Γράφει ο Βαλάσης Σιμίτσης
Η μάχη κατά της τρομοκρατίας απασχολεί έντονα τόσο τα κράτη όσο και του διεθνείς οργανισμούς τα τελευταία χρόνια. Η έρευνα γύρω από τη τρομοκρατία και τις στρατηγικές της είναι εκτενής και περιλαμβάνει τακτικές όπως ασύμμετρος πόλεμος, κυβερνοτρομοκρατία και βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας (Hoffman, 2017). Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των τρομοκρατών είναι η προσαρμοστικότητα τους στις εκάστοτε συνθήκες με σκοπό να μεγιστοποιήσουν την επίδραση τους (Johnson, 2009). Όταν ο στόχος των τρομοκρατών είναι κράτη, με σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες σε υλικό, προσωπικό και τεχνολογία, οι τρομοκράτες υιοθετούν διαφορετικές στρατηγικές, στις οποίες η υπεροχή στα παραπάνω δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην υλοποίηση των στόχων τους. Μια από αυτές τις είναι ο πόλεμος φθοράς (attrition warfare). Η στρατηγική αυτή έχει αποδειχθεί αποτελεσματική, τόσο από κράτη όσο και από τρομοκρατικές οργανώσεις, όταν εφαρμόζεται υπό συνθήκες καθώς, ο στόχος, δεν είναι η καταστροφή του αντιπάλου, παρά η ώθηση αυτού σε επιλογές που προηγουμένως είχε απορρίψει (Brands, 2023). Το δυτικό μέτωπο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα χρήσης της στρατηγικής αυτής, ενώ στις τρομοκρατικές οργανώσεις οι πιο γνωστές είναι ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) και η βασκική ETA (Euskadi Ta Askatasuna). Στόχος του παρόντος κειμένου είναι να μελετήσει τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της λιγότερο γνωστής στρατηγικής της τρομοκρατίας και να αναδείξει τα στοιχεία εκείνα που την κάνουν δημοφιλή μεταξύ των τρομοκρατών.
Ο πόλεμος φθοράς βασίζεται στη λογική συνεχόμενων επιθέσεων μικρής κλίμακας για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα με σκοπό να «εξουθενώσει» την αντιμαχόμενη πλευρά τόσο σε υλικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η αντίπαλη πλευρά κάτω από τη πίεση κόστους-αποτελέσματος να ενδώσει σε επιλογές όπως κατάπαυση πυρός, διαπραγματεύσεις ή πολιτικό συμβιβασμό (Freedman, 2015). Η στρατηγική αυτή έχει ως κύριους στόχους επιρροής το αντίπαλο κράτος δια μέσω των πολιτών του και τους ντόπιους πληθυσμούς της περιοχής στην οποία λαμβάνει μέρος η υλοποίηση των επιδιώξεων των τρομοκρατών. Με τη δημιουργία ενός κλίματος φόβου στη κοινωνία της περιοχής δράσης αλλά και ευρύτερα, οι τρομοκράτες εξασφαλίζουν την αναγνωρισιμότητα και δημιουργούν περαιτέρω πίεση στο κράτος.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να μελετηθούν οι συνθήκες που ευνοούν την υιοθέτηση μιας τέτοιας στρατηγικής από τρομοκρατικές οργανώσεις. Αρχικά, είναι η φύση του ζητήματος που τροφοδοτεί τη τρομοκρατική δράση. Για παράδειγμα, η στρατηγική αυτή ευνοείται ιδιαίτερα σε περιπτώσεις τρομοκρατίας όπου το διακύβευμα έχει να κάνει με ζητήματα εδάφους ή μειονοτήτων (nationalist terrorism). Αυτό συμβαίνει καθώς οι επιδιώξεις των τρομοκρατών επιτρέπουν στο κράτος να επιλέξει μεταξύ του συμβιβασμού ή όχι, εν αντιθέσει με την επαναστατική τρομοκρατία όπου στόχοι είναι σαφώς πιο μεγαλεπήβολοι, όπως η κατάργηση του καπιταλισμού ή η καταστροφή ενός κράτους, αλλά ουσιαστικά μη-εφικτοί (Sànchez-Cuenca, 2007). Δεύτερον, πολύ σημαντικός παράγοντας είναι ο τύπος του αντίπαλου κράτους και οι περιορισμοί που αυτό αντιμετωπίζει στη καταπολέμηση των τρομοκρατών. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στα δημοκρατικά κράτη, καθώς αυτά δεσμεύονται περισσότερο από παράγοντες όπως η κοινή γνώμη, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η νομιμοποίηση της χρήσης βίας και των απειλών, συγκριτικά με κράτη τα οποία χαρακτηρίζονται ως απολυταρχικά (Kitzen, 2019). Το τελευταίο στοιχείο καθιστά τα κράτη με απολυταρχικά καθεστώτα πιο αποτελεσματικά στη καταπολέμηση της τρομοκρατίας (Bartholomees Jr., 2010). Οι τρομοκράτες συχνά στοχεύουν στο να προκαλέσουν το αντίπαλο κράτος σε κινήσεις υπερβολής ως απάντηση σε αυτές των τρομοκρατών. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της λαϊκής υποστήριξης, μέσω νέων στρατολογήσεων ή περαιτέρω στήριξη από τους ντόπιους πληθυσμούς (Shire, 2021). Ο τελευταίος παράγοντας είναι ο βαθμός στον οποίο οι τρομοκράτες εξασφαλίζουν τη στήριξη της κοινής γνώμης. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η λαϊκή στήριξη είναι ένας πολύ καθοριστικός παράγοντας στην έκβαση μιας τρομοκρατικής δράσης, αφού η στήριξη του ντόπιου πληθυσμού μπορεί να οδηγήσει στη στρατολόγηση νέων μελών, τη παροχή καταφυγίου και υλικού απαραίτητου για τη συνέχιση της τρομοκρατικής εκστρατείας (Hoffman, 2017). Από την άλλη, η στήριξη των πολιτών του αντιμαχόμενου κράτους μπορεί να δημιουργήσει πολιτική πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση για απόσυρση στρατευμάτων. Αυτό συμβαίνει, καθώς οι πολίτες έχουν διαφορετική αντίληψη για τα συμφέροντα και τις απώλειες του κράτους τους (Bartholomees, Jr, 2010).
Τρείς είναι οι οδοί για την εξασφάλιση της λαϊκής στήριξης στο πόλεμο φθοράς. Η πρώτη είναι η δημιουργία αισθήματος ανασφάλειας ή η προπαγάνδα με σκοπό να πειστούν οι πολίτες πως η στήριξη των τρομοκρατών εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα τους, από ότι η στήριξη του κράτους. Η δεύτερη είναι η δημιουργία οικονομικής και κοινωνικής πίεσης μέσω εμπάργκο (Sànchez-Cuenca, 2007, Bartholomees Jr., 2010 ) Τέλος είναι η προπαγάνδα που υπερτονίζει τις απώλειες και τα θύματα που υφίστανται οι τρομοκράτες.
Δύο από τα πιο γνωστά παραδείγματα πολέμου φθοράς είναι ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) και η βασκική ETA (Euskadi Ta Askatasuna). Παρότι και οι δύο οργανώσεις κατάφεραν πλήγματα μέσω της στρατηγικής φθοράς, καμία από τις δύο δε κατάφερε το τελικό σκοπό της για λόγους που θα αναλυθούν παρακάτω. Ο IRA και η ETA έδρασαν κυρίως τον 20ο αιώνα, ο πρώτος στη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ η δεύτερη στη χώρα των Βάσκων. Παρόλες τις ομοιότητες τους, οι δύο περιπτώσεις παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές που εξηγούν και την έκβαση των αντίστοιχων εκστρατειών τους. O IRA χρησιμοποίησε το πόλεμο φθοράς με σκοπό να εξουθενώσει τους Βρετανούς και να καταφέρει να αυτονομηθεί. Η εκστρατεία των Ιρλανδών δεν είχε μόνο εθνικό χαρακτήρα, αλλά και θρησκευτικό καθώς οι καθολικοί Ιρλανδοί ήταν μια μειονότητα σε ένα προτεσταντικό σύστημα. Απότοκο αυτού ήταν η καταπίεση των Ιρλανδών και η άσχημη κοινωνικό-οικονομική τους κατάσταση. Για τους λόγους αυτούς, σημειώθηκαν μεγάλες απώλειες κληρικών κάτι που εκ του αποτελέσματος δεν λειτούργησε θετικά για τους Ιρλανδούς οδηγώντας σε μια πολύ σκληρή στάση από τη Βρετανική κυβέρνηση και πολλές απώλειες αμάχων, των οποίων ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο IRA (Sànchez-Cuenca, 2007). Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της τρομοκρατικής εκστρατείας του IRA σημειώθηκαν πολλά σκηνικά αυθαιρεσίας και βίας στερώντας μεγάλο μέρος της λαϊκής στήριξης της οποίας είχε ανάγκη ο οργανισμός για την νομιμοποίηση της δράσης του.
Στον αντίποδα, η ΕΤΑ χρησιμοποίησε το πόλεμο φθοράς ως ένα μεταβατικό στάδιο που θα οδηγούσε στον γενικευμένο επαναστατικό αγώνα του λαού των Βάσκων (Sànchez-Cuenca, 2007). Οι Βάσκοι βρισκόταν σε καλύτερη κοινωνικό-οικονομική κατάσταση και ήταν πιο οργανωμένη κοινότητα έχοντας δημιουργήσει ένα σύστημα αλληλοβοήθειας που τους επέτρεψε να διατηρήσουν την εκστρατεία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (Waldmann, 2005).
Αμφότερες οι δύο περιπτώσεις χρήζουν μελέτης για τη σημαντικότητα της λαϊκής στήριξης σε μια στρατηγική τρομοκρατίας, όπως αυτή του πολέμου φθοράς. Η πλειοψηφία των ανθρώπων που οι οργανώσεις αυτές στόχευαν να επηρεάσουν, ήταν υπέρ μιας πολιτικής λύσης χωρίς την εκτεταμένη χρήση βίας. Όπερ και εγένετο, αφού και οι δύο οργανώσεις αποδέχθηκαν την ήττα τους στο πόλεμο φθοράς και αναζήτησαν μια πιο πολιτική λύση με το σχηματισμό εθνικών συνασπισμών σε συνεργασία με άλλες πολιτικές ομάδες. Η ήττα τους στο πόλεμο φθοράς οδήγησε στην αποδυνάμωση τους και λίγο αργότερα στην κατάρρευση τους.
Εν κατακλείδι, όσο η τρομοκρατία απασχολεί το διεθνές σύστημα ως μια από τις απειλές στη διεθνή ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα κρίνεται σκόπιμο να μελετηθούν όλες οι στρατηγικές που οι οργανώσεις αυτές χρησιμοποιούν για την επιδίωξη των στόχων τους. Η περίπτωση του πολέμου φθοράς, όπως αυτή αναλύθηκε στο παρόν κείμενο, είναι μια στρατηγική δημοφιλής στις τρομοκρατικές οργανώσεις καθώς στηρίζεται στην ασυμμετρία δυνάμεων που χαρακτηρίζει τις τρομοκρατικές εκστρατείες τους σε σχέση με την αντίσταση του Κράτους, και μπορεί υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε σχετική επιτυχία των στόχων τους.
Βιβλιογραφία:
Hoffman, B. (2017). Inside Terrorism: Third edition. Columbia University Press.
Brands, H. (Ed.). (2023). The New Makers of Modern Strategy: From the Ancient World to the Digital Age. Princeton University Press. Διαθέσιμο σε: https://www.degruyter.com/document/doi/10.1515/9780691226729/html
Bartholomees Jr., J. B. (2010). The Issue of Attrition. The US Army War College Quarterly: Parameters, 40(1), 5-19. Διαθέσιμο σε: https://press.armywarcollege.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=2505&context=parameters
Freedman, L. (2015). Ukraine and the Art of Exhaustion. Survival, 57(5), 77-106. Διαθέσιμο σε: https://www.tandfonline.com/doi/epdf/10.1080/00396338.2015.1090132?needAccess=true
Johnson, D. (2009). Darwinian selection in asymmetric warfare: the natural advantage of insurgents and terrorists. Journal of the Washington Academy of Sciences, 89-112. Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/24536315
Kitzen, M. (2019). Operations in Irregular Warfare. In A. Sookermany (Ed.), Handbook of Military Sciences. Springer International Publishing. Διαθέσιμο σε: https://link.springer.com/content/pdf/10.1007/978-3-030-02866-4_81-1.pdf
Sànchez-Cuenca, I. (2007). The Dynamics Of Nationalist Terrorism: ETA and the IRA. Terrorism and Political Violence, 19(3), 289-306. Διαθέσιμο σε: https://www.tandfonline.com/doi/epdf/10.1080/09546550701246981?needAccess=true
Shire, M. I. (2021). Provocation and Attrition Strategies in Transnational Terrorism: The Case of Al-Shabaab. Terrorism and Political Violence, 35(4), 945-970. Διαθέσιμο σε: https://www.tandfonline.com/doi/epdf/10.1080/09546553.2021.1987896?needAccess=true
Waldmann, P. (2005). The radical community: A comparative analysis of the social background of ETA, IRA, and Hezbollah. Sociologus, 239-257. Διαθέσιμο σε: https://www.jstor.org/stable/43645553
Πηγή φωτογραφίας
Lee J. (2021). Afghanistan troop withdrawal a strategic mistake, warns ex-general. BBC. Διαθέσιμο σε: https://www.bbc.com/news/uk-58139590