Γράφει η Αθηνά Ντεκούλη
Η προσπάθεια επιρροής των άλλων αποτελεί ένα εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Πριν από τη δημιουργία των σύγχρονων κρατών, οι διάφοροι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν μια γκάμα μέσων επιρροής για να φέρουν τους ξένους προς αυτούς λαούς πιο κοντά στα δικά τους ιδανικά. Με το πέρασμα του χρόνου και τη δημιουργία διακριτών κρατών, αυτές οι μονάδες εξουσίας στράφηκαν σε γνώριμες μεθόδους διαμεσολάβησης και άσκησης επιρροής. Η διπλωματία, από την αρχαιότητα, αποτέλεσε την κυρίαρχη πρακτική επιρροής ακολουθώντας τη διεξαγωγή πολέμου. Ωστόσο, η διπλωματική μέθοδος δεν έχει μια αποκλειστική μορφή που μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε κοινωνικό πλαίσιο. Έτσι, διακρίνεται σε διάφορους τύπους με διαφορετική στόχευση ο καθένας. Η δημόσια καθώς και η πολιτιστική διπλωματία είναι ευρείες υποκατηγορίες της που ειδικεύονται στην προβολή του πολιτισμού και της εικόνας ενός έθνους προς άλλους παίκτες του διεθνούς συστήματος. Επίκεντρο της συγκεκριμένης ανάλυσης αποτελεί μια συγκεκριμένη υποκατηγορία της διπλωματίας, που είναι γνωστή ως μαγειρική διπλωματία, η οποία συνδυάζει χαρακτηριστικά τόσο της δημόσιας όσο και της πολιτιστικής διπλωματίας.
Αρχικά, πριν αναλυθεί εκτενώς η έννοια της μαγειρικής διπλωματίας, είναι ευρέως γνωστό ότι το φαγητό αποτελεί απαραίτητο συστατικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Η παρουσία του είναι ζωντανή σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής, από την ανάγκη για επιβίωση μέχρι τις ποικίλες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Πέρα της βασικής ιδιότητας που μπορεί να του κατανεμηθεί, το φαγητό κατέχει, από αρχαιότατα χρόνια, σημαντικό ρόλο και στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων και των διπλωματικών διαδικασιών. Αποτελεί εργαλείο επιρροής, ανταλλαγής μηνυμάτων καθώς και μέσο διάδοσης της κουλτούρας και της ταυτότητας ενός ατόμου ή ολόκληρου λαού. Τα τελευταία χρόνια, όμως, καθώς τα δεδομένα που επικρατούν στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό και παγκοσμιοποιημένο τοπίο αλλάζουν ραγδαία, ο ρόλος του φαγητού ως μέσο επιρροής και άσκησης εξουσίας αυξάνεται στις πρακτικές της δημόσιας διπλωματίας σε όλο τον κόσμο.
Λαμβάνοντας υπόψιν τη σχετική βιβλιογραφία, θεωρείται κρίσιμο να επισημανθεί ότι συναντώνται ποικίλες αναφορές σχετικά με τον ρόλο του φαγητού ως μέσου διαμεσολάβησης καθώς και για τις μεθόδους που μια χώρα μπορεί να ακολουθήσει για να εκμεταλλευτεί την εθνική της γαστρονομική κληρονομιά. Ωστόσο, παρατηρείται μια έντονη σύγχυση εννοιών καθώς συναντώνται διαφορετικοί όροι, όπως η γαστροδιπλωματία και η διπλωματία τροφίμων που ενώ φαινομενικά δείχνουν συνώνυμοι, έχουν εντελώς διαφορετικό νόημα και δεν πρέπει να συγχέονται με την κεντρική έννοια της μαγειρικής διπλωματίας.
Για να αποφευχθεί η παρανόηση, ως μαγειρική διπλωματία (“culinary diplomacy”) ορίζουμε «τη χρήση του φαγητού ή μιας κουζίνας ως εργαλείου για την προώθηση της διαπολιτισμικής κατανόησης με στόχο τη βελτίωση των αλληλεπιδράσεων και της συνεργασίας» (Chapple-Sokol, 2013). Από την άλλη πλευρά, η γαστροδιπλωματία (“gastrodiplomacy”) σηματοδοτεί «μια πράξη με στόχο την κατάκτηση καρδιών και μυαλών μέσω του στομάχου» (Luša & Jakešević, 2017). Με πιο απλά λόγια, είναι μια μορφή ανταλλαγής κουλτούρας φαγητού, ένα εργαλείο προώθησης και ένας τρόπος να επηρεαστεί το κοινό σε πολιτιστικό επίπεδο. Επομένως, ενώ η γαστροδιπλωματία χρησιμοποιείται μερικές φορές εναλλακτικά με τη μαγειρική διπλωματία, η τελευταία είναι ένα μοναδικό είδος επικοινωνίας μέσω του φαγητού.
Ωστόσο, ακόμα και μετά τον ορισμό των δύο εννοιών, η διάκριση μεταξύ τους μπορεί να είναι δύσκολη ειδικά όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους τρόπους με τους οποίους τα σύγχρονα κράτη τις χρησιμοποιούν για να προωθήσουν την επιρροή τους. Η καλύτερη επιλογή για να επιτευχθεί ο νοηματικός διαχωρισμός των εννοιών αποτελεί η στόχευση στο κοινό που απευθύνεται η κάθε πρακτική. Η γαστροδιπλωματία στοχεύει να προσεγγίσει ένα ευρύτερο φάσμα «χρηστών» και να μεταφέρει ένα συγκεκριμένο μήνυμα σε μεγαλύτερους πληθυσμούς άλλων χωρών μέσω του φαγητού, ενώ η μαγειρική διπλωματία έχει πιο περιορισμένο κοινό και περιλαμβάνει την επίσημη διπλωματική επικοινωνία μεταξύ κυβερνήσεων.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για την εμφάνιση της μαγειρικής διπλωματίας ωστόσο, η ύπαρξη φαγητού κατά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων δεν είναι μια αποκλειστική πρακτική του 21ου αιώνα. Αντίθετα, η μαγειρική διπλωματία εφαρμόζεται με διάφορες μορφές από την αρχαιότητα, συνοδεύοντας τις προσπάθειες ηγετών και αυτοκρατόρων να επιβληθούν και να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τα έθνη τους. Παρόλ’ αυτά, μόλις τον 19ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται η βάση της σημερινής μαγειρικής διπλωματίας. Ο Talleyrand ήταν ο πρώτος που κατάλαβε τη σημασία της γαστρονομίας στις διπλωματικές σχέσεις και με τη συνοδεία του σεφ Antonin Carême αναχώρησαν για τη Βιέννη και για το Συνέδριο που ακολούθησε την πτώση του Ναπολέοντα. Αυτό το γαλλικό δίδυμο, το 1814, προσπάθησε να εντυπωσιάσει τους συγκεντρωμένους Ευρωπαίους αντιπροσώπους χρησιμοποιώντας μαγειρική διπλωματία. Η ικανότητα του Talleyrand και το ταλέντο του Carême επέτρεψαν στη Γαλλία, παρά το Βατερλό, να έχει ευνοϊκά αποτελέσματα στο τέλος των σκληρών διαπραγματεύσεων.
Το κύριο ερώτημα, όμως, παραμένει. Πώς η μαγειρική διπλωματία μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο στα χέρια των κρατών; Η ιδέα της ήπιας ισχύος, που πιστώνεται στον διάσημο θεωρητικό των διεθνών σχέσεων Joseph Nye, είναι η πιο κατάλληλη θεωρητική κατασκευή για την εξήγηση της σχέσης μεταξύ φαγητού, πολιτικής και διπλωματίας. Η έννοια της ήπιας ισχύος περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ως επί το πλείστο άυλων στοιχείων, εργαλείων και στρατηγικών, όπως η επιρροή, η εικόνα ή η ιδεολογία με απώτερο στόχο την επιδίωξη μιας έλξης προς τον ασκούντα.
Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι οι πρακτικές της πολιτιστικής διπλωματίας (και εμμέσως της μαγειρικής διπλωματίας) και της ήπιας ισχύος συνδέονται στενά. Τα στοιχεία ήπιας ισχύος, όπως ο πολιτισμός, οι αξίες και οι πολιτικές, είναι όργανα δημόσιας διπλωματίας που μπορεί να αξιοποιήσει ένα έθνος για να μεταφέρει μηνύματα σε οποιοδήποτε κοινό και να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Επειδή, λοιπόν, ο συνδυασμός του φαγητού με τις εθνικές αξίες διευρύνει την απήχηση μιας χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν είναι παράξενο που ορισμένες εθνικές κουζίνες, όπως η μεξικάνικη, και συγκεκριμένα εθνικά πιάτα, όπως η πίτσα, μπορούν να είναι ένα ισχυρό μέσο στην εργαλειοθήκη των κρατών.
Ωστόσο, η χρήση φαγητού στον τομέα της διπλωματίας δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε πρακτικές ήπιας ισχύος. Το φαγητό μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο επίσημα όσο και ανεπίσημα σε διπλωματικές συνομιλίες, με στόχο να εκφράσει φανερά και λανθάνοντα μηνύματα. Έτσι, έχει τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί ως ένα σημαντικό εργαλείο επικοινωνίας, με μεγάλο συμβολισμό. Πιο συγκεκριμένα, το φαγητό μπορεί να εξυπηρετήσει διάφορους σκοπούς, ένας από τους οποίους σχετίζεται με τις διακρατικές σχέσεις. Δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας του για την επιβίωση οποιασδήποτε κοινωνίας, έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη συμπεριφορά διαφόρων παικτών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια συνιστώσα της καταναγκαστικής διπλωματίας, στην οποία η εφαρμογή εμπάργκο και άλλων μέτρων προηγείται της χρήσης βίας για την αλλαγή των στόχων και των πολιτικών των παικτών ή για την πλήρη αποτροπή τους από το να δράσουν. Αυτό δείχνει ότι το φαγητό μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο σκληρής ισχύος, όπως αποδεικνύεται με τη χρήση επισιτιστικών προγραμμάτων, εμπάργκο τροφίμων και αποκλεισμούς.
Το φαγητό μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει το αίσθημα του «ανήκειν». Σε αυτό το πλαίσιο, πολλά κράτη διεκδικούν την προέλευση γνωστών πιάτων ή προϊόντων. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν οι «διαμάχες» μεταξύ Ισραήλ-Παλαιστίνης για την προέλευση του φαλάφελ, καθώς και μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας για τον μπακλαβά. Επ’ αυτού, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει θεσπίσει συστήματα ποιότητας, τα οποία επιτρέπουν στα κράτη μέλη να προστατεύουν τα παραδοσιακά προϊόντα τους με τις γεωγραφικές ενδείξεις «Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης» (ΠΟΠ) ή «Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη» (ΠΓΕ) για τρόφιμα και οίνους, και «Γεωγραφική Ένδειξη» (ΓΕ) για αλκοολούχα ποτά και αρωματισμένους οίνους. Αυτό το εμπορικό σήμα υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η νομική προστασία της γνησιότητας του προϊόντος στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η τελευταία πιθανή χρήση των τροφίμων αφορά το πλαίσιο άσκησης οικονομικής ισχύος. Η μάχη για την εικόνα και τη διεθνή αναγνώριση είναι στις μέρες μας πιο έντονη από ποτέ. Η δραστηριοποίηση ενός έθνους στη διεθνή αγορά είναι ένας τρόπος για να αυξηθεί η επιρροή του και να έχει ισχυρό «λέγειν» στη διεθνή σκηνή. Για παράδειγμα, όταν γίνεται αναφορά σε ευρέως γνωστά καταναλωτικά προϊόντα με συγκεκριμένη επωνυμία, όπως η Coca-Cola ή τα McDonald’s, οι περισσότεροι καταναλωτές θα συσχετίσουν το εμπορικό σήμα με τη χώρα προέλευσης, δηλαδή τις ΗΠΑ.
Η παρουσία φαγητού είναι επίσης χρήσιμη κατά τις επιχειρηματικές διαπραγματεύσεις, καθώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα πιο παραγωγικό και φιλικό περιβάλλον. Σύμφωνα με ένα πείραμα που διεξήχθη από την Καθηγήτρια Lakshmi Balachandra (Babson College), το φαγητό μπορεί να συμβάλει καθοριστικά κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης. Η ίδια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όταν η διαπραγμάτευση γίνεται με παρουσία γεύματος, είτε σε ένα εστιατόριο είτε με φαγητό σε μια αίθουσα επιχειρηματικών συνεδριάσεων, τα κέρδη είναι σημαντικά περισσότερα. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, μια αύξηση κατά 12% για όσους διαπραγματεύτηκαν σε εστιατόρια και κατά 11% για όσους διαπραγματεύτηκαν με παρουσία φαγητού μέσα στις αίθουσες συνεδριάσεων.
Ακόμα, η δοκιμή της κουζίνας μιας χώρας βοηθά τους πολίτες άλλων λαών να αλλάξουν την αντίληψή τους σχετικά με αυτήν. Όταν μια χώρα δεν είναι τόσο γνωστή, ή δεν είναι καλά εδραιωμένη στη διεθνή σκηνή, και δεν διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους για να ξεκινήσει μαζικές εκστρατείες επικοινωνίας ή εκπαίδευσης, τότε πρέπει να ξεχωρίσει σε πιο «ελκυστικούς» τομείς. Μεταξύ του 2000 και του 2010, αρκετές χώρες συνδύασαν τα πολιτιστικά στοιχεία τους με συμβατικές διπλωματικές στρατηγικές, πιο συχνά μέσω της μαγειρικής διπλωματίας και του τουρισμού, για να επηρεάσουν τη διεθνή σκηνή. Η Ταϊβάν, η Ταϊλάνδη και η Νότια Κορέα ξεκίνησαν με επιτυχία προγράμματα που στοχεύουν στην αλλαγή της αντίληψης για τις χώρες τους.
Ενδεικτικά, η Ταϊλάνδη, η οποία ξεκίνησε την πρωτοβουλία της “Global Thai” το 2002, ήταν το πρώτο κράτος που υιοθέτησε επίσημα πρακτικές που εντάσσονται στη γαστροδιπλωματία. Οι στόχοι του έργου ήταν να επεκτείνει σημαντικά τον αριθμό των ταϊλανδέζικων εστιατορίων εκτός της χώρας και να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό για την ταϊλανδέζικη κουζίνα. Η πρωτοβουλία “Global Thai” ήταν μια τεράστια επιτυχία για τη χώρα και είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των ταϊλανδέζικων εστιατορίων στον πλανήτη από 5.500 το 2002 σε 10.000 το 2013. Η Νότια Κορέα, από την πλευρά της, έχει ορίσει ως αποστολή της να βελτιώσει την εικόνα της μέσω προσπαθειών εξαγωγής στοιχείων της λαϊκής της κουλτούρας: η K-pop, οι τηλεοπτικές σειρές και η γαστρονομία έχουν τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας. Τον Απρίλιο του 2009, η Σεούλ ξεκίνησε την εκστρατεία “Korean Cuisine to the World”, με στόχο να τετραπλασιάσει τον αριθμό των κορεατικών εστιατορίων στο εξωτερικό σε σχεδόν 40.000 έως το 2017. Ένα ποσό ύψους 40 εκατομμυρίων δολαρίων χρησιμοποιήθηκε για την υποστήριξη φοιτητών μαγειρικής για συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις τροφίμων και σε σχολές μαγειρικής με υποτροφίες, καθώς και για την προώθηση μαθημάτων κορεατικής μαγειρικής και την ίδρυση σχολών μαγειρικής υψηλού επιπέδου στο εξωτερικό.
Συμπερασματικά, ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά της κατανόησης του πολιτισμού είναι το φαγητό. Μπορεί κανείς να ψάξει μέσα από βιβλία και βιβλιοθήκες για να μάθει για τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους. Ωστόσο, πολλές απαντήσεις μπορούν να δοθούν σε ένα απλό δείπνο. Στη σημερινή διπλωματική σκηνή, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για πρακτικές σκληρής ισχύος, αλλά για έμμεσες διεισδύσεις ήπιας ισχύος. Η μαγειρική διπλωματία, επομένως, μπορεί να προσφέρει λύσεις για να τραβήξει την παγκόσμια προσοχή και να συντελέσει στην αποδοχή των διεκδικήσεων ενός έθνους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Balachandra, L. (2013). Should you eat while you negotiate? Harvard Business Review. Διαθέσιμο σε: https://hbr.org/2013/01/should-you-eat-while-you-negot
Booth, R. (2017). Taiwan launches “gastro-diplomacy” drive. The Guardian. Διαθέσιμο σε: https://www.theguardian.com/world/2010/aug/08/taiwan-launches-gasto-diplomacy-drive
Chapple-Sokol, S. (2013). Culinary diplomacy: breaking bread to win hearts and minds. The Hague Journal of Diplomacy, 8(2), 161–183. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1163/1871191x-12341244
Choukroun, L. (2016). Le chef et le diplomate. Géoéconomie, 78, 175-186. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.3917/geoec.078.0175
For Better Or For Worse, Gastrodiplomacy Is Changing The Way We Eat. (2023). The Daily Meal. Διαθέσιμο σε: https://www.thedailymeal.com/1322559/gastrodiplomacy-changing-what-we-eat/
Hellenic Institute of Cultural Diplomacy. (n.d.). Διπλωματία της Γαστρονομίας – Hellenic Institute of Cultural Diplomacy. https://helleniculturaldiplomacy.com/category/%CE%B5%CF%86%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B1/%CE%B4%CE%B9%CF%80%CE%BB%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%AF%CE%B1%CF%82/
Luša, Đ., & Jakešević, R. (2017). The role of food in diplomacy: communicating and “Winning hearts and minds” through food. Medijske Studije, 8(16), 99–119. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.20901/ms.8.16.7
Nirwandy, N., & Awang, A. A. (2014). Conceptualizing Public Diplomacy Social Convention Culinary: Engaging Gastro Diplomacy Warfare for Economic Branding. Procedia – Social and Behavioral Sciences, 130, 325–332. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1016/j.sbspro.2014.04.038
Σμαΐλης, Γ. (2023). Το κρασί ως εργαλείο Γαστρονομικής Διπλωματίας της Χιλής – Hellenic Institute of Cultural Diplomacy. Hellenic Institute of Cultural Diplomacy. Διαθέσιμο σε: https://helleniculturaldiplomacy.com/%cf%84%ce%bf-%ce%ba%cf%81%ce%b1%cf%83%ce%af-%cf%89%cf%82-%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%b1%ce%bb%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%b3%ce%b1%cf%83%cf%84%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%ce%b4%ce%b9/
Δημητρίου, Θ. (2023). Γαστρονομική Διπλωματία με άρωμα Ελλάδας – Hellenic Institute of Cultural Diplomacy. Hellenic Institute of Cultural Diplomacy. Διαθέσιμο σε: https://helleniculturaldiplomacy.com/%ce%b3%ce%b1%cf%83%cf%84%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%b4%ce%b9%cf%80%ce%bb%cf%89%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%af%ce%b1-%ce%bc%ce%b5-%ce%ac%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b1-%ce%b5%ce%bb%ce%bb/
Rockower, P. (2011). The Gastrodiplomacy Cookbook. HuffPost. Διαθέσιμο σε: https://www.huffpost.com/entry/the-gastrodiplomacy-cookb_b_716555
Smith, G., & Nye, J. S. (1990). Bound to Lead: The changing nature of American Power. Foreign Affairs, 69(3), 176. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.2307/20044428
Vacations, I., & Vacations, I. (2022). It all comes back to the plate: food’s role in understanding culture. Insight Vacations. Διαθέσιμο σε: https://www.insightvacations.com/blog/understanding-culture/
What is food culture? (2023). XYUandBEYOND. Διαθέσιμο σε: https://xyuandbeyond.com/food-culture/
World Wide Words: Gastro-diplomacy. (n.d.). World Wide Words. Διαθέσιμο σε: https://www.worldwidewords.org/turnsofphrase/tp-gas1.htm
Αντωνόπουλος, Δ. (2015). Τι μαγειρεύει η γαστρονομική διπλωματία; Athinorama.gr. Διαθέσιμο σε: https://www.athinorama.gr/restaurants/2507859/ti_mageireuei__i_gastronomiki_diplomatia/
Λίγα λόγια για τα συστήματα ποιότητας. (n.d.). Agriculture and Rural Development. https://agriculture.ec.europa.eu/farming/geographical-indications-and-quality-schemes/geographical-indications-and-quality-schemes-explained_el#:~:text=%CE%97%20%CE%A0%CE%93%CE%95%20%CE%B4%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9%20%CE%AD%CE%BC%CF%86%CE%B1%CF%83%CE%B7%20
Πηγή εικόνας:
Maldera, M. (2020). Gastro-diplomacy: when cuisine turns into diplomacy. Magazine Dichecibo6.it. https://www.dichecibo6magazine.it/en/gastro-diplomacy-when-cuisine-turns-into-diplomacy/