Γράφει ο Γιώργος Κωνσταντάκης
Οι αναγκαστικές εξαφανίσεις άρχισαν να απασχολούν τη διεθνή κοινότητα ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, παίρνοντας μεγάλες διαστάσεις, αφού το φαινόμενο εξαπλωνόταν ολοένα και περισσότερο σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η πρώτη αναφορά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στο φαινόμενο αυτό έγινε δια στόματος του Ιταλού νομικού Antonio Cassese, o οποίος ως μέλος της Υπό-Επιτροπής για την Πρόληψη των Διακρίσεων και την Προστασία των Μειονοτήτων, αναφέρθηκε σε επίσημα στοιχεία με τα οποία 15,000 τουλάχιστον άτομα είχαν εξαφανιστεί από την Αργεντινή με συμμετοχή μάλιστα της κυβέρνησης. Ακολούθησαν πάρα πολλές ομάδες εργασίας που ασχολήθηκαν σοβαρά με το ζήτημα των αναγκαστικών εξαφανίσεων, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία Όλων των Προσώπων από την Αναγκαστική Εξαφάνιση.
Η Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία Όλων των Προσώπων από την Αναγκαστική Εξαφάνιση υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στις 20 Δεκεμβρίου 2006, ενώ αξιοσημείωτο είναι πως πρόκριμα αυτής αποτέλεσε η Διακήρυξη για την προστασία όλων των προσώπων από την αναγκαστική εξαφάνιση, η οποία και υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση με την απόφαση υπ’αρ. 47/133 της 18ης Δεκεμβρίου 1992. Παράλληλα δε στο άρθρο 7 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, προβλέπεται ως «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» η βίαιη εξαφάνιση προσώπων.
Η εν λόγω Διεθνής Σύμβαση στα πρώτα είκοσι πέντε της άρθρα περιέχει ουσιαστικές διατάξεις. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο άρθρο υπάρχει η γενική αρχή ότι κανείς δε θα υπόκειται σε αναγκαστική εξαφάνιση και ότι αυτή δε μπορεί να δικαιολογηθεί υπό καμία περίσταση. Παρατηρείται, δηλαδή, ότι η Σύμβαση δεν είναι ανεκτική σε καμία περίπτωση με την παραβίαση της αρχής αυτής και τη διάπραξη κατά συνέπεια ενός εγκλήματος αυτού του είδους βαρύτητας, ενώ ταυτοχρόνως, το άρθρο δύο παραθέτει τον ορισμό του εγκλήματος της αναγκαστικής εξαφάνισης. Ως «αναγκαστική εξαφάνιση» ορίζεται, λοιπόν, η σύλληψη, η κράτηση, η αρπαγή ή οιουδήποτε άλλου τύπου μορφή στέρησης της ελευθερίας από όργανα του Κράτους ή από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων τα οποία ενεργούν με την άδεια, υποστήριξη ή συναίνεση του Κράτους, η οποία ακολουθείται από άρνηση παραδοχής της στέρησης της ελευθερίας ή από απόκρυψη της τύχης ή του τόπου όπου βρίσκεται το εξαφανισμένο πρόσωπο, κάτι το οποίο θέτει ένα τέτοιο πρόσωπο εκτός της προστασίας του νόμου.
Συνήθως, η ιδιότητα του δράστη είναι δυνατό να αποδοθεί σε κρατικούς δρώντες, δηλαδή όργανα του ίδιου του Κράτους ή σε μυστικές υπηρεσίες αυτού, καθώς και σε παραστρατιωτικές οργανώσεις που ενεργούν υπό τη στήριξη του Κράτους. Αξιοσημείωτο είναι ότι ως προς την ιδιότητα του θύματος, το άρθρο είκοσι τέσσερα στην πρώτη του παράγραφο διακρίνει δύο κατηγορίες θυμάτων: πρώτον, τα άτομα τα οποία υπόκεινται τα ίδια σε αναγκαστική εξαφάνιση, δηλαδή οι αμέσως παθόντες και, δεύτερον, τα άτομα τα οποία υφίστανται κάποια βλάβη ως άμεσο αποτέλεσμα από την αναγκαστική εξαφάνιση κάποιου προσώπου. Γίνεται αντιληπτό, κατά συνέπεια, πως στην τελευταία κατηγορία εμπίπτουν συνήθως συγγενείς των ατόμων που αναγκαστικώς εξαφανίστηκαν. Αυτό κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιμο ως προς τις αξιώσεις που απορρέουν από το άρθρο είκοσι τέσσερα και συγκεκριμένα στις παραγράφους δύο και πέντε για το δικαίωμα γνώσης της αλήθειας σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, την πρόοδο και τα αποτελέσματα της έρευνας και την τύχη του αφανισθέντος, καθώς και του δικαιώματος αποζημίωσης που εκτείνεται τόσο σε υλική όσο και σε ηθική αποκατάσταση της ζημίας, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα να τις ασκήσουν και οι συγγενείς των αναγκαστικώς εξαφανισμένων.
Στο άρθρο εννέα της Σύμβασης θεμελιώνεται ευρεία δικαιοδοσία των εθνικών ποινικών δικαστηρίων για την εκδίκαση του εγκλήματος αυτού, στα άρθρα δέκα, έντεκα και δώδεκα αναγράφονται βασικές δικονομικές ρυθμίσεις–υποχρεώσεις των κρατών, όπως για κράτηση ή επιβολή αναγκαίων περιοριστικών μέτρων κατά του δράστη προς εξασφάλιση της παρουσίας του κατά τη δίκη, για τη διενέργεια άμεσης, ακώλυτης και πλήρους έρευνας του εγκλήματος αυτού, κατόπιν καταγγελίας οικείων του θύματος ή αυτεπαγγέλτως και για δίκαιη δίκη του κατηγορούμενου – δράστη. Στο άρθρο δεκατρία ορίζεται ότι το έγκλημα αυτό δεν θα θεωρείται πολιτικό και ρυθμίζονται γενικώς ζητήματα έκδοσης του κατηγορούμενου, ενώ το άρθρο δέκα έξι αναφέρεται στην αρχή της απαγόρευσης απέλασης ή έκδοσης ατόμου σε κράτος όπου βάσιμα ενυπάρχει ο κίνδυνος το άτομο να υποστεί αναγκαστική εξαφάνιση. Βάσει του άρθρου τριάντα, μπορεί να κατατεθεί αίτημα αναζήτησης και ανεύρεσης ενός προσώπου που έχει εξαφανισθεί ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου, ενώ σύμφωνα με το άρθρο τριάντα δύο παρέχεται η δυνατότητα διακρατικής προσφυγής. Το άρθρο τριάντα τρία αφορά τη δυνατότητα της Επιτροπής να διεξάγει επίσκεψη σε Κράτος- Μέρος στη Σύμβαση υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ενώ το άρθρο τριάντα τέσσερα αφορά τη δυνατότητά της να παραπέμψει περιπτώσεις τέλεσης αναγκαστικών εξαφανίσεων σε ευρεία ή συστηματική βάση στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η Λατινική Αμερική αποτέλεσε την περιοχή όπου σημειώθηκαν τα περισσότερα περιστατικά αναγκαστικών εξαφανίσεων τη δεκαετία του 1980. Μάλιστα, προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών υιοθέτησε το έτος 1994 τη Διαμερικανική Σύμβαση για την Αναγκαστική Εξαφάνιση των Ατόμων, που τέθηκε σε ισχύ δύο έτη αργότερα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, προερχόμενο από τη νομολογία του Αμερικανικού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελεί η υπόθεση Velasquez Rodriguez v. Honduras, όπου ο κύριος Velasquez Rodriguez απήχθη από παραστρατιωτικούς και μεταφέρθηκε στην περιοχή Barrio El Manchén της πόλης Tegucigalpa όπου κατηγορήθηκε για τη διάπραξη πολιτικών εγκλημάτων και στη συνέχεια ανακρίθηκε και βασανίστηκε. Οι πολλαπλές εξαφανίσεις ατόμων που θεωρούνταν επικίνδυνοι για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και εν γένει η διάσταση που έλαβε το ζήτημα των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων εκείνη την περίοδο, έδωσε ώθηση στην ποινικοποίηση του φαινομένου και τη διεθνή νομική του απαγόρευση τόσο με το άρθρο επτά του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που υπεγράφη στη Ρώμη το έτος 1998 και τέθηκε σε ισχύ το έτος 2002, όσο και με την υπογραφή και θέση σε ισχύ της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία Όλων των Ατόμων από την Αναγκαστική Εξαφάνιση.
Καταλήγοντας, η Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία Όλων των Προσώπων από την Αναγκαστική Εξαφάνιση ήρθε να καλύψει ένα ουσιαστικό κενό που υπήρχε στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο. Η αλήθεια είναι πως κατέδειξε την αμηχανία της διεθνούς κοινότητας στην πάταξη μιας τόσο ειδεχθούς και εγκληματικής πρακτικής που στόχο είχε τον αφανισμό και συνάμα βασανισμό εκείνων των προσώπων που δεν ήταν φιλικά διακείμενοι με τις εκάστοτε κυβερνήσεις των κρατών και συνεπώς αποτελούσαν μια αδιαμφισβήτητη απειλή για αυτές. Η Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία Όλων των Προσώπων από την Αναγκαστική Εξαφάνιση μπορεί να συγκαταλεγεί, επομένως, μεταξύ των επιτυχιών της διεθνούς κοινότητας, ενώ και ως κείμενο θεωρείται ιδιαίτερα πρωτοπόρο.
Πηγές:
- Παρασκευή Νάσκου-Περράκη, Δικαιώματα του Ανθρώπου: Παγκόσμια και Περιφερειακή Προστασία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλα, 2016.
- Declaration on the Protection of all Persons from Enforced Disappearance, Office of the High Commissioner for Human Rights (UN Human Rights). Διαθέσιμο σε: http://www.ohchr.org/EN/ProfessionalInterest/Pages/EnforcedDisappearance.aspx
- Αντώνιος Κ. Αλαπάντας, Το νέο έγκλημα της αναγκαστικής εξαφάνισης, Ποινική Δικαιοσύνη, 2016, Τεύχος 12.