Loading...
Latest news
Κλιματική Αλλαγή, Περιβαλλοντολογικά Προβλήματα και Δίκαιο Ενέργειας

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας στην Ελλάδα

Γράφει η Μαρία Αρίφη

Εισαγωγή

Η κλιματική αλλαγή φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη ενίσχυσης της ενεργειακής πολιτικής, παγκοσμίως. Η Ελλάδα, όπως όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, στοχεύει στην επίτευξη της διατήρησης της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Η οικονομική δραστηριότητα της χώρας εστίαζε κυρίως στη βιομηχανία, γεγονός που προξενούσε όξυνση του περιβαλλοντικού προβλήματος. Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρατηρείται μία “στροφή” στην εγχώρια παραγωγική δράση, αφού πλέον ο τριτογενής τομέας παραγωγής είναι εκείνος που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών της χώρας. Η βιωσιμότητα αφορά την ανάγκη για διατήρηση των φυσικών πόρων για την επαναχρησιμοποίησή τους από τις επόμενες γενεές, δημιουργώντας τις βάσεις για ένα καλύτερο ενεργειακό μέλλον. Έτσι και η Ελλάδα σχεδιάζει και προσπαθεί να ακολουθήσει πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος που υπάγονται στα περιφερειακά αναπτυξιακά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των οποίων σχεδιάζονται δράσεις και περιβαλλοντικά μέτρα τέτοια ώστε ανάλογα με τις εξατομικευμένες ανάγκες κάθε περιοχής και τις τοπικές δυνατότητες, να επιδιώκεται σταδιακά η εξομάλυνση των περιφερειακών ανισοτήτων σε περιβαλλοντικό επίπεδο μεταξύ των ευρωπαϊκών περιφερειών.

Η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αποτελεί το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη κάθε χώρας, υπό την προϋπόθεση της προστασίας της περιβαλλοντικής ευημερίας. Βάσει της δημόσιας διαβούλευσης, αναφορικά με το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, προκύπτει η ανάγκη ολοκλήρωσης της πρώτης φάσης του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού από την Εθνική Επιτροπή για την Ενέργεια και το Κλίμα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, αφού αυτό έχει ήδη υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα τέλη του Γενάρη του 2019. Το πρώτο, λοιπόν, «Σχέδιο Δράσης», έχει ως απώτερο σκοπό την απανθρακοποίηση στην παραγωγή και χρήση ενέργειας, μειώνοντας έτσι και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Ιστορική εξέλιξη των ΑΠΕ

Η “ιδέα” της υποκατάστασης των πρώτων υλών με αγαθά της φύσης έχει ξεκινήσει πολύ πριν θα νόμιζε κανείς, καθώς για πολλά χρόνια ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε την ενέργεια του ανέμου στα ιστιοφόρα πλοία, ενώ οι πρώτοι ανεμόμυλοι εμφανίστηκαν στην Περσία περίπου το 950 μ.Χ.. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη, η χώρα η οποία πρωτοστάτησε ήταν η Γαλλία το 1180 μ.Χ. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν τη φιλοδοξία των ανθρώπων για την αρμονική αλληλεπίδραση της ανθρωπότητας με το φυσικό περιβάλλον, με σκοπό την επίτευξη της βιωσιμότητας. Πιο σύγχρονα, κατά το 1971, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ) ξεκίνησε έρευνα για την αναζήτηση γεωθερμικής ενέργειας στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ), όντας ο άμεσα ενδιαφερόμενος οργανισμός για την ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα, ανέλαβε να ξεκινήσει τις παραγωγικές γεωτρήσεις και χρηματοδότησε τις έρευνες για την εύρεση νέων περιοχών με έντονο γεωθερμικό ενδιαφέρον. Το πόρισμα που προέκυψε έδειξε ότι η γεωθερμική ροή στην Ελλάδα είναι εντονότερη από εκείνη του μέσου όρου της γης.

Με την έλευση της νέας χιλιετίας, έρχεται και η μεγαλύτερη βελτίωση στην ιστορία της βιομάζας. Ειδικότερα, αναπτύσσονται προγράμματα που επιτρέπουν τη συμπαραγωγή ενέργειας από βιοκαύσιμα και συμβατικά καύσιμα, με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης των ορυκτών πόρων, ενώ εντάθηκε η έρευνα για καλλιέργειες που θα μπορούν να αναπτυχθούν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην ηλεκτροπαραγωγή. Παράλληλα, η ανάπτυξη των υδραυλικών τουρμπινών και των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας στις αρχές του 20ου αιώνα αποτέλεσε το έναυσμα για να επιστρέψει δυναμικά στο προσκήνιο το ζήτημα της αξιοποίησης της ενέργειας από παλίρροιες.

Στην Ελλάδα, η χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έλαβε εφαρμογή κυρίως για την κάλυψη των αναγκών του νοικοκυριού, όπως το ζεστό νερό και η θέρμανση, με πιο διαδεδομένες πηγές ενέργειας να αποτελούν η χρήση θερμικών ηλιακών συστημάτων, καθώς και η χρήση της βιομάζας. Επιπλέον, η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος τόσο στη χρήση ανεμογεννητριών όσο και φωτοβολταϊκών συστημάτων για την παραγωγή ενέργειας. Παρά ταύτα, οι δυνατότητες εκμετάλλευσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παραμένουν αναξιοποίητες, αφού δεν έχει επιτευχθεί ακόμη η ανάπτυξη ανταγωνιστικής βιομηχανικής παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στην Ελλάδα, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επί της συνολικής παροχής πρωτογενούς ενέργειας έχει σημειώσει σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια, ιδίως στα αιολικά και φωτοβολταϊκά συστήματα, χάρη στα μεγαλοπρεπή feed-in-tariffs και τη μείωση του τεχνολογικού κόστους. Ωστόσο, σήμερα, τα ρυπογόνα συμβατικά καύσιμα καλύπτουν το μεγαλύτερο μερίδιο της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα.

Παραγωγή ΑΠΕ

Δεδομένου ότι, βάσει των αναπτυξιακών προγραμμάτων της περιόδου 2007-2013, ολοκληρώθηκαν και αξιοποιήθηκαν εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης αιολικής και ηλιακής ενέργειας, οι ΑΠΕ παρουσίασαν πρωτοφανώς αυξημένα ποσοστά παραγωγής στην Ελλάδα. Ειδικότερα, βάσει στατιστικών του 2017, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έφτασε τις 10,5 TWh ή το 20,1% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, η παραγωγή αιολικής ενέργειας όπου τη δεκαετία του 1990 βρισκόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, το 2017 εκτοξεύτηκε στα ύψη αγγίζοντας τις 5,5 TWh, ενώ η ηλιακή ενέργεια πέτυχε μία ακόμα πιο εντυπωσιακή ανάπτυξη, σημειώνοντας μία αύξηση σχεδόν 25 φορές μεγαλύτερη από το 2010, φτάνοντας τις 3,5 TWh το 2017. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μερίδιο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αποτελεί η υδροηλεκτρική ενέργεια, αν και παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις ανά έτος. Το 2017, η υδροηλεκτρική ενέργεια ανήλθε σε περίπου 3,5 TWh, δηλαδή το 5,4% της συνολικής παραγωγής στην Ελλάδα, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από βιοκαύσιμα καλύπτει μόλις το 1,0% της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής.

Εικόνα 1. Μερίδιο ΑΠΕ επί της Συνολικής Ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα, 1973-2015.
Πηγή: https://www.iene.gr/page.asp?pid=4942&lng=1

Κατανάλωση ΑΠΕ

Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παρουσίαζε μία σταθερή αύξηση για αρκετά χρόνια, με αποκορύφωμα το 2008 όπου έφτασε στο ανώτατο επίπεδο των 58,8 TWh. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, ο τομέας αυτός επηρεασμένος από την κρίση, υπέστη προφανή μείωση έως το 2013. Σχετική ανάκαμψη προέκυψε το 2017, με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να φτάνει τις 51,9 TWh. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του 2015, η ηλεκτρική ενέργεια καταναλώθηκε κατά 38% από τον εμπορικό τομέα, 33,4% από τα νοικοκυριά και κατά 24,2% από τον κλάδο της βιομηχανίας, αφήνοντας τους λοιπούς τομείς ενέργειας και μεταφορών σε πολύ μικρότερα ποσοστά κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

Εικόνα 2. Κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ανά κλάδο, 1973-2015.
Πηγή: https://www.iene.gr/page.asp?pid=4942&lng=1

Όσον αφορά την κατανάλωση των ΑΠΕ στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται στην Ετήσια Έκθεση 2019 του Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, από το 2010 έως το 2016 το μερίδιο των ΑΠΕ στην ακαθάριστη κατανάλωση ενέργειας παρουσίασε αύξηση σχεδόν κατά 50%. Αντίστοιχα, το μερίδιο της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ αποτέλεσε το 26,5% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το 2016, ενώ το μερίδιο των μη ελεγχόμενων σταθμών ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθε σε 19% το 2016. Αυτό προέκυψε από το γεγονός της ραγδαίας αύξησης φωτοβολταϊκών και αιολικών εγκαταστάσεων, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη μείωση της συνολικής ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια κατά τη δεκαετία 2010-2020. Βέβαια, παρά τις καταστροφικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, η αξιοποίηση του λιγνίτη εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα το βασικό εγχώριο καύσιμο.

Εισαγωγές – Εξαγωγές

Η Ελλάδα, όπως φαίνεται και στο παρακάτω διάγραμμα, διατηρεί διασυνδέσεις με τις γειτονικές της χώρες, πραγματοποιώντας εισαγωγές και εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, παρουσιάζοντας μία έντονη δραστηριότητα στον τομέα του εμπορίου ενέργειας, αν και αποτελεί μία καθαρά εισαγωγική χώρα.

Εικόνα 3. Εισαγωγές και Εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ανά χώρα, 1990-2015. Πηγή: https://www.iene.gr/page.asp?pid=4942&lng=1

Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τις εισαγωγές κατά το 2017, ανήλθαν σε 8,9 TWh, όπου το 35% εισήχθη από τη Βουλγαρία, το 23,2 % από την Ιταλία και το 22,9% από την Βόρεια Μακεδονία. Αντίστοιχα, οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ανήλθαν σε 2,8 TWh, με το 32,6% των εξαγωγών προς την Βόρεια Μακεδονία, το 30,6% προς την Αλβανία και το 26,9% προς την Ιταλία. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι το 2023 αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία και μια δεύτερη διασύνδεση ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, η οποία είναι ήδη υπό ανάπτυξη.

Όσον αφορά τον τομέα του εμπορίου στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία δεν παρουσιάζει έντονη κινητικότητα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού της χώρας σε ΑΠΕ παραμένει ανεκμετάλλευτο, δίνοντας προτεραιότητα στην χρήση ρυπογόνων καυσίμων για την κάλυψη των αναγκών της σε ενέργεια.

Νομοθετικό πλαίσιο

Κατά τη νέα χιλιετία, οι στόχοι της βιωσιμότητας παίρνουν μεγαλύτερη βαρύτητα με αποτέλεσμα το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο να εκσυγχρονίζεται. Ειδικότερα, με τη θέσπιση του Ν. 3468/2006 (ΦΕΚ Α 129/27-6-2006) «Παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης και λοιπές διατάξεις», μεταφέρθηκε η οδηγία 2001/77/ΕΚ (για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας) στην ελληνική νομοθεσία. Στον νόμο αυτό καταγράφεται ένα τμήμα του πλαισίου της αδειοδότησης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μόνο, αλλά και από υβριδικούς σταθμούς και την ένταξη αυτών στο Σύστημα ή το Διασυνδεδεμένο Δίκτυο. Επίσης, για πρώτη φορά, τέθηκε δεσμευτικός εθνικός στόχος συμμετοχής της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο, ενώ το 2008 θεσπίστηκε το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ (ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ), με σκοπό τη διαμόρφωση πολιτικών χωροθέτησης έργων ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ και την καθιέρωση κανόνων και κριτηρίων χωροθέτησης.

Επιπρόσθετα, ο Ν. 3851/2010 (ΦΕΚ Α 85/4-6-2010) «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλες διατάξεις σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής αλλαγής» ψηφίστηκε εν μέσω μια βαθιάς οικονομικής κρίσης, με σκοπό την απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας, η οποία περιόριζε, κατά τον νομοθέτη, τις αναπτυξιακές διαδικασίες.

Οι σύγχρονες προοπτικές για την ενεργειακή πολιτική πλαισιώνονται από τους στόχους για την εξισορρόπηση των μέσων όρων των χωρών με τους ευρωπαϊκούς, όπως προβλέπεται και από τη Συνθήκη των Παρισίων. Εν προκειμένω, οι στόχοι που έθεσε η  Ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο υιοθέτησης συγκεκριμένων αναπτυξιακών και περιβαλλοντικών πολιτικών, με το Νόμο 3851/2010, συνοψίζονται ως εξής :

• τουλάχιστον 20% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020, 2% μεγαλύτερος από τον εθνικό στόχο 18% της ΕΕ.

• τουλάχιστον 40% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2020.

• τουλάχιστον 20% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη μέχρι το 2020.

• τουλάχιστον 10% συνεισφορά των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στις μεταφορές μέχρι το 2020.

• έναν στόχο, δεσμευτικό σε επίπεδο ΕΕ, για επίτευξη κατά τουλάχιστον 32% του μεριδίου της κατανάλωσης ενέργειας από ΑΠΕ για το 2030.

• έναν στόχο σε επίπεδο ΕΕ για την κατά τουλάχιστον 32,5% βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας για το 2030.

• 20% μείωση στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2020, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, και τουλάχιστον 40% μείωση μέχρι το 2030 (που θα αποτελείται από μια μείωση κατά 43% των αερίων του θερμοκηπίου των τομέων που υπάγονται στο ΕΤS (ΣΕΔΕ) και μια μείωση κατά 30% των αερίων του θερμοκηπίου των τομέων εκτός ETS, σε σύγκριση με το 2005, αντίστοιχα).

Όπως αναφέρεται και στην Ετήσια Έκθεση 2019 του ΙΕΝΕ, ένα βασικό μέρος αυτής της διαδικασίας θα είναι η ανάπτυξη ενός εθνικού ενεργειακού και κλιματικού σχεδίου για το 2030 και μετά, καθώς και η ενσωμάτωση των κλιματικών στόχων στον ολοκληρωμένο ενεργειακό σχεδιασμό. Η χώρα έχει σημειώσει μια σημαντική αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ακόμη και υπέρβαση των στόχων που έχουν τεθεί για τα ηλιακά φωτοβολταϊκά. Η βελτιωμένη εκμετάλλευση του δυναμικού ανανεώσιμης ενέργειας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα πιο ισορροπημένο ενεργειακό μείγμα και να συμβάλει στην αύξηση της ενεργειακής ασφάλειας. «Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να επιδιώκει την εφαρμογή φιλόδοξων πολιτικών ενεργειακής απόδοσης, βασιζόμενη στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων από προηγούμενα και τρέχοντα μέτρα και από τα διδάγματα που αντλήθηκαν από άλλες χώρες», σύμφωνα με την ετήσια έκθεση  του  Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Επενδύσεις

Η Ελλάδα, δυστυχώς, στερείται της σημαντικής πορείας στον τομέα των ΑΠΕ, κι έτσι σημειώνει χαμηλά ποσοστά αξιοποίησής τους. Επηρεασμένη και από την οικονομική κρίση, φαίνεται να μην δύναται να προβεί σε επενδύσεις σε αρκετούς τομείς, όπως αυτός της ενέργειας. Παρά ταύτα, η χώρα κινεί ανταγωνιστικές διαδικασίες επιδιώκοντας δημοπράτηση αιολικών και ηλιακών μονάδων παραγωγής ενέργειας, συνολικής ισχύος 2,6GW, με σκοπό την επίτευξη του στόχου της κάλυψης της συμμετοχής κατά 18% από ΑΠΕ στη συνολική παραγωγή ενέργειας ως το 2020. Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση, στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης, στοχεύει στην επιτυχή εφαρμογή ενός σχεδίου απολιγνιτοποίησης της χώρας μέχρι το 2030, εξασφαλίζοντας ότι το 61% της ηλεκτρικής ενέργειας θα παράγεται αποκλειστικά από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στο πιο κοντινό μέλλον, στοχεύει ως το 2020 στην εγκατάσταση 2GW αιολικών και ηλιακών έργων, τα οποία έχουν ήδη αδειοδοτηθεί και τα οποία όπως φαίνεται έχουν τεθεί ως έργα phasing για το 2022.

Όλα τα παραπάνω θα μπουν σε διαδικασία αξιολόγησης κατά το 2025, δηλαδή μια πενταετία μετά το πέρας της προγραμματικής περιόδου ΕΣΠΑ 2014-2020. Οι διαδικασίες “τρέχουν”, ενώ αναλογίζονται τα επερχόμενα αποτελέσματα των δράσεων που είχαν σχεδιαστεί για τη λήγουσα αναπτυξιακή περίοδο. Εντούτοις, παρά την οικονομική κρίση, αλλά και την κρίση της πανδημίας που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, μεταξύ των υπολοίπων και η χώρα μας, δίνεται στην Ελλάδα μια πνοή ελπίδας στον τομέα των επενδύσεων για ΑΕΠ, αφού αναμένεται να λάβει κονδύλια ύψους έως και 11  δισεκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος μιας από της μεγαλύτερες εταιρείες ενέργειας στην Ελλάδα, της ΤΕΡΝΑ, έχουν πραγματοποιηθεί αδειοδοτήσεις σε “συνολικά περίπου 8.200 MW έργα ΑΠΕ, επενδυτικού ύψους της τάξεως των 8,5-9 δισ. ευρώ, τα οποία μπορούν να προχωρήσουν άμεσα σε υλοποίηση, έστω σε βάθος της επόμενης τριετίας”.

Τελικώς, η Ελλάδα προκειμένου να συμβαδίσει με τα ευρωπαϊκά πρότυπα προσπαθεί να υιοθετεί τις κατάλληλες περιβαλλοντικές πολιτικές στοχεύοντας στην αειφορία. Ωστόσο, υπάρχουν γραφειοκρατικά και χρηματοπιστωτικά ζητήματα που αποτελούν τροχοπέδη για την αναπτυξιακή της πορεία.

Επίλογος

Εν κατακλείδι, είναι ωφέλιμο να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατα δημοσιεύματα, η Ελλάδα φαίνεται να υποχωρεί στην 33η θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Η πτώση αυτή ήταν η τρίτη κατά σειρά, αφού το 2018 κατείχε την 28η θέση, ενώ το 2019 την 31η. Την υψηλότερη θέση έπιασε η Ελλάδα στην προσπάθειά της να γίνει ανταγωνιστική αναφορικά με την αξιοποίηση αιολικής και ηλιακής ενέργειας και να επιτύχει τους ευρωπαϊκούς στόχους, σύμφωνα με τους οποίους η συμμετοχή των ΑΠΕ έπρεπε να φτάσει το 18% ως το 2020. Η Ελλάδα είναι μία χώρα με σημαντικά αποθέματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κυρίως ηλιακής και αιολικής, και θα πρέπει να καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να καταφέρει να αξιοποιήσει με το βέλτιστο τρόπο τις πηγές που διαθέτει και να περιορίσει την εξάρτησή της από τη χρήση ρυπογόνων καυσίμων και κυρίως της χρήσης του λιγνίτη.

Πηγές:

Πηγή εικόνας: Τράτσα Μάχη, Στο 15,2 % το Μερίδιο των ΑΠΕ στην Κατανάλωση Ενέργειας της Ελλάδας το 2016, ENERGIA.gr, Ιανουάριος 26, 2018. Διαθέσιμο σε: https://www.energia.gr/article/123792/sto-152–to-meridio-ton-ape-sthn-katanalosh-energeias-ths-elladas-to-2016