Γράφει ο Σταύρος Μαρτινάκης
Γενικά σχόλια της Επιτροπής Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων
Αρμόδιο όργανο, προκειμένου να κριθεί κάθε φορά η εφαρμογή ή μη του ΣΟΚΠΔ, αποτελεί η Επιτροπή Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων (εφεξής Επιτροπή). Μολαταύτα η τελευταία δεν προβλέπεται στο ΣΟΚΠΔ, το οποίο αναθέτει την αρμοδιότητα ελέγχου του στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (εφεξής ECOSOC), εν αντιθέσει με άλλα διεθνή κείμενα που ρητά ορίζουν τη δική τους επιτροπή. Οι αρμοδιότητες, που το ΣΟΚΠΔ παρέχει στο ECOSOC, σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες αρμοδιότητες, που το τελευταίο διαθέτει, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη σύστασης ενός ειδικότερου οργάνου, της Επιτροπής. Η Επιτροπή ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1978 ως μία απλή ομάδα εμπειρογνώμων· σήμερα είναι αιρετή με τα μέλη της να προσπαθούν να συγκεράσουν τη γεωγραφική εκπροσώπηση όλων των κρατών, που συμμετέχουν στο ΣΟΚΠΔ. Το κυριότερο έργο της είναι ο έλεγχος εφαρμογής του ΣΟΚΠΔ, ήτοι οι αρμοδιότητες των άρθρων 16-22 που προβλέπονται για το ECOSOC.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή έχει προχωρήσει στη διατύπωση 26 γενικών σχολίων, που συμβάλλουν στην καλύτερη ερμηνεία του συμφώνου, στην επίλυση πιθανών αποριών, στη διευκρίνιση των θολών σημείων του συμφώνου και επακόλουθα στην καλύτερη δυνατή εφαρμογή του. Τα σχόλια υπ΄ αριθμόν 11 και 13 αναφέρονται αποκλειστικά στην εκπαίδευση. Με βάση αυτά θα επεξηγηθούν ορισμένα σημεία των άρθρων, ώστε να δοθεί μια σφαιρική εικόνα για τις νομικές ρυθμίσεις των άρ. 13 και 14 του ΣΟΚΠΔ.
Συγκεκριμένα, στο ενδέκατο γενικό σχόλιο αναγνωρίζεται αφενός η ιδιαίτερη φύση του δικαιώματος στην εκπαίδευση, αφετέρου η ενδεχόμενη αδυναμία συμμόρφωσης ορισμένων κρατών στις υποχρεώσεις, που προέρχονται από την εφαρμογή του συμφώνου. Η συγκεκριμένη αδυναμία δικαιολογείται σε ένα βαθμό. Δεν δικαιολογείται, όμως, η αδράνεια, καθώς και το γεγονός ότι σήμερα ένας σπουδαίος αριθμός ανθρώπων εξακολουθεί να στερείται της πρόσβασης στην εκπαίδευση· ο αποκλεισμός από την εκπαίδευση δύναται να αποτελέσει θρυαλλίδα για παραβιάσεις άλλων δικαιωμάτων. Επιπλέον, αναλύονται τα ουσιώδη στοιχεία του άρθρου 14, δηλαδή η υποχρεωτική και δωρεάν παροχή της εκπαίδευσης, η υποχρεωτική κατάθεση, καθώς και η προοδευτική εφαρμογή ενός αναλυτικού σχεδίου για την παροχή της εκπαίδευσης.
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται σε όλους αδιάκριτα και υποχρεωτικά· όλα τα πρόσωπα εγγενώς δικαιούνται την πρόσβαση στην εκπαίδευση ανεξάρτητα από ενδεχόμενη αντίθετη γνώμη των γονέων τους. Το κράτος ακολούθως οφείλει να εγκαταλείψει πρακτικές αποκλεισμού ορισμένων κοινωνικών ομάδων. Η εκπαίδευση επιβάλλεται να προσφέρεται δωρεάν, χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. Αξίζει να αναφερθεί ότι στην έννοια της οικονομικής επιβάρυνσης περιλαμβάνονται τόσο οι άμεσες και οι έμμεσες δαπάνες, όσο και οι ενδεχόμενες εθελοντικές δαπάνες. Η Επιτροπή δύναται εντούτοις να επιτρέψει ad hoc ορισμένες έμμεσες δαπάνες. Αναφορικά με τα κράτη, που τη στιγμή προσχώρησης τους στο σύμφωνο αδυνατούν να προσφέρουν στους πολίτες τους δωρεάν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, υποχρεούνται, εντός προθεσμίας δύο ετών να καταθέσουν ένα σχέδιο επί του ζητήματος και των τρόπων επίλυσής του. Τα δύο έτη ξεκινούν κατά κανόνα από τη στιγμή προσχώρησης του κράτους στο σύμφωνο. Δύναται, ωστόσο, η διετής προθεσμία να ξεκινήσει όχι από τη στιγμή προσχώρησης, αλλά από την ακραία μεταβολή των συνθηκών που εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων του συμφώνου. Εύστοχα επισημαίνεται ότι μία ενδεχόμενη αποτυχία του εγχειρήματος δεν αποσβήνει αυτοδίκαια την ανωτέρω υποχρέωση του κράτους· η υποχρέωση διατηρείται, ωσότου το αποτέλεσμα είναι το επιθυμητό. Αξίζει να επισημανθεί, πως το ζήτημα έλλειψης πόρων δεν αποτελεί επιχείρημα, που δικαιολογεί τη μη εκπλήρωση της υποχρέωσης, καθώς το κράτος μπορεί να ζητήσει τη βοήθεια της διεθνούς κοινότητας, που υποχρεούται να το βοηθήσει. Τέλος, με την αναφορά του άρ. 14 σε «λογικό αριθμό ετών» επιχειρείται η αποτροπή των κρατών να αδρανήσουν και εν τέλει να μην εφαρμόσουν τα σχέδιο τους· παράλληλα τους δίνεται ο απαιτούμενος χρόνος, προκειμένου να οργανωθούν. Εντούτοις σε θέματα, όπως η δωρεάν παροχή της εκπαίδευσης τέτοιος χρόνος ορθά δεν παρέχεται.
Το δέκατο τρίτο σχόλιο επικεντρώνεται στο άρθρο δεκατρία του ΣΟΚΠΔ, και έτσι η έκτασή του είναι αρκετά μεγαλύτερη από το ενδέκατο σχόλιο. Παρ΄ όλα αυτά, θα πρέπει τα σχόλια 11 και 13 να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως ενιαία ενότητα. Λόγω της έκτασής του δεν θα επιχειρηθεί ούτε η εξαντλητική ανάλυσή του, ούτε η περιγραφή ειδικότερων ζητημάτων· θα επισημανθούν αποκλειστικά τα σημεία που θα βοηθήσουν στη διαμόρφωση μιας σφαιρικής εικόνας για το δικαίωμα στην εκπαίδευση.
Το συγκεκριμένο σχόλιο προσπαθεί μέσα από τη συλλεχθείσα εμπειρία να αναδιατυπώσει, να επεξηγήσει και να επεκτείνει έτι περαιτέρω το ήδη μακροσκελές άρθρο 13. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρώτη παράγραφο του άρθρου δεκατρία, που αναφέρεται στους στόχους που η πραγματική παιδεία οφείλει να διαθέτει, επισημαίνεται ότι η λίστα των στόχων δεν παραμένει στάσιμη, καθώς αντικατοπτρίζει την εποχή που διατυπώθηκε· η λίστα αυτή θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται με τις ανάγκες των καιρών. Η Επιτροπή ως τέτοιο παράδειγμα αναφέρει την προστασία του περιβάλλοντος, που δεν προβλέφθηκε στις ρυθμίσεις και τους στόχους του ΣΟΚΠΔ, διότι στις δεκαετίες του 1950 και 1960 δεν είχε εμφανιστεί ακόμη η ανάγκη για οικολογική ευαισθησία. Η δεύτερη παράγραφος σχετίζεται με τις υποχρεώσεις του κράτους και σε αυτήν επισημαίνονται τα βασικά στοιχεία που θα πρέπει να διέπουν τις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στη διαθεσιμότητα που στοιχειοθετείται ως η ύπαρξη κτιρίων, που πληρούν τις αναγκαίες υγειονομικές και όχι μόνο προϋποθέσεις. Επίσης, γίνεται αναφορά στην προσβασιμότητα, την κοινωνική αποδοχή της παρεχόμενης παιδείας, την προσαρμοστικότητα και την προτεραιότητα στο συμφέρον του μαθητή. Όλες οι βαθμίδες εκπαίδευσης και όλα τα συμβαλλόμενα κράτη θα πρέπει να υιοθετήσουν τα ανωτέρω στοιχεία.
Ειδικότερα, όσον αφορά τις βαθμίδες εκπαίδευσης, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αρχικά, δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη στοιχειώδη εκπαίδευση, αλλά αποτελεί το κυριότερο συστατικό της. Με άλλα λόγια, η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι έννοια στενότερη της πρωτοβάθμιας/βασικής εκπαίδευσης. Η εννοιολογική αυτή διαφορά αποτυπώνεται στο άρ. 13 παρ. 2 στ. δ΄: «η στοιχειώδης εκπαίδευση πρέπει να προάγεται ή να εντείνεται κατά το μέτρο του δυνατού γι’ αυτούς που δεν έχουν λάβει βασική εκπαίδευση ή δεν την έχουν συμπληρώσει». Παραταύτα με τελολογική διαστολή οφείλεται να γίνει δεκτό ότι η υποχρεωτικότητα της βασικής εκπαίδευσης που καθιερώνεται στο στ. α΄ επεκτείνεται και στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεί το μεταβατικό στάδιο, το στάδιο προετοιμασίας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για αυτό το λόγο, η υποχρεωτικότητά της θα πρέπει να καθιερώνεται αδιάκριτα και σταδιακά. Αντιθέτως στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, το κριτήριο του αδιακρίτου δεν εφαρμόζεται, καθώς η είσοδος γίνεται βάσει χωρητικότητας και κυρίως βάσει ικανοτήτων· οι ικανότητες και εν γένει τα κριτήρια καθορίζονται από τα κράτη. Επιπλέον, θα πρέπει να παρέχεται με διαφορετικούς και εναλλακτικούς τρόπους, π.χ. τόσο δια ζώσης όσο εξ αποστάσεως. Τέλος, η δημιουργία ενός εθνικού σχεδίου για την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες και ο διαρκής εκσυγχρονισμός του αποτελούν υποχρεώσεις του κράτος. Η ρύθμιση στοχεύει αφενός στην αποφυγή να καταστεί το εκπαιδευτικό σύστημα παρωχημένο, αφετέρου στην προσπάθεια να αυξηθεί το ενδιαφέρον των μαθητών για την εκπαίδευση.
Επιπλέον αξίζουν να αναλυθούν οι δύο τελευταίες παράγραφοι του άρθρου 13, δηλαδή, οι παράγραφοι 3 και 4. Η τρίτη παράγραφος επισημαίνει ότι οι θρησκευτικές και οι ηθικές αξίες συνιστούν τα ερείσματα πάνω στα οποία στηρίζεται το δικαίωμα των γονέων να εγγράψουν τα παιδιά τους σε όποιο σχολικό ίδρυμα επιθυμούν. Απαιτείται οι αξίες αυτές να συμμορφώνονται στα ελάχιστα τουλάχιστον όρια που θέτει η κοινωνία. Συνακόλουθα, υποχρεωτικά ταυτίζονται με τις επιδιώξεις της παραγράφου ένα του άρθρου 13. Η τέταρτη παράγραφος αναφέρει ότι κάθε πρόσωπο νομικό ή φυσικό, ημεδαπό ή αλλοδαπό διαθέτει το δικαίωμα ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το κράτος έχει το δικαίωμα να θέσει ορισμένους περιορισμούς και προϋποθέσεις σε αυτό το δικαίωμα, με την επιφύλαξη, όμως, του μη κλυδωνισμού της αρχής της ισότητας.
Συμπερασματικές σκέψεις
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση είναι δικαίωμα, που μπορούσε να υπαχθεί τόσο στο ΣΑΠΔ και στο ΣΟΚΠΔ, ενώ υποστηρίζεται και η άποψη ότι αποτελεί πέρα από πολιτιστικό και ατομικό δικαίωμα.
Στο ΣΟΚΠΔ η εκπαίδευση ρυθμίζεται στα άρθρα 13 και 14, με το άρθρο 13 να διαθέτει συγκριτικά πιο μεγάλη έκταση από το 14, κυρίως λόγω του ρυθμιζόμενου περιεχομένου του.
Το άρθρο 13 αναφέρεται στις επιδιώξεις που οφείλει να έχει η εκπαίδευση γενικά και καθολικά, στις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης, στο δικαίωμα των γονέων να ορίζουν το κατάλληλο σχολικό ίδρυμα για τα παιδιά τους και στο δικαίωμα κάθε προσώπου αδιάκριτα να ιδρύει εκπαιδευτικά ιδρύματα. Όλα αυτά, φυσικά, με τους εκάστοτε περιορισμούς που τίθενται ή μπορούν να τεθούν.
Στο άρθρο 14 τονίζεται η υποχρέωση κάθε συμβαλλόμενου μέρους να παρέχει τουλάχιστον τη βασική/στοιχειώδη εκπαίδευση στους πολίτες του. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό τη στιγμή της επικύρωσης, υφίσταται προθεσμία δύο ετών, για να οργανώσει το κράτος ένα σχέδιο, που να συντελεί στην εκπλήρωση της υποχρέωσης.
Τα δύο προηγούμενα άρθρα επεξηγούνται με τα γενικά σχόλια 11 και 13, τα οποία προσφέρουν σημαντικότατες διευκρινίσεις για το εύρος εφαρμογής τους.
Μολονότι το σύμφωνο έχει επικυρωθεί από αρκετά κράτη ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας δεν το έχει υιοθετήσει, με συνέπεια οι δράσεις και οι αποφάσεις τόσο του ΟΗΕ, όσο και των άλλων διεθνών οργανισμών, που υπάγονται σε αυτό, ουσιαστικά να στερούνται ουσιαστικής ισχύος. Ωστόσο, το σύμφωνο αυτό καθαυτό συνιστά αναμφισβήτητα ένα σημαντικό νομικό κείμενο, που θωρακίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και συμπληρώνει τις προβλέψεις άλλων διεθνών ή περιφερειακών κειμένων. Οι ρυθμίσεις και οι προβλέψεις του ΣΟΚΠΔ συμβάλλουν στη θέσπιση συγκεκριμένων και αναγκαίων ορίων, προκειμένου τα ιδανικά της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου να γίνουν κτήμα ολόκληρης της διεθνούς κοινότητας. Προς εκπλήρωση αυτών των σκοπών το δικαίωμα στην εκπαίδευση διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο.
Βιβλιογραφία
Crawford J. (1988). The Rights of People. Εκδόσεις Clarendon Press.
Sieghart P. (1983). The International Law of Human Rights. Εκδόσεις Clarendon Press.
Νάσκου-Περράκη Π. (2019). Δικαιώματα του Ανθρώπου. Εκδόσεις Σάκκουλα.
Περάκης Σ. (2019). Διαστάσεις της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, Προς ένα Jus Universalis?. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
Ρούκουνας Ε. (1995). Διεθνής Προστασία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εκδόσεις Εστία.
Νάσκου-Περράκη Π. (2010). Το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στο Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά ∆ικαιώματα. Διαθέσιμο σε: https://naskouperraki.gr/wp-content/uploads/2014/12/%CE%86%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CF%84%CF%8C%CE%BC%CE%BF_%CE%9A%CE%BF-libre.pdf
Γενικά Σχόλια υπ΄ αριθμόν 11 και 13 της Επιτροπής Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων. Διαθέσιμα σε: https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/TBSearch.aspx?Lang=en&TreatyID=9&DocTypeID=11
Πηγή εικόνας:
Mustafa M. (2022). Why is the right to education important?. Egypt Today – The Magazine of Egypt. Διαθέσιμο σε: https://www.egypttoday.com/Article/4/112207/Why-is-the-right-to-education-important