνωση, παγιώθηκε η καινοτομία της σύνθεσης και παράταξης αυτόνομα κινούμενων στρατευμάτων, των μεραρχιών, που επέτρεπαν τον χωρισμό του στρατού σε μικρότερα σώματα, πλήρη όπλων, κάτι που κατ’ επέκταση δημιουργούσε τη δυνατότητα ελιγμών στο πεδίο της μάχης. Ειδικότερα, ο ναπολεόντειος, και τις επόμενες δεκαετίες ο μέσος ευρωπαϊκός στρατός, διαιρείτο σε σώματα στρατού που αποτελούνταν από δύο ή τρεις μεραρχίες, πεζικού και ιππικού. Κάθε μεραρχία περιελάμβανε δύο ταξιαρχίες των δύο συνταγμάτων η καθεμία, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονταν σε δύο τάγματα.
Επιπρόσθετα, υλοποιήθηκε η καθιέρωση των επιτελείων. Αυτές οι ομάδες υψηλόβαθμων αξιωματικών συνέθεταν το πλάνο που θα ακολουθείτο στην εκστρατεία και τις μεμονωμένες μάχες, καθώς οι μεγάλοι αριθμοί απαιτούσαν και καλύτερη οργάνωση. Ο Ναπολέων, συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο τακτική έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη χρήση του πυροβολικού και την επιλογή του εδάφους πριν τη μάχη. Προτιμούσε να στοχεύει το αδύναμο σημείο του αντιπάλου, ώστε να επέλθει ανισορροπία και να πραγματοποιήσει εντός αυτής, την επέλασή του.
Όσον αφορά τους σημαντικότερους στρατούς των αντιπάλων της Γαλλίας, ο μέχρι πρότινος, κατ’ εξοχήν παλαιού τύπου πρωσικός στρατός, την περίοδο 1807-1814 αναμορφώθηκε κι έτσι παράλληλα με τον επαγγελματικό στρατό που ήδη υπήρχε, συγκροτήθηκε προσωρινά και ένα πρόπλασμα εθνικού στρατού με την εισαγωγή του θεσμού της στρατολόγησης των απλών πολιτών. Στην αναμόρφωση αυτή, ηγετικό ρόλο έπαιξε ο Φον Σάρνχορστ ως πρόεδρος της Επιτροπής Στρατιωτικής Αναδιοργάνωσης, ενώ συνέβαλε και ο, διάσημος σήμερα θεωρητικός του πολέμου, Κλαούζεβιτς. Μια αναμόρφωση σημαντική, χωρίς όμως να επιφέρει ριζική αλλαγή, καθώς το μοναρχικό καθεστώς αντιμετώπιζε με καχυποψία και φόβο ένα ενδεχόμενο μαζικού λαϊκού στρατού, όπου οι χωρικοί θα είχαν πλέον όπλα. Θεωρούσε πως αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει εργαλείο διεκδίκησης, με δυναμικότερο τρόπο, πολιτικών δικαιωμάτων, όπως συνέβαινε ήδη στη Γαλλία.
Η Βρετανία, από την άλλη, εξακολουθούσε να δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο ναυτικό της παρά στον στρατό ξηράς, ο οποίος είχε και σαφώς μικρότερο μέγεθος από τον γαλλικό. Το βρετανικό κοινοβούλιο συνήθως επέλεγε να διαθέτει χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού για τον στρατό της θάλασσας και σπάνια για τον χερσαίο. Μάλιστα, χρηματοδότησε πλουσιοπάροχα άλλα κράτη των αντιγαλλικών συνασπισμών, στους οποίους συχνά ηγεμόνευε, ώστε να ρίχνουν στη μάχη εκατοντάδες χιλιάδων δικών τους στρατιωτών, αποφεύγοντας αρκετές φορές να το επιχειρήσει η ίδια. Παράλληλα, αν και ο βρετανικός στρατός όφειλε πίστη στο στέμμα, ελεγχόταν σε σημαντικό βαθμό από τον πλούτο και την κοινωνική θέση των αριστοκρατών οι οποίοι και αναλάμβαναν τις θέσεις των αξιωματικών, πολλές φορές μέσα από τη διαδικασία της αγοράς αξιωμάτων.
Στις μάχες που πραγματοποιήθηκαν στα ισπανικά και τα ρωσικά εδάφη, κατά τα τελευταία χρόνια των ναπολεόντειων πολέμων, παρατηρήθηκαν, παράλληλα με τον ορθόδοξο πόλεμο παραδοσιακών στρατών, και μορφές ανορθόδοξου πολέμου. Στη μία περίπτωση, στην κατακτημένη Ισπανία πραγματοποιήθηκε αντάρτικο πόλης εναντίον των γαλλικών στρατευμάτων κατοχής, με δολιοφθορές και μεμονωμένες επιθέσεις από τους ίδιους τους πολίτες. Στη δεύτερη περίπτωση, στη Ρωσία πραγματοποιούνταν ξαφνικές επιθέσεις από άτακτες ομάδες Κοζάκων σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς προειδοποίηση ή παράταξη ενός οργανωμένου στρατού. Αυτές οι μορφές μάχης επρόκειτο να βρουν εφαρμογή εναντίον στρατών κατοχής μα και εντός εμφύλιων συγκρούσεων σε πολλές χώρες μέχρι και τη σημερινή εποχή.
Έχοντας μελετήσει τα προαναφερθέντα, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως κατά τη Ναπολεόντεια Περίοδο βρήκε ισχυρή εφαρμογή η φράση του Καρλ φον Κλαούζεβιτς «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Εκτός από το γεγονός πως τα καθεστώτα και τα κράτη χρησιμοποιούσαν το στρατιωτικό σκέλος ως βασικό εργαλείο για τις επιδιώξεις τους, ακόμη και η δομή των στρατών τους είχε πρωταρχικό γνώμονα πολιτικούς, κοινωνικούς και ιδεολογικούς στόχους που αφορούσαν το εσωτερικό τους. Παράλληλα, καινοτομίες σχετικές με την τακτική και τους σχηματισμούς μάχης κατά τα χρόνια εκείνα έθεσαν τις βάσεις για το πώς διεξάγεται ο χερσαίος πόλεμος ακόμη και αιώνες αργότερα.
Βιβλιογραφία
Durschmied E. (2005). Ο Αστάθμητος Παράγων στην Ιστορία. Εκδόσεις Ενάλιος
Howard M. (2000). Ο ρόλος του πολέμου στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. εκδόσεις Ποιότητα
Kennedy P. (1990). Η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων: Οικονομική Μεταβολή και Στρατιωτική Σύγκρουση από το 1500 ως το 2000. εκδόσεις Αξιωτέλλης
Μαργαρίτης Γ. (2015). Πόλεμος και Πολιτική. Αποθετήριο Κάλλιππος
Paret P. (1965). «Clausewitz: A Bibliographical Survey», στο Paret Peter (επιμ.), World Politics. Cambridge University Press.
Paret P. (1992). Understanding war, Essays on Clausewitz and the history of military power. Princeton University Press.
Richards D. (2001). Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης 1789-2000. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα