Γράφει η Ηώ Πασίδη-Κροντήρη
Τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα αντιπροσωπεύουν έναν σημαντικό τομέα μεταξύ των εθνικών οικονομικών πολιτικών και της δέσμευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς. Η δέσμευση αυτή, η οποία δεν αποτελεί απλώς μια γενική αρχή, αλλά έναν ζωτικό μηχανισμό για την προαγωγή του εμπορίου μεταξύ των κρατών – μελών και της οικονομικής ανάπτυξης αυτών, έχει τεράστια σημασία. Τα εν λόγω μονοπώλια, τα οποία περιλαμβάνουν κρατικό έλεγχο επί συγκεκριμένων εμπορικών δραστηριοτήτων, συχνά γεννούν κρίσιμα ερωτήματα αναφορικά με τη συμβατότητά τους με τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 34-36 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθήκη της Λισαβώνας, 2007, και στο εξής ΣΛΕΕ).
Το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ εισάγει την έννοια των κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα, διασφαλίζοντας την ευθυγράμμισή τους με τις αρχές της μη διάκρισης και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Όπως καθίσταται ήδη προφανές από το γράμμα της διάταξης του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευθεί να διασφαλίσει ότι η λειτουργία των εν λόγω μονοπωλίων δεν παρεμποδίζει ούτε στρεβλώνει τον ανταγωνισμό της αγοράς, καθώς κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τις ως άνω αναφερόμενες αρχές. Παράλληλα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαδραματίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο, έχοντας αναπτύξει ουσιαστική νομολογία η οποία καθορίζει τα όρια εντός των οποίων τα κρατικά μονοπώλια μπορούν να λειτουργούν και διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ.
Σύμφωνα με το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ ορίζεται ότι : «1. Τα κράτη μέλη διαρρυθμίζουν τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα κατά τρόπο, ώστε να αποκλείεται, ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε κάθε οργανισμό με τον οποίο κράτος μέλος, νομικά ή πραγματικά ελέγχει, διευθύνει ή επηρεάζει αισθητά, άμεσα ή έμμεσα, τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές μεταξύ των κρατών μελών. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης και επί των κατά παραχώρηση κρατικών μονοπωλίων. 2. Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν νέα μέτρα τα οποία είναι αντίθετα προς τις αρχές της παραγράφου 1 ή περιορίζουν την έκταση εφαρμογής των άρθρων των σχετικών με την απαγόρευση των δασμών και των ποσοτικών περιορισμών μεταξύ των κρατών μελών.»
Η έννοια των κρατικών μονοπωλίων, όπως ορίζεται στο άρθρο 37 παρ. 1 της ΣΛΕΕ συνιστά μία ανεξάρτητη έννοια. Γενικότερα, ένα κρατικό μονοπώλιο μπορεί να υφίσταται, όταν το κράτος, είτε το ίδιο είτε μέσω μιας άλλης οντότητας, διατηρεί για τον εαυτό του, με πράξη δημόσιας εξουσίας, το αποκλειστικό δικαίωμα να αγοράζει ή να πωλεί αγαθά, αποκλείοντας, έτσι, τον ανταγωνισμό που προέρχεται από τρίτους. Ο εν λόγω ορισμός είναι εξαιρετικά ευρύς και δεν περιορίζεται σε δημόσιους φορείς, αλλά επεκτείνεται και στα μονοπώλια που αναθέτει το κράτος σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, το άρθρο 37 της ΣΛΕΕ έχει άμεσο αποτέλεσμα και εφαρμόζεται μόνο στα μονοπώλια εμπορίας αγαθών και όχι στα μονοπώλια παροχής υπηρεσιών. Για τον λόγο αυτό, η προαναφερθείσα διάταξη εμφανίζεται στο ίδιο κεφάλαιο της ΣΛΕΕ με τις διατάξεις που αφορούν στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών – μελών. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο έμμεσου αποτελέσματος που μπορεί να έχει ένα κρατικό μονοπώλιο υπηρεσιών στην ανταλλαγή αγαθών μεταξύ των κρατών – μελών, ιδίως όταν οδηγεί σε διακρίσεις εις βάρος της εισαγωγής αγαθών (Μ. Κουσκουνά, 2012, σελ. 296, Υπόθεση C-271/81, [1983], Société cooperative Béarn, παρ. 10).
Όσον αφορά στα αγαθά, έχουν θεσπιστεί κρατικά μονοπώλια για το εμπόριο αλκοολούχων ποτών, καπνού, πετρελαιοειδών και καυσίμων. Για παράδειγμα, ορισμένα κράτη – μέλη έχουν τον αποκλειστικό έλεγχο της εισαγωγής και διανομής ορισμένων αλκοολούχων ποτών, δημιουργώντας ένα κρατικό μονοπώλιο στον τομέα αυτόν. Ένα ακόμη παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο κρατικός έλεγχος της διανομής ορισμένων πετρελαιοειδών, ο οποίος μπορεί, επίσης, να θεωρηθεί κρατικό μονοπώλιο. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 37 της ΣΛΕΕ για τη ρύθμιση των κρατικών μονοπωλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (M. Klamert, 2019, σελ. 542, Δ. Αναγνωστοπούλου, 2020, σελ. 577).
Δέον να σημειωθεί ότι το άρθρο 37 της Συνθήκης δεν αποσκοπεί στην κατάργηση των εμπορικών μονοπωλίων από τα κράτη – μέλη, αλλά στη ρύθμισή τους, ώστε η λειτουργία τους να μην οδηγεί σε διακρίσεις στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην στρέβλωση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί : α) στην εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εισαγόμενων εμπορευμάτων, β) στην εξασφάλιση ίσων ευκαιριών για την εμπορία των εισαγόμενων εμπορευμάτων, γ) στην αποφυγή της στρέβλωσης του ανταγωνισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπορεί να προκύψει από τη χρήση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που παρέχουν τα κρατικά μονοπώλια, προκειμένου να παρεκκλίνουν από άλλες διατάξεις της Συνθήκης, δ) στην επίτευξη της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς, ε) στον συνδυασμό της δυνατότητας των κρατών – μελών να διαθέτουν ορισμένα μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα για την επίτευξη των στόχων δημοσίου συμφέροντος με τις απαιτήσεις της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς και στ) στην κατάργηση των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, εκτός από τα δυσμενή αποτελέσματα που συνοδεύουν την ύπαρξη αυτών των μονοπωλίων (Δ. Αναγνωστοπούλου, 2020, σελ. 577-588, Υπόθεση C-189/95, [1997], Franzén).
Πράγματι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση που προβλέπεται από το άρθρο 37 παρ. 1 στοιχείο α της Συνθήκης : «αποσκοπεί στην εξασφάλιση της τήρησης του θεμελιώδους κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων σε ολόκληρη την κοινή αγορά, ιδίως με την κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στο εμπόριο μεταξύ των κρατών – μελών» (Υπόθεση C-59/75, [1976], Manghera, παρ. 9).
Όσον αφορά στη λειτουργία του άρθρου 37 της Συνθήκης, αυτό ρυθμίζει τα μέτρα που σχετίζονται με την ύπαρξη, την οργάνωση και τη λειτουργία των κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα. Το πεδίο εφαρμογής του δεν περιορίζεται στις εισαγωγές ή εξαγωγές αγαθών, αλλά καλύπτει και τις δραστηριότητες που συνδέονται στενά με την ύπαρξη και τη λειτουργία του μονοπωλίου, δεδομένου ότι επηρεάζουν τις συναλλαγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, η ρύθμιση των κρατικών μονοπωλίων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διάκρισης εις βάρος των εισαγόμενων εμπορευμάτων, και κυρίως των αποκλειστικών δικαιωμάτων εισαγωγής, εξαγωγής και εμπορίας που ορίζουν τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα (Δ. Αναγνωστοπούλου, 2020, σελ. 580, Υπόθεση C-347/88 [1990], Commission v Greece). Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη έχει διττή λειτουργία : αφενός, καθιστά σαφές ότι οι απαγορεύσεις που προβλέπονται από τις θεμελιώδεις διατάξεις της Συνθήκης ισχύουν και για τα μέτρα που συνδέονται με τη λειτουργία του κρατικού μονοπωλίου και αφετέρου, επιβάλλει γενική απαγόρευση κάθε άλλης διάκρισης που θα μπορούσε να προκαλέσει η λειτουργία του μονοπωλίου (Δ. Αναγνωστοπούλου, 2020, σελ. 578, Υπόθεση C-157/94, [1997], Commission v Kingdom of the Netherlands).
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 37 της Συνθήκης. Ειδικότερα, οι ακόλουθες περιπτώσεις, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, όπως έχει διαμορφωθεί από τις Αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου : α) εθνικές διατάξεις που δεν σχετίζονται με την ειδική λειτουργία του κρατικού μονοπωλίου, δηλαδή το δικαίωμα αποκλειστικότητας, αλλά μόνο με την παραγωγή και την εμπορία των συγκεκριμένων προϊόντων, ανεξάρτητα από το εάν τα προϊόντα αυτά υπόκεινται σε μονοπώλιο (C-17/81, Pabst et Richarz, C-387/93 Banchero), β) εθνικές διατάξεις που αναθέτουν μια δραστηριότητα σε τοπικούς φορείς, οι οποίοι είναι ελεύθεροι να την παραχωρήσουν στη συνέχεια σε μια ιδιωτική επιχείρηση, ή να τη διαχειριστούν οι ίδιοι ή να την απελευθερώσουν πλήρως (C-30/87, Bodson), γ) εθνικές διατάξεις που εισάγουν διακρίσεις μόνο κατά των εθνικών προϊόντων, χωρίς να εφαρμόζονται στα εισαγόμενα (αντίστροφη διάκριση) (C-119/78, Peureux) (Δ. Αναγνωστοπούλου, 2020, σελ. 582-583).
Όσον αφορά τη σχέση του με άλλες διατάξεις της Συνθήκης, το άρθρο 37 της Συνθήκης θεωρείται lex specialis του άρθρου 30 της Συνθήκης. Ωστόσο, και οι δύο διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν σε συνδυασμό (C-91/75, HZA Göttingen, C-119/78 Peureux).Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το άρθρο 37 της Συνθήκης αποσκοπεί στη ρύθμιση της λειτουργίας των κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα για την αποφυγή διακρίσεων εις βάρος των εισαγόμενων προϊόντων. Επομένως, το κύριο ερώτημα είναι ποια είναι η σχέση μεταξύ των άρθρων 34 και 37 της Συνθήκης.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 34 της Συνθήκης εφαρμόζεται είτε σε συνδυασμό με το άρθρο 37 της Συνθήκης, ιδίως σε περίπτωση αμφιβολίας, είτε αποκλειστικά για τα μονοπώλια που δεν υπάγονται στο άρθρο 34 της Συνθήκης και για τις δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την ύπαρξη και λειτουργία κρατικών μονοπωλίων (C-17/94, Gervais, C-347/88 Επιτροπή/Ελλάδα, C-189/95, Franzen). Πράγματι, το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι κανόνες που σχετίζονται με την ύπαρξη και τη λειτουργία ενός μονοπωλίου πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 37 της Συνθήκης, οι οποίες εφαρμόζονται ειδικά στην άσκηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων από ένα εγχώριο, εμπορικό μονοπώλιο (ΥπόθεσηC-170/04, [2007], Rosengren, παρ. 17, ΥπόθεσηC-456/10, [2012], ANETT, παρ. 22). Ωστόσο, οι επιπτώσεις στο εμπόριο εντός της Ένωσης των λοιπών εθνικών διατάξεων, οι οποίες είναι διαχωρίσιμες από τη λειτουργία του μονοπωλίου, μολονότι την επηρεάζουν, πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 34 της Συνθήκης (Υπόθεση C-198/04, [2015], Valev Visnapuu, παρ. 87).
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, το άρθρο 34 της Συνθήκης απαγορεύει τους ποσοτικούς περιορισμούς και τα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος στις εισαγωγές και εξαγωγές μεταξύ των κρατών – μελών. Το άρθρο 37 της Συνθήκης αφορά στα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα, απαιτώντας την προσαρμογή τους, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι συνθήκες ανταγωνισμού δε διαστρεβλώνονται στο εμπόριο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα κρατικό μονοπώλιο, σύμφωνα με τον ορισμό του, παρέχει αποκλειστικά δικαιώματα σε μια δημόσια ή ιδιωτική οντότητα να ασκεί ορισμένες εμπορικές δραστηριότητες, περιορίζοντας, έτσι, την πρόσβαση των ανταγωνιστών στην αγορά. Αν και η αιτιολόγηση των μονοπωλίων αυτών συχνά έγκειται στην προστασία των δημόσιων συμφερόντων, όπως η ευημερία των καταναλωτών, η δημόσια υγεία και η εθνική ασφάλεια, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να συμμορφώνονται με τις νομικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως την αναλογικότητα και τη μη διάκριση. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου καθιστά προφανές ότι δεν είναι αυτομάτως όλα τα κρατικά μονοπώλια ασυμβίβαστα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνακόλουθα, αυτομάτως απαγορευμένα. Αντίθετα, τα κρατικά μονοπώλια αξιολογούνται με βάση τις επιπτώσεις τους στο εμπόριο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με άλλα λόγια, εάν ένα μονοπώλιο περιορίζει τις εισαγωγές ή εισάγει διακρίσεις εις βάρος των εισαγόμενων προϊόντων, είναι πιθανό να θεωρηθεί παράνομο, εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικά. Στην περίπτωση αυτή, οι δικαιολογίες μπορεί να περιλαμβάνουν ανησυχίες για τη δημόσια υγεία – όπως συμβαίνει με τους κανονισμούς για το αλκοόλ και τον καπνό – αλλά πρέπει να πληρούν αυστηρές απαιτήσεις αναγκαιότητας και αναλογικότητας.
Μάλιστα, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-78/82), το Δικαστήριο δήλωσε ότι τα μονοπώλια πρέπει να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση των εθνικών και των εισαγόμενων προϊόντων. Ομοίως, στην υπόθεση Manghera (C-59/75), το Δικαστήριο έκρινε ότι το ιταλικό μονοπώλιο στον καπνό ευνοούσε την εθνική παραγωγή έναντι των εισαγωγών, παραβιάζοντας, έτσι, το άρθρο 37 της Συνθήκης.
Οι υποθέσεις αυτές αναδεικνύουν ότι πρωταρχικό μέλημα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι να αποτρέψει τον κατακερματισμό της αγοράς που προκαλείται από τις προστατευτικές μονοπωλιακές πρακτικές.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένα κρατικά μονοπώλια έχουν εγκριθεί, όταν δικαιολογούνται από νόμιμα δημόσια συμφέροντα, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα είναι αναλογικά. Στην υπόθεση Schindler (C-275/92), το Δικαστήριο αποδέχθηκε περιορισμούς στις διασυνοριακές υπηρεσίες λαχειοφόρων αγορών για λόγους κοινωνικής πολιτικής, δηλώνοντας ότι τα κρατικά μονοπώλια μπορούν να διατηρηθούν, εάν ο αντίκτυπός τους στο εμπόριο είναι περιορισμένος και δικαιολογημένος. Επομένως, τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα είναι συμβατά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μόνο, εάν δεν δημιουργούν αδικαιολόγητους φραγμούς στο εμπόριο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εάν συμμορφώνονται με την αρχή της μη διάκρισης μεταξύ εθνικών και εισαγόμενων εμπορευμάτων.
Από τα παραπάνω συνάγεται ευχερώς ότι τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά σε σχέση με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι τα μονοπώλια αυτά δεν πρέπει να επιτρέπουν ή να επιβάλλουν άμεσους ή έμμεσους φραγμούς στο εμπόριο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, οι νομικές αρχές που έχει θεσπίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο παρέχουν ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για τη διασφάλιση της συνύπαρξης των οικονομικών ελευθεριών και των συμφερόντων των κρατών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται ότι τα μονοπώλια αυτά μπορεί να εξυπηρετούν θεμιτά δημόσια συμφέροντα, δεν πρέπει να εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των εισαγωγών ή να επιβάλλουν περιττούς εμπορικούς φραγμούς. Συνεπώς, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίσουν ότι τα μονοπώλιά τους αναδιαρθρώνονται ώστε να διασφαλίζεται ο θεμιτός ανταγωνισμός και η πρόσβαση στην αγορά και να ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της ενιαίας αγοράς. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου παρέχει σημαντικές κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο ερμηνείας του άρθρου 37 της Συνθήκης, προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της εθνικής ρυθμιστικής αυτονομίας και των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Kellerbauer, M. Klamert, Jonathan Tomkin, “The EU Treaties and the Charter of Fundamental Rights – A Commentary”, (Oxford : Oxford Press, 2019), pages : 542-543.
- Δ. Αναγνωστοπούλου, «Άρθρο 37 (πρώην άρθρο 31 της ΣΕΚ) Διαρρύθμιση κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα», σε Β. Σκουρής, «Συνθήκη της Λισσαβώνας – Ερμηνεία κατ’ άρθρον», (Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020), σελίδες : 576-586.
- Μ. Κουσκουνά, «Άρθρο 37 (πρώην άρθρο 31 της ΣΕΚ)», σε Β. Χριστιανός, «Συνθήκη ΕΕ&ΣΛΕΕ – Κατ’ άρθρο ερμηνεία», (Νομική Βιβλιοθήκη, 2012), σελίδες : 295-297.
- Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), OJ C 202, 7.6.2016, άρθρα 34-37. Διαθέσιμη σε : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex%3A12016ME%2FTXT
- Case C-59/75, [1976], Pubblico Ministero proti Flavia Manghera a dalším, EU:C:1976:14. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/CS/TXT/?uri=CELEX:61975CJ0059
- Case C-91/75, [1976], Hauptzollamt Göttingen and Bundesfinanzminister v Wolfgang Miritz GmbH & Co., EU:C:1976:23. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:61975CJ0091
- Case C-119/78, [1979], SA des grandes distilleries Peureux v Directeur des Services fiscaux de la Haute-Saône et du territoire de Belfort, EU:C:1979:66. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/TXT/?uri=CELEX:61978CJ0119
- Case C-17/81, [1982], Pabst & Richarz KG v Hauptzollamt Oldenburg, EU:C:1982:129. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/TXT/?uri=CELEX:61981CJ0017
- Case C-271/81, [1983], Société cooperative d’amélioration de l’élevage et d’insémination artificielle du Béarn v Lucien J.M. Mialocq and others, EU:C:1983:153. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A61981CC0271
- Case C-78/82, [1983], Commission of the European Communities v Italian Republic, EU:C:1983:159. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX%3A61982CJ0078
- Case C-30/87, [1988], Corinne Bodson v SA Pompes funèbres des regions libérées, EU:C:1988:225. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:61987CJ0030
- Case C-347/88 [1990], Commission of the European Communities v Hellenic Republic, EU:C:1990:225. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/ALL/?uri=CELEX:61988CC0347
- Case C-275/92, [1994], Her Majesty’s Customs and Excise v Gerhart Schindler and Jörg Schindler, EU:C:1994:119. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:61992CJ0275
- Case C-17/94, [1995], Criminal proceedings against Denis Gervais, Jean-Louis Nougaillon, Christian Carrard and Bernard Horgue, EU:C:1995:422. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX:61994CJ0017
- Case C-157/94, [1997], Commission of the European Communities v Kingdom of the Netherlands, EU:C:1997:499. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:61994CJ0157
- Case C-189/95, [1997], Criminal proceedings against Harry Franzén, EU:C:1997:504. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=celex:61995CJ0189
- Case C-170/04, [2007], Klas Rosengren and Others v Riksåklagaren, EU:C:2007:313. Available at :https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/TXT/?uri=CELEX:62004CJ0170
- Case C-565/08, [2011], European Commission v Italian Republic, EU:C:2011:188. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/TXT/?uri=CELEX:62008CJ0565
- Case C-456/10, [2012], Asociación Nacional de Expendedores de Tabaco y Timbre (ANETT) v Administración del Estado, EU:C:2012:241. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/en/TXT/?uri=CELEX:62010CJ0456
- Case C-198/04, [2015], Valev Visnapuu v Kihlakunnansyyttäjä (Helsinki), Suomen valtio — Tullihallitus, EU:C:2015:751. Available at : https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?toc=OJ:C:2016:016:FULL&uri=uriserv:OJ.C_.2016.016.01.0008.01.ENG
Πηγή εικόνας : https://www.tpointtech.com/monopoly-definition