Γράφει η Μαρία-Αναστασία Κάγκα
Το πολίτευμα της Λετονίας, είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η Βουλή αποτελείται από 100 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται ανά τετραετία με μυστική ψηφοφορία, από τους Λετονούς πολίτες άνω των 18 ετών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, οφείλει να είναι άνω των 40 ετών και να έχει συγκεντρώσει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του 51% των ψήφων για να εκλεγεί, ενώ μπορεί να εκλεγεί μέχρι 2 φορές και είναι και αρχηγός του στρατού.
Η Λετονία και η Ρωσική Ομοσπονδία είναι δύο χώρες που συνδέονται λόγω κοινής ιστορίας, συνόρων, συγγενών γλωσσών αλλά και ανάμιξη των πληθυσμών τους όταν υφίστατο η Ε.Σ.Σ.Δ.. Οι διπλωματικές σχέσεις[1] έχουν ξεκινήσει από το 1920, οπότε και υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών. Η ισχύς της ανεστάλη λόγω της σύστασης της ΕΣΣΔ και της ενσωματώσεως της Λετονίας σε αυτή, ενώ τέθηκε ξανά σε ισχύ, όταν πλέον κηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Λετονίας και συγχρόνως, αναγνωρίστηκε από τη Ρωσία. Στη σημερινή εποχή υπάρχουν επίσημες διπλωματικές φιλικές σχέσεις μεταξύ των χωρών, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από την παρουσία πρεσβειών στις πρωτεύουσές τους. Οι εμπορικές σχέσεις είναι αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντικές για τις οικονομίες των χωρών, με την Ρωσία να εισάγει κυρίως προϊόντα της βιομηχανίας τροφίμων και ηλεκτρονικές συσκευές από την Λετονία και να αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγικό εταίρο της, ενώ η Λετονία εισάγει κυρίως ορυκτά και μέταλλα και κατατάσσει τη Ρωσία τέταρτη στην λίστα των εισαγωγικών εταίρων της.
Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής της Λετονίας[2] με τη Ρωσία αποτελεί το θέμα της ιθαγένειας. Από την διάσπαση της ΕΣΣΔ και έπειτα, έχει υπάρξει έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτών εντός της χώρας. Μεγάλο ποσοστό ρωσόφωνων, δεν δικαιούται να λάβει την λετονική υπηκοότητα και συνεπώς να έχει και το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκλογική αναμέτρηση του 1993, όπου το 27% του πληθυσμού αποκλείστηκε από τη συμμετοχή στις πρώτες βουλευτικές εκλογές της χώρας ως ελεύθερο δημοκρατικό κράτος, λόγω του ζητήματος της ιθαγένειάς του, το οποίο είτε εκκρεμούσε, είτε είχε απορριφθεί. Αποτέλεσμα όλων αυτών, όπως αναμενόταν, ήταν η άνοδος των ποσοστών των εθνικιστικών κομμάτων. Με την αναταραχή που επικρατούσε και τον αποκλεισμό της πλειοψηφίας των ρωσόφονων από την εκλογική διαδικασία, οι εθνικιστικές ιδεολογίες κέρδισαν έδαφος, και παράλληλα στοχοποίησαν, σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, τους ρωσόφονους πολίτες που αρνούνταν να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του κράτους. Το 1993, ορίστηκε πως για την απόκτηση της ιθαγένειας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση η γνώση της λετονικής γλώσσας, του όρκου της δημοκρατίας και η 10ετής μόνιμη διαμονή στη χώρα. Μία χρονιά αργότερα, μετά από επεμβάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ορίστηκε πως είναι επαρκής η γνώση της λετονικής γλώσσας ενώ κρίθηκε απαραίτητη και η μη προηγούμενη καταδίκη του υποψηφίου για εγκλήματα κατά του κράτους. Αρκετοί από αυτούς δεν πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο να πολιτογραφηθούν ή θεωρούν πολύ απαιτητική τη γλωσσική αξιολόγηση, με αποτέλεσμα να μην μπαίνουν στην διαδικασία.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2008[3], οι ρωσόφωνοι πολίτες εξακολουθούσαν να αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό της Λετονίας, αγγίζοντας το 28% του συνολικού πληθυσμού, ενώ υπάρχουν φυσικά και αρκετοί Λετονοί πολίτες που έχουν ως τόπο διαμονής τη Ρωσία. Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2007, έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα για την εξομάλυνση των σχέσεων των κρατών με την ψήφιση και υπογραφή της συνθήκης από τον πρόεδρο Β. Πούτιν, για το θέμα της κατοχύρωσης των συνόρων μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, η έφοδος των ρωσικών στρατευμάτων στη Γεωργία το 2008 προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στην Λετονία, καθώς δημιουργήθηκε ο φόβος πως θα μπορούσαν εκείνοι να βρίσκονται στην ίδια θέση. Η έλλειψη αποφασιστικής αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, καλλιέργησε την ιδέα πως σε μία ενδεχόμενη επίθεση των Ρώσων, οι Λετονοί θα έμεναν εκτεθειμένοι εκ μέρους των δύο οργανισμών στους οποίους είναι μέλη. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής φάνηκαν πιο πρόθυμες να λάβουν δραστικά μέτρα σε περίπτωση μη υποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων, κερδίζοντας την επιδοκιμασία των Λετονών πολιτών. Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στη γειτονική χώρα, η λετονική κοινωνία βρέθηκε πάλι σε κλίμα έντονου διχασμού, καθώς το ζήτημα είχε θετική αντιμετώπιση από τους Ρώσους κατοίκους, ενώ το ζήτημα της ιθαγένειας αναζωπυρώθηκε για ακόμα μία φορά, με την υπογράμμιση των διαφορών τους, όχι μόνο στον τομέα της γλώσσας αλλά και στην πολιτική τους ιδεολογία.
Συμπερασματικά, η Λετονία είναι ένα κράτος που κατά καιρούς βρίσκεται σε διχασμό λόγω της διαφορετικότητας των πολιτών/ κατοίκων του. Οι σχέσεις της με τη Ρωσική Ομοσπονδία την περίοδο που η τελευταία αποτελούσε τμήμα της ΕΣΣΔ, έχουν δημιουργήσει ένα φόβο πως η ανεξαρτησία της είναι επισφαλής, λόγω της επιρροής, των οικονομικών αποθεμάτων και της δυναμικής, και κατά καιρούς, επιθετικής πολιτικής, που χαρακτηρίζουν τη γειτονική της χώρα.
Βιβλιογραφία
Embassy of the Republic of Latvia in the Russian Federation (2015) Relations between Latvia and Russia. [ONLINE] Διαθέσιμο σε http://www.mfa.gov.lv/en/moscow/relations-between-latvia-and-russia. [6/09/2020].
Global Security (2016) Russia-Latvian Relations. [ONLINE] Διαθέσιμο σε https://www.globalsecurity.org/military/world/europe/lv-forrel-ru.htm. [6/09/2020].
Πηγή εικόνας από Shutterstock: https://www.shutterstock.com/search/russia+latvia+conflict
[1] Relations between Latvia and Russia – Ιστότοπος MFA
[2] Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμος 21, λήμμα «Λετονία»
[3] Russia-Latvian Relations – Ιστότοπος Global Security