Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό ΔίκαιοΔιεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική Επικαιρότητα

Ιράν εναντίον Η.Π.Α.: αυτή τη φορά η αντιπαράθεση θα λυθεί δικαστικώς

Ιράν εναντίον Η.Π.Α.: αυτή τη φορά η αντιπαράθεση θα λυθεί δικαστικώς

Μετά από 2 μήνες δημοσίων δηλώσεων στις οποίες το Ιράν απειλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής με προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο για τις «παγωμένες» Ιρανικές ακίνητες περιουσίες, στις 14 Ιουνίου 2016 το Ιράν κατέφυγε κατά των Η.Π.Α. στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης σε μια υπόθεση η οποία θα απασχολήσει σίγουρα όχι μόνο το δικαστήριο αλλά όλη την κοινότητα του διεθνούς δικαίου λόγω της σημαντικότητας της και φυσικά λόγω των εμπλεκομένων μερών.

Πιο συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα αρχή, υποστηρίζει ότι οι Η.Π.Α. καταπατούν με την συμπεριφορά τους την Σύμβαση Φιλίας, Οικονομικών σχέσεων και Προξενικών δικαιωμάτων που είχε υπογραφεί από τα δύο κράτη στις 15 Αυγούστου του 1955 και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Ιουνίου του 1957. Οι Η.Π.Α. κατηγορούνται εκτός των άλλων, ότι πήραν περιουσιακά ακίνητα της Ιρανικής κυβέρνησης και τα διένειμαν στις οικογένειες πεζοναυτών που σκοτώθηκαν σε βομβαρδισμούς στη Βηρυτό το 1983.
Σε πρώτο πλάνο, το Ιράν τάσσεται με την θέση ότι οι Η.Π.Α. μπορούν να χαρακτηριστούν και ως ένα κράτος, το οποίο με την συμπεριφορά του επικροτεί την τρομοκρατία και έχει λάβει πολλές νομοθετικές και εκτελεστικές πράξεις οι οποίες έχουν άμεσο αντίκτυπο στο κράτος του Ιράν και τα νομικά πρόσωπα αυτού όπως, η Κεντρική Τράπεζα του Ιράν γνωστή και ως “Τράπεζα Markazi”. Επιπλέον, το Ιράν υποστηρίζει πως «μια μεγάλη σειρά από μομφές έχουν διατυπωθεί ή είναι σε εξέλιξη εναντίον του Ιράν και Ιρανικών προσώπων». Ταυτόχρονα, τα δικαστήρια των Η.Π.Α. «έχουν επανειλημμένως απορρίψει προσπάθειες από την Τράπεζα Markazi να επικαλεστεί τις ασυλίες, σύμφωνα με τις οποίες διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας για τα ακίνητα» συμφωνά με το δίκαιο των Η.Π.Α. και βάση της Σύμβασης του 1955.
Επιπροσθέτως, αναφέρεται ότι «τα περιουσιακά στοιχεία των Ιρανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και άλλων Ιρανικών εταιρειών είτε έχουν ήδη κατασχεθεί, είτε είναι σε διαδικασία κατάσχεσης και μεταφοράς ή διατρέχουν κίνδυνο κατάσχεσης και μεταφοράς σε αρκετές περιπτώσεις». Tα αμερικανικά δικαστήρια «αξίωσαν ζημιές άνω των 56 δισεκατομμυρίων  δολαρίων από μέρους των Η.Π.Α. προς το Ιράν όσον αφορά την φερόμενη εμπλοκή τους σε διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες κυρίως εκτός Η.Π.Α.»
Εκτός από τους νομικούς ισχυρισμούς, βέβαια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ακόμη το γεγονός ότι λόγω της μορφής της προσφυγής, καταγγελία για παράβαση υποχρεώσεων διμερούς συμβάσης, η μεριά του Ιράν μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο διατάξεις της σύμβασης οι οποίες παραβιάστηκαν. Έτσι, δεν μπορεί να επικαλεστεί γενικότερους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Με αυτόν τον τρόπο, η δικαιοδοσία και η ικανότητα του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης να λάβει μια απόφαση θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στην Σύμβαση.
Όπως γίνεται λοιπόν εύκολα αντιληπτό, η υπερασπιστική γραμμή των Η.Π.Α. θα δώσει μεγάλη έμφαση στην ικανότητα δικαιοδοσίας του διεθνούς δικαστηρίου και στο αν και κατά πόσο τα προσκομιζόμενα πειστήρια και πράξεις μπορούν να γίνουν δεκτά. Αυτή η τακτική, όμως ελλοχεύει και μια παγίδα αφού ήδη τα δυο μέρη που υπέγραψαν την Σύμβαση του 1955 είχαν ξεκαθαρίσει ότι σε περίπτωση διαφωνίας ή παραβατικής συμπεριφοράς, αρμόδιος για την επίλυση των διαφορών είναι το διεθνές δικαστήριο.
Η υπόθεση είναι σαφές ότι έχει πολύ μέλλον ακόμα, και σε αυτήν την περίπτωση, οι αργές διαδικασίες με τις οποίες κινείται το διεθνές δίκαιο μπορούν να βοηθήσουν και τις 2 πλευρές. Από την μεριά τους οι ηγέτες του Ιράν πιστεύουν ότι μέσω της προσφυγής τους θα δικαιωθούν έστω και τυπικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα οδηγηθούμε σε μια άμεση απόφαση που θα θέσει τις Η.Π.Α. “στον τοίχο”. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα δοθούν από το διεθνές δικαστήριο σε βάθος δεκαετίας και ότι οι Η.Π.Α. περιμένοντας την απόφαση και έχοντας και άλλες παρόμοιες υποθέσεις σε εξέλιξη, θα συνετιστούν, έστω και προσωρινά, απέναντι στο διεθνές δίκαιο και τους κανόνες αυτού.