Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Μικρασιατική εκστρατεία: Η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων

Γράφει η Μαρία Βιργινία Σταυράκη

Η Μικρασιατική καταστροφή είναι αναμφισβήτητα ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Υπάρχει η εντύπωση ότι όλες οι εξελίξεις πάνω στο ζήτημα της Μικρασιατικής εκστρατείας ξεκινούν με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918, ωστόσο μάλλον φαίνεται ότι όλα ξεκίνησαν το 1914, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, με τον πρώτο διωγμό των χριστιανών της Ανατολίας. Η στάση της Ελλάδας όσον αφορά τις εξελίξεις στη Μικρά Ασία ήταν αρκετά συγκρατημένη. Όταν με τον πρώτο διωγμό αναφύεται δυναμικά το ζήτημα της Μικράς Ασίας, η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει την πολιτική της εθελοντικής ανταλλαγής πληθυσμών, την οποία εφάρμοσε και το 1923 μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής.

Το 1914 γίνονται συζητήσεις μεταξύ Αθήνας και Οθωμανικής πύλης προκειμένου να εξομαλυνθούν οι εντάσεις που προκλήθηκαν μετά τον πρώτο διωγμό. Τις συζητήσεις αυτές παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διεθνής πολιτική σκηνή. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τον Ιούλιο του 1914, λίγο πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών (Foreign Office) να ανταλλάξουν τις απόψεις τους για τα ελληνοτουρκικά θέματα. Η έκρηξη βέβαια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υποθήκευσε αυτές τις συζητήσεις οι οποίες σταμάτησαν την 1η Νοεμβρίου 1914 όταν η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων.

Το Μικρασιατικό ζήτημα επανέρχεται μετά την παύση της ισχύς του δόγματος περί της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το οποίο ίσχυε από το 1799 και δέσποζε στην αγγλική εξωτερική πολιτική το 19ο αιώνα. Την περίοδο αυτή, από τη μια πλευρά, οι Νεότουρκοι βγαίνουν στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και από την άλλη η Μ. Βρετανία έχει συμμαχήσει με την Ρωσία στο πλαίσιο της ¨Εγκάρδιας Συνεννόησης¨(Entente Cordiale) μαζί με τη Γαλλία. Τώρα ο σκοπός είναι ο περιορισμός της γερμανικής ισχύος έτσι ο ανταγωνισμός Βρετανίας- Ρωσίας έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Προκειμένου λοιπόν να επιτευχθεί αυτή η «εγκάρδια συνεννόηση», οι Βρετανοί παραχωρούν πολλές υποσχέσεις (ή για την ακρίβεια υπόσχονται πολλές «αλλαγές») για τη μεταπολεμική εποχή. Ένα από αυτά είναι αν όχι η προσάρτηση, ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης και των Στενών.

Πέρα όμως από τη συμμαχία με τη Ρωσία, η Βρετανία αλλάζει «γραμμή πλεύσης» όσον αφορά την εξωτερική της πολιτική λόγω του θέματος που έχει ανακύψει σχετικά με την εκμετάλλευση των πετρελαίων στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή διότι θεωρεί πια ότι μπορεί να παίξει το ρόλο του ρυθμιστή, εφόσον έχει αναπτύξει στενή συνεργατική σχέση με τους τοπικούς «παίκτες» της Μεσογείου. Για το λόγο αυτό, επιλέγει την Ελλάδα ως τον ιδεώδη εταίρο,  προκειμένου η δεύτερη να εξασφαλίσει έμμεσα τη Βρετανική παρουσία στην περιοχή. Συνεπώς, η ανταμοιβή της Ελλάδας, η οποία διαπνέεται από το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», ήταν οι εγγυήσεις που έλαβε από τις Μεγάλες Δυνάμεις για την επέκταση των συνόρων της. Είναι γνωστό ότι το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας αποτέλεσε την κύρια πολιτική του ελληνικού κράτους και την αφορμή για την Μικρασιατική εκστρατεία που είχε στόχο να απελευθερώσει τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες ζούσαν Έλληνες. Στη βάση αυτή, ο ελληνικός στρατός αποβιβάζεται στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου 1919. Από εκεί και πέρα η Ελλάδα εμπλέκεται πια στα γεγονότα στη Μ. Ασία και οποιαδήποτε προσπάθεια απαγκίστρωσης είναι αφενός από πολιτικής απόψεως αδύνατη, αφετέρου εξαιρετικά επικίνδυνη από την ευρύτερη άποψη της ασφάλειας του ελληνικού πληθυσμού στη Μ Ασία.

Παρόλα αυτά, το ζήτημα είναι πολύ πιο περίπλοκο. Εντός του 1919 αρχίζουν να αλλάζουν οι ισορροπίες δυνάμεων των νικητών της Αντάντ. Πιο συγκεκριμένα, με τη Ρωσία να αποσύρεται μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο σκληρός πυρήνας της Αντάντ είναι η Βρετανία και η Γαλλία. Οι ισορροπίες ανατρέπονται διότι η Γαλλία θεωρεί πως η Βρετανία έχει αποκτήσει δυσανάλογα πλεονεκτήματα στην περιοχή σε σχέση με την προσπάθεια που κατέβαλαν και οι δύο σύμμαχοι και επίσης σε σχέση με τη δύναμη του καθενός. Η δυσαρέσκεια αυτή εντείνεται συγκυριακά από τον Αύγουστο του 1919 όταν συνάπτεται η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Οι Γάλλοι θεωρούν ότι η Συνθήκη είναι το μέσο που χρειάζονται για να θέσουν στους Βρετανούς τα ζητήματα που τους απασχολούν. Ωστόσο, το 1920 μετά την αποχώρηση του μετριοπαθούς Γάλλου πρωθυπουργού Ζ. Κλεμανσώ (Georges Clemenceau) ενός εκ των κυρίων αρχιτεκτόνων της Συνθήκης των Βερσαλλιών, παρατηρείται μια μεταστροφή της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής η οποία αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο από τις παλιές συγκαταβατικές θέσεις της, διότι επιδιώκει να συγκρουστεί με τη Βρετανία. Κατ’ επέκταση παρατηρείται δυσαρέσκεια και προς την Ελλάδα, η οποία ακολουθεί φιλοβρετανική πολιτική.  Έτσι προκαλεί εντύπωση ότι τον Απρίλιο του 1920 η Γαλλία συναινεί στην υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών με την οποία η Βρετανία κυριαρχεί στη Μεσοποταμία( Ιράκ), στην Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία και η Γαλλία κυριαρχεί στη Συρία και το Λίβανο.

Η Ελλάδα ακολουθεί σταθερά φιλοβρετανική πολιτική και καταφέρνει με τη Συνθήκη των Σεβρών να κερδίσει τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος και την Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας. Η περιοχή της Σμύρνης έμεινε υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα είχε Έλληνα αρμοστή. Μετά από πέντε χρόνια η Σμύρνη θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην Ελλάδα κατόπιν δημοψηφίσματος. Παράλληλα η Ιταλία παραχώρησε στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα( εκτός από τη Ρόδο και το Καστελόριζο).  Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών σημειώνεται μια μεταστροφή στο εσωτερικό της Ελλάδας, όπου τόσο οι βενιζελικοί όσο και οι αντιβενιζελικοί θεωρούν ότι η Μ. Βρετανία κυριαρχεί πια στις εξελίξεις. Έτσι το καλοκαίρι του 1920 διαπνέει την Ελλάδα μια αισιοδοξία και φαίνεται το όραμα της Μ. Ιδέας να παίρνει σάρκα και οστά. Ωστόσο όταν οι Έλληνες νιώθουν την απειλή των Νεοτούρκων ζητούν βοήθεια από την Βρετανία και τη Γαλλία. Η μεν πρώτη δεν δίνει ξεκάθαρη απάντηση η δε δεύτερη αποξενώνεται εντελώς από την Ελλάδα διότι δεν αποδέχεται την άνοδο του γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920.  

Εν κατακλείδι, σε αυτά τα πλαίσια διαμορφώνονται οι πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις του Μικρασιατικού ζητήματος μέχρι την κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου το 1922 και τη γενικευμένη πλέον εκδίωξη που πραγματοποιούν οι Τούρκοι σε ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες, οι οποίοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν βιαίως τις πατρογονικές εστίες τους. Η Μικρασιατική καταστροφή γράφει με τον πιο δραματικό τρόπο, το οριστικό τέλος της μακραίωνης παρουσίας του ελληνικού πληθυσμού στη Μικρά Ασία.         

Βιβλιογραφία:

  • Δέσποινα Παπαδημητρίου, «Από το λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων», εκδόσεις Σαββάλας, 2006.
  • E.J Hobsbawn, «Η εποχή των αυτοκρατοριών» εκδόσεις ΜΕΤ, Αθήνα 2012.
  • Σωτήρης Ριζάς, «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας», Αθήνα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2015.
  • Παναγιώτης Βαρούτσος, «Η Μικρασιατική καταστροφή και η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων», διατριβή μεταπτυχιακής ειδίκευσης, Καλαμάτα 2019, διαθέσιμο σε: http://amitos.library.uop.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/5160/%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20%20.pdf?sequence=1