Γράφει ο Γρηγόριος Αγγελίδης
Αν θέλει κανείς να ερευνήσει τη σημασία και την επίδραση της ιστοριογραφίας στην πορεία της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα: «Από πού πηγάζουν οι Διεθνείς Σχέσεις;». Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αυτό έχουν αναπτυχθεί δύο διαφορετικές σχολές σκέψεις: Η πρώτη διατείνεται ότι οι Διεθνείς Σχέσεις είναι μία σύγχρονη επιστήμη, η οποία αναπτύχθηκε κατά τον 20ο αιώνα, όταν οι άνθρωποι δηλαδή, ξεκίνησαν να αντιλαμβάνονται τα πολιτικά προβλήματα ως διεθνή και αναζήτησαν τρόπους συλλογικής αντιμετώπισής τους. Η δεύτερη σχολή σκέψης υποστηρίζει πως ρίζες της επιστήμης των διεθνών σχέσεων φτάνουν βαθιά μέσα στο χρόνο και δεν είναι μία επιστήμη των τελευταίων εκατό ετών.
Σύμφωνα με την οπτική της πρώτης σχολής, η οποία προβάλλεται από νεότερους στοχαστές των Διεθνών Σχέσεων, η επιστήμη προϋποθέτει συνειδητό προβληματισμό. Με άλλα λόγια, δεν αφορά μόνο το πρόβλημα που εμφανίζεται σε μία συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, αλλά αφορά στη συνειδητή κατανόησή του.
Για να καταστήσουν το επιχείρημα ισχυρότερο προτείνουν μία ιστορική αναδρομή στα αρχαία χρόνια, όπου παρατηρείται μία ασυνέπεια (κατά την άποψη αυτή) μεταξύ λόγων και έργων. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζεται πως η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων ως μία επιστήμη που έχει τόσο θεωρητικό, όσο και πρακτικό περιεχόμενο, αναφέρεται στο σύγχρονο κόσμο και αποσκοπεί στην ανάλυση του πολιτικού φαινομένου και στην εξεύρεση λύσεων για τα διεθνή προβλήματα. Σε αυτή τη διαδικασία, η επιστροφή στη μελέτη των αρχαίων κειμένων ελάχιστα μπορεί να συμβάλλει. Αυτό συμβαίνει διότι, κατά την εκτίμησή τους, οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν αντιληφθεί ολόκληρο το φάσμα των Διεθνών Σχέσεων, ούτε είχαν κατανοήσει τον ρόλο που διαδραματίζουν σε αυτές η οικονομική, νομική, κοινωνική και στρατιωτική διάσταση. Τα αρχαία κείμενα ασχολούνται μόνο με την πολιτική διάσταση του διεθνούς φαινομένου και ως εκ τούτου δε δύναται να θεωρηθεί η αρχαία Ελληνική γραμματεία ως η βάση της επιστήμης των Διεθνών σχέσεων.
Η δεύτερη σχολή σκέψης, την οποία το παρόν άρθρο ασπάζεται, υποστηρίζει πως οι Διεθνείς Σχέσεις υπάρχουν από τότε που εμφανίστηκε η πρώτη οργανωμένη κοινωνία με τη μορφή προϊστορικών ομάδων που βρίσκονταν σε σχέση γειτονίας. Τα μέλη των ομάδων αυτών συνδέονταν μεταξύ τους μέσω κοινής θρησκείας, ηθών, εθίμων ή συγγένειας και ως πρώτο τους στόχο είχαν την προστασία τους και την επίλυση των διαφορών τους με άλλες ομάδες, τόσο με πόλεμο, όσο και με τη χρήση μη βίαιων μέσων και μεθόδων, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στη Λατινική Αμερική.
Ωστόσο, η διαμόρφωση οργανωμένων σχέσεων επικοινωνίας και η ανάπτυξη των πρώτων σχηματισμών εξωτερικής πολιτικής και Διεθνών Σχέσεων, έλαβαν χώρα στο εσωτερικό των αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών. Το χαρακτηριστικό των σχέσεων αυτών ήταν ότι δημιουργούνταν από «ανεξάρτητες οντότητες» και συνέβαλαν στη δημιουργία διαφόρων μορφών συνεργασίας και ανταγωνισμού που συχνά όμως οδηγούσαν σε συγκρούσεις. Η συμπεριφορά των κύριων δρώντων, οι οποίοι ήταν οι πόλεις-κράτη, απέβλεπε στην προάσπιση της ανεξαρτησίας και διατήρησής τους ως αυτόνομων λειτουργικών μονάδων.
Την άποψη αυτή υπεραμύνονται κορυφαίοι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων, όπως ο Hedley Bull, ο οποίος επισήμανε: «Αφετηρία των διεθνών σχέσεων είναι η ύπαρξη κρατών ή ανεξάρτητων πολιτικών κοινοτήτων, καθεμιά από τις οποίες διαθέτει ένα σύστημα διακυβέρνησης και ασκεί κυριαρχία σε κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι της επιφάνειας της γης και σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού της» και συνεχίζει: «Στις ανεξάρτητες οντότητες που είναι κράτη κατ’ αυτή την έννοια περιλαμβάνονται οι πόλεις κράτη, όπως αυτές της Αρχαίας Ελλάδας ή της αναγεννησιακής Ιταλίας, καθώς και τα σύγχρονα εθνικά κράτη».
Παρόλη την αμφισβήτηση, έχει αναπτυχθεί ήδη από τον 20ο αιώνα ένα έντονο ρεύμα έρευνας αρχαίων Ελληνικών κειμένων, τόσο στην ξενόγλωσση, όσο και στην ελληνική βιβλιογραφία, με σκοπό να αναδειχθεί και να αξιοποιηθεί θεωρητικά και πρακτικά η οποιαδήποτε συμβολή της αρχαίας ελληνικής γραμματείας στην γέννηση και εξέλιξη του επιστημονικού αντικειμένου των Διεθνών Σχέσεων. Άλλωστε, η επιστήμη δεν είναι κάτι πρόσκαιρο και εφήμερο, αλλά συνδέεται με τη διαχρονία, με την αντοχή δηλαδή του αποτελέσματος της ανθρώπινης νόησης στη σκόνη των καιρών.
Από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς-στοχαστές, αυτός που έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων είναι ο Θουκυδίδης. Ο μεγάλος αυτός ιστορικός και θεωρητικός, δίκαια έχει λάβει τον τίτλο του «πατέρα των Διεθνών Σχέσεων». Μέσα από το έργο του για τον πόλεμο μεταξύ Πελοποννησίων και Αθηναίων, παρέχει τα εργαλεία για να αναλυθεί σε βάθος και με νηφαλιότητα η διεθνής πολιτική και να γίνει αντιληπτή η λογική της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών στο διεθνές σύστημα και κυρίως η λογική της ειρήνης και του πολέμου. Σε αυτό το δίπολο μάλιστα οικοδομεί και την πρώτη παγκοσμίως θεωρία απόφασης. Ο Θουκυδίδης εγκαινίασε το θεωρητικό ρεύμα του κλασικού ρεαλισμού ή ρεαλισμού της ανθρώπινης φύσης, το οποίο μέχρι και σήμερα παραμένει το κυρίαρχο ρεύμα σκέψης στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων.
Από τον Θουκυδίδη επηρεάστηκαν καίρια, όχι μόνο ο Thomas Hobbes (πρώτος μεταφραστής του έργου του Θουκυδίδη) ή ο Μακιαβέλι, αλλά και πολλοί σύγχρονοί του ή μεταγενέστεροί του αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και στοχαστές. Άλλωστε, μετά τον θάνατό του η παραγωγή διεθνούς θεωρίας συνεχίστηκε από ρήτορες και φιλοσόφους, όπως ο Δημοσθένης και ο Ισοκράτης.
Το παραδείγματα του Δημοσθένη είναι χαρακτηριστικό. Ο σπουδαίος Αθηναίος ρήτορας μελετήθηκε σε βάθος από τον Αμερικανό καθηγητή Cramer πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το κάλεσμα του Δημοσθένη στους Αθηναίους για συσπείρωση και δυναμική κινητοποίηση κατά του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας, μεταφέρθηκε στον 20ο αιώνα και έγινε κάλεσμα του Cramer για συσπείρωση της αμερικανικής κοινής γνώμης και αντιμετώπιση του επερχόμενου ναζιστικού κινδύνου. Οι ρητορικοί λόγοι του Δημοσθένη αξιοποιήθηκαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και μετά τη λήξη αυτού. Οι σκέψεις του περί της ισορροπίας δυνάμεων, περί ηγεμονίας και περί της δημοκρατικής ειρήνης αποτέλεσαν χρήσιμα εργαλεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Μάλιστα, η Αμερικανική ηγεμονία, η οποία προέκυψε μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου συνδέθηκε άμεσα με την Αθηναϊκή ηγεμονία που ακολούθησε τους Περσικούς Πολέμους.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί πως η επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων, έλκει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Τα συγγράμματα αυτά όχι απλώς δεν χάθηκαν στην πορεία των χρόνων, αλλά αξιοποιηθήκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους από θεωρητικούς της πολιτικής επιστήμης και διαμορφωτές πολιτικής. Επομένως, η ιστοριογραφία καθορίζει τη μορφή και την πορεία των Διεθνών Σχέσεων ανά τους αιώνες.
Είναι αναγκαίο και χρήσιμο να μελετούνται τα αρχαία κείμενα με σκοπό να αντληθούν νέα στοιχεία και να πραγματοποιείται ένας αναστοχασμός πάνω στις ήδη υπάρχουσες πληροφορίες και να δοθεί αφορμή για τη δημιουργία νέων ερμηνευτικών και ερευνητικών εργαλείων της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων.
Βιβλιογραφικές Αναφορές:
- Bull Hedley, Η Άναρχη Κοινωνία-Μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική, Αθήνα, Εκδόσεις Ποιότητα, 2001.
- Βαρβαρούσης Πάρις, Οι Ρίζες των Διεθνών Σχέσεων-Σχηματισμοί Διεθνών Σχέσεων στις Αρχαίες Ελληνικές πόλεις-Η Συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων, Εκδόσεις Παπαζήση, 1999.
- Κουσκουβέλης Ηλίας, Θεωρία Απόφασης στον Θουκυδίδη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2015.
- Μακρής Σπυρίδων, Ιστοριογραφία & Πολιτική Φιλοσοφία των Διεθνών Σχέσεων στην Ελλάδα-Η μεταθεωρητική συζήτηση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2013.
- Πηγή εικόνας διαθέσιμη σε: https://en.wikipedia.org/wiki/International_relations#/media/File:UN_Members_Flags2.JPG