Loading...
Latest news
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Καταπολεμώντας τον εξτρεμισμό στη Νοτιοανατολική Ευρώπη δια της πολιτότητας και ενεργούς συμμετοχής

Γράφει η Κωνσταντίνα Ρουσσίδη

Το παρόν άρθρο εστιάζει στη σπουδαιότητα της συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών στα κοινά για την καταπολέμηση του δεξιού ριζοσπαστισμού/εξτρεμισμού, μέσα από τις δημοκρατικές αξίες και πρακτικές της συμμετοχικότητας και της πολιτότητας. Είναι σημαντικό να διασαφηνιστεί ότι με τη λέξη εξτρεμισμός δίδεται μία ‘υπερβολή’ στην περιγραφή απόψεων και δράσεων, δηλαδή υποδηλώνεται το ‘άκρο’. Μελέτες δείχνουν ότι η διαδικασία της (δεξιάς) ριζοσπαστικοποίησης (ήτοι ξενοφοβικά ή/και φασιστικά και ρατσιστικά στοιχεία) δεν είναι μια απλή και δεδομένη διαδικασία, αλλά ξεκινάει από την απολύτως προσωπική σφαίρα του ατόμου ή της ομάδας. Το φαινόμενο αυτό συνήθως βρίσκει πρόσφορο έδαφος όταν οι άνθρωποι αντιληφθούν τα κοινωνικοπολιτικά τους περιβάλλοντα ως απειλές προς την προσωπική τους ταυτότητα («Είμαι Έλληνας, δεν θέλω οι ‘ξένοι’ να αλλοιώσουν την ταυτότητά μου και τον τόπο μου», «Είμαι Ευρωπαίος, άρα είμαι πολιτισμένος»). Τα άτομα αυτά μπορεί να έχουν αισθανθεί αδικία ή περιθωριοποίηση έτσι ώστε να δικαιολογούν μία βίαιη διεκδίκηση των πεποιθήσεών τους και να νομιμοποιούν ηθικά τη βία (σωματική, προφορική, συμπεριφοριστική) ως το μέσο αντιμετώπισης της αντιλαμβανόμενης απειλής.

Σε αυτό το σημείο ανάλυσης των αιτιών του φαινομένου, ενδείκνυται να αναφέρουμε τις μεταναστευτικές ροές και την προσφυγική κρίση ως επίκαιρα και ‘φλέγοντα’ θέματα που προβληματίζουν τον μέσο πολίτη, ειδικά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο, και δημιουργούν μια νοοτροπία υποψίας και αγανάκτησης. Είναι γεγονός, πλέον, ότι ο μέσος πολίτης, σε αυτές τις περιοχές ιδίως, αντιλαμβάνεται τις ογκώδεις ροές μεταναστών και προσφύγων ως κίνδυνο και ως «εξωτερική» απειλή. Και αυτό συμβαίνει συχνά επειδή δεν μπορεί να αντιληφθεί την ιδέα του έθνους εκτός των κρατικών συνόρων. Πολλοί άνθρωποι προωθούν ως επιχείρημα το φόβο της (πιθανής) απώλειας της εθνικής τους ταυτότητας και της μοναδικότητας της κουλτούρας τους (προπαγάνδα), θεωρώντας πως οι δυτικοί πολιτισμοί δεν ήταν αποτέλεσμα πολλών αναμείξεων λαών και παραδόσεων (;). Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει καιρό τώρα να φοβούνται πως οι μετανάστες και οι πρόσφυγες μπορεί να είναι παράνομοι, εγκληματίες, λαθρέμποροι και τρομοκράτες, καθώς πράγματι οι κρατικές δομές υστερούν, με αποτέλεσμα να επιτρέπουν την είσοδο και σε αυτά τα στοιχεία, το κόστος ενσωμάτωσης να είναι τεράστιο και οι θεσμικές και διοικητικές υποδομές που χρειάζονται ώστε να στηρίξουν την κατάσταση αυτή απαιτούν στρατηγικό εκσυγχρονισμό και υγιείς δημόσιες διοικήσεις. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι πολλές φορές δικαιολογούν ή και ασπάζονται την πρακτική βίαιων και εξτρεμιστικών πράξεων εναντίον ανθρώπων που έχουν μόλις εγκαταλείψει τα σπίτια τους λόγω άμεσης απειλής για τη ζωή τους και κυρίως των παιδιών τους. Πολλαπλασιαστές στη διαδικασία αυτής της μορφής ριζοσπαστικοποίησης είναι και άλλα φαινόμενα, όπως η ανεργία, η οικονομική κρίση αλλά και οι εθνικές αφηγήσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας (η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης). Η ορθόδοξη εκκλησία συνηθίζει να καλλιεργεί εθνικές συνειδήσεις στη βάση άκαμπτων παραδόσεων και συντηρητικών ιδεών, θεωρώντας ότι «το έθνος πρέπει να παραμείνει ως έχει για να μη χάσει την ιστορία και τις ρίζες του», κάτι που έχει αποτελέσει συντελεστή ανόδου εξτρεμιστικών δράσεων και ιδεολογιών σε ορισμένες περιπτώσεις. 

Παρόλα ταύτα, η βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι μέσα από τον εκδημοκρατισμό και την προώθηση της ενεργούς συμμετοχής, μπορεί το φαινόμενο να μετριαστεί, αν όχι αντιμετωπιστεί. Σε αυτόν τον σκοπό, σπουδαίο ρόλο μπορεί να παίξει η ύπαρξη διαπολιτισμικής μόρφωσης και παιδείας, μέσω της οποίας ο άνθρωπος να μάθει να αντιλαμβάνεται ότι όλες οι θεσμοθετημένες πρακτικές και ιδέες που προκαλούν διακρίσεις πάσης φύσεως (φυλετικές, θρησκευτικές, έμφυλες) είναι επίπλαστες και το μόνο που πρέπει να διώκουμε είναι οι παθογενείς κοινωνικές δομές και όχι οι άνθρωποι γύρω μας. Ειδικότερα, οι κρατικοί μηχανισμοί της εκπαίδευσης, της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτισμικής παιδείας οφείλουν να εκσυγχρονιστούν με κατεύθυνση τη θεσμοθέτηση ενός ‘ανοίγματος’ στην ποικιλομορφία, την ελευθερία και την αληθινή ισότητα, αναλαμβάνοντας δράσεις προς διασφάλιση της ενεργούς συμμετοχής της νεολαίας και των πολιτών στα κοινά (μια συμμετοχική δημοκρατία στην οποία η νεολαία και οι πολίτες γενικότερα μπορούν και θέλουν να συμμετέχουν στα κέντρα λήψης αποφάσεων). Αυτό δύναται να επιτευχθεί με δομές που δίδουν κίνητρα ως προς αυτό (πλατφόρμες κατάθεσης προτάσεων τοπικά, θετική στάση στην ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, προώθηση κοινωνικών ομάδων με δράση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλα). Η διαδικασία αυτή είναι ένα ζωτικό μέσο που μπορεί να φέρει την αλλαγή σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας του σύγχρονου πολίτη. Οι πολίτες, σήμερα, δεν έχουν λόγο να περιορίζονται σε εδαφικά σύνορα, σύνορα που προκαλούν με τη σειρά τους ιδεολογικά και ψυχολογικά σύνορα. 

Τέλος, η ενεργός ιδιότητα των πολιτών συνδέεται άμεσα με την ανάλογη δόμηση των κοινωνιών τους (σε αντίθεση με τους παθητικούς πολίτες που αφήνουν τις αποφάσεις στα κέντρα εξουσίας). Και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λακλό «Η συμμετοχική δημοκρατία αγκαλιάζει την ανάγκη πολιτικοποίησης και εκδημοκρατισμού του λαού και της οικονομίας». Η ενεργός συμμετοχή δεν αποτελεί βέβαια ένα εύκολο έργο, ειδικά σε μία περίοδο όπου η πολιτική και κοινωνική απάθεια είναι σε έξαρση. Επειδή, όμως, η κυριότερη δύναμη πίσω από την επέκταση του εξτρεμισμού είναι οι ξενοφοβικές συμπεριφορές (βλ. Ελλάδα, Λετονία, Τουρκία, Ουγγαρία) καθώς και ο φόβος των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης, κάνοντας τους ανθρώπους να κατηγορούν τη διασυνοριακή ελευθερία, οι πολίτες σήμερα πρέπει να αποκτήσουν δια-πολιτισμική κουλτούρα και να ενστερνιστούν την πολιτισμική αλλαγή που αγκαλιάζει το διαφορετικό. Η παιδεία του ανθρώπου είναι το σημείο επαφής της αποδοχής και της ενεργούς συμμετοχής στη χάραξη πολιτικών. Αυτή η δυνατότητα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα των Κυβερνήσεων, καθώς έτσι μόνο θα ακουστούν όλες οι φωνές. Για το λόγο αυτό, πρέπει πάντα οι πολίτες να μη φοβούνται να εκφράζονται, να συμμετέχουν και να διεκδικούν την απαιτούμενη κάθε φορά αλλαγή. Με λίγα λόγια, είναι αναγκαίο να εκπαιδευτούμε στη συμμετοχική δημοκρατία και όχι να αποδεχόμαστε τη συλλογική αποξένωση. Οι αλλαγές χρειάζονται χρόνο, κοινωνική συνείδηση και αλληλοσεβασμό, όμως πραγματικά, μπορούν να έχουν ισχυρό αντίκτυπο, δημιουργώντας νέες, καλές πρακτικές που θα οδηγήσουν σε έναν καλύτερο και πιο ‘ανοιχτόμυαλο’ κόσμο.

Πηγές:

  • Smith, A., M. (1998), Laclau and Mouffe – The radical democratic imaginary, USA and Canada: Routledge.