Γράφει η Δήμητρα Κορνέζου
Διανύοντας μια περίοδο, στην οποία η πληροφορία διαδίδεται με αστραπιαίους ρυθμούς από τα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης, είναι γεγονός πως χωρίς αυτά τα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας ανά τον κόσμο, δεν υφίσταται πολιτική. Ήδη από το 1952, χρονολογία ορόσημο για την εισαγωγή της αλληλεπίδρασης μεταξύ των μέσων ενημέρωσης και της κοινωνίας των Ηνωμένων Πολιτειών, η τηλεόραση κατέκτησε για πρώτη φορά την πολιτική σκηνή. Κατά τη διάρκεια των εκλογών αυτής της περιόδου, η διαδικασία εκσυγχρονίστηκε όταν η τηλεόραση χρησιμοποίησε εργαλεία μαζικής επικοινωνίας για τη διάδοση διαφόρων πολιτικών αιτημάτων. Τα δύο μεγάλα κόμματα, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι, ήταν οι πρώτοι χρήστες αυτών των μέσων επικοινωνίας ως κυρίαρχοι της πολιτικής σκηνής των ΗΠΑ από το 1850. Αυτός ο μακροχρόνιος δικομματισμός δημιουργεί προβλήματα ακόμη και σήμερα, όπως την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των μέσων ενημέρωσης, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των προκριματικών των εκλογών, ενώ ταυτόχρονα θέτει ερωτήματα σχετικά με την τάση των φανατικών οπαδών, κυρίως των Ρεπουμπλικάνων. Παράλληλα, ενισχύει την χρηματοδότηση ως πηγή επιρροής των κομμάτων. Πιο συγκεκριμένα, τα χρήματα που μπορεί να διαθέσει το καθένα για τις εκλογικές του καμπάνιες και εκστρατείες, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους μοχλούς κινητοποίησης, γεγονός που αλλοιώνει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα για έγκυρη ενημέρωση. Επομένως, προκύπτουν ερωτήματα που αφορούν το κατά πόσο είναι αξιόπιστα τα μέσα ενημέρωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες και πώς αντιδράει ο λαός σε αυτά; Με ποιόν τρόπο ερμηνεύεται η τάση φανατισμού των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων;
Σημείο αφετηρίας αποτελεί το γεγονός πως το ποσό των χρημάτων που δαπανώνται για την αμερικανική πολιτική και τις καμπάνιες σε περιόδους εκλογών είναι τεράστιο. Συγκεκριμένα, σχεδόν 10 εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονται για πολιτικές διαφημίσεις. Επομένως, είναι αναμενόμενο πως οι εκστρατείες κομμάτων με περισσότερα χρήματα τείνουν να προσεγγίζουν περισσότερους ψηφοφόρους και αυτό προσφέρει μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσουν τις εκλογές. Αυτή η έντονη τάση εμπορευματοποίησης της πολιτικής στηρίζεται και σε ένα παράδειγμα από το παρελθόν, όταν ο Μπάρακ Ομπάμα επανάφερε το μάρκετινγκ των πολιτικών εκστρατειών στις αμερικανικές εκλογές του 2008. Πιο συγκεκριμένα, ο 44ος πρόεδρος των ΗΠΑ ανακηρύχθηκε από το διάσημο και παγκόσμιας εμβέλειας περιοδικό, Advertising Age, ως ο «marketer της χρονιάς», μια πρωτοφανής νίκη ενός τέτοιου βραβείου για έναν πολιτικό. Αυτή η νίκη επιβεβαιώθηκε και από το εκλογικό αποτέλεσμα, όπου ο Ομπάμα κατάφερε να επικρατήσει με διαφορά 192 εκλεκτόρων και 8,5 εκατομμυρίων λαϊκών ψήφων. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι η διαφήμισή του υποψήφιου στο Διαδίκτυο είχε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του. (Creamer, 2008)
Θεωρείται δεδομένο, λοιπόν, πως τα μέσα ενημέρωσης έχουν θυσιαστεί στο βωμό του χρήματος και της φήμης, γεγονός που δεν ευνοεί τον λαό να πληροφορείται καταλλήλως. Παράλληλα, ανακύπτει η παράδοξη αντίθεση ενός πλούσιου σε πληροφορίες πολιτισμού και μιας κοινωνίας με ένα εκλογικό σώμα λιγότερο ενημερωμένο. Σε αυτή την αντίθεση συμβάλει η ελλιπής διάδοση της πληροφορίας, η οποία θα είχε ιδανικά τη δυνατότητα να ενισχύσει τους δημοκρατικούς κανόνες και αξίες, δίνοντας στους πολίτες περισσότερη δύναμη. Όμως, κατά την διαδικασία ενημέρωσης παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα που επηρεάζουν, τόσο τις αμερικανικές πολιτικές εκστρατείες, όσο και τη δημοκρατία στις ΗΠΑ γενικότερα. Υπάρχουν ορισμένες αιτίες για το συγκεκριμένο παράδοξο. Αρχικά, είναι γεγονός πως τα περισσότερα άτομα είναι σαφώς προκατειλημμένα και πιο συγκεκριμένα, προτιμούν να αποκτούν πολιτικές γνώσεις και πληροφορίες με βάση τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και απόψεις τους. Δεδομένου ακόμα ότι η πλειονότητα των τηλεοπτικών καναλιών και εφημερίδων στις Ηνωμένες Πολιτείες επικεντρώνεται στο να προσεγγίσει μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων με ομοιόμορφες πεποιθήσεις, η πρόκληση της προσέγγισης ψηφοφόρων, εκτός από αυτούς τους «θαλάμους ηχούς» που έχουν δημιουργηθεί, αποτελεί μια εμφανή πρόκληση. Ως αποτέλεσμα, η κατάσταση αυτή πολώνει περαιτέρω τη κοινωνία και οι πολίτες δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να συμμετάσχουν σε δημοκρατικούς διαλόγους και να κάνουν έγκυρες έρευνες σχετικά με τα εν εξελίξει πολιτικά και ιδιαίτερα τα προεκλογικά γεγονότα. Γι’ αυτό τον λόγο παρατηρείτε σημαντική μείωση της εμπιστοσύνης στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, ακόμα και από άτομα που παλαιότερα προτιμούσαν να ενημερώνονται από αυτά. (Παπαντζίκου, Αναστασίου, 2021) Για παράδειγμα, αρκετοί Αμερικάνοι πιστεύουν πως οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και η πλειονότητα ειδησεογραφικών μέσων χρησιμοποιούνται για τη προώθηση συμφερόντων συγκεκριμένων πολιτικών κομμάτων, με στόχο τη κινητοποίηση όλο και περισσότερων υποστηρικτών. Η άποψη αυτή στηρίζετε στην αντίληψη των εκλογών ως μια διαδικασία όπου μόνο οι μεγάλοι οικονομικά επιχειρηματίες έχουν σημαντικό ρόλο και επιρροή στο εκλογικό σώμα.
Όσον αφορά τη τάση φανατισμού των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων στην αμερικανική κοινωνία, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τράμπ δείχνει να επιστρέφει ολοκληρωτικά, αποτελώντας για πολλούς το αδιαφιλονίκητο φαβορί για την επερχόμενη προεδρεία των ΗΠΑ. Η εξέλιξη αυτή αλλά και το επίπεδο υποστήριξης φαίνονται παράδοξα, δεδομένης μιας σειράς γεγονότων, όπως οι ταραχές στο Καπιτώλιο το 2021 και η αδράνεια του σχετικά με τη πανδημία του Covid-19, είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα που θα έπρεπε να τον αποκλείουν από τη θέση ισχύος που κατέχει μέχρι σήμερα. Τροφή για προβληματισμό αποτελεί, επίσης, το άρθρο 1, παράγραφος 9 του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο αναφέρει ότι κανένας σε εν ενεργεία πρόεδρος, δημόσιος λειτουργός ή υπουργός δεν δύναται να λαμβάνει δώρα, χρήματα και γενικά καμία αποζημίωση από ξένες κυβερνήσεις χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου. Και όμως, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τράμπ είναι ένας επιχειρηματίας, κάτοχος ξενοδοχείων και εταιριών. Πιο συγκεκριμένα, η πλειονότητα των επιχειρήσεων του Ντόναλντ Τράμπ, όντας στην εξουσία, έλαβαν περισσότερα από 8 εκατομύρια δολάρια από διάφορες χώρες, από τη Κίνα, μέχρι και τη Σαουδική Αραβία. Για παράδειγμα, η πιο γνωστή κρατική τράπεζα της Κίνας, «International and Commercial Bank of China», πλήρωσε σχεδόν 6 εκατομμύρια δολάρια για την ενοικίαση γραφείων στον Πύργο Τράμπ. Κατά παράβαση του Συντάγματος, οι εταιρείες του πρώην προέδρου δέχθηκαν αυτά τα χρήματα, χωρίς να λάβουν έγκριση από το Κογκρέσο. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητές του είναι, λοιπόν, αμφίβολες και έρχονται αντιμέτωπες με πολλά ερωτηματικά και επικρίσεις. (Pengelly, 2024)
Ωστόσο, η λατρεία του αμερικανικού κοινού για τον Τράμπ και η φανατική πεποίθηση για το αλάνθαστο της πολιτικής του δε πρόκειται να εξαφανιστούν, τουλάχιστον για την επόμενη εικοσαετία. Πιο συγκεκριμένα στις 5 Μαρτίου, ο Τράμπ σάρωσε στις προκριματικές εκλογές της «Σούπερ Τρίτης», της ημέρας όπου όλοι οι ψηφοφόροι από τις 16 πολιτείες των ΗΠΑ έχουν τη δυνατότητα να ψηφίσουν για το προεδρικό χρίσμα ανάμεσα στους Δημοκρατικούς και στους Ρεπουμπλικάνους. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα, ο Τράμπ δείχνει να επικρατεί στη πλειονότητα των πολιτειών, με τη Νίκι Χέιλι, η οποία ανήκει στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, να αποσύρεται εντελώς από τον προεκλογικό αγώνα. (Τουχτίδου, 2024) Είναι επομένως λογικό να αναρωτάτε κανείς για την εξάπλωση της πολιτικής ιδεολογίας του λεγόμενου «τραμπισμού» και για τις συνέπειές της στο άμεσο μέλλον. Η πρώτη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι το κύμα έντονου εθνολαϊκισμού και υπέρ των άκρων σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που έχει επιτρέψει την άνοδο του Τράμπ σε δημοτικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί, τόσο ο πρώην Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον, όσο η ακροδεξιά πολιτική της Μαρίν Λε Πέν στη Γαλλία. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι πως το κέντρο έχει πάψει να φαντάζει συγκινητικό για τη πλειονότητα των υποψηφίων ανά κράτος. Παρόλο αυτά, μια βαθύτερη αιτία είναι και το γεγονός πως ο Τράμπ αποτελεί την αντανάκλαση προηγούμενων και απαρχαιωμένων αντιλήψεων που χαρακτηρίζονται τόσο από ρατσισμό, όσο και ξενοφοβία, αποτελώντας την ενσάρκωση ενός μέσου λευκού προτεστάντη Αμερικάνου. Ένας ακόμη λόγος φανατισμού είναι και η φαινομενική οικονομική ευημερία. Πιο συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια της τριετούς κυβέρνησης του Τράμπ, η οικονομία ήταν σε εξαιρετικά επίπεδα και το χρηματιστήριο βρισκόταν σε τεράστια ύψη. Παράλληλα, ένας άλλος λόγος που μεγάλο μέρος του πληθυσμού των ΗΠΑ αντιμετωπίζει τον «τραμπισμό» ως μονόδρομο είναι πως η ηγεσία της Αμερικής έχει αδήριτη ανάγκη από νέο αίμα. Ο Μπάιντεν δε χαίρει μεγάλης εκτίμησης από τον Αμερικανικό λαό, αντιθέτως η νίκη του στις προηγούμενες εκλογές το 2020, θεωρούταν ως μια πρόσκαιρη λύση έναντι του Τράμπ, ο οποίος ήταν η επόμενη επιλογή. Κατά γενική πλειοψηφία, μεταξύ της οποίας ανήκουν και ψηφοφόροι υπέρ του Μπάιντεν, ο τελευταίος δεν θεωρείται ικανός για τη θέση που κατέχει τώρα, για αυτό και τα δεδομένα αλλά και η εξέλιξη των γεγονότων είναι ρευστά μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου. (Adolph, 2021)
Δεδομένης αυτής της κατάστασης, η αυξανόμενη τάση του «τραμπισμού» και μια πιθανή νίκη του Ντόναλντ Τράμπ, θα δημιουργήσουν προβλήματα, αν δε το έχουν ήδη κάνει, εντός και εκτός των ΗΠΑ. Είναι σχεδόν βέβαιο πως η πολιτική του θα είναι περισσότερο εθνικιστική, παρά συλλογική, σε θέματα που αφορούν την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία, αλλά και το Παλαιστινιακό. Για παράδειγμα, σε ότι αφορά το εμπόλεμο καθεστώς στο ουκρανικό έδαφος, η εγκατάλειψη και η αδιαφορία είναι τα στοιχεία που θα επικρατήσουν και θα χειροτερέψουν την επικρατούσα κατάσταση. Επίσης, δεδομένου πως ο Τράμπ είναι υποστηρικτής του προστατευτισμού, έστω ότι αποφασίζει να απομονώσει της ΗΠΑ από τη διεθνή σκηνή, η κίνηση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα, η Ευρώπη να μετατοπίζεται αξιολογικά και να βρίσκεται ευάλωτη στην Ρωσική επίδραση, έχοντας μεγάλες απώλειες σε πολλούς τομείς. (Ashbrook, 2020) Τα Μέσα Ενημέρωσης είναι αυτά που θα επιδράσουν σε μεγάλο βαθμό στην εξέλιξη των γεγονότων αυτών. (Aribowo, Basiron, Herman, Khomsah, 2019, σ. 4)
Εν κατακλείδι, η διαχείριση του βομβαρδισμού πληροφοριών και της επαγρύπνησης του αμερικανικού κοινού σε σχέση με το περιεχόμενο της πληροφόρησης αποτελούν σημαντική πρόκληση για την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά και για την συνέχιση ή μη της τάσης φανατισμού των ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων. Όπως προαναφέρθηκε, η ροή των πληροφοριών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η επιλογή των πολιτικών διαφημίσεων και των εκπομπών στα μέσα ενημέρωσης ευνοεί τις πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις ήδη υπάρχουσες πεποιθήσεις και ιδεολογίες των ανθρώπων σε μια κοινωνία. Το ισχυρό στοιχείο των εργαλείων ενημέρωσης είναι επομένως, η ικανότητά της μεταστροφής μιας κοινωνίας προς μια πολιτική ιδέα, με την οποία ένα συνήθως μεγάλο μέρος αυτής φανατίζεται. H κοινωνία των ΗΠΑ οφείλει να αποκαταστήσει τη πολιτική της δέσμευση και ενημέρωση, εν όψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών, αλλά και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των υποψηφίων.
Πηγές:
Kristine A. Oswald. (2009). Mass Media and the Transformation of American Politics.
Marquette University. Διαθέσιμο σε: https://scholarship.law.marquette.edu/mulr/vol77/iss2/7/
Flavia Roscini. (2021). How the American Media Landscape is Polarizing the Country. Frederick S. Pardee School of Global Studies. Διαθέσιμο σε: https://sites.bu.edu/pardeeatlas/advancing-human-progress-initiative/back2school/how-the-american-media-landscape-is-polarizing-the-country
Matthew Creamer. (2008). Obama Wins! … Ad Age’s Marketer of the Year. AdAge. Διαθέσιμο σε: https://adage.com/article/moy-2008/obama-wins-ad-age-s-marketer-year/131810
Ζωή Παπαντζίκου, Βάσια Αναστασίου. (2021). Παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο – Fake news -Διάδοση και Αντιμετώπιση. Επιθεώρηση Δικαίου Πληροφορικής. Διαθέσιμο σε: https://ejournals.lib.auth.gr/infolawj/article/view/8456
Martin Pengelly. (2024). Trump businesses received millions in foreign payments while he was in office. The Guardian. Διαθέσιμο σε: https://www.theguardian.com/us-news/2024/jan/04/trump-businesses-payment-house-investigation-china-saudi-arabia
Μιχάλης Ψύλος. (2023). ΗΠΑ: Γιατί ο Μπάιντεν κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές το 2024. Ναυτεμπορική. Διαθέσιμο σε: https://www.naftemporiki.gr/kosmos/1555547/ipa-giati-o-mpainten-kindyneyei-na-chasei-tis-ekloges-to-2024/
Συμέλα Τουχτίδου. (2024). ΗΠΑ: Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ σάρωσαν στην Σούπερ Τρίτη – Αποσύρεται η Νίκι Χέιλι. Euronews. Διαθέσιμο σε: https://gr.euronews.com/2024/03/06/ipa-tso-biden-kai-donald-trump-sarosan-stin-super-triti
Robert Bruce Adolph. (2021). American Extremism- The far right of the US Republican Party. JSTOR. Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/48638241?seq=5
Cathryn Clüver Ashbrook. (2020). The Trump Legacy and Its Consequences. Harvard Kennedy School- Belfer Center for Science and International Affairs. Διαθέσιμο σε: https://www.belfercenter.org/publication/trump-legacy-and-its-consequences
Γιώργος Πρεβελάκης. (2024). Ο Τραμπ και το οργουελικό σενάριο για την Ευρώπη. Καθημερινή. Διαθέσιμο σε: https://www.kathimerini.gr/politics/562910944/o-tramp-kai-to-orgoyeliko-senario-gia-tin-eyropi/
Πηγή εικόνας:
Outside the Beltway. (2022). The Media is Biased Against us. Διαθέσιμο σε: https://www.outsidethebeltway.com/the-media-is-biased-against-us/