Γράφει η Μουρίκη Αθανασία
Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ως αναγνώριση θεωρείται η αποδοχή της κρατικής υπόστασης και της διεθνούς προσωπικότητας μιας οντότητας από ένα ήδη υφιστάμενο κράτος της διεθνούς κοινότητας. Τα υφιστάμενα κράτη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέγουν ποιες οντότητες θα αναγνωρίσουν, με γνώμονα τα τη Σύμβαση του Μοντεβιδέο. Αυτή ορίζει τα τέσσερα κριτήρια για την κρατική υπόσταση: μόνιμο πληθυσμό, κυβέρνηση, καθορισμένη επικράτεια, και ικανότητα σύναψης σχέσεων με τα άλλα κράτη. Με την αναγνώριση, το κράτος “αναγνωρίζεται” ως ικανό να ασκεί όλες τις ικανότητες της κρατικής υπόστασης και να συνάπτει σχέσεις με άλλα κράτη. Τα κράτη περιορισμένης αναγνώρισης, δηλαδή οι οντότητες που δεν χαίρουν καθολικής αποδοχής από τη διεθνή κοινότητα, δεν δύνανται να έχουν διπλωματικές σχέσεις με κράτη που δεν τα αναγνωρίζουν.
Ωστόσο, δεν υπάρχει μια καθολικά αποδεκτή άποψη σχετικά με τα αποτελέσματα και τη σημασία της αναγνώρισης. Η συζήτηση περί αναγνώρισης περιστρέφεται γύρω από δύο κυρίαρχες θεωρίες: η δηλωτική θεωρία (declaratory), σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση απλώς επισημοποιεί μια ήδη υπάρχουσα κατάσταση, και η συστατική (constitutive) θεωρία, σύμφωνα με την οποία η αναγνώριση απαιτείται για την ύπαρξη κράτους, και επομένως τα κράτη είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα μέχρι να αναγνωριστούν από άλλα κράτη.
Σήμερα, ως «κράτη περιορισμένης αναγνώρισης» χαρακτηρίζονται οι εξής οντότητες: Κοσσυφοπέδιο, Ταϊβάν, Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου, Αμπχαζία, Παλαιστίνη, Δημοκρατία της Σαχάρας και Νότια Οσετία, ενώ την ανεξαρτησία της διεκδικεί και η Καταλονία.
Σε αυτό το πρώτο μέρος, η ανάλυση αφορά το Κοσσυφοπέδιο, την Ταϊβάν, την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου και την Αμπχαζία. Πρόκειται για οντότητες που δεν είναι μέλη του ΟΗΕ, αλλά αναγνωρίζονται από τουλάχιστον ένα μέλος του ΟΗΕ. Αναλυτικότερα, ανά περίπτωση:
Κοσσυφοπέδιο
Το Κοσσυφοπέδιο είναι μια περιοχή των Βαλκανίων με έντονη εθνοτική σύνθεση, που κατοικείται κυρίως από Αλβανούς, αλλά περιλαμβάνει και μια μεγάλη μειονοτική ομάδα σερβικού πληθυσμού. Στα τέλη του 20ού αιώνα, οι εντάσεις μεταξύ Αλβανών και Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο γνώρισαν μεγάλη κλιμάκωση, που κατέληξε σε συγκρούσεις και εκδηλώσεις βίας.
Το 1998-1999, έλαβε χώρα ο πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου, κατά τη διάρκεια του οποίου οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις, υπό τον πρόεδρο Μιλόσεβιτς, προέβησαν σε βάναυση καταστολή του αλβανικού πληθυσμού. Το ΝΑΤΟ παρενέβη στη σύγκρουση με μια εκστρατεία βομβαρδισμών, με αποτέλεσμα την απόσυρση των γιουγκοσλαβικών δυνάμεων από το Κοσσυφοπέδιο. Στη συνέχεια, τα Ηνωμένα Έθνη ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής, η οποία έγινε γνωστή ως Αποστολή Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο Κοσσυφοπέδιο (UNMIK).
Το 2008, η Συνέλευση του Κοσσυφοπεδίου ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία του από τη Σερβία μετά από χρόνια τεταμένων σχέσεων μεταξύ του σερβικού και του αλβανικού πληθυσμού. Η κίνηση αυτή προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων διεθνώς. Για να αμβλύνει την ένταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέπτυξε την Αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Κράτος Δικαίου στο Κοσσυφοπέδιο (EULEX), η οποία παρέχει στήριξη στους θεσμούς του κράτους δικαίου της χώρας, συμπεριλαμβανομένων του δικαστικού σώματος και της αστυνομίας.
Μέχρι σήμερα, το Κοσσυφοπέδιο έχει αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος από περισσότερες από 100 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και πολλών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η Σερβία, η οποία υποστηρίζεται από χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, εξακολουθεί να θεωρεί το Κοσσυφοπέδιο μέρος της επικράτειάς της και να εμποδίζει την καθολική αναγνώρισή του. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν έχει ακόμη λάβει σαφή θέση, εγκρίνοντας ή απορρίπτοντας την ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, λόγω έλλειψης ομοφωνίας μεταξύ των μονίμων μελών του. Από την άλλη μεριά, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει αποφανθεί ότι η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου δεν συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Ως εκ τούτου, το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου και της αναγνώρισής του παραμένει ευαίσθητο και πολιτικά φορτισμένο, με τα κράτη και τους διεθνείς οργανισμούς να εξακολουθούν να διαφωνούν. Την ίδια στιγμή, οι εντάσεις και οι βιαιοπραγίες μεταξύ Αλβανών και Σέρβων υφίστανται ως και σήμερα.
Δημοκρατία της Κίνας – Ταϊβάν
Η πορεία της Ταϊβάν προς την αυτοδιάθεση χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν βρισκόταν υπό ιαπωνική κυριαρχία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ταϊβάν ανέπτυξε την ξεχωριστή της ταυτότητα και την πολιτιστική της κληρονομιά.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ταϊβάν επέστρεψε στον κινεζικό έλεγχο υπό την κυριαρχία του Κινεζικού Εθνικιστικού Κόμματος. Το 1949, το Κινεζικό Εθνικιστικό Κόμμα, έχοντας ηττηθεί από τους κομμουνιστές στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο, κατέφυγε στην Ταϊβάν, σχηματίζοντας κυβέρνηση στο νησί και απαγορεύοντας κάθε επαφή με την κομμουνιστική Κίνα. Στην Ταϊβάν δίνεται το επίσημο όνομα “Δημοκρατία της Κίνας”. Ακολουθεί μια περίοδος στρατιωτικού νόμου και αυταρχικής διακυβέρνησης, όπου κάθε κίνημα που υποστήριζε την ανεξαρτησία της Ταϊβάν καταστέλλεται.
Το 1950, η Ταϊβάν γίνεται σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες βρίσκονταν σε πόλεμο με την Κίνα στην Κορέα. Έκτοτε, οι ΗΠΑ ακολούθησαν μια ασαφή πολιτική, αποφεύγοντας να λάβουν ξεκάθαρη θέση υπέρ της Ταϊβάν. Ωστόσο, οι ΗΠΑ παραμένουν ο ισχυρότερος σύμμαχος της Ταϊβάν και ο κύριος προμηθευτής στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η κατάσταση βελτιώθηκε γύρω στη δεκαετία του 1990, όταν η Ταϊβάν γνώρισε μια περίοδο εκδημοκρατισμού. Το 1987 ο στρατιωτικός νόμος καταργείται, επιτρέποντας την έκφραση απόψεων και τη δημιουργία κινημάτων που υποστήριζαν την ιδέα της ιδιαίτερης ταυτότητας και την αυτονομία της Ταϊβάν.
Ωστόσο, οι εντάσεις με την ηπειρωτική Κίνα παρέμειναν και παραμένουν ως σήμερα το κυριότερο εμπόδιο στην προσπάθεια της Ταϊβάν για ανεξαρτησία. Η Κίνα διεκδικεί σθεναρά την κυριαρχία της Ταϊβάν και αντιτίθεται σε κάθε προσπάθεια για επίσημη ανεξαρτησία.
Θεσμικά, το κράτος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας αναγνωρίζεται διεθνώς ως η μόνη κυρίαρχη οντότητα. Εντούτοις, η Ταϊβάν αυτοπροσδιορίζεται ως η νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Ως “κυβέρνηση του κράτους της Κίνας”, την Ταϊβάν αναγνωρίζουν σήμερα 13 κράτη μέλη του ΟΗΕ και η πόλη του Βατικανού.
Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου
Η Κύπρος αποτελούσε βρετανική αποικία μέχρι το 1960, όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της μέσω των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Οι συμφωνίες αυτές καθιέρωσαν ένα σύστημα διαμοιρασμού της εξουσίας μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ένωση με την Ελλάδα, και των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι προτιμούσαν ένα ανεξάρτητο ή ξεχωριστό κράτος.
Υπό αυτό το πλαίσιο, τα κρούσματα βίας και οι διακοινοτικές συγκρούσεις ήταν συνηθισμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Τα Ηνωμένα Έθνη ανέπτυξαν ειρηνευτικές δυνάμεις στο νησί (“UNFICYP”) για τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Τον Ιούλιο του 1974, οι εντάσεις κλιμακώθηκαν με ένα ελληνοκυπριακό πραξικόπημα, το οποίο υποστηρίχθηκε από τη στρατιωτική χούντα στην Ελλάδα και απέβλεπε στην ανατροπή του προέδρου Μακαρίου και την επίτευξη της ενοποίησης με το ελληνικό κράτος. Σε απάντηση, η Τουρκία, επικαλούμενη τα δικαιώματά της ως εγγυήτρια δύναμη βάσει των συμφωνιών του 1960, επενέβη στρατιωτικά με το πρόσχημα της προστασίας του τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Οι τουρκικές δυνάμεις εξαπέλυσαν την “Επιχείρηση Αττίλας” και κατέλαβαν το βόρειο τμήμα του νησιού, οδηγώντας στην de facto διχοτόμηση της Κύπρου.
Τον Νοέμβριο του 1983, οι Τουρκοκύπριοι ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους, σχηματίζοντας την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση έχει διεθνώς καταδικαστεί. Μάλιστα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με ψήφισμά του, κήρυξε τη διακήρυξη αυτή ως νομικά άκυρη και κάλεσε όλα τα κράτη να μην αναγνωρίσουν κανένα άλλο κυπριακό κράτος εκτός από την Κυπριακή Δημοκρατία. Έως και σήμερα, η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία. Η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να θεωρεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως τη νόμιμη κυβέρνηση για ολόκληρο το νησί.
Παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες διαπραγμάτευσης μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, μια μόνιμη λύση του Κυπριακού προβλήματος παραμένει ανέφικτη. Η κατάσταση στο νησί εξελίσσεται συνεχώς και οι διπλωματικές προσπάθειες συνεχίζονται για την εξεύρεση μιας συνολικής διευθέτησης.
Αμπχαζία
Η Αμπχαζία είναι μια ορεινή περιοχή του Καυκάσου κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας, η οποία κατοικείται από διάφορες εθνοτικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων του πληθυσμού των Αμπχαζίων. Η ιστορία της Αμπχαζίας χρονολογείται από τον 8ο αιώνα, όταν ιδρύθηκε το Βασίλειο της Αμπχαζίας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Αμπχαζία έγινε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης και, το 1931, ορίστηκε αυτόνομη δημοκρατία εντός της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας (SSR). Παρά την αυτονομία αυτή, οι εντάσεις μεταξύ Γεωργίας και Αμπχαζίας με την πάροδο του χρόνου αυξήθηκαν.
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, τόσο η Γεωργία όσο και η Αμπχαζία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο, αυτό οδήγησε σε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των γεωργιανών δυνάμεων και των αυτονομιστών της Αμπχαζίας, οι οποίοι επεδίωκαν την πλήρη ανεξαρτησία από τη Γεωργία. Οι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν σε πόλεμο, ο οποίος διήρκεσε από το 1992 έως το 1993. Ο “πόλεμος της Αμπχαζίας” προκάλεσε σημαντικές απώλειες ανθρώπινων ζωών, καταστροφές περιουσιών και αναγκαστικό εκτοπισμό αμάχων, κυρίως του γεωργιανού πληθυσμού της Αμπχαζίας.
Το 1994, οι πλευρές της Γεωργίας και της Αμπχαζίας, με τη μεσολάβηση της Ρωσίας και του ΟΗΕ, κατέληξαν στη Συμφωνία της Μόσχας, με την οποία επιβλήθηκε κατάπαυση του πυρός και αναπτύχθηκαν ρωσικές ειρηνευτικές δυνάμεις στην περιοχή. Παρά τους διάφορους γύρους διαπραγματεύσεων, η ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης παρέμεινε ανέφικτη λόγω διαφωνιών.
Το 2008, οι εντάσεις αναζωπυρώθηκαν και πάλι κατά τη διάρκεια του Ρωσογεωργιανού πολέμου, περιπλέκοντας περαιτέρω την κατάσταση. Μετά τον πόλεμο, η Ρωσία αναγνώρισε την Αμπχαζία ως ανεξάρτητο κράτος, επιδεινώνοντας το χάσμα με τη Γεωργία.
Μέχρι σήμερα η Αμπχαζία παραμένει de facto ανεξάρτητη οντότητα, αλλά δεν έχει ευρεία αναγνώριση ως ανεξάρτητο κράτος. Συγκεκριμένα, την Αμπχαζία έχουν επισήμως αναγνωρίσει μόνο η Ρωσία, η Νικαράγουα, η Βενεζουέλα και η Ναουρού. Ωστόσο, οι εντάσεις στην περιοχή και η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BBC. (2023, June 28). Kosovo profile. BBC News. https://www.bbc.com/news/world-europe-18328859
Capital. (2022, August). Κίνα – Ταϊβάν: Μία έχθρα που διαρκεί πάνω από 70 χρόνια. Capital.gr. https://www.capital.gr/diethni/3650840/kina-taiban-mia-exthra-pou-diarkei-pano-apo-70-xronia/
Hernandez, G. (2019). International Law. Oxford University Press, USA.
Kaushik, M. (2022, February). State recognition under International Law: Edu Law. The EduLaw. https://portal.theedulaw.com/SingleNotes?title=state-recognition-under-international-law
Nationalia. (2022, March). Abkhazia. Nationalia. https://www.nationalia.info/profile/1/abkhazia
Ο θεσμός και η λειτουργία της αναγνώρισης των Κρατών. Polls and Politics. (2020, October 3). https://pollsandpolitics.gr/o-thesmos-kai-i-leitourgia-tis-anagnorisis-ton-kraton/
Λιάργκοβας Π., Παπαγεωργίου Χ. (2018) ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: Ιστορία, Θεσμοί, Πολιτικές. Εκδόσεις Τζιόλα.