Γράφει ο Βασίλης Ψαρράς
Η Ελληνική οικονομία έχασε την τελευταία δεκαετία περισσότερο από 25% της παραγωγικής της ικανότητας εξαιτίας της κρίσης χρέους που κλόνισε την Ευρωζώνη τις αρχές του 2010. Η Ελληνική κρίση είναι σύμφωνα με στοιχεία των Reinhart & Rogoff (2014), η χειρότερη ύφεση που βίωσε ποτέ ευρωπαϊκή χώρα σε καιρό ειρήνης και σύμφωνα με τις μετρήσεις τους η Ελλάδα χρειάζονταν 12 χρόνια από το ανώτατο επίπεδο προϊόντος του 2007 για να βρεθεί σε τροχιά ανάκαμψης. Προτού καταφέρουμε να επιτύχουμε το συγκεκριμένο στόχο η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε μια νέα ύφεση λόγω της πανδημίας του Covid-19, όμως η αντιμετώπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αυτές της δύο κρίσεις είναι ριζικά διαφορετική.
Όταν ξέσπασε η κρίση χρέους, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήταν απροετοίμαστοι να τη διαχειριστούν, διότι ήταν ένα βαθύ εξωγενές σοκ στην οικονομία, το οποίο ταλάνιζε τόσο τα κράτη-μέλη ξεχωριστά όσο και την Ευρωζώνη συνολικά και υπήρχε μια ασυμμετρία συμφερόντων μεταξύ των ασκούντων πολιτική. Η συμβατική αντίληψη για τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, την οποία παρουσιάζουν οι Benguria & Taylor (2019), είναι ότι αποτελούν ένα σοκ από την πλευρά της ζήτησης που συνηθισμένα αντιμετωπίζεται με επεκτατική δημοσιονομική ή νομισματική πολιτική.
Ωστόσο, η Ευρωζώνη ως ενιαία ζώνη νομίσματος που απαρτίζεται από ένα σύνολο χωρών δεν αποτελεί ένα συμβατικό παράδειγμα. Στην περίπτωση μιας νομισματικής ένωσης, η άσκηση επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών σε μία χώρα δημιουργεί αρνητικές συνέπειες στο προϊόν μιας άλλης χώρας της ένωσης και τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης για τα ελλείματα και το χρέος προσπάθησαν να ελαχιστοποιήσουν τα οικονομικά προβλήματα αυτών των συνεπειών.
Βέβαια, αυτή η κλασική θεώρηση του Mundell (1961) γύρω από την τέλεια νομισματική ένωση ισχύει σε περιόδους όπου η οικονομία δε βιώνει κρίση και θεωρεί ότι σε κατάσταση ύφεσης είτε θα κινηθεί πλήρως ελεύθερα το κεφάλαιο και θα αναδιανεμηθούν οι πόροι είτε θα υπάρχει μια ενιαία δημοσιονομική αρχή που θα μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά επεκτατικές πολιτικές. Η ΕΕ αποφάσισε να αναθεωρήσει το Σύμφωνο στις «καλές εποχές» του 2000 διότι οι ηγέτες της ήταν άκαμπτοι τότε ως προς την άσκηση δημοσιονομικής προσαρμογής και φυσικά δε δημιούργησε την αναγκαία δημοσιονομική αρχή.
Ήταν αναμενόμενο αυτές οι ενδογενείς ατέλειες της Ευρωζώνης να επηρεάσουν δυσμενέστερα τα κράτη-μέλη όταν ξέσπασε η κρίση του 2010 και όπως έγραψε ο Krugman (2013) η θεωρία του Mundell μας εκδικούνταν. Οι νομισματικές αρχές στην Ευρωζώνη ακόμα και αργά κατάφεραν να προσαρμοστούν στα συγκεκριμένα δεδομένα, είτε δημιουργώντας την αναγκαία τραπεζική ενοποίηση είτε αναθεωρώντας σταδιακά το δόγμα της σταθερότητας των τιμών και εισάγοντας τα νέα μέτρα νομισματικής πολιτικής. Όμως, το πρόβλημα της δημοσιονομικής ενοποίησης παραμένει ακόμα και σήμερα άλυτο και οι πολιτικές αποφάσεις του 2010 για την αντιμετώπιση της ύφεσης δημιούργησαν ένα διευρυμένο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου.
Το δόγμα της λιτότητας ακολουθήθηκε σχεδόν άκριτα από όλες τις χώρες της ΕΕ επηρεασμένο από δύο ιδιαίτερα διαδεδομένες εργασίες εκείνης της περιόδου. Στην πρώτη οι Alesina & Ardagna (2010) παρουσιάζουν την εμπειρική τους έρευνα αναφορικά με την «επεκτατική λιτότητα» (expansionary austerity). Τα δεδομένα τους έδειχναν ότι χώρες οι οποίες είχαν εφαρμόσει μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής των δαπανών τους βίωσαν μικρότερα επίπεδα ύφεσης- ακόμα και ανάπτυξη- σε σχέση με χώρες, οι οποίες προσπάθησαν να προσαρμόσουν τα δημοσιονομικά τους αυξάνοντας τη φορολογία. Η βάση της συγκεκριμένης προσέγγισης ακούγεται ιδιαιτέρως ελπιδοφόρα, όμως όπως έδειξε και ο Breuer (2019) αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα αντίθετης αιτιότητας και ότι οι τελικές εκτιμήσεις ήταν μεροληπτικές προς τα επεκτατικά αποτελέσματα.
Αντίστοιχα, η εμπειρική τους έρευνα περιλαμβάνει μόνο αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ, στις «καλές» δεκαετίες από το 1970 και έπειτα. Ωστόσο, το σοκ που βίωσαν οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν πρωτόγνωρο και δεν υπήρχε καμία σύνδεση μεταξύ της συγκεκριμένης διαταραχής και προηγούμενου εμπειρικού παραδείγματος των Alesina & Ardagna. Επιπλέον, οι Gourinchas κ.α. (2016) πιστεύουν ότι οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα προξένησαν περίπου το 50% της πτώσης του προϊόντος από το σημείο ζενίθ του 2007 και επιπλέον θεωρούν ότι η ελληνική κρίση είναι ένας συνδυασμός αρχικού χρέους αναπτυγμένης οικονομίας με μία απότομη παύση πληρωμών μιας αναπτυσσόμενης.
Φυσικά, η μελέτη των Alesina & Ardagna αναφέρονταν σαφώς σε περιπτώσεις αναπτυγμένων οικονομιών, αλλά η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες που μπήκαν σε πακέτα διάσωσης δεν ήταν εξίσου αναπτυγμένες με το προσδοκώμενο. Αυτό το λάθος παραδέχτηκαν οι Blanchard & Leigh (2013) με τους εσφαλμένους υπολογισμούς των πολλαπλασιαστών από μεριάς του ΔΝΤ, και υπολόγισαν ότι για κάθε μία επιπλέον μονάδα ως προς το ΑΕΠ δημοσιονομικής συστολής, το ΑΕΠ ήταν 1% χαμηλότερο από την πρόβλεψη.
Στη δεύτερη εργασία, οι Reinhart & Rogoff (2010) αναλύοντας δεδομένα για το δημόσιο χρέος και το ρυθμό μεγέθυνσης συνολικά 20 αναπτυγμένων χωρών βρίσκουν ότι για επίπεδα χρέους άνω του 90% του ΑΕΠ το επίπεδο μεγέθυνσης της οικονομίας είναι συστηματικά τουλάχιστον 1% χαμηλότερο σε σχέση με την προηγούμενη ομάδα χρέους, μεταξύ 60 και 90% του ΑΕΠ. Λόγω αυτής της ανάλυσης, πολλοί πολιτικοί και τεχνοκράτες «τρέξανε» να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας για να μην εκτροχιαστούν τα επίπεδα δημοσίου χρέους και να μη δεσμευθεί η μεγέθυνση της οικονομίας, όμως αυτές οι πολιτικές έφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα και το δημόσιο χρέος όλων των χωρών που μπήκαν σε πακέτα διάσωσης εκτοξεύθηκε.
Ο Blanchard (2019) έδειξε ότι το δημόσιο χρέος μπορεί να παραμείνει βιώσιμο ακόμα και χωρίς τη χρήση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής αν τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν χαμηλότερα από το ποσοστό μεγέθυνσης της οικονομίας. Πολλοί οικονομολόγοι προσπαθούν, ορθά, να θέσουν ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους αν τα επιτόκια και ο πληθωρισμός ανέβει. Όμως, η άποψη του Bofinger (2020) ότι η μεγάλη ύφεση του 2008 δημιούργησε ένα νέο επιστημονικό παράδειγμα, όπως η μεγάλη κρίση του 1929, το οποίο στην περίπτωση της κρίσης του 1929 διήρκησε περίπου 40 χρόνια μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυτή η κατάσταση θα παραμείνει ως νόρμα για αρκετές δεκαετίες μετά.
Το κλειδί στην άσκηση δημοσιονομικών πολιτικών, είναι πάντοτε ο σωστός συγχρονισμός. Ο Rogoff (2012) παραδέχεται πως τα μέτρα λιτότητας δημιούργησαν την πολιτική και κοινωνική κρίση στην Ευρώπη, και αν γυρίσουμε το χρόνο πίσω θα δούμε όπως αναφέρουν και οι Galofré-Vilà κ.α. (2020) ότι τα μέτρα λιτότητας που εφαρμόστηκαν στη Γερμανία του Μεσοπολέμου έδωσαν ώθηση στην ανάδειξη του Ναζισμού. Η απάντηση, λοιπόν, μπορεί να είναι πολύ απλή και ο Skidelsky (2020) θεωρεί πως την είχε δώσει ο ίδιος ο Keynes όταν αναφέρονταν σε δημοσιονομικές πολιτικές αντίθετα με τους κύκλους.
Αν θυμηθεί κάποιος το όνειρο του Φαραώ στο μύθο του Ιωσήφ, θα συνειδητοποιήσει ότι η πρόταση του Keynes είναι τόσο λογική όσο και διαχρονική. Ο Φαραώ είχε δει 7 παχιές αγελάδες, να κατασπαράζονται από 7 ισχνές αγελάδες και ο Ιωσήφ ερμήνευσε το συγκεκριμένο όνειρο σε 7 χρόνια μεγάλης γεωργικής παραγωγής και σε 7 χρόνια ξηρασίας. Οι Αιγύπτιοι τότε αποφάσισαν να αποθηκεύσουν μέρος της υπερβάλλουσας παραγωγής στα χρόνια των παχιών αγελάδων, ώστε να μπορούν να το διοχετεύσουν στους πολίτες τα χρόνια της ξηρασίας. Αν είχαν αποφασίσει να καταναλώσουν αλόγιστα και χωρίς έλεγχο την υπερπαραγωγή των 7 πρώτων χρόνων, και στη συνέχεια ικέτευαν για σιτάρι από άλλες χώρες, με συμφωνίες με απεχθείς όρους, επειδή δε μπορούσαν να θρέψουν τον πληθυσμό τους, τότε θα είχαν βιώσει την ευρωπαϊκή κρίση χρέους περίπου 3000 χρόνια νωρίτερα.
Αναφορές
- Alesina A. & S. Ardagna,2010, “Large Changes in Fiscal Policy: Taxes vs. Spending”, in: Brown, J. R. (ed.), Tax Policy and the Economy 24, Chicago: University of Chicago Press, 35-68
- Benguria Felipe & Taylor M. Alan, 2019, “After the Panic: Are Financial Crises Demand or Supply Shocks? Evidence from International Trade”, NBER, Working Paper No. 25790, April 2019
- Blanchard Olivier & Leigh Daniel, 2013, “Growth Forecast Errors and Fiscal Multipliers”, IMF, WP/13/1, January 2013
- Blanchard Olivier, 2019, “Public Debt and Low Interest Rates”, American Economic Review, Vol.109, No. 4, April, p.1197-1229