Loading...
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Οι πρόνοιες του δικαίου της θάλασσας και η περίπτωση της Ελλάδας και της Κύπρου

Γράφει ο Ζαχαρίας Ταλίκατζης

Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, που υιοθετήθηκε στις 30 Απριλίου 1982 από τη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (130 ψήφοι υπέρ, 4 κατά και 17 αποχές), ύστερα από οκτάχρονες και πλέον προπαρασκευαστικές εργασίες, πραγματεύεται όλες τις περιοχές και όλες τις ενδεχόμενες χρήσεις της θάλασσας. Ενώ μεγάλο μέρος της Σύμβασης αυτής αναφέρεται στα διεθνή ύδατα, υπάρχουν και άλλες σημαντικές διατάξεις που αφορούν στη δικαιοδοσία των κρατών σε ορισμένες περιοχές. Η Σύμβαση αποκτά ισχύ διότι έχει πλέον επικυρωθεί από περισσότερα από εκατό κράτη, ενώ αρκετά εξ αυτών έχουν ήδη τροποποιήσει την εθνική τους νομοθεσία, προκειμένου να την ευθυγραμμίσουν με τις διατάξεις της, οι πιο σημαντικές από τις οποίες τίθενται παρακάτω.

Τα παράκτια κράτη όπως η Ελλάς και η Κύπρος ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα στην εδαφική περιοχή που εκτείνεται έως 12 ναυτικά μίλια από τις ακτές τους, και ονομάζεται χωρική θάλασσα, αλλά τα ξένα σκάφη αποκτούν το δικαίωμα μη επιθετικής διέλευσης σε αυτά τα ύδατα όταν μετακινούνται με ειρηνικούς σκοπούς (κάτι το οποίο δεν πράττει σαφώς η Τουρκία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο).  

Πλοία και αεροσκάφη όλων των κρατών έχουν δικαίωμα διέλευσης από στενά που εξυπηρετούν μόνον το διεθνή διάπλου, εφόσον διέρχονται χωρίς να σταματούν και χωρίς να απειλούν τα παράκτια κράτη. Τα κράτη αυτά, όπως η Ελλάς μπορούν να ρυθμίζουν το διάπλου και τις άλλες συνθήκες της διέλευσης. Νησιωτικά κράτη, όπως εν προκειμένου η Κύπρος, που αποτελούνται εξ ολοκλήρου από μία ή περισσότερες ομάδες νησιών και έχουν «παρακείμενα ύδατα», ασκούν με βάση το Διεθνές Δίκαιο, κυριαρχικά δικαιώματα στη θαλάσσια περιοχή που ορίζεται από τις ευθείες οι οποίες συνδέουν τα εξώτατα σημεία των πιο απομακρυσμένων νησιών ή νησίδων. Τα κράτη αυτά έχουν αναγνωρισμένα κυριαρχικά δικαιώματα στα νερά του αρχιπελάγους αλλά τα πλοία πολλών άλλων κρατών μπορούν να έχουν το δικαίωμα διέλευσης στους διαδρόμους κυκλοφορίας που ορίζουν τα κυρίαρχα κράτη. Από αυτή τη θέση πηγάζει η ανάγκη για άμεση οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου ώστε και το παράκτιο και το νησιωτικό κράτος αντίστοιχα να απολαμβάνουν όλες τις πρόνοιες του Δικαίου της Θάλασσας με αναγνώριση του συμπλέγματος του Καστελόριζου και της επήρειάς του κατά τη μελλοντική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

Τα παράκτια κράτη ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα σε ΑΟΖ 200 μιλίων όσον αφορά τους φυσικούς πόρους και ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες, και έχουν επίσης δικαιοδοσία όσον αφορά τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα, την προστασία και τη διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Όλα τα υπόλοιπα κράτη έχουν ελευθερία διάπλου και εναέριας κυκλοφορίας σε αυτή τη ζώνη και την ελευθερία να τοποθετούν υποβρύχια καλώδια και αγωγούς. Ηπειρωτικά μειονεκτικά κράτη από τη γεωγραφική άποψη έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στην εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων της ΑΟΖ όταν τα παράκτια κράτη δεν έχουν τη δυνατότητα να την εκμεταλλευτούν μόνα τους και μόνο για αυτό το λόγο. Η ΑΟΖ κρατών που οι ακτές τους συνορεύουν ή βρίσκονται απέναντι η μια στην άλλη ορίζεται με συμφωνία και πάντα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο προκειμένου να επιτευχθεί μια «δίκαιη λύση». Τα μεταναστευτικά είδη, ψάρια ή θαλάσσια θηλαστικά, τυγχάνουν ειδικής προστασίας.

Τα παράκτια κράτη ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα (την εθνική περιοχή του θαλάσσιου βυθού) με σκοπό την εξερεύνηση, εκμετάλλευση και διάθεση του πλούτου της χωρίς να θίγεται όμως το νομικό καθεστώς των νερών ή του εναέριου χώρου πάνω από την υφαλοκρηπίδα, η οποία θα πρέπει να εκτείνεται τουλάχιστον 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές και έως 350 μίλια ή και περισσότερο (ανάλογα με την ειδική γεωμορφολογία της). Τα παράκτια κράτη μοιράζονται με τη διεθνή κοινότητα ένα μέρος των προσόδων που αντλούν από την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών (π.χ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο κλπ.) από οποιοδήποτε τμήμα της υφαλοκρηπίδας τους πέρα από τα 200 μίλια. Από όλα τα γνωστά ορυκτά που υπάρχουν μέσα και κάτω από τη θάλασσα το πιο πολύτιμο είναι προς το παρόν το πετρέλαιο. Το ένα πέμπτο περίπου της συνολικής παραγωγής προέρχεται από την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, σε ακτίνα 200 ναυτικών μιλίων από τις ακτές 75 περίπου χωρών και από σχετικά μικρά βάθη. Από πολλές τέτοιες περιοχές δεν έχουν ακόμη αντληθεί τα ορυκτά και υπάρχουν υπόνοιες ότι τεράστια αποθέματα βρίσκονται κάτω από ακόμη βαθύτερα νερά (όπως λ.χ. στο Αιγαίο). Στη διεθνή ζώνη του θαλάσσιου βυθού οι περισσότερο πολύτιμοι γνωστοί πόροι είναι οι «κόνδυλοι»–οι πλούσιοι σε νικέλιο, μαγνήσιο, χαλκό, αλλά και κοβάλτιο για πυρηνικές εγκαταστάσεις (εξ’ ου και το ενδιαφέρον της Τουρκίας (αλλά και άλλων μεγάλων δυνάμεων της υδρογείου) να αποκτήσει διαρκή πρόσβαση στην εξόρυξη αυτών των σπάνιων πρώτων υλών από το Αιγαίο Πέλαγος προς εξυπηρέτηση του πυρηνικού της προγράμματος στο Ακούγιου της Τουρκίας (ακριβώς απέναντι από την Κυπριακή Δημοκρατία).  Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το πρόβλημα εθνικής ασφαλείας τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο είναι τεράστιο.

Είναι επίσης σημαντικό να αναφέρουμε ότι τα όρια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών που οι ακτές τους συνορεύουν ή βρίσκονται απέναντι καθορίζονται, «όπως ακριβώς και στην περίπτωση της ΑΟΖ». Η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Όρια της Ηπειρωτικής Υφαλοκρηπίδας είναι αρμόδια για να κάνει συστάσεις στα κράτη για τα «εξωτερικά» αυτά όρια της υφαλοκρηπίδας. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τα εθνικά νερά, η ΑΟΖ και η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα νησιών ορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για τα άλλα εδάφη, αλλά βράχοι μη κατοικήσιμοι ή χωρίς οικονομική δραστηριότητα δεν έχουν ούτε ΑΟΖ ούτε υφαλοκρηπίδα.

Αναφορικά με την Τουρκία, το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας ορίζει ότι, οποιαδήποτε ωκεανογραφική επιστημονική έρευνα στην ΑΟΖ (και άρα και στην υφαλοκρηπίδα) πραγματοποιείται με τη συναίνεση του παράκτιου κράτους, που δεν μπορεί να την αρνηθεί στα ξένα κράτη παρά μόνο όταν η έρευνα διεξάγεται για ειρηνικούς σκοπούς και εκπληρώνει τις άλλες προϋποθέσεις που θέτει η Σύμβαση. Το παράκτιο κράτος, η Ελλάς στην περίπτωσή μας, μπορεί να αρνηθεί να επιτρέψει έρευνες ή να απαιτήσει τη διακοπή τους σε ορισμένες περιπτώσεις που ορίζονται από τη Σύμβαση, όπως λ.χ. επιθετικές πολεμικές ενέργειες εκ μέρους της ξένης χώρας με τη χρήση στρατιωτικών μονάδων. Στην περίπτωση αυτή, το Δίκαιο ορίζει ότι σε περίπτωση διαφωνίας, η ξένη χώρα (εν προκειμένω η Τουρκία) μπορεί να ζητήσει από την Ελλάδα να υποβάλει την υπόθεση στη διεθνή διαιτησία, αν κρίνει ότι η Ελλάς δεν τηρεί τους όρους και τους προβλεπόμενους κανόνες της Σύμβασης.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα εμπλεκόμενα κράτη πρέπει να διευθετούν πάντα τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα αν πρόκειται για την αμφισβήτηση, την ερμηνεία ή την εφαρμογή των όρων της Σύμβασης. Αν δεν μπορούν παρά ταύτα να βρουν έναν κοινό τόπο, τότε πρέπει να υποβάλουν τη διαφορά τους σε μια δεσμευτική διαδικασία που οι αποφάσεις της θα τηρηθούν από όλα τα μέρη (το πλέον αξιόπιστο διαιτητικό όργανο σε αυτή την περίπτωση είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης με πρόσβαση σε αυτό κατόπιν υπογραφής σχετικού «συνυποσχετικού» από τις όμορες χώρες). Προϋπόθεση όμως για τη σύνταξη συνυποσχετικού αποτελεί το γεγονός ότι τα όμορα κράτη πρέπει να αναγνωρίσουν προηγουμένως την ισχύ της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας και να απέχουν από επιθετικές ενέργειες. Κρίνοντας από το εθιμικό δίκαιο των χωρών όπως η Ελλάς (π.χ. αναγνώριση περί ύπαρξης συνοριακών διαφορών με την Τουρκία, την κρίση στα Ίμια και τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο), η Σύμβαση προβλέπει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, οι διαφορές αυτές μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία του συμβιβασμού που όμως τα πορίσματά της δεν είναι δεσμευτικά για τα όμορα κράτη.

Συμπερασματικά, αξιολογώντας το Δίκαιο της Θάλασσας είναι άξιο θαυμασμού ότι η εν λόγω Σύμβαση επιδιώκει να δημιουργήσει εκ βάθρων ένα παράλληλο σύστημα για την εκμετάλλευση του θαλάσσιου βυθού. Σύμφωνα με αυτό, όλες οι δραστηριότητες στην περιοχή θα πρέπει να ανατεθούν υπό την εποπτεία μιας Διεθνούς Αρχής για τους Θαλάσσιους Βυθούς, η οποία θα έχει την εξουσία και την αρμοδιότητα να διεξάγει η ίδια τις εργασίες εξόρυξης πετρελαίου, φυσικού αερίου κλπ. και όχι αποκλειστικά οι διεθνείς εταιρείες κατά το δοκούν. Μόνον η Αρχή αυτή μπορεί να συμβάλλεται με τα κράτη ή τους επιχειρηματίες και να τους παραχωρεί το δικαίωμα να εκμεταλλευτούν τους πόρους μιας περιοχής. Επομένως, το Δίκαιο της Θάλασσας προσπαθεί να δώσει λύση και να επιβάλλει μια νέα διεθνή τάξη στο πλαίσιο του ΟΗΕ ως αντιστάθμισμα στην αυθαιρεσία, την αδιαφάνεια και τον πόλεμο στα οποία οδηγούν οι μονομερείς ενέργειες ορισμένων αναθεωρητικών κρατών (Τουρκία) και μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.     

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

-Βενιζέλος Ε., “Στρατηγικός ειρμός”, Το Βήμα, 16 Αυγούστου 2020, σελ. Α6.

-Λιάκουρας Π., “Οι δολιχοδρομίες της Τουρκίας”, 16 Αυγούστου 2020, σελ. Α7.

-Ροζάκης, Χ. (2013). Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και το Διεθνές Δίκαιο, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.   

-Ρουιβό Μ., “Το νέο δίκαιο της θάλασσας”, Impact of Science on Society, UNESCO σελ. 29-31.