Γράφει η Στυλιανή Ράπτη
«Les Grecs sont étonnants dans l’adversité » (οι Έλληνες είναι καταπληκτικοί στη συμφορά), είναι η φράση που χρησιμοποίησε ο Γάλλος απεσταλμένος του Ναπολέοντα, Πουκεβίλ, προκειμένου να περιγράψει την πορεία των Ελλήνων προς την ανεξαρτησία. Η Ελληνική Επανάσταση, 201 χρόνια από την πραγματοποίηση της, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην ιστορία του ελληνισμού. Μια εξέγερση με καθαρά εθνικό χαρακτήρα, που διατάραξε το status quo της Ευρώπης. Η εθνική αυτή εξέγερση οδήγησε στην δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, μεταβάλλοντας τα δεδομένα της εποχής. Αδιαμφισβήτητα, η Επανάσταση έχει απασχολήσει μέχρι και σήμερα τους ερευνητές, καθώς πρόκειται για ένα πολύπτυχο ζήτημα, που η επίτευξη του δεν ήταν εύκολη και δεν υποστηρίχθηκε εξ’ αρχής. Χρειάστηκε η κινητοποίηση δυνάμεων του ελληνικού χώρου, της διασποράς αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό, διπλωματικό και κοινωνικό επίπεδο.
Με την έναρξη της Επανάστασης, τον χειμώνα του 1821, ξεκίνησε και ο μεγάλος διπλωματικός αγώνας των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήταν καθοριστικός για την πορεία προς την δημιουργία του ελληνικού κράτους. Καθώς η Ιερά Συμμαχία τασσόταν υπέρ της διατήρησης του Παλαιού Καθεστώτος, που με πολλή προσπάθεια αγωνίστηκε να επαναφέρει, μια νέα επανάσταση, που θα απειλούσε την εξασθενημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν κάτι το ανήκουστο. Όλες ανεξαιρέτως οι δυνάμεις καταδίκασαν την εξέγερση των Ελλήνων. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ρούκουνα, η επανάσταση χαρακτηρίστηκε ως μια «αναρχική ενέργεια» (Ρούκουνας 1977, σ. 55), που έπρεπε να αντιμετωπιστεί με εχθρικό τρόπο. Στο σημείο αυτό, χρειάζεται μια αναφορά στις βλέψεις της κάθε δύναμης, προκειμένου να γίνουν αντιληπτές οι μετέπειτα κινήσεις. Παρά το γεγονός ότι η εξασθένιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον εξυπηρετούσε, ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ διένυε κατά τον Ρούκουνα, «μιαν φάσιν συντηρισμού» (Ρούκουνας 1977, σ. 56). Δεν επιθυμούσε την πραγματοποίηση καμίας επανάστασης και δε δίστασε να την αποκηρύξει πλήρως, όπως και τους ηγέτες αυτής. Στην ίδια κατάσταση βρισκόταν και η Αυστρία, η οποία επεδίωκε την αρχή της νομιμότητας, αλλά ταυτόχρονα δεν ήθελε και καμία τσαρική εμφάνιση στα Βαλκάνια, που θα μείωνε την αυστριακή επιρροή. Τη ρωσική επιρροή εχθρεύονταν ακόμα περισσότερο από την Αυστρία, η Μεγάλη Βρετανία, η οποία ήθελε την ασφάλεια των Ινδιών, αλλά και τη διατήρηση της ναυτικής της επιρροής στο Γιβραλτάρ, τη Μάλτα και τα Επτάνησα (Χριστοδουλίδης 2004, σ. 62). Τη Γαλλική εξωτερική πολιτική χαρακτήριζε η παραδοσιακή φιλία προς τη Τουρκία, ενώ η Πρωσία είχε ευθυγραμμισμένη εξωτερική πολιτική με την Πετρούπολη.
Με το διάγγελμα Υψηλάντη, που υπαινίσσονταν ρωσική βοήθεια, η Ρωσία αλλά και οι υπόλοιπες Δυνάμεις καταδίκασαν την εξέγερση, χωρίς όμως στρατιωτική επέμβαση, κάτι που οφειλόταν στις ενέργειες του μετέπειτα κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια. Τότε ο Σουλτάνος, εκμεταλλευόμενος την αρνητική στάση των Δυνάμεων, προχώρησε σε εγκληματικές ενέργειες στην Κωνσταντινούπολη, στον Ελλαδικό χώρο αλλά και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Μάλιστα πέρα από τη σφαγή των χριστιανών, ο Σουλτάνος διέταξε τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, γεγονός που προκάλεσε αποτροπιασμό τόσο στον τσάρο, όσο και στη κοινή γνώμη. Η Ρωσία απαίτησε από τον Σουλτάνο την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων ορθόδοξων εκκλησιών, την εξασφάλιση της προστασίας των χριστιανών υπηκόων, την επαναφορά του καθεστώς, που υπήρχε πριν την εξέγερση του Υψηλάντη στις παρίστριες[1] ηγεμονίες, αλλά και τη διάκριση ένοχων και αθώων κατά την αναστολή της επανάστασης. Αυτούς τους όρους, τους οποίους αρχικά η Τουρκία αρνήθηκε να εκτελέσει, η Ρωσία τους ανακοίνωσε στις υπόλοιπες Δυνάμεις, οι οποίες ανησύχησαν λόγω της επικείμενης ρωσικής εισβολής. Έτσι, προσπάθησαν να μεσολαβήσουν, ώστε να μη γενικευτεί η διαφωνία. Σε αυτό το σημείο, διαφαίνεται ένας διπλωματικός ανταγωνισμός μεταξύ του αυστριακού Μέττερνιχ και του Καποδίστρια, με τον πρώτο να επιδιώκει την αποκλειστική διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων με την Κωνσταντινούπολη και τον δεύτερο να προσπαθεί με κάθε μέσο να τον παρεμποδίσει. Εν τέλει, ο Σουλτάνος ενδίδει στις αξιώσεις του Τσάρου και γίνεται μια συνθηκολόγηση μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας, που ευχαριστεί τον Μέττερνιχ (Χριστοδουλίδης 2004, σ. 67). Εντωμεταξύ, οι Έλληνες που ενώ κατάφεραν σημαντικές νίκες και την ψήφιση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Επιδαύρου», σε εκείνο το σημείο αφέθηκαν σχεδόν αβοήθητοι στον αγώνα, αλλά και στις μεταξύ τους έριδες, που είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνιση τους.
Εκείνη ακριβώς τη χρονιά, το 1823, τότε που το ελληνικό ζήτημα έμοιαζε έρμαιο των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, η ανάληψη των καθηκόντων του Φόρειν Όφις από τον φιλελεύθερο, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, Κάνινγκ άλλαξε την ροή των γεγονότων προς όφελος των επαναστατών. Η στάση της Αγγλίας απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έγινε πιο σκληρή, ενώ την άνοιξη του 1823, η Αγγλία αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπόλεμους. Ταυτόχρονα, εγκρίθηκε η σύναψη δύο δανείων τα επόμενα χρόνια. Οι κινήσεις αυτές της Αγγλίας ανησύχησαν την Ρωσία, η οποία αναζωπύρωσε τις διπλωματικές της δραστηριότητες. Με μια πράξη μυστικής διπλωματίας, οι πιο έμπιστοι διπλωμάτες του τσάρου ανακοίνωσαν στις υπόλοιπες Δυνάμεις τη σύσταση ενός σχεδίου, που προέβλεπε τη σύσταση τριών αυτόνομων ηγεμονιών στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος θα είχε πλήρη αυτονομία, υπό τον όρο να επιβάλλει φόρο υποτέλειας στο οθωμανικό κράτος. Καθώς η εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων με αυτό το σχέδιο ήταν προφανής, καμία από τις άλλες χώρες δεν το αποδέχθηκε. Η Αυστρία μάλιστα πρότεινε για πρώτη φορά την ανεξαρτησία της Ελλάδας, προκειμένου να αποτρέψει τη ρωσική επιρροή. Το σχέδιο αργότερα δημοσιεύτηκε στην γαλλική εφημερίδα Le Constitutionnel, προκαλώντας αγανάκτηση στους Έλληνες και τους έστρεψε πλέον προς την Αγγλία, οδηγώντας τους ακόμα και στο να ζητήσουν την προστασία της[2] (Χριστοδουλίδης 2004, σ. 72).
Όσον αφορά το καθεστώς διαδοχής της ηγεσίας στη Ρωσία, τον Αλέξανδρο διαδέχθηκε ο αδερφός του, Νικόλαος Α΄. Αποφασιστικότερος και απολυταρχικός, ο Νικόλαος ήθελε να λύσει μια και καλή τα ζητήματα που είχαν προκύψει, γι’ αυτό το λόγο, έστειλε τελεσίγραφο στη Τουρκία αξιώνοντας την επαναφορά του καθεστώτος, που υπήρχε πριν το 1821, στις παρίστριες ηγεμονίες. Η Αγγλία προσπάθησε με έντονες διπλωματικές διαπραγματεύσεις να ματαιώσει τις ρωσικές επιδιώξεις, όμως κατέληξε να συμπράξει μαζί της, διότι η σύμπραξη με την Αυστρία θα ήταν ακόμα χειρότερη (Χριστοδουλίδης 2004, σ. 74). Καθώς οι Έλληνες πρέσβεις διατύπωσαν την αποδοχή της αυτονομίας από το ελληνικό κράτος, η Ρωσία και η Αγγλία κατέφυγαν πάλι στη μυστική διπλωματία, υπογράφοντας στις 4 Απριλίου του 1826 ένα μυστικό πρωτόκολλο, για την ειρήνευση της Εγγύς Ανατολής. Φυσικά, το πρωτόκολλο δεν μπόρεσε να μείνει μυστικό. Μεταβλήθηκε το καλοκαίρι του 1827 σε τριμερή συνθήκη, επειδή από τις υπόλοιπες δυνάμεις μόνο η Γαλλία θέλησε να συμμετάσχει, καθώς η πολιτική της απέναντι στην Ελλάδα είχε αλλάξει λόγω της επικράτησης του φιλελληνισμού. Αυτή η συνθήκη προέβλεπε την αυτονομία της Ελλάδας, με καταβολή ωστόσο ετησίου φόρου στο Σουλτάνο, ενώ η Πύλη θα μπορούσε να ασκεί επιρροή στην εκλογή των διοικητών. Επίσης, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των απελευθερωμένων επαρχιών θα εγκατέλειπαν το ελληνικό έδαφος, λαμβάνοντας μια αποζημίωση για ότι άφησαν πίσω. Τέλος, οι Δυνάμεις δεσμεύονταν να μην επιδιώξουν την εκπλήρωση οποιουδήποτε συμφέροντος, ενώ τα σύνορα θα καθορίζονταν αργότερα. Ωστόσο, οι Δυνάμεις με κρυφή ρήτρα στην Συνθήκη θα μπορούσαν να επιβάλλουν δια της βίας ανακωχή, εάν κάποια -ή και οι δύο από τις δύο χώρες δεν συμμορφώνονταν.
Όλα φαινόταν να έχουν σχεδόν πάρει το δρόμο τους. Ο αιφνίδιος θάνατος του Κάνινγκ όμως, προκάλεσε για άλλη μια φορά ανατροπή των γεγονότων. Στη θέση του βρέθηκε ο συντηρητικός στρατάρχης Γουέλινγκτον, ενώ η Πύλη με αναζωπυρωμένες τις ελπίδες της για κυριαρχία, μετά την πτώση της Ακρόπολης, αρνείται να τηρήσει την οποιαδήποτε συμφωνία των Μεγάλων Δυνάμεων. Τότε, κανένας διπλωμάτης , κανένας πολιτικός, αλλά τρεις ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων ο Κόδρινγκτων, ο ντε Ρινύ και ο Χέυδεν παίρνουν στα χέρια τους την κατάσταση, βυθίζοντας το στόλο του Ιμπραήμ Πασά στον κόλπο του Ναβαρίνου στις 20 Οκτωβρίου του 1827. Παρά την αρνητική στάση, που είχαν οι Δυνάμεις απέναντι στο γεγονός, η ναυμαχία του Ναβαρίνου αποτέλεσε την πρώτη ένοπλη παρέμβαση των Δυνάμεων υπέρ των Ελλήνων και σταθμός στην πορεία για την ανεξαρτησία.
Ήταν προφανές πλέον, ότι η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν υπερβολικά αποδυναμωμένη για να καταστείλει την ελληνική επανάσταση (Ρούκουνας 1977, σ. 61) γι’ αυτό και έπρεπε να δεχθεί την ανακωχή. Οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων αποχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκαν στον Πόρο, όπου άρχισαν να συζητούν τα όρια της Ελλάδος. Εκεί ο Καποδίστριας πρωταγωνίστησέ, κάνοντας υπεράνθρωπη διπλωματική προσπάθεια υπέρ του ελληνικού κράτους, καθώς οι όροι με τους οποίους ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις δεν ήταν καθόλου ευνοϊκοί για τους Έλληνες. Όμως, οι διπλωματικές ικανότητες του κυβερνήτη της Ελλάδας, που αποτελούνταν από ένα κράμα ενδοτικότητας στις αξιώσεις των Δυνάμεων αλλά και σταθερότητας στις εθνικές διεκδικήσεις, έφεραν ικανοποιητικά αποτελέσματα, διότι θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν περισσότερα τμήματα στον ελλαδικό χώρο απ’ όσα είχαν συμφωνηθεί αρχικά. Ο Σουλτάνος από την άλλη, δεν είχε καμία διπλωματική επιτυχία. Αρνήθηκε την τήρηση της σύμβασης του Άκκερμαν [3], γεγονός που οδήγησε στο αναπόφευκτο: την κήρυξη πολέμου από τη Ρωσία, αλλά και την εκπλήρωση όλων των αξιώσεων της, χωρίς καμία ουσιαστική δυσκολία από την οθωμανική αυτοκρατορία.
Οι υπόλοιπες Δυνάμεις βρισκόταν σε αμηχανία. Η Ρωσία μόλις είχε πετύχει, όχι μόνο τους σκοπούς της, αλλά και μια νίκη γοήτρου που « θα εξαργύρωνε πολιτικά μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους» (Χριστοδουλίδης 2004, σ. 86). Τι λοιπόν θα μπορούσε να σταματήσει την απροσπέλαστη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κάθοδο της στα Βαλκάνια; Ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Στις 3 Φεβρουαρίου 1830, υπογράφεται στο Λονδίνο από τις Μεγάλες Δυνάμεις το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Με βάση αυτό το πρωτόκολλο, «η Ελλάδα θα αποτελέσει κράτος ανεξάρτητο και θα απολαμβάνει όλα τα πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά δικαιώματα, τα οποία συνεπάγεται η πλήρης ανεξαρτησία». (Χριστοδουλίδης 2004, σ. 87). Έτσι, μετά από σχεδόν 400 χρόνια τουρκοκρατίας, αλλά και μια δεκαετία περίπου Αγώνα, η δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν γεγονός.
« Les Grecs sont étonnants dans l’adversité ». Είναι αδύνατον να μην ξαναχρησιμοποιηθεί εδώ η φράση του Πουκεβίλ. Προσεγγίζοντας την Ελληνική Επανάσταση υπό διπλωματική σκοπιά, αποκαλύπτονται περίπου τα ίδια προβλήματα σε άλλους τομείς, που συνθέτουν την ιστορία της. Οι έριδες, η έλλειψη οργάνωσης, η άγνοια για τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, ήταν λίγα από τα προβλήματα που υπήρξαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα για την ανεξαρτησία. Αυτό επέτρεψε σε άλλους να διαπραγματεύονται, να αποφασίζουν, να συγκρούονται και να συμφωνούν για τη μοίρα των Ελλήνων και το αν θα σχηματιζόταν ελληνικό κράτος ή όχι. Πολλά πρόσωπα και καταστάσεις δεν επέτρεψαν την αναγνώριση της Ελευθερίας, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, η Ελληνική Επανάσταση ξεχώρισε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κ. Μ. Γούντχαουζ, (1978) «Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας», Αθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
- Δ. Καλτσώνης, (2017) «Συνταγματική ιστορία της Ελλάδας», Αθήνα: εκδόσεις ΚΨΜ.
- Εμ. Ρούκουνας, (1977) «Διπλωματική ιστορία 19ος αιών», Αθήνα: Βιβλιοπωλείο Γρηγόρη.
- Π. Στάθης, «Για την Επανάσταση του 1821 και τον χαρακτήρα της».
- Θ. Χριστοδουλίδης, (2004) «Διπλωματική ιστορία τριών αιώνων» Τόμος Δεύτερος, Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
- Πηγή εικόνας: https://www.lifo.gr/culture/eikastika/1821-mesa-apo-25-erga-tehnis
[1]παραδουνάβιες
[2] Πρόκειται για τη γνωστή «Πράξη Υποταγής» στην οποία αναφέρεται ότι «το ελληνικό έθνος δυνάμει της παρούσης πράξεως θέτει εκουσίως την ιερά παρακαταθήκη της αυτού ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της αυτού υπάρξεως υπό την μοναδική υπεράσπιση της Μεγάλης Βρετανίας». Η Αγγλία απέρριψε διακριτικά την πρόταση αυτή.
[3] Η σύμβαση του Άκκερμαν επικύρωνε την αποδοχή από την Πύλη των ρωσικών αιτημάτων και διατάξεων περί Μολδαβίας και Βλαχίας.