Γράφει η Αθανασία Τριάντου
Στόχος του παρόντος άρθρου είναι μια σύντομη μελέτη του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ, που αφορά την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege, δηλαδή τη μη επιβολή ποινής άνευ νόμου. Αρχικά, παρατίθενται κάποια εισαγωγικά στοιχεία για την ίδια την ΕΣΔΑ, ενώ στη συνέχεια θα αναλυθούν οι δύο παράγραφοι που αποτελούν το εν λόγω άρθρο. Έπειτα, θα παρουσιαστούν μερικές χαρακτηριστικές υποθέσεις του ΕΔΔΑ, ώστε να φανεί η στάση της νομολογίας, αναφορικά με το συγκεκριμένο άρθρο.
Η Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ευρύτερα γνωστή με τον όρο “Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου” (εν συντομία ΕΣΔΑ), είναι ο βασικός μηχανισμός προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στην Ευρώπη. Υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης, υπεγράφη στις 4 Νοεμβρίου 1950 στη Ρώμη, και τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1953. Τα συμβαλλόμενα μέρη σε αυτή τη Σύμβαση είναι συνολικά 47, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Η ΕΣΔΑ κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953, μαζί με το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, έχει ισχύ διεθνούς σύμβασης και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού δικαίου, που υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Έχει χαρακτηριστεί ως μια διεθνής πολυμερής σύμβαση με ιδιαίτερη σημασία, και αυτό γιατί, εκτός της κατοχύρωσης πλήθους ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, έχει προβλέψει και για την ύπαρξη συγκεκριμένων μηχανισμών και διαδικασιών προς την προστασία τους. Ειδικότερα, θεματοφύλακας αυτών των δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΔΔΑ), ένα διαρκές δικαστήριο που συστάθηκε ύστερα από την ενοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του τότε Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το 11ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ.
Παρακάτω παρουσιάζεται το περιεχόμενο του άρθρου 7 ΕΣΔΑ, στην αγγλική του εκδοχή.
No punishment without law
- No one shall be held guilty of any criminal offence on account of any act or omission which did not constitute a criminal offence under national law at the time when it was committed. Nor shall a heavier penalty be imposed than the one that was applicable at the time the criminal offence was committed.
- This Article shall not prejudice the trial and punishment of any person for any act or omission which, at the time when it was committed, was criminal according to the general principles of law recognised by civilised nations.
Το άρθρο αυτό, λοιπόν, διασφαλίζει πως μόνο ο νόμος μπορεί να ορίσει τι συνιστά εγκληματική πράξη, καθώς και την επιβολή της κατάλληλης ποινής: δεν περιορίζεται, δηλαδή, μόνο στην απαγόρευση της αναδρομικής εφαρμογής του νόμου σε βάρος του κατηγορουμένου. Επιπλέον, λόγω του γεγονότος ότι το εν λόγω άρθρο αποτελεί συστατικό στοιχείο της αρχής του κράτους δικαίου (rule of law), κατέχει περίοπτη θέση στη Σύμβαση και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό εν καιρώ πολέμου ή άλλης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, κατά το άρθρο 15 ΕΣΔΑ.
Το άρθρο 7 ΕΣΔΑ, εφαρμόζεται αφού έχει αποδειχθεί η ενοχή (guilt) για την τέλεση μιας εγκληματικής πράξης, και δεν καλύπτει περιπτώσεις όπου η δίκη είναι σε εξέλιξη. Για τους σκοπούς της Σύμβασης, δεν μπορεί να υπάρξει καταδίκη (conviction), αν δεν έχει θεμελιωθεί βάσει νόμου ότι υφίσταται παραβίαση. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως οι προβλέψεις του άρθρου 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ, συσχετίζονται άμεσα και με το άρθρο 1 ΠΚ (“καμία ποινή χωρίς νόμο”) και το άρθρο 7 παρ. 1 Σ (“καμία ποινή χωρίς νόμο, απαγόρευση των βασανιστηρίων”). Παράλληλα, στοιχεία του υπό μελέτη άρθρου εντοπίζονται και σε σημαντικά διεθνή και περιφερειακά νομικά κείμενα, όπως:
- Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 15)
- Την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (άρθρο 11 παρ. 2)
- Τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (άρθρο 49).
Τα συστατικά στοιχεία του άρθρου 7 ΕΣΔΑ είναι: α) το ποινικό αδίκημα, β) ο νόμος και γ) η ποινή.
Το πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που θα πρέπει να μελετηθεί είναι το ποινικό αδίκημα: τι θεωρείται, δηλαδή, ως εγκληματική πράξη, στα πλαίσια της Σύμβασης. Στη γνωστή υπόθεση Engel κ.ά. κατά Ολλανδίας (1976), τέθηκαν τρία (3) κριτήρια, τα λεγόμενα “κριτήρια του Engel”, που καθιστούν μια πράξη εγκληματική:
- Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως ποινικού αδικήματος κατά το εθνικό δίκαιο
- Η φύση της παραβίασης
- Η φύση και η βαρύτητα της ποινής.
Το πρώτο κριτήριο αφορά την ύπαρξη διάταξης στο εθνικό δίκαιο, που να χαρακτηρίζει μια συγκεκριμένη πράξη, είτε ενέργεια, είτε παράλειψη, ως ποινικό αδίκημα. Το δεύτερο κριτήριο, νομολογιακά έχει χαρακτηριστεί ως το σημαντικότερο εκ των τριών, και, στο πλαίσιο αυτό, δίνεται εξέχουσα σημασία στο αν η απαγόρευση αφορά όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου ή μια συγκεκριμένη ομάδα, καθώς και αν η σχετική νομοθεσία αποβλέπει στην πρόληψη ή την τιμωρία/καταστολή. Ως προς το τρίτο κριτήριο, η ποινή θα πρέπει να είναι ανάλογη του αδικήματος για το οποίο προβλέπεται. Χαρακτηριστικές ποινές που συναντώνται συχνά στο ποινικό δίκαιο, είναι οι στερητικές της ελευθερίας ποινές και οι χρηματικές ποινές.
Τα κριτήρια αυτά δεν εφαρμόζονται σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά. Αυτό σημαίνει πως αρκεί να ισχύει ένα από τα 3, ώστε μια πράξη να αποτελέσει ποινικό αδίκημα κατά τη Σύμβαση. Ωστόσο, αν η μεμονωμένη ανάλυση κάθε κριτηρίου δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, τότε δύναται να εφαρμοστεί μια σωρευτική ερμηνεία. Το ΕΔΔΑ έχει καταλήξει πως, για τους σκοπούς των άρθρων 6 και 7 ΕΣΔΑ, δεν θεωρούνται ως ποινικά αδικήματα: παραβιάσεις της στρατιωτικής πειθαρχίας, απολύσεις και περιορισμοί στην απασχόληση πρώην πρακτόρων της KGB, πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται από φοιτητές εντός του χώρου του πανεπιστημίου, διαδικασίες μομφής κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας για κατάφωρες παραβιάσεις του Συντάγματος.
Η έννοια του νόμου καλύπτει την εθνική νομοθεσία και νομολογία, και ενσωματώνει ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η προσβασιμότητα (accessibility) και η προβλεψιμότητα (foreseeability). Το ΕΔΔΑ θα πρέπει να προσεγγίζει το εθνικό δίκαιο ολιστικά, και να λαμβάνει υπόψη τον τρόπο εφαρμογής του τη δεδομένη στιγμή.
Από τη μία, η αρχή της προβλεψιμότητας (principle of foreseeability) κατοχυρώνει την ικανότητα του μέσου ανθρώπου να προβλέπει τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης πράξης, ανάλογα πάντα με τις εκάστοτε περιστάσεις. Από την άλλη, η αρχή της προσβασιμότητας (principle of accessibility) διασφαλίζει την απαίτηση πως ο νόμος όντως υφίσταται και είναι διαθέσιμος στους ενδιαφερομένους και χαρακτηρίζεται από ένα ελάχιστο επίπεδο σαφήνειας, σε περίπτωση που κάποιος θελήσει να ανατρέξει σε αυτόν. Με πιο απλά λόγια, η προβλεψιμότητα αφορά τη δυνατότητα του μέσου ανθρώπου να γνωρίζει ότι μια πράξη του είναι εγκληματική, καθώς και ποιες συνέπειες αυτή θα επιφέρει, ενώ η προσβασιμότητα αφορά τη γνώση και την κατανόηση των υφιστάμενων ποινικών νόμων.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του εν λόγω άρθρου, το ΕΔΔΑ εξετάζει αυτόνομα ποια μέτρα συνιστούν ποινές, κατά τη Σύμβαση. Το βασικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ποινής, είναι αν αυτό διετάχθη ύστερα από καταδικαστική απόφαση, ως συνέπεια διάπραξης ποινικού αδικήματος -ωστόσο, δεν είναι το μόνο κριτήριο. Άλλα κριτήρια αξιολόγησης μπορεί να είναι η φύση και ο σκοπός του εκάστοτε μέτρου, η θέση του στο εθνικό δίκαιο, οι διαδικασίες που οδηγούν στην υιοθέτηση και την εφαρμογή του, καθώς και η βαρύτητά του. Παραδείγματα μέτρων που το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι συνιστούν ποινές είναι, λ.χ., η αντικατάσταση ποινής φυλάκισης με απέλαση και 10ετή απαγόρευση διαμονής, ενώ αντίστοιχα, έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν αποτελούν ποινή τα προληπτικά μέτρα σε βάρος ακαταλόγιστων ατόμων, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεωτικής/ακούσιας νοσηλείας.
Το άρθρο 7 ΕΣΔΑ, λοιπόν, ενσωματώνει την αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege (κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο), η οποία είναι θεμελιώδης τόσο στο ποινικό δίκαιο, όσο και στο κράτος δικαίου. Η αρχή αυτή περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
α) Νόμο ορισμένο, χωρίς ασάφειες (lex certa)
β) Απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής ποινικού νόμου σε βάρος του κατηγορουμένου – ο νόμος πρέπει να είναι προηγούμενος (lex praevia)
γ) Απαγόρευση αναλογικής εφαρμογής ποινικού νόμου σε βάρος του κατηγορουμένου – ο νόμος πρέπει να είναι ρητός (lex stricta)
δ) Απαγόρευση εφαρμογής εθιμικών κανόνων σε βάρος του κατηγορουμένου – ο νόμος πρέπει να είναι γραπτός (lex scripta).
Τα στοιχεία β’, γ’ και δ’ επιτρέπεται να αξιοποιηθούν, μόνον εφόσον λειτουργούν υπέρ του κατηγορουμένου (βλ. λ.χ. την αρχή της εφαρμογής της ευμενέστερης ποινικής διάταξης – lex mitior).
Η δεύτερη παράγραφος του εν λόγω άρθρου θεωρείται ως διευκρινιστική, αναφορικά με το σκέλος της ευθύνης του ΕΔΔΑ για την διασφάλιση της εγκυρότητας των διώξεων που ασκήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για εγκλήματα που τελέστηκαν στη διάρκειά του. Επομένως, φαίνεται πως η Σύμβαση δε σκοπεύει σε μια γενική εξαίρεση ως προς τον κανόνα της μη αναδρομικότητας. H εφαρμογή αυτής της παραγράφου έχει, λοιπόν, μεγάλο ενδιαφέρον σε περιπτώσεις διεθνών εγκλημάτων, καθώς σχετικοί νόμοι, νομοθετικά κείμενα και λοιπά, υιοθετήθηκαν κατά βάση μετά τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Δίκης της Νυρεμβέργης, όπου η υπόσταση -αντικειμενική και υποκειμενική- των διαπραχθέντων εγκλημάτων ενσωματώθηκε στον Χάρτη του ομωνύμου Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου ύστερα από την τέλεσή τους.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως το ΕΔΔΑ εξαίρεσε την εφαρμογή της παραγράφου 2 σε μια καταδίκη για εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν στη Βοσνία το 1992 και το 1993. Η Κυβέρνηση είχε καταλήξει πως οι πράξεις αυτές ήταν εγκληματικές, βάσει των γενικών αρχών του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ έκρινε πως εν προκειμένω είναι περιττή η εφαρμογή της παραγράφου 2, καθώς οι σχετικές πράξεις θεωρούνταν ως εγκληματικές βάσει του διεθνούς δικαίου, όπως ορίζει η πρώτη παράγραφος.
Τέλος, προκειμένου να αποτυπωθεί το περιεχόμενο και ο σκοπός του άρθρου 7 στην πράξη, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν ορισμένες ενδεικτικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ. Ειδικότερα, θα παρουσιαστούν εν συντομία οι υποθέσεις Cantoni κατά Γαλλίας και Καύκαρης κατά Κύπρου.
Υπόθεση Cantoni κατά Γαλλίας (1996)
Πραγματικά περιστατικά
Ο Cantoni ήταν διευθυντής ενός μεγάλου σούπερ μάρκετ. Το 1988, ασκήθηκε δίωξη σε βάρος του, καθώς και σε άλλους υπευθύνους μεγάλων καταστημάτων, διότι πωλούσαν ορισμένα προϊόντα που έπρεπε να διατίθενται προς πώληση αποκλειστικά σε φαρμακεία (λ.χ. αιθέρια έλαια, βιταμίνη C). Ο Cantoni και οι υπόλοιποι ισχυρίστηκαν ότι τα προϊόντα αυτά δεν αποτελούν φάρμακα, σύμφωνα με το γαλλικό Κώδικα Δημόσιας Υγείας, αλλά παραφάρμακα, επομένως δεν πρόκειται για μονοπώλιο των φαρμακείων. Ύστερα από την καταδίκη του σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ο Cantoni προσέφυγε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας, υποστηρίζοντας ότι υφίστατο παραβίαση του άρθρου 7 ΕΣΔΑ, ωστόσο η αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε και, ελλείψει άλλων εσωτερικών ενδίκων μέσων, προσέφυγε στην τότε Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εκεί, ισχυρίστηκε ότι ο ορισμός της έννοιας του φαρμάκου στο γαλλικό νόμο δεν ήταν σαφής και ορισμένος, επομένως δεν πληρούσε τα κριτήρια της προσβασιμότητας και της προβλεψιμότητας.
Απόφαση ΕΔΔΑ
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 7 ΕΣΔΑ. Αφενός, λόγω της αρχής του γενικού χαρακτήρα των νόμων, οι τίτλοι αυτών δεν μπορούν να είναι απόλυτα σαφείς, και αφετέρου η μη δυνατότητα πρόβλεψης των συνεπειών μιας πράξης δεν εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να ζητήσει τη συνδρομή κάποιου ειδικού, ώστε αυτές να εκτιμηθούν. Ειδικά δε, όταν κατέχει μια τόσο υπεύθυνη θέση, όπως ο Cantoni.
Υπόθεση Καύκαρης κατά Κύπρου (2008)
Πραγματικά περιστατικά
Ο Καύκαρης, συνεπεία τέλεσης τριών ανθρωποκτονιών, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στην προσφυγή του στο ΕΔΔΑ, ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκαν τα εξής άρθρα της Σύμβασης: 3 (απαγόρευση των βασανιστηρίων), 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), 7 (μη επιβολή ποινής χωρίς νόμο) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων).
Αναφορικά με το άρθρο 7, θεώρησε πως η διάρκεια της κάθειρξης παρατάθηκε αδικαιολόγητα, ύστερα από την κατάργηση ενός σχετικού διατάγματος, και πως εφαρμόστηκαν αναδρομικά οι νέες διατάξεις, που ήταν σε βάρος του.
Η απόφαση του ΕΔΔΑ
Αφενός, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, στο κυπριακό δίκαιο, δεν προβλεπόταν ένας σαφής ορισμός της ποινής της ισόβιας κάθειρξης, ώστε ο προσφεύγων να κατανοήσει τον τρόπο εκτέλεσης και την έκτασή της -όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση, πρόκειται για ζήτημα “ποιότητας του νόμου”. Συνεπώς, εδώ υπήρξε παραβίαση του άρθρου 7. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την παράταση της εκτέλεσης της ποινής, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του εν λόγω άρθρου. Αυτό συνέβη διότι, κατά την έννοια του άρθρου 7, η μετατροπή που έγινε αφορούσε την εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής και όχι την ποινή καθαυτή, όπως η τελευταία νοείται στα πλαίσια του άρθρου 7. Ο προσφεύγων, λοιπόν, διαμαρτυρήθηκε για τις αλλαγές σε σχέση με την εκτέλεση της ποινής του και τις αλλαγές στο σωφρονιστικό δίκαιο, που απαλλάσσει τους καταδικασθέντες σε ισόβια από τη δυνατότητα διαγραφής/άφεσης της ποινής τους.
Συμπεράσματα – Επίλογος
Καταληκτικά, μπορεί να διαπιστωθεί πως το άρθρο 7 συνιστά όχι απλώς ένα από τα βασικότερα άρθρα της ΕΣΔΑ, αλλά και ένα μέσο ενίσχυσης της λειτουργίας του κράτους δικαίου. Η απονομή της δικαιοσύνης, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, απαιτεί και την κατανόηση των μηχανισμών της από τους ενδιαφερομένους, αλλά και την πρόσβασή τους σε αυτούς. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η ΕΣΔΑ αποτελεί τον πρωταρχικό μηχανισμό προάσπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δε θα πρέπει να λησμονείται πως ο δρόμος για την πλήρη επίτευξη της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών αυτών είναι ακόμη μακρύς.
Βιβλιογραφία
Μαγγανάς Α., Χρυσανθάκης Χ., Βανδώρος Δ. & Καρατζά Λ. (2011). Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Νομολογία & Ερμηνευτικά Σχόλια(3η έκδοση). Νομική Βιβλιοθήκη.
Περράκης Σ. (2019). Διαστάσεις της Διεθνούς Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Προς ένα jus universalis?(Β’ έκδοση αναθεωρημένη). Εκδόσεις Ι. Σιδέρη.
Σισιλιάνος Λ.-Α. (επιμ.) (2017). Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Ερμηνεία κατ’ άρθρο (2η έκδοση). Νομική Βιβλιοθήκη.
Ν. 2329/1953, Περί κυρώσεως της από 4ης Νοεμβρίου 1950 Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών. Διαθέσιμο σε: http://www.et.gr/idocs-nph/search/pdfViewerForm.html?args=5C7QrtC22wFluEIlbBWzpXdtvSoClrL8fyrq-mVMtyLtIl9LGdkF53UIxsx942CdyqxSQYNuqAGCF0IfB9HI6qSYtMQEkEHLwnFqmgJSA5WIsluV-nRwO1oKqSe4BlOTSpEWYhszF8P8UqWb_zFijJ1qWgdBwOHCvJcrs5-Eq81dZyn1gMEAo5Xf4o_lfk01
Charter of Fundamental Rights of the European Union (2000). Official Journal of the European Communities (2000/C 364/01). Ανακτήθηκε από: https://www.europarl.europa.eu/charter/pdf/text_en.pdf
Council of Europe (1950). European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, as amended by Protocols Nos. 11, 14 and 15, supplemented by Protocols Nos. 1, 4, 6, 7, 12, 13 and 16, ETS 5. Διαθέσιμο σε: https://www.echr.coe.int/documents/convention_eng.pdf
de Souza Dias T. (2019). Accessibility and Foreseeability in the Application of the Principle of Legality under General International Law: A Time for Revision?. Human Rights Law Review, 19(4), 649-674. Διαθέσιμο σε: https://academic.oup.com/hrlr/article-abstract/19/4/649/5717768?redirectedFrom=fulltext
European Criminal Policy Initiative (2009). Κείμενο Αρχών για μια ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική. Διαθέσιμο σε: https://www.zis-online.com/dat/artikel/2009_12_386.pdf
European Court of Human Rights (1996). Case of Cantoni v. France (Application no. 17862/91). Διαθέσιμο σε: https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22fulltext%22:[%22cantoni%20france%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-58068%22]}
European Court of Human Rights (2008). Case of Kafkaris v. Cyprus (Application no. 21906/04). Διαθέσιμο σε: https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22fulltext%22:[%22Kafkaris%20v.%20Cyprus%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-85019%22]}
European Court of Human Rights (2021). Guide on Article 7 – No punishment without law: the principle that only the law can define a crime and prescribe a penalty. Διαθέσιμο σε: https://www.echr.coe.int/Documents/Guide_Art_7_ENG.pdf
Kreß C. (2010). Nulla poena nullum crimen sine lege. Max Planck Encyclopedia of Public International Law, Oxford University Press. Διαθέσιμο σε: https://www.legal-tools.org/doc/f9b453/pdf/
Network for Investigation and Prosecution of Genocide, Crimes against Humanity and War Crimes, Eurojust (2017). Digest of the European Court for Human Rights jurisprudence on core international crimes. Διαθέσιμο σε: https://www.eurojust.europa.eu/sites/default/files/Partners/Genocide/2017-09_Digest-of-European-Court-for-Human-Rights-jurisprudence-on-core-international-crimes_EN.pdf
United Nations (1948). Universal Declaration on Human Rights. Διαθέσιμο σε: https://documents-dds-ny.un.org/doc/RESOLUTION/GEN/NR0/043/88/PDF/NR004388.pdf?OpenElement
United Nations (1966). International Covenant on Civil and Political Rights. Διαθέσιμο σε: https://www.ohchr.org/sites/default/files/ccpr.pdf