γράφει ο Εμμανουήλ Καρακόλιος,
Για σχεδόν πενήντα χρόνια, από το 1947 και μετά, ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε 2 μέρη. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο Σαντάμ Χουσείν ως πρόεδρος του Ιράκ, επεδίωξε στρατιωτική εισβολή στο Κουβέιτ, με αφορμή τον αθέμιτο ανταγωνισμό στις τιμές του πετρελαίου, που το τελευταίο είχε επιβάλλει. Αυτή η εισβολή του Ιράκ, ήταν η πρώτη ουσιαστική πρόκληση για την Αμερική. Η Αμερικανική απάντηση, δεν ήταν η μονομερής έξωση των Ιρακινών δυνάμεων, από το Κουβέιτ. Αντ’ αυτού συγκεντρώθηκε ένας διεθνής συνασπισμός δυνάμεων του ΟΗΕ από 31 κράτη, μέσα στα οποία ήταν και η χώρα μας, με δύναμη υποστηρίξεως 200 ανδρών, υπό την ηγεσία των Αμερικανών, οι οποίοι διεξήγαγαν οικουμενικό πόλεμο από ξηρά, θάλασσα και αέρα. Ο συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, αντιπροσώπευε την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου στα πλαίσια του ΟΗΕ, εξασφαλίζοντας άμεσες οικονομικές και στρατιωτικές κυρώσεις.
Αν και οι σχέσεις μεταξύ Ιράκ και Κουβέιτ, χαρακτηρίζονταν εδώ και καιρό από ένταση, η απόφαση του Ιρακινού ηγέτη Σαντάμ Χουσείν, να εισβάλλει στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990, εξέπληξε πολλούς στην Διεθνή Κοινότητα. Ενοχλημένος από την υπερπαραγωγή πετρελαίου από το Κουβέιτ, ο Ιρακινός ηγέτης ξεκίνησε μια, μεγάλης κλίμακας, συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα, με αποκορύφωμα την εισβολή του, στις 2 Αυγούστου του 1990.
Ο Ιρακινός Πρωθυπουργός γρήγορα ξεπέρασε όλη την αντίσταση του Κουβέιτ με προορισμό την μόνιμη κατοχή, με αποτέλεσμα τη πρόκληση αντίδρασης και της καθολικής καταδίκης εκ μέρους της Διεθνούς Κοινότητας. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζόρτζ Μπούς, καταδίκασε δημοσίως την εισβολή και ο ΟΗΕ υιοθέτησε αμέσως το ψήφισμα 660/2-8-90, με το οποίο κάλεσε την άμεση απόσυρση των δυνάμεων του Ιράκ. Ακολούθησε το ψήφισμα 661/6-8-90, επιβάλλοντας ένα σαρωτικό οικονομικό μποϊκοτάζ στο Ιράκ. Μέχρι την 7η Αυγούστου, ο Πρόεδρος Μπούς, αφού εξασφάλισε τη σταθερή υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, συγκέντρωσε σημαντική στρατιωτική δύναμη για την προστασία της Σαουδικής Αραβίας και άλλων χωρών από περαιτέρω επιθετικότητα.
Με ημερομηνία προθεσμίας από τον Ο.Η.Ε., για αποχώρηση του Ιράκ, την 15η Ιανουαρίου του 1991 και έχοντας φθάσει στο Κουβέιτ, πολυεθνική δύναμη 700.000 στρατευμάτων, ο αεροπορικός πόλεμος άρχισε καταστρέφοντας γρήγορα τους περισσότερους Ιρακινούς, καθώς και τις δομές διοίκησης και ελέγχου. Ακολούθησε επίγεια επίθεση «πολέμου εκατό ωρών», που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου του 1991. Μετά την παύση των εχθροπραξιών, άρχισαν οι προσπάθειες ανασυγκρότησης για να διαταραχθούν στην συνέχεια από μια συνεχιζόμενη εξέγερση.
Τον ίδιο μήνα, η Ιαπωνία κατέληξε να συνεισφέρει σχεδόν 13 δισεκατομμύρια δολάρια, το 20% του συνολικού κόστους του πολέμου, ωστόσο, οι συνεισφορές δεν κρίθηκαν επαρκείς από τις ΗΠΑ. Συνοπτικά η απάντηση της Ιαπωνικής κυβέρνησης, χαρακτηρίζεται από την απροθυμία να συμβάλλει σε οποιαδήποτε στρατιωτική δράση της Διεθνούς Κοινότητας. Η Ιαπωνία επικρίθηκε έντονα και αυτό αποκαλύφθηκε έμπρακτα στο Κουβέιτ, με τον αποκλεισμό της Ιαπωνίας από την επίσημη έκφραση ευχαριστιών, στο τέλος του πολέμου. Αντίθετα για την πλαισίωση της κρίσης στον Κόλπο, υπήρξε «Διεθνής συνεισφορά», παγκοσμίως αποδεκτή. Ένας από τους λόγους της υποστήριξης της Ιαπωνίας από τις ΗΠΑ, στον πόλεμο του Κόλπου, είναι αφ’ ενός η πυρηνική απειλή της Βόρειας Κορέας, αλλά και οι επιδιώξεις σχετικά με μια πετρελαϊκή Ιαπωνία αφ’ ετέρου.
Όσον αφορά την κυβέρνηση του Κουβέιτ, η επίθεση της στο Ιράκ είναι διπλή. Αφ’ ενός το Κουβέιτ επιτίθεται στο Ιράκ και εισβάλλει στα πετρελαϊκά πεδία, κλέβοντας τον εθνικό πλούτο, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με στρατιωτική επιθετικότητα και από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση του Κουβέιτ είναι αποφασισμένη να προκαλέσει μια κατάρρευση στην Ιρακινή οικονομία. Εκτός από την τιμή του πετρελαίου και την παραγωγή του, το Ιράκ ζήτησε δημοσιονομική στήριξη, που είχε λάβει από το Κουβέιτ, κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Ιράν, ο οποίος διεξήχθη για να υπερασπιστεί την εδαφική του ακεραιότητα και από τον οποίο, ιδιαίτερα στην περιοχή του Κόλπου, το Κουβέιτ αποκόμισε σημαντικά οφέλη, όπως το ότι ήταν σε θέση να εξάγει το πετρέλαιο σε υψηλότερες τιμές.
Τα τελευταία χρόνια, το Ιράκ βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό, στο εισόδημα πετρελαίου ως κύρια πηγή εθνικών αποταμιεύσεων και επενδύσεων. Τα έσοδα από τα πετρέλαια επέτρεψαν στις κυβερνήσεις να αποφύγουν την επιβολή φόρων για την χρηματοδότηση επενδύσεων. Στον βαθμό που οι κυβερνήσεις παρείχαν επιδοτήσεις τροφίμων και κοινωνικές υπηρεσίες με χαμηλό κόστος, επέτρεψαν στην κοινωνία να έχει υψηλότερο επίπεδο κατανάλωσης από το εθνικό εισόδημα, εκτός του πετρελαίου. Με άλλα λόγια η διαθεσιμότητα των εσόδων από πετρέλαιο, δημιουργεί μια κοινωνία η οποία μπορεί να συμμετέχει στην ανανέωση, χωρίς να χρειάζεται να δανειστεί για να στηρίξει ένα συγκεκριμένο βιοτικό επίπεδο.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ένας βασικός παράγοντας που συνέβαλε στην γενική στροφή προς μια περισσότερο φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, ήταν η επιθυμία ανάπτυξης στενότερων σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η πολιτική ιδιωτικοποίησης προήλθε από την οικονομική σκοπιμότητα. Η μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο και η άνοδος του εξωτερικού χρέους, έπεισε την κυβέρνηση ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αναλάβει το καθήκον να παράγει μέρος της οικονομίας και με απαιτήσεις συναλλάγματος.
Η ιδιωτικοποίηση της γεωργίας απέτυχε να αυξήσει την παραγωγή, λόγω μεγάλου αριθμού αγροτών – εργατών, καθ’ όσον οι αγρότες στελέχωσαν τις Ένοπλες Δυνάμεις. Η απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου απέτυχε να πείσει τον ιδιωτικό τομέα, να επαναπατρίσει τα αλλοδαπά του κεφάλαια. Δημιουργήθηκαν επίσης και άλλα προβλήματα, διότι ενώ το κράτος ενδιαφερόταν να μετατοπίσει ορισμένα από τα οικονομικά καθήκοντα και ευθύνες μέσω της μεταβίβασης της ιδιοκτησίας της επιχείρησης, το έπραξε χωρίς να δημιουργήσει πρώτα το νομικό, οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο, που ήταν απαραίτητο για την ορθή λειτουργία του ιδιωτικού τομέα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ταχύτητα που έγινε αυτή η μεταφορά, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να πωλούνται σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την λογιστική τους αξία.
Ένα σοβαρότερο πρόβλημα, ήταν το αποτέλεσμα της αναδιανομής του εισοδήματος της ιδιωτικοποίησης, ως αποτέλεσμα της κατάργησης των επιδοτήσεων σε επιχειρήσεις που παράγουν ή διανέμουν βασικά καταναλωτικά αγαθά με χαμηλό κόστος, για τους καταναλωτές με χαμηλό ή σταθερό εισόδημα. Δεδομένου ότι το προσωπικό εισόδημα δεν αυξήθηκε για να αντισταθμίσει την διάβρωση της αγοραστικής δύναμης, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του βιοτικού επιπέδου εκατομμυρίων Ιρακινών. Μια σειρά αλλαγών που εισήχθησαν το 1989, για να αντιμετωπίσουν την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης περιελάμβαναν αύξηση στον μηνιαίο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, επιλεκτικές περικοπές τιμών των κρατικών προϊόντων, πάγωμα των τιμών ενός έτους για όλα τα καταναλωτικά αγαθά και τις υπηρεσίες, αύξηση της επιδότησης που καταβάλλεται στους παραγωγούς των γεωργικών προϊόντων, καθώς και την μείωση του ποσού του συναλλάγματος, που μπορούν να μεταφέρουν πρώην εργαζόμενοι.
Όταν τα μέτρα του 1989, απέτυχαν να αντιμετωπίσουν την επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και η κυβέρνηση άρχισε να κοιτάζει νότια, στο Κουβέιτ. Τα έσοδα από το πετρέλαιο ήταν πάντα η μόνη σημαντική πηγή της χώρας, που εξασφάλιζε οικονομική βιωσιμότητα, ανάπτυξη και ανασυγκρότηση. Επιπλέον αποτελεί τη μόνη πηγή κεφαλαίων, για τη πληρωμή των εισαγωγών, για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, αλλά και ως βάση για την πιστοληπτική ικανότητα και τον νέο δανεισμό. Γίνεται σαφές ότι το πετρέλαιο έχει καταστεί απαραίτητο για την οικονομική ανάκαμψη, αλλά κυρίως για την πολιτική σταθερότητα.
Θεωρητικά οι εξαγωγές πετρελαίου και οι τιμές του Ιράκ, καθορίζονται σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΠΕΚ. Στην προσπάθεια του το Ιράκ για υψηλότερες τιμές και σταθερά αυξανόμενο επίπεδο πετρελαϊκών εσόδων, είχε την υποστήριξη και άλλων χωρών παραγωγών πετρελαίου, όπως η Βενεζουέλα, το Ιράν, η Αλγερία, η Λιβύη και η Νιγηρία.
Η ορατή παρουσία των δυτικών δυνάμεων στην Σαουδική Αραβία, τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και μετά τον πόλεμο του Κόλπου, έδωσε στους Ισλαμιστές εξτρεμιστές, νέους λόγους για να επιτεθούν στην «διεφθαρμένη» Δυτική επιρροή. Αν και οι μαχητές Ισλαμιστές, πίστευαν σθεναρά ότι κάτι έπρεπε να γίνει με το Σαντάμ, ωστόσο δεν χαιρέτησαν την προοπτική της Αμερικανικής παρέμβασης, ως λύση.
Ο Μπίν Λάντεν, προειδοποίησε τους Βασιλείς ότι εάν επέτρεπαν στους στρατιώτες των ΗΠΑ να πλησιάσουν στα ιερά τζαμιά της Μεδίνας και της Μέκκας, οι μαχητές Ισλαμιστές δεν θα παραβλέψουν τις παραβιάσεις του Ελ – Ριάντ και της ιερής αρχής του Ισλάμ, όχι μόνο στη Σαουδική Αραβία, αλλά και σε ολόκληρο τον Μουσουλμανικό κόσμο με απότοκο να προβούν σε τρομοκρατικές ενέργειες. Στην προσπάθεια για στρατιωτική ασφάλεια, η Βασιλική οικογένεια κινδύνευε να χάσει την θρησκευτική της νομιμότητα. Διατηρώντας μια μυστική φιλία με την δυναστεία Μπούς, καθώς και τις σχέσεις με τα Ισλαμικά στοιχεία στην Σαουδαραβική κοινωνία από τον φόβο των αντιποίνων, η Σαουδική Βασιλική οικογένεια, αντιμετώπισε μια δύσκολη επιλογή.
Αν και ο Βασιλιάς Fahd, επέλεξε το Αμερικανικό στρατόπεδο, εν τούτοις εξασφάλισε την «επίσημη» ευλογία των ανώτερων Ισλαμιστών κληρικών, που εποπτεύουν την Σαουδική δικαστική εξουσία, προτού τοποθετηθούν «μη – Μουσουλμανικά» στρατεύματα στο Βασίλειο. Γνωρίζοντας ότι μια μεγάλη παρουσία αλλοδαπών, θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιο είδος πολιτιστικής σύγκρουσης, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας, δεν είχε ιδέα για το μέγεθος της τοπικής και διεθνούς αντιπολίτευσης. Είναι εμφανής η δυσαρέσκεια που εξέφρασαν οι Σαουδάραβες, αλλά και ο ευρύτερος Μουσουλμανικός κόσμος. Στην Σαουδική Αραβία, ένα κήρυγμα στο Μεγάλο Τζαμί της Μέκκα, καταγγέλλει την παρουσία των ΗΠΑ, ως δύναμη κατοχής και καλεί τους πιστούς να αντισταθούν σθεναρά.
Η Αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Σαουδική Αραβία, ενέτεινε περαιτέρω διχόνοιες μεταξύ των ανθρώπων, διότι υπήρχαν εκείνοι που πίστευαν ότι οι ΗΠΑ ήταν εκεί για να τους προστατεύσουν, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που ήταν πεπεισμένοι ότι η εισβολή ήταν προσχεδιασμένο κατασκεύασμα από την Αμερικανική κυβέρνηση, για την επέκταση της κυριαρχίας της στον Περσικό Κόλπο.
Οι ΗΠΑ δεν ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν στο Ιράκ, τη δεύτερη θέση στον κόσμο με τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου και να μονοπωλήσει ολόκληρη την παγκόσμια περιοχή. Ο στόχος ήταν να πεισθούν οι Σαουδάραβες ηγέτες ότι χρειάζεται η παρέμβαση του στρατού των ΗΠΑ, γι’ αυτό και οι Αμερικάνοι χρησιμοποίησαν ένα οπλοστάσιο μαζικής εξαπάτησης, για να αποδείξουν την νομιμότητα της εισβολής του Ιράκ το 1991, πείθοντας τον λαό ότι οι Ιρακινοί διαπράττουν απάνθρωπες πράξεις.
Η ένταση των βομβαρδισμών, κατά την διάρκεια των 43 ημερών του Πολέμου του Κόλπου, ήταν τέτοια για τους στρατιωτικούς στόχους και τις βιομηχανικές υποδομές, ώστε δεν ξέφυγαν ούτε σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, μονάδες λιπασμάτων, σιδήρου και χάλυβα, γέφυρες, εγκαταστάσεις πετρελαίου, εργοστάσια, νοσοκομεία, εγκαταστάσεις καθαρισμού και αποχέτευσης νερού. Η έκταση της καταστροφής που προέκυψε από την άγρια ένταση των βομβαρδισμών, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, αναφέρεται σε μία έκθεση που ετοιμάστηκε από μια ειδική αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στο Ιράκ. Το 1991, το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ζωής του Ιράκ, είχε καταστραφεί. Από στρατιωτικής πλευράς, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι 120.000 Ιρακινοί στρατιώτες, σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια του Πολέμου, αλλά παράλληλα και 15.000 Ιρακινοί πολίτες, είχαν χάσει την ζωή τους.
Η αποτυχία στα συστήματα παροχής υγειονομικής περίθαλψης και διοικητικής μέριμνας, η έλλειψη τροφίμων και φαρμάκων, η στέρησης υγειούς ύδατος συμβάλλουν σε περαιτέρω θανάτους, μεταξύ Ιρακινών πολιτών και ιδιαιτέρως των ανηλίκων. Έτσι, σύμφωνα με την Έκθεση ομάδας μελέτης του Χάρβαρντ, τον Μάιο του 1991, είχε προβλεφθεί ότι περίπου 170.000 παιδιά κάτω των πέντε ετών, πεθαίνουν κατά την διάρκεια του έτους, μετά το τέλος του πολέμου, από τις συνέπειες του πολέμου. Επίσης, 28.000 Ιρακινοί έφυγαν αρχικά στο Ιράν και εν συνεχεία άλλα 2.000.000 μετέβησαν ως πρόσφυγες για το Ιράν και την Τουρκία. Επομένως, ο Πόλεμος του Κόλπου δεν είχε ως απόρροια μόνο την οικονομική κατάρρευση αλλά όπως και ο πόλεμος Ιράν – Ιράκ, μείωσε το προσδόκιμο ζωής για τους Ιρακινούς άνδρες κατά δέκα ολόκληρα χρόνια. Όπως αναφέρθηκε η εισβολή στο Κουβέιτ, προέκυψε σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης της Ιρακινής οικονομίας, που δεν είχε καμία προοπτική, λόγω των οικονομικών αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τον πόλεμο. Επιπλέον, η μείωση των εσόδων από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς πετρελαίου σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα, ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Ο Πόλεμος του Κόλπου, ήταν η επανάληψη του πολέμου του Ιράν – Ιράκ, αλλά σε πολύ πιο σκληρή και καταστροφική κλίμακα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το κόστος αντικατάστασης του στρατιωτικού εξοπλισμού που χάθηκε, κατά την διάρκεια του πολέμου, ανέρχεται σε 200 δις δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι το Ιράκ δεν θα μπορεί να αναπληρώσει τον στρατιωτικό εξοπλισμό για λογαριασμό του και επομένως η αντικατάσταση θα είναι πολύ μικρότερη. Ανεξάρτητα αν το Ιράκ θα είναι ελεύθερο, το νομοσχέδιο για την ανασυγκρότηση παραμένει εντυπωσιακό, δεδομένης της μικρού μεγέθους οικονομίας της. Το Ιράκ πρέπει να βρει τους πόρους να ανακτήσει, ότι έχουν καταστρέψει οι δύο διαδοχικοί πόλεμοι, σε λιγότερο από μια δεκαετία.
Καμία χώρα στον τρίτο κόσμο, εκτός από το πλούσιο σε πετρελαϊκούς πόρους Ιράκ, δεν έχει λάβει τόσο μεγάλο εισόδημα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και κατέληξε με βαρύ εξωτερικό και εσωτερικό χρέος, με κατεστραμμένη υποδομή, πεινασμένο πληθυσμό και συγκλονιστική ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος. Αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός (Απρίλιος 1991), δημιουργήθηκε ένα ειδικό ταμείο αποζημίωσης των Ηνωμένων Εθνών, στο οποίο έπρεπε να εκτραπεί ένα ποσοστό των εσόδων από το πετρέλαιο του Ιράκ, για οποιαδήποτε άμεση απώλεια ή ζημία. Τα έσοδα από την πώληση, θα χωριστούν σε δύο μέρη, το 30% για την επίλυση αξιώσεων πολέμου και το 70% για να αγορασθούν τρόφιμα και φάρμακα για το Ιράκ. Μία από τις συνέπειες ήταν η δημιουργία εταιρειών για την ανάπτυξη νέων πεδίων πετρελαίου, ώστε να παρασχεθεί η απαιτούμενη χρηματοδότηση.
Η μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο, υποχρέωσε την κυβέρνηση να υιοθετήσει πολιτικές οικονομικής λιτότητας και περιορισμού. Δραστική μείωση των αμυντικών δαπανών, πάγωμα των έργων υποδομής, μείωση εισαγωγών, υποτίμηση του δηναρίου και μείωση των επενδύσεων στους βιομηχανικούς και γεωργικούς τομείς. Άλλες επιπτώσεις που είχε ο πόλεμος στην Ιρακινή οικονομία, περιλαμβάνουν τις στρατιωτικές δαπάνες, τα μειωμένα έσοδα από το πετρέλαιο, την αποδιοργάνωση του σχεδιασμού, την αναγκαστική εισαγωγή ξένων εργαζομένων, την απώλεια της οικονομικής ανεξαρτησίας, το κόστος της ένταξης ξένων επενδύσεων στο εμπόριο, τη διάθεση μεγαλύτερου μέρους των κρατικών δαπανών για τα άτομα με ειδικές ανάγκες και για τους επιζώντες των θυμάτων πολέμου, την επιτάχυνση της αγροτικής μετανάστευσης και αύξησης των επενδύσεων για την αναδημιουργία της στρατιωτικής βιομηχανίας. Επομένως, ο Πόλεμος του Κόλπου, αποτέλεσε μεγάλη απειλή για την πρόσβαση και την τιμή του πετρελαίου. Γι’ αυτό τον λόγο, οι πράξεις του Σαντάμ ήταν ομόφωνα καταδικαστέες ακόμη και από τα Αραβικά κράτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
1. ALNASRAWI, ABBAS. “IRAQ: ECONOMIC CONSEQUENCES OF THE 1991 GULF WAR AND FUTURE OUTLOOK.” THIRD WORLD QUARTERLY 13, NO. 2 (1992): 335-52. ACCESSED MAY 2, 2019.
2. BATES, BENJAMIN R. “AUDIENCES, METAPHORS, AND THE PERSIAN GULE WAR.” COMMUNICATION STUDIE 55, NO. 3 (2004): 447-63. ACCESSED APRIL/MAY 2019.
3. BUSH, G.H.W. & SCOWCROFT, B. (1998). A WORLD TRANSFORMED. NEW YORK: ALFRED A. KNOPF. ACCESSED APRIL/MAY 2019.
4. BUSH, G.H.W. (1990B, AUGUST 29). RADIO ADDRESS TO THE UNITED STATES ARMED FORCES STATIONED IN THE PERSIAN GULF REGION. PUBLIC PAPERS. WASHINGTON: USGPO. 1174-1175. ACCESSED APRIL/MAY 2019.
5. BUSH, G.H.W. (1990C, SEPTEMBER 11). ADDRESS BEFORE A JOINT SESSION OF THE CONGRESS ON THE PERSIAN GULF CRISIS AND THE FEDERAL BUDGET DEFICIT. PUBLIC PAPERS. WASHINGTON: USGPO. 1218-1222. ACCESSED APRIL/MAY 2019.
6. BUSH, G.H.W. (1990D, SEPTEMBER 16). ADDRESS TO THE PEOPLE OF IRAQ ON THE PERSIAN GULF CRISIS. PUBLIC PAPERS. WASHINGTON: USGPO. 1239-1240. ACCESSED APRIL/MAY 2019.
7. BUSH, G.H.W. (1990E, SEPTEMBER 28). REMARKS FOLLOWING DISCUSSIONS WITH AMIR JABIR AL AHMAD AL-JAMIR AL SABAH OF KUWAIT. PUBLIC PAPERS. WASHINGTON: USGPO. 1317-1319. ACCESSED APRIL/MAY 2019.
8. BUSH, G.H.W. (1990F, OCTOBER 1). ADDRESS BEFORE THE 45TH SESSION OFTHE UNITED NATIONS GENERAL ASSEMBLY IN NEW YORK, NEW YORK. PUBTIC PAPERS. WASHINGTON: USGPO. 1330-1334. ACCESSED APRIL/MAY 2019
9. BUSH, G.H.W. (1990G, NOVEMBER 22). REMARKS TO THE UNITED STATES ARMY TROOPS NEAR DHAHRAN, SAUDI ARABIA. PUBLIC PAPERS. WASHINGTON: USGPO. 1668-1670. ACCESSED APRIL/MAY 2019.
10. MILANO, FRED. “GULF WAR SYNDROME: THE “AGENT ORANGE” OF THE MINETIES.” INTERNATIONAL SOCIAL SCIENCE REVIEW, 2ND SER., 75, NO. 1 (2000): 16-25.
Association for International & European Affairs | ΟΔΕΘ