του Ιωάννη Κρόμπα
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ένα θέμα που βρίσκεται συχνά στην επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, από τον καιρό του τουρκικού δημοψηφίσματος και έπειτα υπάρχει μία αύξηση στην επιθετικότητα των δηλώσεων τούρκων αξιωματούχων, ειδικά σε περιπτώσεις όπως μετά την άρνηση της ελληνικής δικαιοσύνης να εκδώσει τους πραξικοπηματίες στη γείτονα χώρα.
Αν και η ένταση φαίνεται να κλιμακώνεται τα τελευταία χρόνια, αυτή η παραδοσιακή σχέση μη-εμπιστοσύνης ( αν όχι εχθρότητας) έχει απασχολήσει πολλούς επιστημονικούς κλάδους και η οικονομική ανάλυση δεν αποτελεί εξαίρεση. Έτσι πολλοί οικονομολόγοι προσπαθούν να ερευνήσουν αν υπάρχει σχέση ανταγωνισμού σε επίπεδο στρατιωτικών δαπανών (armsrace) μεταξύ των δύο χωρών.
Ως “armsrace”ορίζεται η προφανώς ανταγωνιστική και αλληλεξαρτώμενη μεταξύ δυο χωρών αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σε ποιότητα, ποσότητα ή προσωπικό. Έτσι η κάθε μία από τις δυο χώρες δεν έχει έναν απόλυτο στόχο, να δαπανήσει για άμυνα το ποσό εκείνο που εγγυάται την ασφάλεια της, αλλά έναν σχετικό, το να είναι ένα βήμα μπροστά από την ανταγωνίστρια χώρα, την οποία βλέπει ως άμεση απειλή.
Αν η ύπαρξη μία τέτοιας σχέσης μπορεί να τεκμηριωθεί τότε σημαίνει πως η αντιπαράθεση μεταξύ των χωρών είναι ουσιαστική και οι δύο χώρες θεωρούν η μία την άλλη πραγματική απειλή. Αντίθετα, αν δεν εντοπιστεί μία τέτοια σχέση μεταξύ των δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε πως οι δηλώσεις και οι λοιπές ενέργειες που διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των δύο χωρών κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιούνται μόνο για εσωτερική κατανάλωση και οι χώρες ούτε επιθυμούν ούτε επιδιώκουν πραγματική αντιπαράθεση μεταξύ τους.
Στην προσπάθεια τους να απαντήσουν το παραπάνω ερώτημα, αναλυτές έχουν δοκιμάσει πολλά εργαλεία. Από αυτά τα εργαλεία το πιο απλό είναι το μοντέλο εξοπλιστικού ανταγωνισμού του Richardson, το οποίο υποθέτει πως η δαπάνη για στρατιωτικό εξοπλισμό μίας χώρας μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο είναι συνάρτηση του επιπέδου της δαπάνης της ‘‘αντίπαλης’’ χώρας την αμέσως προηγούμενη χρονική περίοδο. Έτσι οι δύο χώρες αντιδρούν η μία στην συμπεριφορά της άλλης σε μία αλληλουχία κινήσεων. Το μοντέλο αυτό, στην δική μας περίπτωση δεν καταφέρνει να τεκμηριώσει την ύπαρξη μίας συστηματικής σχέσης μεταξύ των δαπανών εξοπλισμού των δύο χωρών.
Όμως το συγκεκριμένο μοντέλο ερευνά μόνο την ύπαρξη αυτού συγκεκριμένου είδους σχέσης μεταξύ των μεταβλητών (τις δαπάνες για εξοπλισμούς των δύο χωρών) και δεν απομονώνει τις επιδράσεις άλλων μεταβλητών ( π.χ. οικονομική κρίση). Τέτοιες μεταβλητές επηρεάζουν τη σύνθεση δαπανών μίας χώρας, αναγκάζοντας την να απομακρυνθεί από τη αναμενόμενη συμπεριφορά της (π.χ. Η Ελλάδα ίσως δεν θα μπορούσε να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες όσο θα ήθελε λόγω εξωτερικού περιορισμού, δηλαδή τα μνημόνια. Από την άλλη, η Τουρκία μετά το πραξικόπημα ίσως αύξησε τις στρατιωτικές της δαπάνες, όχι στο πλαίσιο του εξοπλιστικού ανταγωνισμού της με την Ελλάδα, αλλά για να εγγυηθεί την ασφάλεια στο εσωτερικό της μετά από αυτό το ακραίο γεγονός.)
Για να προσπεραστεί το παραπάνω πρόβλημα έχουν χρησιμοποιηθεί και άλλες μέθοδοι για να εντοπίσουν αν οι δύο χώρες επιλέγουν το επίπεδο δαπανών για στρατιωτικό εξοπλισμό συντονισμένα, οι οποίες υποθέτουν ότι ναι μεν υπάρχει μία μακροχρόνια σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών, από την οποία όμως οι δύο μεταβλητές παρεκκλίνουν βραχυχρόνια λόγω επιρροών από τρίτες μεταβλητές (π.χ. Cointegrationtests, Grangercausalitytestsγια τους γνώστες στατιστικής). Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι που βασίζονται στη παραπάνω λογική επιβεβαιώνουν ό,τι και το μοντέλο του Richardson: Οι δύο χώρες διαλέγουν το επίπεδο των δαπανών τους ανεξάρτητα η μία από την άλλη.
Το πιο ολοκληρωμένο πείραμα έγινε στο BirkbeckUniversityofLondon, όπου οι ερευνητές προσπάθησαν να περιγράψουν τη σχέση των δύο χωρών ως ένα παίγνιο, ως ένα δίλλημα του φυλακισμένου, στο οποίο οι δύο χώρες είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ υψηλών και χαμηλών αμυντικών δαπανών και ενώ θα σύμφερε τις δύο χώρες να συμφωνήσουν στο να κρατήσουν χαμηλές αμυντικές δαπάνες, πάντα καταλήγουν στο να διαλέγουν υψηλές αμυντικές δαπάνες, αφού δεν υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης. Το μοντέλο που στη συνέχεια κατασκευάστηκε για να υπολογίσει τις πιθανότητες να ισχύει η παραπάνω συμπεριφορά απέρριψε την υπόθεση οι δύο χώρες να ενεργούν συντονισμένα, ανάλογα με το πόσα είχε ξοδέψει την προηγούμενη χρονική περίοδο η εκάστοτε αντίπαλη χώρα. Αντίθετα, η πιθανότητα κάθε χώρα να διαλέξει μεταξύ υψηλών και χαμηλών δαπανών είναι ανεξάρτητη από την αντίστοιχη πιθανότητα της αντίπαλης χώρας και μάλιστα η επιλογή αυτή περισσότερο δείχνει να επηρεάζεται από μεταβλητές σχετικές με το εσωτερικό των χωρών παρά από εξωτερικούς παράγοντες.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να εξάγουμε το συμπέρασμα πως η περιοδική κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των χωρών μάλλον εξυπηρετεί άλλους σκοπούς, όπως π.χ. πολιτικούς, παρά στο ότι υπάρχει ουσιαστική ανησυχία για τις βλέψεις τόσο της Τουρκίας για την Ελλάδα, όσο και για το αντίθετο, αφού οι δύο χώρες δεν φαίνεται να συμπεριφέρονται σαν να θεωρούν η μία την άλλη πραγματική απειλή.
Πηγές:
· GREECE AND TURKEY: THE CASE STUDY OF AN ARMS RACE FROM THE GREEK PERSPECTIVE, Christos G. Kollias, “ΣΠΟΥΔΑΙ“, Τόμος41, Τεύχος1ο, ΠανεπιστήμιοΠειραιώς.