Loading...
Διεθνής και Ευρωπαϊκή Οικονομία

Ιστορική αναδρομή στο μύθο των Ελληνικών υδρογονανθράκων

Γράφει ο Στέλιος Ρουμελιώτης

Στις 12 Απριλίου 2022, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, ανακοινώνει την επιτάχυνση των διαδικασιών εντοπισμού περιοχών-στόχων με κοιτάσματα υδρογονανθράκων εντός της ελληνικής επικράτειας. Η αναγγελία αυτή πραγματοποιείται σε μια καμπή της ενεργειακής ιστορίας της Ευρώπης και φυσικά της Ελλάδας. Η προσπάθεια για απεξάρτηση από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές αναγκάζει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να στραφούν σε τρόπους παραγωγής ενέργειας που, μέχρι πρότινος, απεύχονταν. Η εξόρυξη και αξιοποίηση υδρογονανθράκων, δηλαδή, αποτελούσε μη-επιλογή με βάση την «Πράσινη Συμφωνία» για κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050.

Πώς, όμως, φτάσαμε στο σημείο να ανακοινώνεται η πιθανότητα εξόρυξης ελληνικού φυσικού αερίου και πετρελαίου; Γιατί η αντίδραση της κοινής γνώμης είναι υποτονική; Μήπως οι ελληνικοί υδρογονάνθρακες είναι ένας σύγχρονος μύθος;

Στην προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις, θα γίνει ανάλυση τριών περιόδων στις οποίες υπήρξε έντονη δραστηριότητα γύρω από την ενεργειακή πραγματικότητα της Ελλάδας. Σκοπός είναι να εξεταστεί ενδεχόμενη σύνδεση των εξελίξεων σε θέματα ενέργειας με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα.

Βασίλειον της Ελλάδος

Οι πρώτες αναφορές εκδήλωσης ενδιαφέροντος εξόρυξης πετρελαίου σημειώνονται στα τέλη του 19ου αιώνα. Στις δημοσιεύσεις του βρετανού μηχανικού χημικών, Sir Thomas Boverton Redwood, γίνεται παράθεση των περιοχών όπου υπάρχουν ενδείξεις πετρελαίου ή οσμή αέριων υδρογονανθράκων, με ξεχωριστό κεφάλαιο ανάλυσης να αποτελεί η Ζάκυνθος. Ειδικότερα, το πρώτο δείγμα συλλέχθηκε από την κοιλάδα Κερί- Ζακύνθου και εξετάστηκε το 1890. Στην ίδια περιοχή, το 1904, η εταιρεία London Oil Development Ltd. πραγματοποίησε τις δύο πρώτες γεωτρήσεις. Οι εργασίες, όμως, διακόπηκαν τον Ιούνιο του 1905, με την αιτιολογία ότι τα στρώματα υπεδάφους κάτω από τα 380m ήταν αρκετά σπασμένα από τη δράση των σεισμών, οπότε θεωρήθηκε αδύνατη η ανεύρεση πετρελαίου σε εμπορική ποσότητα.

Εκείνη την περίοδο, το «Βασίλειον της Ελλάδος» βρίσκεται υπό το Δανό πρίγκιπα, Βασιλιά Γεώργιο Α’, με έντονη την ανάμειξη ξένων δυνάμεων στην πολιτική και οικονομική ζωή του τότε ελληνικού κράτους. Ο έλεγχος, μάλιστα, έγινε ακόμα πιο έντονος έπειτα από το τέλος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897 στην Κρήτη, όπου ο ελληνικός στρατός ηττήθηκε. Για να ανταποκριθεί στο χρέος της προς το Οθωμανικό κράτος, η τότε κυβέρνηση αιτήθηκε δάνειο ύψους 151.300.000 χρυσών φράγκων και αναγκάστηκε να δεχθεί νομισματική επιτήρηση από τη νεοϊδρυθείσα Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Commission Internationale Financière de la Grèce), η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε ΔΟΕ (Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος) και περιλάμβανε εκπροσώπους των πιστωτών- Αγγλίας, Γαλλίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Ρωσίας, Ιταλίας. Ήταν η πρώτη φορά όπου ξένοι παράγοντες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και απέκτησαν έλεγχο των οικονομικών δεδομένων του ελληνικού κράτους. Στους όρους αποπληρωμής που επιβλήθηκαν ήταν, μεταξύ άλλων, η υποθήκευση των φορολογικών εσόδων από την εκμετάλλευση αλατιού, σπίρτων και της σμυρίδας Νάξου.

Στη διάρκεια των επόμενων ετών, ο ΔΟΕ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην οικονομική στρατηγική της Ελλάδας, έως και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ΠΠ). Η προσπάθεια εξόρυξης πετρελαίου εγκαταλείφθηκε και η ελληνική οικονομία στηρίχθηκε στην εξαγωγή γεωργικών προϊόντων, όπως η σταφίδα. Την ίδια περίοδο, στην Αμερική λειτουργούσαν περισσότερες από 1500 πετρελαϊκές εταιρείες.

Ελληνικό οικονομικό θαύμα

Η αμέσως επόμενη περίοδος όπου καταγράφεται κινητικότητα γύρω από την ενεργειακή πραγματικότητα της Ελλάδας συμπίπτει με την εποχή του «ελληνικού οικονομικού θαύματος». Τα χρόνια μεταξύ του 1950 και 1973 χαρακτηρίζονται από έναν ταχύτατο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και την εγκαθίδρυση κοινωνικών ελευθεριών (όπως η παραχώρηση δικαιώματος ψήφου στη γυναίκα). Στο πλαίσιο της γενικότερης τάσης να συμβαδίσει η ελληνική οικονομία με αυτή των ευρωπαϊκών κρατών, γίνεται νέα προσπάθεια εντοπισμού περιοχών με κοιτάσματα πετρελαίου. Ειδικότερα, το 1952 ιδρύεται το Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους (ΙΓΕΥ) και με σύμβουλο το Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίων (IFP) συστηματοποιούν και εντείνουν τις γεωλογικές έρευνες. Αποτέλεσμα αυτών των κινήσεων ήταν η προσέλκυση ξένων εταιρειών (BP, CHEVRON, ESSO HELLENIC INC, κ.α.) και η αδειοδότηση γεωτρήσεων μικρού και μεσαίου βάθους. Επιτομή αυτών των προσπαθειών ήταν η ανακάλυψη κοιτάσματος πετρελαίου του Πρίνου στη θαλάσσια περιοχή της Θάσου και εκείνου του φυσικού αερίου Ν. Καβάλας από την OCEANIC (1971-1974).  

Ενώ το ενδιαφέρον για τους υδρογονάνθρακες επανέρχεται και οι προοπτικές εξόρυξης ελληνικών κοιτασμάτων ενισχύουν το αίσθημα αισιοδοξίας, οι Έλληνες αγνοούν την προέλευση των χρησιμοποιούμενων κεφαλαίων και των όρων αποπληρωμής τους. Μετά το τέλος του Β’ ΠΠ, πολλά ήταν τα κράτη που έλαβαν χρηματική ενίσχυση από τις ΗΠΑ ως βοήθεια για την αποκατάσταση βασικών δομών που είχαν καταστραφεί στη διάρκεια του πολέμου. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανόρθωσης (κοινώς Σχέδιο Μάρσαλ), η Ελλάδα έλαβε 376 εκατομμύρια USD. Σημαίνοντα ρόλο στην πολιτική ζωή εκείνης της περιόδου κατείχε ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, ο οποίος εξασφάλισε ακόμη μεγαλύτερη ρευστότητα υπό μορφή δανείου από τη Δυτική Γερμανία, ύψους 200 εκατομμυρίων DEM (1 USD = 4,19 DEM). Ωστόσο, η ανάγκη για εισροή κεφαλαίων οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο να μην διεκδικήσει με αποτελεσματικό τρόπο τις πολεμικές αποζημιώσεις, αλλά να χρεωθεί ακόμη περισσότερο. Μέρος του ποσού, μάλιστα, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για αγορά γερμανικών προϊόντων, ενώ ένας ακόμη όρος που επιβλήθηκε από το Γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ για τη σύναψη του δανείου ήταν ο τερματισμός των διώξεων των εγκληματιών πολέμου.

Φυσικά, η διευθέτηση μεταπολεμικών ζητημάτων ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Γερμανία και τις υπόλοιπες εμπόλεμες χώρες αποτελούσε προϋπόθεση ώστε η κάθε χώρα να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Ένας από τους τομείς που δόθηκε έμφαση στην Ελλάδα ήταν ο ενεργειακός, με έμφαση στους υδρογονάνθρακες. Ειδικότερα, το 1975 ιδρύθηκε η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ Α.Ε.), όπου πρόκειται για τον πρώτο φορέα διαχείρισης των δικαιωμάτων του ελληνικού Δημοσίου στην αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, χωρίς, ωστόσο, σημαντικά αποτελέσματα. Το 1985 ιδρύεται η ΔΕΠ–ΕΚΥ, θυγατρική της ΔΕΠ Α.Ε., με αποκλειστικό σκοπό τη δραστηριοποίηση του Ελληνικού Δημοσίου στην έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Είναι η περίοδος όπου στο δημόσιο διάλογο κυριαρχεί η συζήτηση περί πιθανότητας εισαγωγής και χρήσης φυσικού αερίου. Οι συνθήκες ωριμάζουν γρήγορα και το 1987 ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου και ο υπουργός Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας, Αναστάσιος Πεπονής, υπογράφουν τη Διακρατική Συμφωνία μεταξύ Ελληνικής Δημοκρατίας και Σοβιετικής Ένωσης για τον εφοδιασμό της χώρας µε φυσικό αέριο.

Τις επόμενες δύο δεκαετίες, επενδύθηκαν μεγάλα ποσά από τα ευρωπαϊκά κράτη στην κατασκευή δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου, κυρίως από τη Ρωσία και το Αζερμπαϊτζάν. Ο λόγος ήταν αφενός το χαμηλό του κόστος και αφετέρου η δυνατότητα μεταφοράς στους τόπους κατανάλωσης χωρίς επιπλέον επεξεργασία. Η ίδια ενεργειακή πολιτική ακολουθήθηκε και στην Ελλάδα. Το 1988 ιδρύεται η Δημόσια Επιχείρηση Αερίου (ΔΕΠΑ) με σκοπό την ανάπτυξη της απαραίτητης υποδομής και όλων των λοιπών πτυχών της σχετικής βιομηχανίας. Παράλληλα, ψηφίζονται νόμοι όπως ο Ν.2364/95, βάση των οποίων διαμορφώνεται το πλαίσιο για την εισαγωγή, μεταφορά, εμπορία και διανομή φυσικού αερίου σε όλη την επικράτεια. Πολύ γρήγορα, οι απαιτήσεις των 0,123 bcm φυσικού αερίου το 1990 εκτινάχθηκαν σε ανάγκη κατανάλωσης 4,2 bcm το 2008, καταλαμβάνοντας το 11% της συνολικής προμήθεια πρωτογενούς ενέργειας.

Εποχή Μνημονίων

Το Σεπτέμβριο του 2011, ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου εξαγγέλλει την πρόθεση της χώρας να ξεκινήσει έρευνες πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Αμέσως ιδρύεται η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρία Υδρογονανθράκων Α.Ε. (ΕΔΕΥ Α.Ε.) και ξεκινούν οι διαδικασίες χαρτογράφησης των πιθανών κοιτασμάτων. Αποτέλεσμα των εργασιών ήταν η προκήρυξη του πρώτου διαγωνισμού για παραχώρηση χερσαίων και θαλάσσιων οικοπέδων και συγκεκριμένα του «Δυτικού Πατραϊκού Κόλπου», των «Ιωαννίνων» και του «Κατάκολου». Οι σεισμικές έρευνες που έγιναν τη διετία 2012-2013, τόσο στο Ιόνιο όσο και νοτίως της Κρήτης, αύξησαν το ενδιαφέρον των ξένων εταιρειών, αρκετές εκ των οποίων απέκτησαν δικαιώματα έρευνας και αξιοποίησης. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και υπό την προεδρία της ΕΔΕΥ Α.Ε. από τον κύριο Ιωάννη Μπασιά. Δυστυχώς, δυσκολίες που άλλοτε οφείλονταν σε γραφειοκρατικές διαδικασίες και άλλοτε σε ανεξήγητες καθυστερήσεις στη ψήφιση νομοσχεδίων, κρίσιμων για την ομαλή συνέχιση των εργασιών, αποθάρρυναν τις συμμετέχουσες εταιρείες. Η μία μετά την άλλη απέσυραν το ενδιαφέρον, υπαναχωρώντας των συμβολαίων τους και εγκαταλείποντας τις διαδικασίες εντοπισμού κοιτασμάτων. Η ψήφιση του «Green Deal» από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) το 2019 σήμανε το ουσιαστικό τέλος των προσπαθειών. Οι πετρελαϊκοί κολοσσοί αναγκάστηκαν να προβούν σε περικοπές επενδύσεων που αφορούν νέα προγράμματα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Η βασική επιλογή της ΕΕ ήταν να χρηματοδοτηθούν προγράμματα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Ομοίως ενδιαφέρουσα περίοδος είναι και ό,τι αφορά την πολιτική ζωή της χώρας αλλά και της Ευρώπης γενικότερα. Στο διάστημα μεταξύ 2009-2019 συνέβησαν πολλά γεγονότα με έντονο πολιτικό διακύβευμα- κρίση χρέους, άνοδος ακροδεξιάς, Brexit. Στην Ελλάδα, η επανέναρξη της προσπάθειας αξιοποίησης των ελληνικών υδρογονανθράκων έγινε το Νοέμβριο του 2011, ενάμιση χρόνο έπειτα από την ανακοίνωση του τότε πρωθυπουργού, υπαγωγής της χώρας στο μηχανισμό στήριξης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Οικονομική στήριξη, απαραίτητη για την αποπληρωμή παλαιότερων δανείων και οφειλών, καθόσον το κράτος αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που θα ηγείροντο τους επόμενους μήνες. Βεβαίως, η λεγόμενη στήριξη είχε τη μορφή δανειακής σύμβασης-μνημονίου, μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των υπόλοιπων κρατών της Ευρωζώνης. Για την παροχή νομισματικής ρευστότητας και λοιπών διευκολύνσεων επιβλήθηκαν πακέτα οικονομικής προσαρμογής που επηρέασαν συνολικά το νομοθετικό έργο εκείνης της περιόδου. Εκπρόσωποι των δανειστών ήλεγχαν αποφάσεις που αφορούσαν όχι μόνο την οικονομική πολιτική, αλλά και όσες είχαν οικονομικές προεκτάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απαίτηση των δανειστών για απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Με σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών, η ΔΕΗ αναγκάστηκε αφενός να «χάσει» σημαντικό αριθμό πελατών, αφετέρου να επενδύσει μεγάλα ποσά σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Ελλάδα 2.0

Καίτοι σήμερα υπάρχουν βαθμοί ελευθερίας που επιτρέπουν τη ψήφιση νομοσχεδίων χωρίς τη συγκατάθεση ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, η επιτροπεία υφίσταται ακόμα. Σε θέματα στρατηγικής σημασίας, όπως το ενεργειακό, η Ελλάδα εφαρμόζει κατά γράμμα την επίσημη πολιτική της ΕΕ. Είναι βέβαιο ότι οιαδήποτε κίνηση προς την εξόρυξη και αξιοποίηση ελληνικών κοιτασμάτων θα γίνει με συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το γεγονός ότι υπάρχει αναζωπύρωση της σχετικής συζήτησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να μας χαροποιεί και να μας προβληματίζει συγχρόνως.

Από την παραπάνω ιστορική αναδρομή φωτίστηκε η σύμπτωση της, κατά περιόδους, έξαρσης του ενδιαφέροντος για πιθανή ύπαρξη ελληνικών υδρογονανθράκων, με ταυτόχρονη αδυναμία του ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις. Παρατηρήσαμε πως στις τρεις περιόδους έντονων διεργασιών σε θέματα που αφορούν το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας, υπήρχαν οικονομικά προβλήματα που ανάγκαζαν τις ελληνικές κυβερνήσεις να δανείζονται μεγάλα ποσά από ξένες δυνάμεις. Ωστόσο, η ανάγκη για εισροή ξένων κεφαλαίων οδηγεί σε μερική εξάρτηση από τους δανειστές. Οι όροι αποπληρωμής τους δημιουργούν δεσμεύσεις οι οποίες αφαιρούν από τον υπόχρεο ένας μέρος της ανεξαρτησίας του.

Επομένως, ενδεχόμενος εντοπισμός και εξόρυξη εμπορικά αξιοποιήσιμων υδρογονανθράκων πρέπει να γίνει σε χρόνο και με τρόπο που θα ωφελεί τα ελληνικά συμφέροντα. Είναι πιθανό, οι καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων να οφείλονται σε άρνηση παραχώρησης δικαιωμάτων ή διαφωνία στους όρους εκμετάλλευσης των πιθανών κοιτασμάτων. Γεγονός είναι πως οι παλινδρομήσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα δημιούργησαν στην κοινή γνώμη την αίσθηση πως η Ελλάδα δε θα αξιοποιήσει ποτέ, μαζικά, τις πηγές φυσικού αερίου και πετρελαίου που διαθέτει. Οι ελληνικοί υδρογονάνθρακες, όμως, δε θα έπρεπε να είναι ένας σύγχρονος μύθος, αλλά ένα από τα μέσα που πρέπει να αξιοποιηθούν σωστά ώστε να γίνει η Ελλάδα μια χώρα σύγχρονη, παραγωγική και αυτάρκης.

Πηγές:

Πηγή Εικόνας: Greece Investor Guide: https://www.greeceinvestorguide.com/insights/economic-bulletin/gig-economic-bulletin-april-18-2022/