Γράφει ο Δρ. Νικόλαος Στούπος
Οι κρίσεις πετρελαίου και η ταυτόχρονη έναρξη σημαντικής εμπόλεμης κατάστασης δεν αποτελεί ένα πρωτόγνωρο γεγονός για τη διεθνή οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις, έπειτα από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 οδήγησε σε τετραπλασιασμό της τιμής του αργού πετρελαίου και συνέπεσε με την έναρξη του δεύτερου πολέμου μεταξύ του Ισραήλ και των Αραβικών χωρών (πόλεμος του Γιομ Κιπούρ – Οκτώβριος 1973). Αυτός ο νέος γύρος στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση πυροδότησε μία ήδη εκκολαπτόμενη κρίση, αυξάνοντας την τιμή του πετρελαίου.
Στις μέρες μας, παρατηρούμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, με τα δεδομένα να είναι σχεδόν παρόμοια αλλά να διαφέρουν οι πρωταγωνιστές και ο τόπος διεξαγωγής. Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2022, η Ρωσία εισβάλει απροειδοποίητα στην Ουκρανία δημιουργώντας ένα ντόμινο εξελίξεων τόσο στον τομέα των διπλωματικών σχέσεων, όσο και την παγκόσμια οικονομία. Η Ρωσία αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη χώρα εξαγωγής αργού πετρελαίου παγκοσμίως και τo μεγαλύτερο εξαγωγέα φυσικού αερίου (World Bank, 2021). Οι χρηματιστηριακές αγορές, προεξοφλώντας ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα απαντήσουν με οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, ωθούν την τιμή του πετρελαίου σταθερά πάνω από τα 110$/βαρέλι και την τιμή του φυσικού αερίου πάνω από τα 5$ ανά Βρετανική θερμική μονάδα (MMbtu). Οι εκτιμήσεις για το τέλος του 2022 προβλέπουν ότι το πετρέλαιο θα ξεπεράσει τα 140$/βαρέλι, ενώ και το φυσικό αέριο θα φτάσει πάνω από τα 6,5$ ανά Βρετανική θερμική μονάδα (MMbtu) (Fitch Ratings, 2022).
Στην πραγματικότητα, ο Ρώσο-Ουκρανικός πόλεμος έρχεται σε μία περίοδο όπου η ΕΕ πλήττεται από κύμα πληθωρισμού εξαιτίας της αύξησης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η περαιτέρω έκρηξη των τιμών ενισχύει ακόμα περισσότερο τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Ευρωζώνη. Ένα από τα βασικά καθήκοντα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) είναι η εγγύηση της σταθερότητας των τιμών εντός της νομισματικής ένωσης έτσι ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική ανάπτυξη και η αποφυγή στασιμοπληθωρισμού (πληθωρισμός με αναιμική ή μηδενική ανάπτυξη) (ECB, 2022). Το κυριότερο εργαλείο νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι ο έλεγχος του βασικού επιτοκίου του ευρώ. Επομένως, όταν υπάρχει πληθωρισμός, οι Κεντρικές Τράπεζες προβαίνουν σε αύξηση των επιτοκίων έτσι ώστε να τιθασευτεί η αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών. Η συγκεκριμένη νομισματική πολιτική είναι ορθή, εάν ο πληθωρισμός δημιουργείται λόγω αύξησης της ζήτησης. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο πληθωρισμός εμφανίζεται στην οικονομία εξαιτίας της ανατίμησης των τιμών σημαντικών πρώτων υλών; Ο πληθωρισμός προσφοράς ή κόστους είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την οικονομική μεγέθυνση όταν η οικονομία είναι εκτεθειμένη σε πρώτες ύλες οι οποίες εισάγονται (π.χ. φυσικό αέριο ή πετρέλαιο). Επομένως, η εξάρτηση από τρίτα κράτη, αλλά και η ελλιπής αυτάρκεια οδηγεί σε αύξηση του κόστους λειτουργίας της οικονομίας και προκαλεί ντόμινο ανατιμήσεων σε πολλά προϊόντα και υπηρεσίες. Για παράδειγμα, η αύξηση του πετρελαίου οδηγεί σε υψηλότερα κόστη μεταφοράς των προϊόντων, τα οποία οι επιχειρήσεις θα μετακυλήσουν στον καταναλωτή για να διατηρήσουν το περιθώριο κέρδους τους και συνεπώς τη βιωσιμότητα τους (Oner, 2021).
Η αύξηση των επιτοκίων του ευρώ από την ΕΚΤ, ως αντίμετρο για τη συγκράτηση του πληθωρισμού, δεν αποτελεί ορθή επιλογή. Αυτό συμβαίνει για το γεγονός ότι η άνοδος των επιτοκίων θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους του χρήματος. Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της μεταβολής των επιτοκίων θα είναι η αύξηση των δόσεων των δανείων (επιχειρηματικών, στεγαστικών και καταναλωτικών). Η συγκεκριμένη κατάσταση θα επηρεάσει αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, συρρικνώνοντας ακόμη περισσότερο την αγοραστική τους δύναμη. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις θα δουν το κόστος λειτουργίας τους να αυξάνεται με αποτέλεσμα να μεταθέσουν ένα τμήμα αυτής της αύξησης προς τις τιμές των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους. Το ερώτημα το οποίο, λοιπόν, εγείρεται είναι, εάν η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό κόστους, τότε ποια είναι η βέλτιστη λύση;
Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής, όπου το Κράτος καλείται να στηρίξει τα εισοδήματα των πολιτών μέσω επιδοτήσεων στην τιμή και τη μείωση της φορολογίας. Βέβαια, οι επιδοτήσεις και η μείωση των φορολογικών συντελεστών παρουσιάζουν σημαντικό δημοσιονομικό κόστος και οδηγούν σε αύξηση των δημοσίων εξόδων. Τα δημόσια οικονομικά των κρατών της ΟΝΕ και της ΕΕ είναι ήδη επιβαρυμένα τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των παροχών, που είχαν ως στόχο την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Επομένως, δεν υπάρχει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για αύξηση των δαπανών, μιας και ο εκτροχιασμός τους θα οδηγήσει σε υψηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα και μεγαλύτερο δημόσιο χρέος. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί ότι δεν αντιμετωπίζουν όλα τα κράτη της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ τα ίδια δημοσιονομικά προβλήματα. Οι χώρες της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης έχουν την πολυτέλεια υψηλότερων κρατικών δαπανών, λόγω των πιο υγειών οικονομικών, της καλύτερης διαχείρισης τους και του χαμηλού σχετικά χρέους ως προς το ΑΕΠ. Αντίθετα, τα κράτη της Νότιας Ευρώπης πρέπει να ακολουθήσουν μία πιο συντηρητική δημοσιονομική πολιτική, εξαιτίας της πιο ευμετάβλητης οικονομίας τους και του υπερβολικού χρέους (π.χ. Ελλάδα στο 206% του ΑΕΠ). Συμπερασματικά, γίνεται ευνόητο ότι η διπλή κρίση ενέργειας και πετρελαίου, με την πανδημία να μην έχει τελειώσει ακόμα, αλλά και η ανατίμηση βασικών γεωργικών προϊόντων (π.χ. ηλιέλαιο και σιτάρι), θα έχει ασύμμετρες επιπτώσεις στην οικονομία του κάθε κράτους μέλους της Ευρωζώνης. Ως εκ τούτου, ποια είναι η πιο βιώσιμη λύση έτσι ώστε να μην οδηγηθεί η ένωση σε ένα σπιράλ οικονομικών κρίσεων;
Η οικονομία της ΟΝΕ, αλλά και της ΕΕ, είναι σημαντικά συνδεδεμένη εξαιτίας του κοινού νομίσματος, της Ευρωπαϊκής κοινής αγοράς και των διαφόρων κανόνων και οδηγιών που ρυθμίζουν την οργάνωση της ένωσης. Μετά τα μαθήματα της κρίσης χρέους του 2010 και της προσφυγικής κρίσης του 2015, η ΕΕ αντιδράει πλέον πιο γρήγορα και αποτελεσματικά σε νέες κρίσεις έτσι ώστε να μετριάσει τις εξωγενείς επιπτώσεις στην οικονομία της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υγειονομική κρίση του 2020, όπου η απάντηση της ΕΕ και της ΕΚΤ ήταν άμεση, οδηγώντας στην αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τη θέσπιση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (PEPP), τη δημιουργία του NextGeneration EU project και την έκδοση ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με εγγύηση τον προϋπολογισμού της ένωσης (European Commission, 2022). Ωστόσο, οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, έχουν ασκήσει έντονη κριτική θεωρώντας ότι το μίγμα της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής είναι ανεπαρκές, χρονοβόρο και ιδιαίτερα γραφειοκρατικό. Ειδικότερα, αντιπροτείνουν ότι η ΟΝΕ πρέπει να έχει ένα πιο γρήγορο μηχανισμό αντίδρασης μέσω της έκδοσης ευρωπαϊκού κοινού χρέους (Ευρωομόλογα) αφού αποτελεί άμεση χρηματοδότηση για τα κράτη-μέλη και μπορεί να ελαχιστοποίηση τις ασύμμετρες επιπτώσεις πάνω στις οικονομίες της ένωσης. Ωστόσο, ο Ευρωπαϊκός Βορράς (π.χ. Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία και Φιλανδία) αντιτίθενται στη συγκεκριμένη ιδέα παραθέτοντας τα επιχειρήματα του ηθικού κινδύνου, της αμοιβαιοποίησης του χρέους και την πιθανότητα κάποιες χώρες με δομικά οικονομικά προβλήματα να προβούν σε αλόγιστο δανεισμό (Stoupos and Kiohos, 2021). Οι συγκεκριμένες αντιστάσεις δεν μπορέσαν να καμφθούν, παρά την πανδημία του Covid-19.
Στις μέρες μας, ο Ευρωπαϊκός Νότος έχει προτείνει ξανά τη δημιουργία Ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση της έντονης πληθωριστικής κρίσης στην Ευρωζώνη λόγω των τιμών ενέργειας, του πετρελαίου αλλά και των σιτηρών, επιβαρύνοντας σε σημαντικό βαθμό την Ευρωπαϊκή οικονομία και την ανάπτυξη. Η απάντηση της Βόρειας Ευρώπης είναι ίδια με εκείνη του παρελθόντος. Η πραγματικότητα είναι ότι η δημιουργία κοινού Ευρωπαϊκού χρέους δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση και χρειάζεται μία δαιδαλώδη και πολύ-επίπεδη διαδικασία, όπως πολιτική συμφωνία, καθολική έγκριση από τα Κοινοβούλια της κάθε χώρας-μέλους της ένωσης, τη θέσπιση ενός διευθυντηρίου το οποίο θα είναι υπεύθυνο για το συνολικό δανεισμό και την κατανομή των κεφαλαίων στα κράτη-μέλη, αλλά και τη μεταφορά πολιτικής εξουσίας από τις χώρες-μέλη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Επομένως, γίνεται εμφανές ότι η άσκηση συνολικής και ενιαίας Ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής είναι ακόμα σε εμβρυακό στάδιο και χρειάζεται πρωτίστως μία σχετική πολιτική ενοποίηση της ένωσης. Το ερώτημα το οποίο ανακύπτει είναι πώς μπορεί η ΕΕ και τα κράτη-μέλη να αντιμετωπίσουν την παρούσα πολύ-παραγοντική πληθωριστική κρίση; Στην παρούσα φάση, φαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Eurogroup και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα αντιμετωπίσουν την τωρινή κρίση χρησιμοποιώντας ένα μίγμα εθνικής και Ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής και νομισματικής πολιτικής. Πιθανόν να αποφασιστεί η δημιουργία ενός νέου Ευρωπαϊκού ταμείου, στα πρότυπα του σχεδίου NextGeneration EU, με έκδοση ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα συγκεκριμένα κεφάλαια θα διανεμηθούν αργότερα στα κράτη-μέλη με την μορφή επιχορηγήσεων και δανεισμού. Επιπρόσθετα, θα μπορούσε να βρεθεί ο κατάλληλος εθνικός δημοσιονομικός χώρος, όπου οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να προσφέρουν στήριξη των εισοδημάτων των πολιτών μέσω επιδοτήσεων στην τιμή και μείωση της φορολογίας (π.χ. επιδότηση στην τιμή της βενζίνης ή μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα), με σοβαρό δημοσιονομικό κόστος. Επίσης, η εφαρμογή πλαφόν στις ποσότητες που αγοράζει ο καταναλωτής (π.χ. στα άλευρα), αλλά και η αύξηση των ελέγχων των ρυθμιστικών αρχών για την αποφυγή αισχροκέρδειας θα μπορούσαν να λειτουργήσουν πυροσβεστικά στο ράλι ανόδου των τιμών. Τέλος, η ΕΚΤ μπορεί να προσφέρει σημαντική στήριξη στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού των κρατών-μελών της ΟΝΕ μέσω του τακτικού προγράμματος αγοράς ομολόγων.
Συμπερασματικά, το μόνο σίγουρο είναι ότι μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η ΕΕ ξύπνησε από τον πολυετή λήθαργο της, αναγνωρίζοντας ότι η περαιτέρω Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μονόδρομος έτσι ώστε να αντιμετωπίσει και να αμυνθεί από τον κίνδυνο που έρχεται από τα ανατολικά σύνορα της. Σε μακροχρόνιο στρατηγικό ορίζοντα, η ΕΕ θα πρέπει να ορίσει έναν σχεδιασμό ενεργειακής απεξάρτησης από τρίτες χώρες, να ενισχύσει την εσωτερική αυτάρκεια της και να ενδυναμώσει τις πολιτικές της για ουσιαστικότερη και βαθύτερη σύγκλιση, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά.
Βιβλιογραφία
European Commission. (2022). A New Era for Europe: How the EU can make the most of its pandemic recovery, pursue sustainable growth and promote global stability. 2022 Report. Διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/info/sites/default/files/economy-finance/hlg_report_en.pdf
European Central Bank. (2022). ECB monetary policy tasks. Διαθέσιμο σε: https://www.ecb.europa.eu/mopo/html/index.en.html
Fitch Ratings. (2022). Fitch Ratings raises short- and medium-term oil and gas price assumptions. Fitch Wire – 21 March 2022. Διαθέσιμο σε: https://www.fitchratings.com/research/corporate-finance/fitch-ratings-raises-short-and-medium-term-oil-gas-price-assumptions-21-03-2022
Oner, C. (2021). Inflation: Prices on the Rise. IMF Reports 2021. Διαθέσιμο σε: https://www.imf.org/external/pubs/ft/fandd/basics/pdf/oner_inflation.pd
Stoupos, N. and Kiohos, A. (2021). Euro Area: Towards a European Common Bond? – Empirical Evidence from the sovereign debt markets. Journal of Common Market Studies. In press. Διαθέσιμο σε: https://doi.org/10.1111/jcms.13297
World Bank. (2021). Russian Economic Report 2021. Διαθέσιμο σε: https://documents1.worldbank.org/curated/en/099050011302118976/pdf/P17756206d40310aa0a5e109d6fa60bc55a.pdf