Γράφει ο Ιωάννης Μαυρίδης
«Άκτίς φωτός καί μικρότερον παρεισδύουσα, πάντοτε ὁλιγοστέυει το σκότος.»
-Ιωάννης Καποδίστριας
Ι. Εισαγωγή
Η αναρτώμενη εικόνα του Ιωάννη Καποδίστρια είναι από τις λιγότερο γνωστές απεικονίσεις του: πρόκειται για τοιχογραφία του Πανεπιστημίου της Πάδοβα, όπου απεικονίζονται οι πιο διάσημοι απόφοιτοί του. Ανάμεσα λοιπόν, μεταξύ άλλων, στον Γαλιλαίο και τον Κοπέρνικο διακρίνεται θαλερή η μορφή του πρώτου Κυβερνήτη της ελεύθερης Ελλάδος.
Η τιμή αυτή που του επιδαψίλευσε η alma mater της Βόρειας Ιταλίας ήδη φανερώνει την ιδιαίτερη φύση της προσωπικότητάς του. Διότι ο Καποδίστριας δεν αποτελεί μόνον τον στυλοβάτη και θεμελιωτή του νεοελληνικού κράτους· υπήρξε πολιτική προσωπικότητα πανευρωπαϊκής ή, όπως θα έλεγε κανείς σήμερα, διεθνούς ακτινοβολίας.
ΙΙ. Σύντομη περιγραφή της πολιτικής του σταδιοδρομίας
Η απαρχή της ευρωπαϊκής του σταδιοδρομίας οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη φήμη που απέκτησε κατά τη διαχείριση της κρίσεως του 1800-01 στην Κεφαλονιά. Κερκυραίος ο ίδιος, συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του πρώτου αυτόνομου ελληνικού κράτους στη σύγχρονη εποχή, τουτέστιν της Επτανήσου Πολιτείας, καθώς κατόπιν μεσολαβήσεώς του αμβλύνθηκαν οι διενέξεις μεταξύ των μεγάλων οικογενειών του Αργοστολίου και του Ληξουρίου.
Αφού ανέλαβε καθοριστικές θέσεις στη νεότευκτη πολιτεία, επέδειξε και τα στρατιωτικά και ηγετικά του προσόντα κατά το έτος 1807, οπότε και λόγω διώξεων που εξαπέλυσε ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων είχαν καταφύγει στα Επτάνησα πολλοί Έλληνες αγωνιστές. Συγκεκριμένα, το έτος αυτό συγκεντρώθηκαν στο Μαγεμένο της Λευκάδας οι αγωνιστές (μεταξύ των οποίων οι Κατσαντώνης, Κίτσος Μπότσαρης, Τζαβέλας, ίσως και ο Κολοκοτρώνης). Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αναφέρει χαρακτηριστικά πως τότε μεταμορφώθηκαν οι «κλέφτες εις κλεφτουριάν».
Ο Καποδίστριας, πάντοτε προσανατολισμένος στην εξυπηρέτηση των καλώς νοούμενων εθνικών συμφερόντων, αποδέχεται την, δια του κόμητα Μοτσενίγου, διαβιβασθείσα πρόταση του Τσάρου Αλεξάνδρου Α’ για ένταξή του στο διπλωματικό σώμα της Τσαρικής Ρωσίας.
Φθάνοντας στην Αγία Πετρούπολη αναμένει τρία και πλέον έτη, προκειμένου να τοποθετηθεί σε θέση στο διπλωματικό σώμα. Η ευκαιρία δίδεται το 1811, οπότε και τοποθετείται ως υπεράριθμος υπάλληλος στην Πρεσβεία της Ρωσίας στη Βιέννη. Εκεί ιδρύει με τη συνεπικουρία του Ανθίμου Γαζή την περίφημη Φιλόμουσο Εταιρία. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της ναπολεόντειας εισβολής στη Ρωσία, υπηρετεί στο Βουκουρέστι. Συναντά τον Τσάρο στην Ερφούρτη, κατά την μάχη των Εθνών, όπου δέχεται το τελειωτικό του χτύπημα ο Ναπολέων.
Στο χρονικό αυτό σημείο, ο Τσάρος ήδη γνωρίζει τις εξαιρετικές διπλωματικές ικανότητες του Καποδίστρια, αφού οι προϊστάμενοί του τον αξιολογούν με διθυραμβικά σχόλια. Του αναθέτει λοιπόν μίαν «ειδική» αποστολή: να μεταβεί στην Ελβετία, να συμβάλει στην εξεύρεση συμβιβασμού μεταξύ των διαφιλονικούντων Καντονίων και να εδραιώσει το Ελβετικό Κράτος. Αποστολή ουδόλως απλή, δεδομένου πως συνοδοιπόρος του ήταν (αναγκαστικά) ο αυστριακός απεσταλμένος Λεμπτσέλτερν, που προσπαθούσε να υπονομεύει τις προσπάθειές του, ώστε να διευρύνει την αυστριακή επιρροή στα γερμανόφωνα Καντόνια. Επιτυγχάνει, τελικά, κατόπιν πολύμηνων και μακρόσυρτων διαβουλεύσεων, αποτελεσματικό συγκερασμό των συγκρουόμενων συμφερόντων των επιμέρους Καντονίων.
Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο Καποδίστριας και στην οικοδόμηση της αρχιτεκτονικής ασφαλείας της Ευρώπης κατά τα έτη 1814-1815, η οποία, κατά το μάλλον ή το ήσσον, θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας διπλωματίας μέχρι και την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914. Συμμετείχε με ενάργεια και δυναμικότητα στα Συνέδρια Βιέννης και Παρισίων ως αντιπρόσωπος της Ρωσίας.
Κατά τα επόμενα έτη συνέχισε να εργάζεται επιτυχώς στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, στο οποίο κατέλαβε καίρια θέση, καθώς κατέστη ο κύριος σύμβουλος του Τσάρου στις εξωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας – ένα είδος «μυστικοσύμβουλου».
Η ρήξη του με τον Τσάρο επήλθε το 1821, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση στη Μολδοβλαχία. Ο Καποδίστριας προσπαθούσε να πείσει τον Τσάρο να παρέμβει υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων, αλλ’ εις μάτην· ο Τσάρος είχε επηρεασθεί από τον καγκελάριο Μέτερνιχ, ο οποίος του επέστησε την προσοχή στην πιθανότητα εκδήλωσης παρόμοιων επαναστάσεων στο εσωτερικό της δικής του αυτοκρατορίας, εάν υποστήριζε τους Έλληνες.
Ο Καποδίστριας αποχωρεί από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών (μάλιστα ο Τσάρος δεν κάνει δεκτή την παραίτησή του, απλά του χορηγεί άδεια αορίστου διαρκείας. Η παραίτηση του θα γίνει δεκτή μόλις το 1826, όταν αναλαμβάνει την εξουσία ο Τσάρος Νικόλαος Α’) και διαμένει μέχρι το 1827 στη Γενεύη, πραγματοποιώντας ταξίδια στις διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου να στηρίξει τον Ελληνικό Αγώνα.
Το 1827 η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον καλεί ομοθυμαδόν ν’ αναλάβει την διακυβέρνηση του ελληνικού κράτους. Βεβαίως, ελληνικό κράτος, στην πραγματικότητα, δεν υφίστατο εκείνη την περίοδο. Μόλις την 3η Φλεβάρη 1830 θα υπογραφεί το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, δια του οποίου ιδρύθηκε το ανεξάρτητο νεοελληνικό βασίλειο. Όταν καταφθάνει ο Καποδίστριας τον Ιανουάριο του 1828 στην Αίγινα, ο Ιμπραήμ κατέχει ακόμη, παρά την πρόσφατη ναυτική του ήττα στο Ναβαρίνο, τη μισή Πελοπόννησο, ενώ η πειρατεία και ληστεία οργίαζαν.
Παρά την εξαιρετικά δυσμενή και απογοητευτική αυτήν κατάσταση, ο Καποδίστριας έθεσε τα θεμέλια του νεο-ελληνικού κράτους. Το έπραξε αυτό ιδρύοντας αλληλοδιδακτικά σχολεία, πρωτοβάθμια δικαστήρια, εισάγοντας το γεώμηλο (σωτήρια καινοτομία στην αγροτική παραγωγή, καθώς η Ελλάδα θεριζόταν από λιμό εκείνη την εποχή), εκδίδοντας εθνικό νόμισμα, ιδρύοντας την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, την Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας, το Ορφανοτροφείο της Αίγινας, την Εκκλησιαστική Σχολή του Πόρου και αξιοποιώντας τις ευρωπαϊκές του γνωριμίες και την διπλωματική του οξυδέρκεια, ώστε να βελτιώσει την κατάσταση της αναγεννώμενης Ελλάδος.
Θα δολοφονηθεί τον Οκτώβριο του 1831 από τους Μαυρομιχάληδες στο Ναύπλιο, μπροστά στην είσοδο του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος.
ΙΙΙ. Η ευρωπαϊκή διάσταση του Καποδίστρια
Όπως αναφέρθηκε εξαρχής, ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν ήταν απλά Έλληνας διπλωμάτης· ήταν και Ευρωπαίος. Υπήρξε ευεργέτης του ελβετικού έθνους, αφού κατάφερε να διαπραγματευθεί έναν συμβιβασμό ανάμεσα στα Καντόνια και να χειραφετήσει την Ελβετία τόσο από τον γαλλικό, όσο και από τον αυστριακό έλεγχο. Ως ένδειξη της αιώνιας ευγνωμοσύνης του προς τον Έλληνα διπλωμάτη του δώρισαν ένα χρυσό ρολόι με την επιγραφή «τῷ τόν χρόνον καλῶς διοικοῦντι, οἱ τον χρόνον καλῶς μετροῦντες» (η δεινότητα των Ελβετών ωρολογοποιών ήταν βεβαίως και τότε γνωστή). Εξάλλου, ο Ιωάννης Καποδίστριας έλαβε τιμητικά την ιδιότητα του δημότη του Καντονίου της Γενεύης.
Επιπλέον, στις ευρωπαϊκές διασκέψεις εκφώνησε τους πρώτους μεγαλοπρεπείς λόγους του, σε αυτές μεγαλούργησε η διπλωματική του κάλαμος. Διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στα Συνέδρια Βιέννης-Παρισίων το 1814-15. Ιδίως δε κρίσιμη ήταν η συμβολή του στη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της άρτι ηττηθείσας Γαλλίας, καθόσον του Συνεδρίου προηγήθηκε η πανωλεθρία του Ναπολέοντα στο Βατερλώ. Οι Πρώσοι ειδικά επεδίωκαν τη διεύρυνση της επικράτειας τους εις βάρος της Γαλλίας, δεδομένου πως συμμετείχαν στην προαναφερθείσα μάχη και επιζητούσαν επομένως το επινίκιο γέρας.
Πλην όμως, η πολιτική οξὐνοια και η διπλωματική διορατικότητα του Καποδίστρια τον ώθησαν να εναντιωθεί σε τέτοιες αξιώσεις. Συγκεκριμένα, η αφαίρεση εδαφών από τη Γαλλία θα διετάρασσε την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και θα κλόνιζε την αστάθεια την οποίαν προσπαθούσαν οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ να οικοδομήσουν μετά το πέρας των ολέθριων Ναπολεοντείων Πολέμων. Επίσης, η ταπείνωση ενός ηττημένου λαού δημιουργεί πικρία και αγανάκτηση, δρομολογώντας αναπόφευκτα αναθεωρητικές του εδραιωθέντος status quo τάσεις. Την πικρή γεύση του κεφαλαιώδους αυτού κανόνα της διεθνούς πολιτικής θα γευτούν, βεβαίως, 124 χρόνια αργότερα οι Ευρωπαίοι πολίτες με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο αποδίδεται, εν πολλοίς, στην ταπείνωση και εξαθλίωση του ηττηθέντος στον Α’ Παγκοσμίου Πολέμου γερμανικού λαού. Στις Βερσαλλίες, μάλλον, το 1919 δεν πρυτάνευσε η καποδιστριακή προορατικότητα.
Στο Συνέδριο των Παρισίων όμως, όπως προαναφέρθηκε, η αντίληψη του κόμητα Καποδίστρια επικράτησε. Και, σαφώς, οι αντιπρόσωποι του γαλλικού λαού και διανοητές δεν εφείσθησαν επαίνων και επιδοκιμαστικών σχολίων για την υψηλή αυτή προσφορά του Έλληνα διπλωμάτη.
Ήδη ευεργέτης δύο ευρωπαϊκών εθνών, λοιπόν, ο Καποδίστριας συντέλεσε στη δημιουργία μίας πολύ υψηλότερης έννοιας: έθεσε τα θεμέλια της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας. Βεβαίως, ως τέτοια δεν εννοείται η ίδρυση του συστήματος της «Ευρωπαϊκής Συμφωνίας» (Concert européen) ή άλλως λεγομένης «Ιεράς Συμμαχίας»· αυτή διασφάλιζε τη συνέχιση ενός συντηρητικού συστήματος μοναρχών, όπου οι ανάγκες και τα όνειρα των λαών καταπιέζονταν και πνίγονταν. Αντιθέτως, ο Καποδίστριας ήταν υπέρμαχος της δημοκρατικής συνεργασίας και της συναλληλίας.
Η δημοκρατικότητα του συστήματος επέτασσε την λήψη υπόψη των πόθων και των δικαιωμάτων των λαών. Δηλαδή δεν συμφωνούσε ιδεολογικά με την φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής αυτής Συμμαχίας, διότι θεωρούσε πως η παραμέληση των λαϊκών πόθων καθιστούσε το διεθνές αυτό σύστημα μη βιώσιμο. Διότι βασιζόταν στην καταπίεση και στη βία, όχι στη συναίνεση. Βεβαίως, αυτό τον έφερε σε σύγκρουση με τον par excellence συντηρητικό και μοναρχιστή Κλέμενς φον Μέττερνιχ, καγκελάριο της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας. Στην διπλωματική τους διελκυστίνδα φάνηκε βραχυπροθέσμως πως ο Καποδίστριας ηττήθηκε, αφού παραιτήθηκε μετά το Συνέδριο του Λάυμπαχ από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών λόγω της μη στήριξης της Ελληνικής Επανάστασης από τη Ρωσία. Ωστόσο, η ιστορία δικαίωσε τον Καποδίστρια, όταν το 1848 οι αλλεπάλληλες λαϊκές εξεγέρσεις της «Άνοιξης των Λαών» ανάγκασαν τον Μέτερνιχ να δραπετεύσει από την Βιέννη και να διάγει το υπόλοιπο του βίου του εν εξορία στο Λονδίνο. Πάντως, τα πρώτα νέφη διαφαίνονταν ήδη από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του συστήματος αυτού, με την εκδήλωση συνεχών επαναστατικών κινημάτων σε Ισπανία και Ιταλία.
Η συναλληλία του Καποδίστρια συναρτάται με τον τρόπο άσκησης της διπλωματίας· μίας διπλωματίας συναινετικής, με ευρεία συμμετοχή κρατών, δηλαδή «πολυμερούς». Ειδικότερα, ο Κερκυραίος επιθυμούσε τη συμπερίληψη περισσότερων μικρών κρατών στις διεθνείς διασκέψεις, τον περιορισμό της μυστικής διπλωματίας και την παροχή ενός locus standi σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Και την εποχή του Καποδίστρια, οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονταν ερήμην των μικρότερων κρατών, γεγονός που συχνά ισοδυναμούσε με μίαν in absentia καταδίκη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέδειξε κυρίως το αντίδοτο μίας πολιτικής ακραιφνούς ισχύος και ψυχρού πολιτικού υπολογισμού: την έννοια της Ευρώπης. Μιας Ευρώπης που γεννήθηκε στην ελληνική γαστέρα, γαλουχήθηκε από τους μαστούς του ελληνορωμαϊκού και χριστιανικού πολιτισμού και πλέον είχε ωριμάσει.
Λέγεται πως ο Βίκτωρ Ουγκώ αναφέρθηκε πρώτος στην έννοια της Ενωμένης Ευρώπης. Όμως ήδη ο Ιωάννης Καποδίστριας εμφατικώς τόνιζε την ανάγκη της ύπαρξης αυτής της πολιτικής οντότητας. Σε υπομνήματά του προς τον Τσάρο από την περίοδο της σταδιοδρομίας του στο ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών, τονίζει την ανάγκη συγκρότησης μίας «ενωμένης Ευρώπης».
IV. Επίλογος – Ο Καποδίστριας του σήμερα
Τι μπορεί κανείς όμως να διδαχθεί από το «κήρυγμα» του Καποδίστρια; Τι είναι δυνατόν να συνεισφέρει μία, έστω αγλαή, προσωπικότητα του 19ου αιώνα στον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο του 21ου αιώνα; Η απάντηση, βεβαίως, πλέον είναι προφανής και προκύπτει από τις ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών και μηνών: η κυριαρχία μίας χώρας καταρρακώνεται από την παράνομη εισβολή μίας άλλης. Το σύστημα ασφαλείας «από το Βανκούβερ μέχρι το Βλαδιβοστόκ», όπως οικοδομήθηκε μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου βάσει των Συμφωνιών των Παρισίων (1990), της Κωνσταντινούπολης (1999) και της Αστάνα (2010) κλονίστηκε συθέμελα από την ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022 στην Ουκρανία.
Η Ευρώπη φαίνεται να βρίσκεται ενώπιον ενός φριχτού διλήμματος: την υπεράσπιση του status quo με κάθε δυναμισμό και αποφασιστικότητα ή την αποδοχή της αναθεώρησης αυτού του καθεστώτος ως τετελεσμένου γεγονότος και την οικοδόμηση ενός νέου modus vivendi. Και ενώ η δικαιοσύνη των εθνών υπαγορεύει την υιοθέτηση της πρώτης λύσης, η – τρομακτική – πιθανότητα ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος καθιστά αναγκαία μίαν εμβριθέστερη και ενδελεχέστερη ανασκόπηση των δεδομένων.
Στο σημείο αυτό η καποδιστριακή πολιτική (φιλο)σοφία φανερώνει τον αέναο χαρακτήρα της. Διότι, ανάμεσα στην απόλυτη υποχωρητικότητα του Μονάχου και την απόλυτη αδιαλλαξία του Μακ Άρθουρ, εντοπίζεται η μέση, «χρυσή» οδός: η διπλωματία· τουτέστιν ο βιώσιμος, μακροπρόθεσμος συμβιβασμός με γνώμονα τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος αφενός και την ευημερία απάντων των λαών αφετέρου. Αυτή ήταν η πολιτική αντίληψη του Καποδίστρια· αυτήν εφάρμοσε και προώθησε στην περίπτωση της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Πολωνίας και, βεβαίως, της ιδίας αυτής της Ελλάδος.
Ο Καποδίστριας έχει χαρακτηριστεί από ιστορικούς ως «πολύ προχωρημένος» για την εποχή στην οποίαν έζησε. Οι φιλελεύθερες ιδέες του όσον αφορά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής δεν ήταν δυνατό να γίνουν δεκτές στην Ευρώπη της στυγνής ισορροπίας ισχύος και του ψυχρού πολιτικού υπολογισμού του 19ου αιώνος. Ελπίδα και ευχή του γράφοντος είναι να μην αποδειχθεί πλέον «παρωχημένος» στην φιλελεύθερη Ευρώπη του 21ου αιώνος…
Βιβλιογραφία:
- Woodhouse Chr., Καποδίστριας, ο θεμελιωτής της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, εκδόσεις Μίνωας, 2020.
- Δαμιανίδου Δ., Ιωάννης Καποδίστριας, ζητιάνος για την Ελλάδα, εκδόσεις Χριστιανική Ελπίς, 2009.
- Δαφνής Γρ., Ιωάννης Καποδίστριας, Η γένεση του ελληνικού κράτους, εκδόσεις Κάκτος, 2018.
- Κορνιλάκης Ι., Ιωάννης Καποδίστριας, ο Άγιος της Πολιτικής, εκδόσεις Ελαία, 2011.
- Σαμαρά-Κρίσπη Α., Μωραΐτη Σ., Αλειφαντής Στ., Ιωάννης Καποδίστριας, Διεθνείς, θεσμικές και πολιτικές προσεγγίσεις, Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών, 2021.