Γράφει η Αντωνία Πετρολέκα
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου το σκηνικό της διεθνούς πολιτικής άλλαξε δραματικά, καθώς οι απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας δεν προέρχονταν πλέον μόνο από την επιθετικότητα των κρατών. Η παγκόσμια ειρήνη απειλούταν από εμφύλιες διαμάχες, εθνοτικές συγκρούσεις, ανθρωπιστικές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φτώχια και ανισότητα. Όλα αυτά, ώθησαν τo 1992 τον τότε Γενικό Γραμματέα του OHE, Boutros – Boutros Ghali να συντάξει μια άκρως φιλόδοξη ημερήσια διάταξη για την ειρήνη και την ασφάλεια με τίτλο «An Agenda for Peace». Είναι λοιπόν σαφές, ότι αναμενόταν από τον ΟΗΕ να αναλάβει ένα πιο δυναμικό ρόλο στην επίλυση ζητημάτων ειρήνης και ασφάλειας. Εντούτοις, η αποστολή αυτή φαινομενικά ερχόταν σε αντίθεση με το δόγμα μη επέμβασης στο εσωτερικό ενός κράτους, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 2(4) του Χάρτη του ΟΗΕ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2(4) αναφέρει ότι: «όλα τα κράτη-µέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση στρατιωτικής δύναμης κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου κράτους».
Στην Υπόθεση του Στενού της Κέρκυρας (1949), ο σεβασμός της εδαφικής κυριαρχίας έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις θεμελιώδεις βάσεις των διεθνών σχέσεων, ενώ ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας, που εξαγγέλλεται ρητά στο άρθρο 2(4) του Χάρτη του ΟΗΕ, έχει επαναληφθεί σε πολυμερείς διεθνείς διακηρύξεις (Διακήρυξη Μπαντούνγκ, Χάρτης Αφρικανικής Ενότητας, τελική πράξη Helsinki). Επομένως, η ανθρωπιστική βοήθεια θα πρέπει να παρέχεται με την συναίνεση και κατ’ αρχήν με την έκκληση της χώρας που θίγεται και πάντοτε με νομιμοποίηση από τον ΟΗΕ. Βέβαια, η χρήση των όρων «θα πρέπει» και «κατ’ αρχήν», αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο επέμβασης ακόμη και σε περίπτωση μη έγκρισης από την θιγόμενη χώρα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί, ότι οι ειρηνευτικές αποστολές δεν αποτελούν χαρακτηριστικό της μεταψυχροπολεμικής εποχής, καθώς παράδειγμα ανθρωπιστικής επέμβασης αποτελεί και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου το 1827, ωστόσο το δόγμα χρησιμοποιήθηκε επισήμως για πρώτη φορά στην επιχείρηση «Provide Comfort» του 1991 στο Ιράκ. Η περίπτωση της ανθρωπιστικής επέμβασης που θα εξεταστεί στο παρόν άρθρο είναι η κρίση του Κοσσυφοπεδίου, η οποία και προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις σχετικά με τη δυνατότητα μονομερούς χρήσης βίας για αντιμετώπιση παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η κρίση του Κοσσυφοπεδίου έχει ρίζες στην έντονη διαμάχη μεταξύ του Αλβανικού και του Σερβικού πληθυσμού που ήταν εγκαταστημένοι στην περιοχή. Η αφετηρία της κρίσης εντοπίζεται την περίοδο διακυβέρνησης του Tito, όπου το 1974, μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων, το Κοσσυφοπέδιο, μια περιοχή με μεγάλο αλβανικό πληθυσμό, περιήλθε σε καθεστώς αυτονομίας. Όλα αυτά θα ανατραπούν το 1989, όταν ο Slobodan Milošević, προωθώντας την ιδέα μιας «Μεγάλης Σερβίας», έθεσε ένα τέρμα στην αυτονομία της επαρχίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Milošević προώθησε μεταρρυθμίσεις που προέβλεπαν στον αποκλεισμό των Αλβανών της περιοχής από τα πολιτικά γραφεία, τα κρατικά αξιώματα, ενώ εισήγαγε πολιτικές ελέγχου στην εκπαίδευση και στις πολιτιστικές ελευθερίες. Στις μεταρρυθμίσεις αυτές, οι Κοσοβάροι προσπάθησαν να αντιδράσουν μέσω της ειρηνικής εκστρατείας του μετριοπαθή ηγέτη τους Ibrahim Rugova. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 1997 η κρίση κλιμακώθηκε μέσω μιας σειράς επιθέσεων που εξαπέλυσε ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου (UCK) ως αντίποινα εναντίον Σέρβων Αξιωματικών.
Η σύγκρουση συνεχίστηκε και τον χειμώνα του 1998 όπου σερβικές δυνάμεις επιχείρησαν να καταστρέψουν τον UCK. Η διεθνής κοινότητα δεν άργησε να καταδικάσει τη Σερβία για νέα προσπάθεια εθνοκάθαρσης, αυτή την φορά εναντίον του Αλβανικού πληθυσμού στο Κοσσυφοπέδιο, αλλά οι έντονες προσπάθειες του ΟΗΕ να καλέσει τις δύο πλευρές σε διάλογο, μέσω και του Ψηφίσματος 1160 του ΣΑ (31/3/1998), φάνηκαν άκαρπες. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν, ώσπου τον Αύγουστο του ίδιου έτους, οι Σερβικές δυνάμεις κατάφεραν να συντρίψουν τον UCK, προκαλώντας μετακινήσεις χιλιάδων Κοσοβάρων Αλβανών στη γειτονική Αλβανία και στη Β. Μακεδονία. Ως αποτέλεσμα των γεγονότων, το ΝΑΤΟ δεν άργησε να δηλώσει και επίσημα, λίγο καιρό αργότερα, την πρόθεσή του να εμπλακεί στην κατάσταση, με πιθανή στρατιωτική επέμβαση, ώστε να αποφευχθεί η ανθρωπιστική κρίση.
Με την σειρά του, το ΣΑ ενέργησε με βάση το Κεφάλαιο VII του Χάρτη και στις 23 Σεπτεμβρίου με το Ψήφισμα 1199 του ΟΗΕ, ήγειρε απαιτήσεις κατάπαυσης πυρός και απόσυρσης των σερβικών δυνάμεων που βρίσκονταν στο Κοσσυφοπέδιο, ενώ στις 23 Οκτώβρη ακολούθησε το Ψήφισμα 1203, όπου χαρακτήρισε τη κατάσταση στην περιοχή ως απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια. Κατά συνέπεια των ανωτέρω πιέσεων, ο Miloševic συμφώνησε σε εκεχειρία, υποσχέθηκε να αποσύρει τις δυνάμεις και να προτείνει μία πολιτική λύση για να τερματιστεί επιτέλους αυτή η κρίση. Όμως, ο UCK δεν άργησε να εκμεταλλευτεί την σερβική απόσυρση και άρχισε να απαιτεί παραχώρηση εδαφών διενεργώντας διάφορες επιθέσεις μικρής κλίμακας. Tο 1999 ξεκίνησε με αναζωπύρωση στις εχθροπραξίες στο Κοσσυφοπέδιο με διάφορες σφαγές και αγριότητες από πλευράς Σέρβων. H διεθνής κοινότητα, ως απάντηση σε αυτά τα επεισόδια, πραγματοποίησε κύκλο διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο μερών. O πρώτος κύκλος διαπραγματεύσεων πραγματοποιήθηκε στον Πύργο Rambouilletκοντά στο Παρίσι τον Φεβρουάριο του 1999. Ωστόσο, η συμφωνία δεν επικυρώθηκε από καμία πλευρά.
Άμεση συνέπεια των άκαρπων συζητήσεων ήταν η κλιμάκωση των επιχειρήσεων και από τις δυο πλευρές. Με την σειρά του το ΝΑΤΟ, το βράδυ της 24ης Μαρτίου, ξεκίνησε την επιχείρηση «Operation Allied Force», μία εκστρατεία βομβαρδισμού των σερβικών δυνάμεων στο Κοσσυφοπέδιο, η οποία έμελλε να διαρκέσει 78 ημέρες. Εντούτοις, τα πράγματα δεν πήραν την τροπή που περίμενε η Ουάσιγκτον. Παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς, η μαζική έξοδος Κοσοβάρων συνεχιζόταν, οι βομβαρδισμοί είχαν χτυπήσει μη προβλεπόμενους στόχους (όπως η κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι), ενώ είχαν αποτύχει να αναγκάσουν τον Milošević να υποκύψει. Το βασικότερο, βέβαια, σημείο είναι ότι, σε αντίθεση με την αεροπορική εκστρατεία στη Βοσνία, ο βομβαρδισμός στο Κοσσυφοπέδιο, δεν αποτελούσε μία αποστολή που έχει εγκριθεί επίσημα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με βασικό λόγο να αποτελεί η προσπάθεια αποφυγής ενός πιθανού veto από τη Ρωσία και ίσως την Κίνα.
Εν τέλει, η επίδραση των συνεχών βομβαρδισμών, η πιθανότητα μίας χερσαίας νατοϊκής εκστρατείας και οι διπλωματικές πιέσεις από τη Ρωσία, ανάγκασαν το Βελιγράδι να υποχωρήσει επίσημα στις 10 Ιουνίου του 1999. Την ίδια μέρα υπεγράφη και η συμφωνία του Κουμάνοβο, η οποία προέβλεπε για το Κόσοβο διεθνές καθεστώς. Επιπλέον, περιείχε την απομάκρυνση των σερβικών στρατιωτικών δυνάμεων, τον αφοπλισμό του UCK, την επιστροφή των Αλβανών προσφύγων στις εστίες τους και την σύσταση μίας πολυεθνικής στρατιωτικής δύναμης με πυρήνα το ΝΑΤΟ, τη KFOR. Ιδιαίτερης σημασίας για τη σερβική πλευρά ήταν ο όρος που εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας. Στις 10 Ιουνίου ήρθε και το Ψήφισμα 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, για να νομιμοποιήσει τα γενόμενα.
Συμπερασματικά, η νατοϊκή επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο έχει αποτελέσει αντικείμενο αντιπαράθεσης, καθώς η νομιμοποιητική της βάση δεν είναι εμφανής. Ουσιαστικά, παρακάμφθηκε η διαδικασία εξουσιοδότησης χρήσης βίας από το Συμβούλιο Ασφαλείας, με τις συμμαχικές δυνάμεις να κινητοποιούνται άμεσα. Όπως, βέβαια, σαφώς ορίζει το άρθρο 2(7) του Καταστατικού Χάρτη των Η.Ε., «καμία διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους, και δεν θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη». Σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, μοναδικές εξαιρέσεις στην απαγόρευση χρήσης βίας αποτελούν η εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας, σε περιπτώσεις απειλής της ειρήνης (threat to the peace), διαταράξεως της ειρήνης (breach to the peace), και επιθετικών πράξεων (acts of aggression), με βάση το άρθρο 42, και η νόμιμη άμυνα -ατομική ή συλλογική- όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 51 του Χάρτη.
Παράλληλα, η μη εξουσιοδοτημένη επέμβαση του ΝΑΤΟ, αύξησε τον φόβο για την τέλεση παρόμοιων μονομερών ενεργειών. Αντί αυτού, κατά την Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ το 2005, υιοθετήθηκε το δόγμα περί «Ευθύνης Προστασίας (Responsibility to Protect)», ενώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας κλήθηκαν να μην ασκούν βέτο σε εξουσιοδοτήσεις R2P. Στο συγκεκριμένο δόγμα μπορούν να εντοπιστούν τρείς συνιστώσες. Πρωτίστως, η πρωτοκαθεδρία του κράτους στην παροχή ασφάλειας και προστασίας του πληθυσμού του, σε δεύτερο χρόνο, η επικουρική ευθύνη της διεθνούς κοινότητας να συνδράμει το κράτος, και η τρίτη συνιστώσα, η οποία μεταβιβάζει την ευθύνη προστασίας από το κράτος στη διεθνή κοινότητα, σε περίπτωση που το πρώτο δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει να προστατεύσει τους πολίτες του. Σε αυτή την περίπτωση η διεθνής κοινότητα έχει την ευθύνη άμεσης ανάληψης συλλογικής δράσης, πάντοτε με εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Βιβλιογραφία
- 2009. Nέα Βαλκάνια. 1st ed. Αθήνα: Ηρόδοτος, pp.301-321, 468-483.
- Baylis, J., Smith, S. and Owens, P., 2013. H παγκοσμιοποίηση της διεθνούς πολιτικής. 5th ed. Επίκεντρο, pp.430-450.
- Βούζα, Σ. (2008). Η Νατοϊκή Επέμβαση στο Κόσοβο, Κριτική στη προσέγγιση του Δόγματος των Ανθρωπιστικών Επεμβάσεων, Πειραιάς : Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Available at: http://dione.lib.unipi.gr/xmlui/bitstream/handle/unipi/4001/Vouza.pdf?sequence=2
- Περιφερειακό Κέντρο Πληροφόρησης του ΟΗΕ – Greece. n.d. ΧΑΡΤΗΣ ΟΗΕ. [online] Available at: https://unric.org/el/χαρτησ-οηε/
- Stahn C. (2007). Responsibility to Protect: Political Rhetoric or Emerging Legal Norm?
- Ρούκουνας, Ε., 2015. Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. 2nd ed. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, pp.199-200.
- A Cassese, Ex iniuria ius oritur: are we moving towards international legitimation of forcible humanitarian countermeasures in the world community? European Journal of International Law, Volume 10, Issue 1, 1999, Pages 23–30.
- B Simma, NATO, the UN and the use of force: legal aspects, European Journal of International Law, Volume 10, Issue 1, 1999, Pages 1–22.