Loading...
Κλιματική Αλλαγή, Περιβαλλοντολογικά Προβλήματα και Δίκαιο Ενέργειας

Οι σημαντικότερες Συμφωνίες για το Κλίμα με μία ματιά : Από τη Σύνοδο Κορυφής της Γης στο Ρίο Ντε Τζανέιρο έως το Σαρμ ελ-Σέιχ

Γράφει η Ιόλη Βαβέτση

«Ένας πιο ασφαλής κόσμος, με περισσότερη ευημερία και ελευθερία για όλους». Με αυτές τις δηλώσεις ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, απευθύνθηκε στο κοινό που με αγωνία ανέμενε το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, που προηγήθηκαν της κύρωσης, της Συμφωνίας των Παρισίων. Τον Δεκέμβρη του 2015, οι ηγέτες 196 χωρών, κύρωσαν, μία από τις πιο ιστορικές και βαρύνουσας σημασίας συμφωνίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Μία συμφωνία ορόσημο, για την επίτευξη της οποίας, απαιτήθηκαν μακρές συναντήσεις, υποχωρήσεις και διαπραγματεύσεις που διήρκησαν περίπου δύο εβδομάδες. Βέβαια, η σύναψη μίας συμφωνίας, που θεωρείται από πολλούς ως η πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική συμφωνία για το κλίμα, στην πραγματικότητα, απαιτούσε πολλά χρόνια συνδιασκέψεων και επιμέρους συνεργασιών, ώστε να παρουσιαστεί ως ένα άρτιο και στοχευμένο σχέδιο, στη Συνδιάσκεψη των μερών της σύμβασης-πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (UNFCCC), στο Παρίσι το 2015.

Ήδη από τον 19ο αιώνα, επιστήμονες αρχίζουν να μελετούν τις επιπτώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στο κλίμα της Γης. Με την λήξη της δεκαετίας του 1950, μία μεγαλύτερη κοινότητα επιστημόνων, χρησιμοποιεί στοιχεία που αφορούν τις συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο και έπειτα, δημιουργείται, σταδιακά, μία παγκόσμια κοινότητα επιστημόνων, κυβερνητικών και μη κυβερνητικών δρώντων, με αυξημένο ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις τις κλιματικής αλλαγής στον πλανήτη. Σε βάθος δεκαετιών, επιστήμονες και διεθνείς οργανισμοί, εμπλέκονται ολοένα και περισσότερο σε μελέτες, με επίκεντρο την ατμόσφαιρα και τις μεταβολές των καιρικών φαινομένων. Φυσικό επόμενο των νέων αυτών τάσεων, είναι η δημιουργία υπερεθνικών οργάνων, με στόχο την περαιτέρω εμβάθυνση και κατανόηση των συνεπειών της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον.

Από τη δεκαετία του 1990, τα βήματα προς τη δημιουργία μιας παγκόσμιας συνδιάσκεψης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αποκτούν μία πιο σταθερή και ολοκληρωμένη βάση. Η πρώτη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC’s First Assessment Report), το 1990, καλλιέργησε το έδαφος για τη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (UNFCCC), η οποία υιοθετήθηκε στην Σύνοδο Κορυφής της Γης, στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, το 1992. Βέβαια, η κύρωση και τελικά η εφαρμογή της δεν έγιναν αναίμακτα. Οι υποχωρήσεις και οι συνεδριάσεις που απαιτήθηκαν, προδιέθεταν, ίσως, για τις δυσεπίλυτες διαφορές, που θα καθυστερούσαν τις μελλοντικές συνεδριάσεις των μελών. Από το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε μέχρι την νομική υπόσταση της Σύμβασης, η ασυμφωνία μεταξύ των κρατών ήταν τέτοια, ώστε προτιμήθηκε η εσκεμμένη ασαφής διατύπωση των μεθόδων που θα μείωναν το ανθρώπινο αποτύπωμα στον πλανήτη, προκειμένου να ικανοποιηθούν όλα τα μέρη. Η πρώτη Συνεδρίαση των Μερών (Conference Of Parties-COP), διεξήχθη στο Βερολίνο το 1995. Έκτοτε, τα μέλη συνέρχονται σε ετήσια βάση, προκειμένου να αναλύσουν τη πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί, να θέσουν νέους στόχους και να προχωρήσουν προς την λήψη αποφάσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Η Τρίτη Συνεδρίαση των Μερών, στο Κιότο, το 1997, σφραγίστηκε με τη λήψη δραστικών μέτρων και τις πρώτες μεγάλης κλίμακας δεσμεύσεις για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Το Πρωτόκολλο του Κιότο, συνιστά την πρώτη δεσμευτική συμφωνία για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Συμπεριλάμβανε ευέλικτους μηχανισμούς, με τους οποίους τα ανεπτυγμένα κράτη, θα μείωναν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, έλαβε κεντρικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και άσκησε πιέσεις για τη μείωση των εκπομπών κατά 15% έως το 2010. Οι ΗΠΑ με μεγαλύτερο δισταγμό και πιο μετριοπαθείς κινήσεις, προώθησαν ένα σχέδιο διατήρησης των εκπομπών στα τρέχοντα επίπεδα. Παράλληλα, πρότειναν την υιοθέτηση μηχανισμών για τον μετριασμό των επιπτώσεων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Η τελική συμφωνία περιλάμβανε την δεσμευτική απόφαση για τη μείωση των εκπομπών, των ανεπτυγμένων χωρών, κατά 5% στην περίοδο 2008-2012. Αν και οι τελικοί στόχοι ήταν αρκετά πιο μετριοπαθείς σε σχέση με το φιλόδοξο 15%, που είχε προτείνει η ΕΕ, το Πρωτόκολλο του Κιότο, θεωρείται μία διπλωματική νίκη της Ένωσης.

Η στασιμότητα που ακολούθησε είναι εμφανής, στα μικρά έως και ανύπαρκτα πολλές φορές, αποτελέσματα που απέφεραν οι επόμενες Συνεδριάσεις. Παρά τις φιλοδοξίες που δημιουργήθηκαν με την συμφωνία για το Πρωτόκολλο του Κιότο, η αναποτελεσματικότητα των επακόλουθων Συνεδριάσεων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία ολοκλήρωσης, αλλά και της τελικής κύρωσης του. Οι έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ οδήγησαν στην αποτυχία της Συνόδου της Χάγης, το 2000 (COP6), η οποία περατώθηκε χωρίς Συμφωνία. Το 2001, ο Πρόεδρος Bush, ανακοίνωσε την απόσυρση των ΗΠΑ από το Πρωτόκολλο του Κιότο. Στις δηλώσεις του, εξέφρασε έντονη δυσαρέσκεια σχετικά με την απόφαση εξαίρεσης των αναπτυσσόμενων χωρών από τις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών αερίων αλλά και με το υπερβολικό κόστος που θα είχε η τελική συμφωνία για τις ΗΠΑ. Εντούτοις, το Πρωτόκολλο υιοθετήθηκε στη Σύνοδο του Μαρρακές, το 2001. Η επιτυχία των διαπραγματεύσεων, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις υποχωρήσεις από τη μεριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πλήθος ζητημάτων που αφορούσαν κυρίως την συμπερίληψη ενός ευέλικτου μηχανισμού για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αν και όσα τελικά ψηφίστηκαν, ήταν σε μεγάλο βαθμό συμβατά με τις επιθυμίες- προτάσεις του προέδρου Κλίντον το 1997, οι ΗΠΑ δεν κύρωσαν ποτέ τη συμφωνία. Η καθυστέρηση στην κύρωση της από άλλες ανεπτυγμένες χώρες όπως η Ρωσία, είναι φυσικό να αποτέλεσε τροχοπέδη στην ουσιαστική και αποτελεσματική υλοποίηση των στόχων του Πρωτοκόλλου. Από τη στιγμή που το Πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ και έπειτα, το ενδιαφέρον στράφηκε προς το μέλλον των Συνόδων για το Κλίμα. Το επόμενο μεγάλο βήμα στην προώθηση ενός πιο διευρυμένου πλαισίου για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, πήρε μορφή στο Σύμφωνο της Κοπεγχάγης. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν κατά τη Σύνοδο του Μπαλί, το Δεκέμβριο του 2007, και διήρκησαν δύο χρόνια. Η τελική συμφωνία επιτεύχθηκε με την μεσολάβηση του Μπαράκ Ομπάμα και ηγετών αναπτυσσόμενων χωρών, κυρίως της Ινδίας, της Βραζιλίας, της Κίνας και της Νοτίου Αφρικής.

Το Σύμφωνο, εισήγαγε ένα αρκετά πρωτοποριακό και άρτια συντονισμένο πλαίσιο, το οποίο περιλάμβανε, πλέον, το σύνολο των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων κρατών. Ξεκινά με την καθολική παραδοχή των επιπτώσεων της ανθρώπινης δραστηριότητας στον πλανήτη και υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη για μείωση του ανθρώπινου αποτυπώματος. Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε η αποφυγή της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη σε επίπεδα που ξεπερνούν τους 2 βαθμούς κελσίου. Για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, κρίθηκε απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ των χωρών και η παροχή στήριξης στις αναπτυσσόμενες χώρες για την προσαρμογή στην υιοθέτηση ενναλακτικών μορφών ενέργειας. Οι αναπτυγμένες χώρες, δεσμεύτηκαν να συμβάλλουν οικονομικά, στις προσπάθειες αυτές με τη δημιουργία του Πράσινου Ταμείου για το Κλίμα. Την ίδια στιγμή, προχώρησαν σε δεσμεύσεις για την περαιτέρω μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, με την οποία δεσμεύονταν ήδη από το Πρωτόκολλο του Κιότο. Αν και η Συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης, δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις μεγαλεπήβολες προσδοκίες που είχαν στηριχθεί στην έκβαση της, έθεσε τη βάση όχι μόνο για την Συμφωνία του Παρισίου αλλά και για το σύνολο των Πρωτοκόλλων και των Συμφωνιών που τη διαδέχτηκαν. Αποτέλεσε ένα μη δεσμευτικό και αρκετά ευέλικτο σχέδιο, το οποίο για πρώτη φορά υπογράμμισε τις διαφορετικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα αναπτυσσόμενα και τα ανεπτυγμένα κράτη.

Ήδη από την Σύνοδο της  Κοπεγχάγης, η συζήτηση περί των αποδεκτών επιπέδων της θερμοκρασίας του πλανήτη, αποτέλεσε κεντρικό θέμα συζητήσεων. Στη Σύνοδο του Κανκούν (2010), η δέσμευση για τους 2 βαθμούς κελσίου ως αποδεκτό όριο της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, γρήγορα μετατράπηκε σε ένα πιο φιλόδοξο στόχο, που απέβλεπε στο όριο του 1.5 βαθμού κελσίου. Τα επόμενα χρόνια, λειτούργησαν σαν ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για το Σύμφωνο του Παρισίου. Έγιναν προσπάθειες αύξησης της στήριξης αλλά και της συνεργασίας μεταξύ αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Η διμερής συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, το 2014, εύλογα, δημιούργησε ένα κλίμα αισιοδοξίας και αύξησε τις προσδοκίες για την επικείμενη Συμφωνία, καθώς αναφερόμαστε στους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς ρύπων. Τον Δεκέμβριο του 2015, ψηφίστηκε η σημαντικότερη, για πολλούς, Συμφωνία για το Κλίμα. Το Σύμφωνο του Παρισίου έθετε στο προσκήνιο την επιτακτική ανάγκη για τη λήψη δραστικών μέτρων, που θα αντιμετώπιζαν την κλιματική αλλαγή, οι συνέπειες της οποίας γίνονται ολοένα και πιο αισθητές.  

Ο στόχος της διατήρησης της ανόδου της θερμοκρασίας στον 1.5 βαθμό κελσίου, κρίθηκε ως βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της Συμφωνίας, δεδομένης της κρίσιμης κατάστασης, στην οποία βρίσκεται ο πλανήτης. Στο άρθρο 4, αποτυπώνεται η υποχρέωση των συμβαλλόμενων χωρών να κοινοποιήσουν και να διατηρήσουν την Εθνικά Καθορισμένης Συνεισφοράς τους (Νationally Determined Contribution). Ορίζει επίσης ότι τα μέρη κοινοποιούν την ΕΚΣ τους κάθε 5 έτη και παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για λόγους σαφήνειας και διαφάνειας. Για να τεθούν γερά θεμέλια για υψηλότερες φιλοδοξίες, κάθε διαδοχική ΕΚΣ θα αντιπροσωπεύει μια πρόοδο πέραν της προηγούμενης και θα αντικατοπτρίζει την υψηλότερη δυνατή φιλοδοξία. Οι ανεπτυγμένες χώρες θα πρέπει να συνεχίσουν να πρωτοστατούν αναλαμβάνοντας απόλυτους στόχους μείωσης των εκπομπών για το σύνολο της οικονομίας, ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να συνεχίσουν να ενισχύουν τις προσπάθειές τους για επιπλέον μειώσεις. Παράλληλα, έγινε ειδική μνεία στην οικονομική στήριξη προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι τους. Συγκεκριμένα, η Συμφωνία του Παρισιού βασίζεται στις οικονομικές δεσμεύσεις της Συμφωνίας της Κοπεγχάγης του 2009, η οποία αποσκοπούσε στην αύξηση της δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης για το κλίμα για τις αναπτυσσόμενες χώρες σε 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2020. Αν και χαρακτηρίζεται ως το μοναδικό νομικά δεσμευτικό σύμφωνο έως και σήμερα, ορισμένες μόνο διατάξεις που αφορούν κυρίως διαδικαστικά ζητήματα, όπως η κοινοποίηση των στόχων των κρατών και η πορεία επίτευξής τους, δεσμεύουν νομικά τα κράτη.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, αποφάσισε την παραίτηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία, το 2017. Επικαλέστηκε το υψηλό κόστος της Συμφωνίας, αλλά και τη μειονεκτική θέση των ΗΠΑ σε σχέση με άλλες χώρες. Η κίνηση αυτή σε συνδυασμό με τη στασιμότητα και τα πολύ διστακτικά βήματα που περιέγραψαν το σκηνικό  των επόμενων Συνόδων, οδηγεί ακόμα και σήμερα σε μία στάση έντονης αμφισβήτησης από τη μεριά της επιστημονικής κοινότητας αλλά και της κοινής γνώμης, για την αποτελεσματικότητα των εν λόγω συμφωνιών. Στη Σύνοδο της Γλασκόβης (2021), η οποία δημιούργησε υψηλές προσδοκίες για την μετά Covid εποχή, σταθεροποιήθηκε ο στόχος της διατήρησης της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1.5 βαθμό κελσίου. Ταυτόχρονα, παρουσιάστηκε νέο σχέδιο για αύξηση της χρηματοδότησης των αναπτυσσόμενων χωρών και την προσπάθεια ολικής αντικατάστασής του άνθρακα. Μια αλλαγή της τελευταίας στιγμής στη χρήση της γλώσσας του τελικού συμφώνου, απογοήτευσε για άλλη μία φορά και απομάκρυνε τις επιθυμίες για μία ολιστική λύση. Η έντονη αντίδραση της Ινδίας στην ολική αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων, ανάγκασε την υιοθέτηση μίας πιο μετριοπαθούς θέσης, με τη μείωση και όχι την αντικατάστασή να αποτελεί μέρος της τελικής συμφωνίας. Η τελευταία Σύνοδος στο Σαρμ ελ-Σέιχ της Αιγύπτου, δεν δημιούργησε ιδιαίτερες προσδοκίες εξαρχής. Για άλλη μία φορά, οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν γύρω από την αντικατάστασή των ορυκτών και την αδυναμία των αναπτυσσόμενων χωρών, να αναπτύξουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειάς. Ψηφίστηκε η παροχή επιπλέον οικονομικής βοήθειας αλλά και η στήριξη σε περιπτώσεις καταστροφών που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή. 

Αν και οι πολιτικές που υιοθετούνται, αποτελούν, αναμφισβήτητα, μία αρκετά ικανοποιητική αποτύπωση της κρισιμότητας της κατάστασης και μία απόπειρα για την επίλυση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, τα αποτελέσματα δυστυχώς δεν επαρκούν. Ακόμα και οι πιο ουσιώδεις και βαρύνουσας σημασίας συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Παρισίου ή του Κιότο, αποτυγχάνουν, εν δυνάμει, τόσο στην προώθηση δραστικότερων μέτρων όσο και στην επιβολή των συμφωνηθέντων. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το σύμφωνο του Παρισιού είναι νομικά δεσμευτικό. Στην πραγματικότητα, βέβαια, μία μικρή κατηγορία διαδικασιών, δεσμεύει τα κράτη, ενώ η τήρηση των συμφωνηθέντων βασίζεται, κυρίως, στην πίεση από τη μεριά των υπόλοιπων κρατών και της κοινής γνώμης. Οι στόχοι επιτεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό, τα μέχρι τώρα βήματα, όμως, δεν είναι αρκετά. Η παρουσία πολλών, ετερόκλητων δρώντων με διαφορετικά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, δυσκολεύουν τη λήξη αποφάσεων αλλά και τη σύγκληση των απόψεων. Ταυτόχρονα, τα οικονομικά συμφέροντα που περικλείουν την εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων και η εξάρτηση των αναπτυσσόμενων χωρών από αυτά, δυσχεραίνουν την προσπάθεια της αντικατάστασης τους και καλούν σε άμεση χρηματική στήριξη και επενδύσεις από την πλευρά των αναπτυγμένων χωρών. Η επιστημονική κοινότητα, παρουσιάζεται σκεπτική ως προς την αποτελεσματικότητα των Συμφωνιών για το Κλίμα και πιέζει για τη λήψη πιο δραστικών μέτρων. Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και καλεί τα κράτη να δράσουν, ώστε να αποφύγουν μία ενδεχόμενη, ολική καταστροφή.  

Βιβλιογραφία

  • Μαραβέγιας Ν. (2016). Ευρωπαϊκή Ένωση Δημιουργία, εξέλιξη, προοπτικές. Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ