Loading...
Latest news
Ιστορία και Πολιτισμός

Κρούει ο κώδωνας του κινδύνου για την ενάλια πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας

Γράφει η Αικατερίνη Παπαδημήτρη

Μέχρι και το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, μόνο μερικά έθνη του κόσμου ένιωθαν υποχρεωμένα να προστατεύσουν ιστορικά ναυάγια και άλλα ευρήματα ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς από τον βανδαλισμό και την εκμετάλλευση. Ωστόσο, η πρόσφατη τεχνολογική εξέλιξη σε συνδυασμό με το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον των κοινωνών του δικαίου για την ορθότερη και αποτελεσματικότερη διαχείριση των εντυπωσιακών ευρημάτων της υποθαλάσσιας πολιτισμικής κληρονομιάς, διαμορφώνουν σήμερα, ένα πλαίσιο δυναμικών τάσεων προστασίας, τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σύσσωμη η διεθνής κοινότητα αναζητεί ήδη από την περίοδο εγκαθίδρυσης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (εφεξής UNCLOS), μία κοινή πολιτική προστασίας της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομίας. Αυτό αποδεικνύεται εναργώς από την εισαγωγή στην τελευταία των άρθρων 149 και 303, τα οποία αποτυπώνουν νομοθετικά το συμπεφωνημένο καθήκον συνεργασίας όλων των Κρατών-μελών στον τομέα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομίας που κείτεται στο υδάτινο περιβάλλον. Τα εν λόγω άρθρα, όμως, παρά τις φιλοδοξίες των συντακτών της Σύμβασης, κατέστησαν, λόγω της ασάφειας και της γενικότητας, τους προβληματική οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας. Σημαντικότερο εμπόδιο στην εγκαθίδρυση ενός λεπτομερέστερου νομικού καθεστώτος αποτέλεσε η καχυποψία των Μεγάλων Θαλάσσιων Δυνάμεων αναφορικά με τις προθέσεις των παράκτιων κρατών, τα οποία ενδόμυχα ενδεχομένως να απέβλεπαν στην επέκταση της δικαιοδοσίας τους στα ενάλια πολιτιστικά αντικείμενα που βρίσκονταν εντός των εθνικών τους υδάτων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, κανείς δεν αμφισβητεί πως η UNCLOS αποτύπωσε για πρώτη φορά την διεθνής ανασφάλεια και ανησυχία για την διατήρηση της υποθαλάσσιας πολιτιστικής κληρονομίας, με την πλειοψηφία των Κρατών-μελών να κυρώνουν την Σύμβαση, συμφωνώντας εμμέσως πως υφίσταται ανάγκη προστασίας της από την απληστία της ανθρωπότητας.

Κινούμενη προς την ίδια κατεύθυνση και αναλογιζόμενη τα λάθη του παρελθόντος, η διεθνής κοινότητα, προσθέτει, τον Νοέμβριο του 2001, ένα νέο όπλο στον αγώνα για την προστασία και την διατήρηση της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας, την Σύμβαση της UNESCO για την Προστασία της Υποθαλάσσιας Πολιτιστικής Κληρονομίας (εφεξής UNESCO UCH). Με την υπογραφή της τα Κράτη-μέλη των Ηνωμένων Εθνών συγκεκριμενοποίησαν την γενική αρχή διατήρησης της υποθαλάσσιας πολιτιστικής κληρονομίας που εισήγαγε η UNCLOS σε 3 επιμέρους αρχές: α) την υποχρέωση επιτόπιας (in site) κατά προτεραιότητα διατήρησης της, β) την μη εμπορική εκμετάλλευση της και γ) την ανάγκη διεθνούς συνεργασίας για την αποτελεσματική της προστασία. Η Σύμβαση τέθηκε τελικά ισχύ μερικά χρόνια αργότερα, στις 2.01.2009, ύστερα από 4 χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων. Βάση της αποτέλεσαν τα άρθρα 149 και 303 της UNCLOS καθώς και το Σχέδιο Σύμβασης για την Προστασία της Υποθαλάσσιας Πολιτιστικής Κληρονομίας που κατασκεύασε η Διεθνής Νομική Ένωση (International Law Association) το 1994.

Παρά, όμως, τις προσπάθειες των συντακτών της για δημιουργία ενός περισσότερο συνεκτικού σχεδίου δράσης και η νέα Σύμβαση έγειρε αντιδράσεις. Κυριότερα σημεία διαμάχης αποτέλεσαν ο βαθμός συμβατότητας της με τα οριζόμενα στην UNCLOS καθώς και ο τρόπος εφαρμογής του καθεστώτος συνεργασίας που υιοθετήθηκε. Ειδικότερα, η UNCLOS στο άρθρο 303 παρ 4 επιτρέπει την οικοδόμηση ειδικότερων συνθηκών επί του ζητήματος, υπό την προϋπόθεση πως αυτές δεν υπονομεύουν την απόλαυση των δικαιωμάτων των λοιπών Κρατών-μελών ή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους (άρθρο 311 UNCLOS). H Σύμβαση της UNESCO UCH, όμως, αν και εμπίπτει εντός αυτών των περιορισμών, διακηρύσσοντας μάλιστα ρητώς την «αφοσίωση» στην UNCLOS (άρθρο 3 της Σύμβασης), υιοθέτησε ένας καθεστώς έρπουσας δικαιοδοσίας επί των αντικειμένων της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομίας, το οποίο δεν συνάδει απόλυτα με τα οριζόμενα στην UNCLOS. Επιπλέον, αναποτελεσματική, γραφειοκρατική και χρονοβόρα χαρακτηρίστηκε, από πολλά συμμετέχοντα στις διαπραγματεύσεις κράτη-μέλη, και η εξειδίκευση του καθήκοντος συνεργασίας, το οποίο υποχρεώνει όλα τα εμπλεκόμενα, στην προστασία ενός αρχαιολογικής ή ιστορικής σημαίας ενάλιου αντικειμένου, κράτη (πχ παράκτια κράτη, κράτος της σημαίας για τα ναυάγια, κράτη-ιδιοκτήτες για τα διαφορά αντικείμενα κλπ) να επικοινωνούν και να συνδιαλέγονται μέσω ενός επαληθεύσιμου συνδέσμου πριν την λήψη οποιασδήποτε απόφασης.

Τα παραπάνω προβλήματα οδήγησαν τελικά τα διαπραγματευόμενα κράτη, την ημέρα της ψηφοφορίας, σε μεγάλο διχασμό. Ένδειξη της ανικανότητας της Σύμβασης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το ζήτημα της προστασίας της ενάλιας κληρονομιάς αποτελεί η «χλιαρή» αποδοχή της, με 4 από τα συμμετέχοντα στην ψηφοφορία κράτη να ψηφίζουν κατά και 15 να απέχουν (μόνο 87 Κράτη-μέλη έδωσαν θετική ψήφο ενώ τελικά μόνο τα 72 επικύρωσαν). Ανάμεσα, μάλιστα, στις αποχές που σημειώθηκαν βρισκόταν και η Ελλάδα, η οποία αν και αποτελεί την πρώτη χώρα που εκδήλωσε νομοθετικά την επιθυμία της να προστατεύσει την ενάλια κληρονομιά υιοθετώντας σχετικό νομοθέτημα ήδη από το έτος 1834, δίστασε να δεσμευτεί από τα οριζόμενα στην εν λόγω Σύμβαση, ούσα προβληματισμένη για τον τρόπο εφαρμογής του μηχανισμού διαβούλευσης και απογοητευμένη για τις ελάχιστες δυνατότητες αυτόβουλης ενέργειας που επιτράπηκαν στα παράκτια κράτη. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες αντιπρόσωποι θεώρησαν πως το προβλεπόμενο σύστημα προστασίας κατέληγε περίπλοκο. Πράγματι, μοιάζει κάπως παράλογο η προστασία ενός μόνο αγάλματος να απαιτεί διαβουλεύσεις με πολυάριθμα κράτη, η σύνδεση μάλιστα των οποίων με το τελευταίο πολλές φορές καθίσταται δυσαπόδεικτη.

Αμφιλεγόμενο ζήτημα, επίσης, αποδείχθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και η εννοιολογική προσέγγιση της υποθαλάσσιας πολιτιστικής κληρονομίας. Η ενάλια ή υποβρύχια πολιτιστική κληρονομιά είναι αυτόνομος κλάδος της αρχαιολογίας και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ερευνητικά πεδία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αντικείμενο της είναι η εξερεύνηση των αντικειμένων που βρίσκονται σε αδιάσπαστη ενότητα με το υγρό φυσικό περιβάλλον και εν γενεί των υποθαλάσσιων αρχαιολογικών τοπίων, που σφράγισαν στον βυθό των ωκεανών ίχνη αρχαίων πολιτισμών και πληθώρα μαρτυριών για καταποντισμένες πολιτείες και ναυάγια. Υπό αυτό το πρίσμα και σύμφωνα με την Σύμβαση της UNESCO, ενάλια αρχαιολογική κληρονομιά αποτελεί κάθε στοιχείο ανθρώπινης ύπαρξης με πολιτιστικό, ιστορικό ή αρχαιολογικό χαρακτήρα που βρίσκεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, περιοδικά ή συνεχώς, για τουλάχιστον 100 χρόνια. Συγκεκριμένα περιλαμβάνονται ενδεικτικώς: α) κατασκευές, κτίρια, αντικείμενα και ανθρώπινα υπολείμματα, β) πλοία, αεροσκάφη, άλλα οχήματα ή οποιοσδήποτε μέρος, φορτίο ή περιεχόμενο και γ) αντικείμενα προϊστορικής φύσης. Όπως γίνεται κατανοητό, η Σύμβαση θέτει δυο κριτήρια προσδιορισμού της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομίας, ένα χρονικό και ένα αξιολογικό, τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Ο συνδυασμός τους, όμως, προκάλεσε έριδες, δεδομένου πως υπάρχουν αντικείμενα που κείνται στους ωκεανούς του κόσμου για λιγότερα από 100 χρόνια και εμπίπτουν στην έννοια του «στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης με πολιτιστικό, ιστορικό και αρχαιολογικό χαρακτήρα» αλλά και αντικείμενα που ενώ πληρούν το χρονικό κριτήριο δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία με πολιτιστική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία. Έτσι, η Σύμβαση της UNESCO UCH, αν και ένα εκ των αγνότερων προθέσεων προϊόν, υπέπεσε σε πολλά σημεία σε αντιφάσεις και μη πρακτικές λύσεις, αδυνατώντας κατά συνέπεια να κερδίσει την επιδοκιμασία όλων των ενδιαφερομένων κρατών.

Ανεξαρτήτως, όμως, των διφορούμενων σημείων της, υπό το κανονιστικό βεληνεκές της υπάγονται κάποια από τα σημαντικότερα ναυάγια και πολιτιστικά αντικείμενα της ανθρώπινης ιστορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ναυάγιο του Τιτανικού. Το εν λόγω ναυάγιο μετά την ανακάλυψη του το 1985 σε απόσταση 650 χλμ από τις καναδικές ακτές και σε βάθος 4.000 μέτρων στα διεθνή ύδατα του Ατλαντικού Ωκεανού αποτέλεσε μοναδική λεία για κυνηγούς θησαυρών, αυτοσχέδιους εξερευνητές αλλά και τουρίστες, οι οποίοι διέγνωσαν στο πρόσωπο μιας τραγικής  καταστροφής μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για εύκολο κέρδος. Πράγματι, κανείς δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει πως το Ναυάγιο του Τιτανικού είναι μάλλον το διασημότερο ναυάγιο της υφηλίου. Το μεγάλο αυτό ενδιαφέρον του κοινού έγκειται στην γοητεία και τους συναισθηματικούς δεσμούς που απορρέουν από τον χαρακτηρισμό του ως η μεγαλύτερη θαλάσσια καταστροφή στον κόσμο. Ως τέτοια, βέβαια, προκάλεσε και συγκρούσεις, με τα ενδιαφερόμενα κράτη να διαφωνούν αναφορικά με την δικαιοδοσία επί του πλοίου και κατά συνέπεια με το βάρος προστασίας και τις οικογένειες των θυμάτων να διεκδικούν σεβασμό προς τον υδάτινο τάφο των αγαπημένων τους. Ως αποτέλεσμα, το 2020, ύστερα από μακραίωνες διαπραγματεύσεις, τίθεται σε ισχύ μια νέα διμερής συνθήκη προστασίας του ναυαγίου μεταξύ ΗΠΑ και Μεγάλης Βρετανίας. Παρά ταύτα, ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει απειλητικός με τον κώδωνα του κινδύνου να κρούει ανησυχητικά για τις μεγάλες ποσότητες απορριμμάτων που ρίπτονται από πλοία επιφανείας ή εγκαταλείπονται κοντά στο ναυάγιο και ατιμάζουν τον τόπο ταφής 1.500 ανθρώπων.

Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω ανάλυση, διαπιστώνεται πως το νομικό πλαίσιο προστασίας της υποθαλάσσιας πολιτιστικής κληρονομίας καταλήγει μάλλον ανεπαρκές να εκπληρώσει τις φιλοδοξίες των δημιουργών του. Αυτό οφείλεται: α) στην ασάφεια και την αοριστία των σχετικών διατάξεων της UNCLOS, β) στις αμφιλεγόμενες αν και πιο συγκεκριμένες διατάξεις της Σύμβασης της UNESCO UCH, οι οποίες μάλιστα δεν δεσμεύουν παρά μόνο ελάχιστα κράτη και γ) στο γεγονός πως οι ad hoc διεθνείς συμφωνίες είναι ελάχιστες. Από την στιγμή, δε, που μια παγκόσμια επιδοκιμασία της Σύμβασης της UNESCO παραμένει ένα μακρινό όνειρο, κρίνεται αδήριτη ανάγκη η αναζήτησή νέων τρόπων πραγματοποίησης του καθήκοντος συνεργασίας που επιβάλει η UNCLOS σε αυτές τις περιπτώσεις. Μεταξύ αυτών θα μπορούσαν να περιληφθούν τόσο η υιοθέτηση νέων διμερών και περιφερειακών συμφωνιών όσο και η οικοδόμηση μίας νέας διεθνούς συμφωνίας, η οποία λαμβάνοντας υπόψη τις ασάφειες και τα κενά των προκατόχων της, θα εισάγει ένα νομικό πλαίσιο απαλλαγμένο από αμφιλεγόμενες διατάξεις και αντιφάσεις. Ταυτόχρονα, όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως στο τέλος της ημέρας, τα κράτη είναι οι απόλυτοι νομοθέτες Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου και οι ενέργειες τους στο διάβα της ιστορίας αποδεικνύουν πως αυτό που τώρα είναι αμφιλεγόμενο δεν αποκλείεται στο μέλλον να γίνει αποδεκτό. Άλλωστε, όπως ο αρχαίος Έλληνας δραματουργός εύγλωττα το έθεσε «ο χρόνος γαλουχεί έναν σχολαστικό δικαστή».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • Πηγή Εικόνας: https://www.alphatv.gr/news/kosmos/article/36946/to-nauagio-tou-titanikou-prostateuetai-pleon-apo-mia-vretano-amerikaniki-sunthiki/
  • Varner Elizabeth, “RMS Titanic: underwater cultural heritage’s sacrifice”, Journal of Business Law, 2012, Issue 4, p.271 – 298
  • Aznar Mariano, “Archaeological and/or Historic Valuable Shipwrecks in International Waters: Public International Law and What it Offers”, European Journal of International Law, 2004, Issue 15 (3), p.603-605.
  • Risvas Michail, “The duty to cooperate and the protection of underwater cultural heritage”, Cambridge Journal of International and Comparative Law, 2013, Issue 2 (3), p.562-590.
  • Dromgoole Sarah, “Underwater Cultural Heritage and International Law”, International Journal of Cultural Property, 2014, Issue 21(2), p.225-230
  • Dromgoole Sarah, “The Protection of the Underwater Cultural Heritage: National Perspectives in Light of the UNESCO Convention 2001”, International Journal of Cultural Property, 2007, Issues 14(1), p.121-125
  • Forrest Craig, “A new international regime for the protection of underwater cultural heritage”, International and Comparative Law Quarterly, 2002, Issue 51(3), p.511-554.
  • Convention on the Law of the Sea, United Nations, 1982, articles 149 and 303
  • Convention on the Protection of the Underwater Cultural Heritage, UNESCO, Paris, 2 November 2001