Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Μια κοινωνική προσέγγιση στη θέση της γυναίκας ανά τον κόσμο

Γράφει η Σοφία Πιτυκάκη

Από τις απαρχές των ανθρώπινων κοινωνιών, η θέση του γυναικείου φύλου σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αποτελεί ζήτημα, που απασχόλησε την πλειοψηφία της ανθρωπότητας παγκοσμίως, η δράση της οποίας αλλάζει συνεχώς τα δεδομένα του ευρύτερου κοινωνικού ιστού και τον ζυγό της ισότητας μεταξύ των φύλων. Ωστόσο, παρατηρείται πως η εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού δεν επιφύλαξε αυτονόητα και γραμμικά την φυλετική ισότητα και κυρίως ισοτιμία παρά το γεγονός, ότι μέχρι και σήμερα το ζήτημα αποτελεί ένα απ’ τα σημαντικότερα θέματα συζήτησης, τόσο εντός των θεσμικών πλαισίων, όσο και μεταξύ αυτοτελών ομάδων. Το γεγονός αυτό καθαυτό αποδεικνύει, πως η ανισότητα των φύλων αποτελεί μια παθογένεια ενός ευρύτερου συστήματος και όχι ένα μεμονωμένο πρόβλημα προς επίλυση. Εξετάζοντας εν συνεχεία, σύγχρονες περιπτώσεις και πρότυπα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, θα καταδείξουμε την ουσιαστική αιτία που κρατά, εκτός των άλλων και τη γυναίκα σε μια δυσμενή και άνιση θέση.

            Πρώτο σταθμό της παρούσας έρευνας αποτελεί η Ciudad Juarez. Η πόλη αυτή είναι τμήμα της πολιτείας Chihuahua του Μεξικού και αποτελεί ένα γεωγραφικά κομβικό σημείο, καθώς βρίσκεται μεταξύ των συνόρων Μεξικού και ΗΠΑ, και αποτελεί την πρώτη χώρα παγκοσμίως σε ποσοστά γυναικοκτονιών. Το 2005 εισήλθε στην NAFTA, έναν περιφερειακό οργανισμό εμπορίου για τα κράτη της Λατινικής Αμερικής, που ουσιαστικά καταργεί τους μεταξύ τους εμπορικούς δασμούς, γεγονός που οδήγησε στην κατά κόρον οικοδόμηση και εγκατάσταση των επονομαζόμενων maquiladoras, μονάδων παραγωγής υπεργολαβικών ειδών και εξαρτημάτων για μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε όλη την περιοχή. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην έντονη αστικοποίηση της περιοχής αυξάνοντας, έτσι τον πληθυσμό της και κατατάσσοντας την στην 4η πιο πυκνοκατοικημένη πόλη του Μεξικού. Παραλλήλως, οι συνθήκες εργασίας δεν αναβαθμίστηκαν και ίσως όδευσαν προς το αντίθετο, με αποτέλεσμα οι maquiladoras να απασχολούν το 60% του εργατικού δυναμικού της πολιτείας με ημερομίσθιο 5 δολάρια ΗΠΑ μέγιστο. Το εργατικό αυτό δυναμικό κατοικεί σε εργατικές συνοικίες/παραγκουπόλεις και ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αυτού (58%) είναι γυναίκες. Σε αυτές τις οικονομικές συνθήκες που επηρεάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού της περιοχής και λόγω της γεωγραφικής της τοποθεσίας, η Ciudad Juarez μετατράπηκε στο μεγαλύτερο διαμετακομιστικό κέντρο ναρκωτικών ανάμεσα σε ΗΠΑ και Μεξικό, με το τοπικό καρτέλ να αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις παγκοσμίως και να διακινεί περίπου το 50% των ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Το σύνολο αυτών των παραγόντων οδήγησε στη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας. Συγκεκριμένα, οι δολοφονίες γυναικών από τρεις το χρόνο πριν το 1993, χρονιά που συμπίπτει με την υπογραφή της NAFTA και την άνοδο σε ισχύ του καρτέλ ναρκωτικών της πόλης, δεκαπλασιάστηκαν στις τρεις το μήνα τη χρονιά εκείνη, ρυθμός που έμεινε περίπου σταθερός για τα επόμενα δώδεκα τουλάχιστον χρόνια. Οι δολοφονίες, μη συμπτωματικά, αφορούν κυρίως νεαρές γυναίκες των κατώτερων οικονομικά τάξεων και πάνω από το 50% είναι κάτω των 19 ετών. Οι ακόλουθες αστυνομικές έρευνες απέτυχαν να καταδείξουν κάποιον προφανή ιθύνοντα. Ωστόσο, σύμφωνα με την έρευνα της δημοσιογράφου Diana Washington Valdez, που δέχτηκε δεκάδες απειλές, ώστε να μην δημοσιεύσει στο αντίστοιχο βιβλίο της αυτές τις πληροφορίες, ως δράστες κατονομάζονται μια ομάδα μελών πλούσιων οικογενειών της περιοχής (Los Juniors), καθώς και μέλη του καρτέλ, γεγονός που αποδεικνύεται από τη συσχέτιση παρόμοιου κύματος δολοφονιών στη Γουατεμάλα, όπου το ίδιο καρτέλ έχει συμφέροντα και δύναμη.

            Στη συνέχεια, μεταφέροντας γεωγραφικά την έρευνα στον σύγχρονο Δυτικό κόσμο, παρατηρείται μια έντονη διαστρέβλωση της έννοιας της γυναικείας ανεξαρτησίας, εξ’ ολοκλήρου εκφραζόμενη από την κουλτούρα που προάγει η «Trap» μουσική, η οποία έχει αποκτήσει ένα εξαιρετικά ευρύ κοινό ανάμεσα στη νέα γενιά. Μέσα σε ένα τυπικό videoclip της εν λόγω μουσικής, ο ρόλος της γυναίκας αποκτά μια διττή αλλά και στις δυο περιπτώσεις καταδικαστέα υπόσταση, αφενός τον ρόλο του κοσμητικού αντικειμένου σε συνδυασμό πάντα με την αντίστοιχη χρηματική επίδειξη από τον τραγουδιστή, ενώ παράλληλα όλα λαμβάνουν χώρα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κουλτούρας προώθησης των ναρκωτικών, αφετέρου – και εδώ προκύπτει η διαστρέβλωση- η αναπαραγωγή του προτύπου της γυναίκας που δέχεται και επικροτεί αυτή την κατάσταση και η συγχώνευση του με το πρότυπο της δυναμικής και ανεξάρτητης γυναίκας του αιώνα μας. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται στην παραπάνω διατύπωση, μια γυναίκα εργαζόμενη, μια γυναίκα επιστήμονας ή καλλιτέχνης, μια σπουδάστρια ή μια γυναίκα που έχει αφιερωθεί στα οικιακά, τίθενται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στη μουσική βιομηχανία και στην πρώτη θέση της σκέψης του κοινωνικού συνόλου, που εκτίθεται σε αυτά τα ακούσματα, εισέρχεται η γυναίκα που εργαλειοποιείται με τον πλέον σεξιστικό τρόπο, αλλά αντιφατικώς, αποτελεί παράλληλα και δυναμικό role model προς μίμηση για τη σύγχρονη γυναίκα. Ο περί αντιφάσεων λόγος, μπορεί να επισφραγιστεί με την έμμεση προώθηση αυτών των βλαβερών, για την γυναίκα εν γένει, προτύπων, από νεότερου τύπου αυτοαποκαλούμενα «φεμινιστικά» κινήματα, με εξίσου μεγάλη απήχηση και δραστηριοποίηση στον χώρο των social media. Ο όρος «έμμεση» που χρησιμοποιήθηκε παραπάνω, αφορά κυρίως στην προώθηση μιας ευρύτερης λογικής δίχως σαφή συλλογιστική πορεία και οργανωτικό πυρήνα, που επικροτεί τα παραπάνω πρότυπα και καταδεικνύει ως βασικό υπαίτιο της έμφυλης βίας το ανδρικό φύλο, αγνοώντας την βιομηχανία που στήθηκε και ανθίζει στη βάση και στη συντήρηση ακριβώς αυτών των προτύπων τα τελευταία αρκετά χρόνια.

            Τελευταίος σταθμός της παρούσας έρευνας θα αποτελέσει ο χώρος της Μέσης Ανατολής και συγκεκριμένα η γειτονική Τουρκία. Η επιλογή αυτής της χώρας προκύπτει εσκεμμένα, καθώς αποτελεί την χώρα – δίοδο προς την Ευρώπη και θεωρητικά η γεωγραφική εγγύτητα λειτουργεί και σαν δίαυλος για την μετάδοση ιδεών και αξιών. Δυστυχώς, παρατηρείται, στις τεταμένες συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου και θρησκευτικού φανατισμού που επικρατούν, το φαινόμενο που ονομάζεται και ως «Çocuk gelin» ή αλλιώς «παιδιά νύφες». Το 40% των ανήλικων κοριτσιών στη Τουρκία αναγκάζονται να παντρευτούν, σύμφωνα με το Τούρκικο Φιλανθρωπικό Ταμείο, ενώ ο γάμος με κορίτσια ηλικίας 9 ετών έχει θεσμοθετηθεί και νομικά από τον Πρόεδρο T. Erdogan. Η άφιξη περίπου τριών εκατομμυρίων Σύριων προσφύγων στην Τουρκία έχει χειροτερεύσει τα πράγματα. Παραδειγματικά, αναφέρεται το Εκπαιδευτικό και Ερευνητικό Νοσοκομείο Kanuni Sultan Süleyman, το οποίο περιέθαλψε 115 έγκυες ανήλικες κοπέλες, συμπεριλαμβανομένων 39 συριακής εθνικότητας, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και 9ης Μαΐου 2017. Το νομικό πλαίσιο συμπληρώνει και η θρησκευτική αποδοχή, ιδεολογική αλλά και πρακτική (τέλεση γάμων), γεγονός που λειτουργεί, ως εξασφάλιση της ανοχής του κοινωνικού συνόλου σε ένα επί του πρακτέου βαθύτατα θεοκρατικό κράτος. Αξίζει επίσης, να αναφερθεί, αναφορικά με την διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης, ο προκάτοχος του Erdogan, Abdullah Gül, ο οποίος  νύμφευτηκε με ανήλικη, την γυναίκα του Hayrünnisa, όταν εκείνη ήταν 15 ετών. Ο τουρκικός τύπος και τα λοιπά μέσα τον επικρότησαν εκτενώς για την ανάληψη της προεδρίας και αποσιωπώντας την προσωπική του ζωή, οδήγησαν σε μια λογική ακολουθία λανθασμένων προτύπων στην κοινή γνώμη. 

            Συμπερασματικά, από την παραπάνω έρευνα προκύπτουν κάποια σταθερά μοτίβα παραγόντων που συντρέχουν και στις τρείς περιπτώσεις. Πρώτον, άμεση σύνδεση της οικονομίας και της βιομηχανίας και των αντίστοιχων συμφερόντων με φαινόμενα βίας κατά των γυναικών. Δεύτερον, κρατική και θεσμική ανεπάρκεια και αποφυγή ανάληψης ευθυνών. Τρίτον εμφανής, οργανωμένη και καθοδηγούμενη διαστρέβλωση της κοινής γνώμης. Εκείνο που γίνεται πλέον φανερό, είναι πως δεν πρόκειται για κάποια «ανώτερη» δυσαρέσκεια έναντι του γυναικείου φύλου, αλλά για μια συνειδητή συντήρηση πατριαρχικών προτύπων  από το γενικότερο πολιτικό – οικονομικό σύστημα, που στοχεύει, αφενός στην αποδυνάμωση της μερίδας εκείνης του πληθυσμού που αποτελούν οι γυναίκες, αφετέρου σε ελεγχόμενες αντιδράσεις, που όμως ουσιαστικά δεν επιλύουν το πρόβλημα, διότι εστιάζουν σε αυτό σαν μεμονωμένη κατάσταση και όχι σαν τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου και τρίτον στη διάσπαση της κοινής γνώμης. Εν κατακλείδι, είναι λογικό, σε περιόδους και γεωγραφικές περιφέρειες, όπου εκλείπουν τα παραπάνω, να παρατηρείται κατακόρυφη μείωση των προαναφερθέντων φαινομένων.

Βιβλιογραφία:

  1. Burak Bekdil, “Child brides in Turkey”, Gatestone Institute International Policy Council, 1/8/2018
  2. Inter-American Commission on human rights, “THE SITUATION OF THE RIGHTS OF WOMEN IN CIUDAD JUÁREZ, MEXICO: THE RIGHT TO BE FREE FROM VIOLENCE AND DISCRIMINATION”, Organization of American States, 7/3/2003
  3. Ronald Weitzer and Charis E. Kubrin, “Misogyny in Rap Music – A Content Analysis of Prevalence and Meanings”, The George Washington University, Washington, D.C, 29/03/2009
  4. Πηγή φωτογραφίας: https://www.change.org/p/the-united-nations-to-end-the-crimes-against-women-and-girls-in-ciudad-ju%C3%A1rez-mexico