Loading...
Latest news
Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

Η χρήση του νόμου ως εργαλείο πολέμου – Η περίπτωση του lawfare

Γράφει ο Βαλάσης Σιμίτσης

Η μελέτη των ασύμμετρων και υβριδικών απειλών αποτελεί, τα τελευταία χρόνια, κομμάτι των διεθνών σχέσεων και των σπουδών ασφαλείας. Ο δημόσιος και επιστημονικός διάλογος επικεντρώνεται συχνά στις απειλές της κυβερνοασφάλειας, των χημικών όπλων, της τρομοκρατίας, καθώς και πρόσφατα στα μαζικά κύματα προσφύγων και μεταναστών. Υπάρχει, όμως, μια υβριδική απειλή λιγότερο διερευνημένη από τις άλλες, εξίσου σημαντική όμως, το lawfare.

Οι πρώτες αναφορές στον όρο παρατηρούνται τη δεκαετία του 1950, η χρήση τους, όμως, δεν είχε σχέση με ζητήματα ασφάλειας και διαφορές μεταξύ κρατών, αλλά χρησιμοποιούταν από υποθέσεις διαζυγίων μέχρι και οικονομικές διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Έχοντας αυτό υπόψιν, προκύπτει ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του lawfare, η προσπάθεια εξισορρόπησης της ισχύος του αντιπάλου. Εξ’ ορισμού, το lawfare εφαρμόζεται για την επίτευξη επιχειρησιακών στόχων με μη στρατιωτικά μέσα. Άξιο αναφοράς αποτελεί πως η χρήση του νόμου ως όπλο μπορεί να γίνει και για καλό, όπως στον εντοπισμό και περιορισμό κυκλωμάτων τρομοκρατίας και οργανωμένου εγκλήματος, μέσω των οικονομικών ελέγχων για τις πηγές χρηματοδότησής τους.

Ο όρος lawfare, με τη σημερινή του υπόσταση, χρησιμοποιήθηκε το 2001 από τον Charles J. Dunlap, Αμερικανός ταγματάρχης, για να ορίσει «τη χρήση του νόμου ως όπλο πολέμου». Πιο συγκεκριμένα, ως lawfare ορίζεται η στρατηγική χρήση ή η κατάχρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, ως υποκατάστατα παραδοσιακών στρατιωτικών μέσων, για την επίτευξη επιχειρησιακών στόχων. Η συγκεκριμένη τακτική χρησιμοποιείται κυρίως για την επιρροή της κοινής γνώμης, είτε αυτή είναι η νομιμοποίηση ενεργειών από πλευράς κρατών, είτε η καταδίκη ενεργειών τις οποίες τα κράτη διέπραξαν. Παρακάτω θα παρατεθούν ορισμένα παραδείγματα για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου.

Στην πρώτη περίπτωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, έπρεπε να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της παρουσίας τους στη περιοχή. Όμως, στην κοινή γνώμη, αμερικανική και μη, η στρατιωτική παρουσία από μόνη της δεν αποτελούσε αποδεκτό μέσο. Έτσι, σε συνεργασία με την κυβέρνηση του Αφγανιστάν, προχώρησαν στη δημιουργία μιας σειράς από πολιτικούς και νομικούς θεσμούς, απαραίτητους για τη δημιουργία μιας σταθερής, νόμιμης κυβέρνησης που τηρεί το κράτος δικαίου.

Στη δεύτερη περίπτωση, οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα, καθ’ όλη τη διάρκεια της αμερικανικής παρουσίας στο Αφγανιστάν, χρησιμοποιούσαν μεθόδους lawfare για να καταδείξουν τις ανθρώπινες απώλειες που προκλήθηκαν από τις αμερικανικές εναέριες επιθέσεις. Εκμεταλλευόμενοι και γνωρίζοντας την ισχύ των μέσων μαζικής επικοινωνίας, επιχείρησαν να προβάλουν ότι ο πόλεμος διεξαγόταν σε ένα άνομο και άδικο πεδίο. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν παιδιά ως ανθρώπινες ασπίδες ή σκηνοθετήθηκαν γαμήλιες εκδηλώσεις με ομήρους, στοχεύοντας αμερικανικές βάσεις, με απώτερο σκοπό την πρόκληση αντεπίθεσης.

Ένα ακόμη παράδειγμα χρήσης lawfare, πιο πρόσφατο και οικείο στο ελληνικό κοινό, συνέβη το Μάρτιο του 2020 κατά τη διάρκεια των επεισοδίων στα ελληνοτουρκικά σύνορα του Έβρου. Η γειτονική χώρα έσπευσε να κατηγορήσει την Ελλάδα για παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, αναφορικά με την αναστολή των αιτήσεων ασύλου για ένα μήνα. Σύμφωνα, όμως, με το ανθρωπιστικό δίκαιο, η άσκηση ενός δικαιώματος υπόκειται στον έλεγχο της καταχρηστικής του φύσης. Τα μαζικά προσφυγικά κύματα, υποκινούμενα από τουρκικής πλευράς, είχαν ως σκοπό την εισβολή τους στη χώρα και την αποσταθεροποίηση αυτής.

Για το ρόλο της κοινής γνώμης και του λαού έχουν μιλήσει κατά καιρούς πολλοί θεωρητικοί της πολιτικής επιστήμης και των διεθνών σχέσεων. Ειδικότερα, ο Μακιαβέλλι, στο βιβλίο του «ο Ηγεμόνας», έγραφε για το σωστό χειρισμό του λαού στις νεοαποκτηθείσες ηγεμονίες και πώς αυτός μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στην απώλειά τους. Επίσης, ο Carl von Clausewitz, στο βιβλίο του «περί πολέμου», μίλησε για το τρίγωνο της επιτυχίας σε κάθε ένοπλη σύρραξη, το οποίο απαρτίζεται από τρείς παράγοντες: το κράτος, το στρατό και το λαό. Σε κάθε πολεμική επιχείρηση πρέπει να συνυπολογίζονται και οι τρείς αυτοί παράγοντες, διαφορετικά η επιχείρηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία ή ακόμη χειρότερα θα επέλθει μια ανυπόφορη νίκη, δηλαδή μια νίκη η οποία επιφέρει περισσότερα αρνητικά παρά θετικά αποτελέσματα.

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν δύο παράγοντες που τα τελευταία χρόνια έχουν μεγιστοποιήσει την ισχύ του lawfare και κατά συνέπεια τη συχνότητα που χρησιμοποιείται. Ο πρώτος παράγοντας είναι η δέσμευση των κρατών από τους κανόνες του κράτους δικαίου και των φιλελεύθερων αξιών. Αυτό σημαίνει πως τα κράτη, όταν καλούνται να απαντήσουν σε μια επίθεση, παντός είδους, δεσμεύονται από τους αντίστοιχους κανόνες του δημοσίου και διεθνούς δικαίου. Στον αντίποδα, οι μη κρατικοί δρώντες, όταν εκδηλώνουν κάποια επίθεση, δεν έχουν κάποια νομική δέσμευση ως προς τα μέσα ή τις μεθόδους που θα χρησιμοποιήσουν. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η τεχνολογία και πιο συγκεκριμένα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία μπορούν να πολλαπλασιάσουν την ισχύ οποιουδήποτε ισχυρισμού, είτε μεταδίδοντάς τον είτε ενισχύοντάς τον. Για παράδειγμα, ένας ισχυρισμός για κακομεταχείριση κρατουμένων, συνοδευόμενος με ένα καλά σκηνοθετημένο βίντεο, μπορεί να προκαλέσει μεγάλη κοινωνική κατακραυγή σε μικρό χρονικό διάστημα.

Συμπερασματικά, το lawfare αποτελεί μια υβριδική απειλή της οποίας η χρήση εντείνεται όλο και περισσότερο, καθώς χρειάζονται ελάχιστα μέσα για να πραγματοποιηθεί, όμως, έχει αντιστρόφως ανάλογα αποτελέσματα. Η ισχύς του lawfare μπορεί εύκολα να μεγιστοποιηθεί, όταν αυτό συνδυάζεται με άλλα μέσα, όπως η τεχνολογία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στοχεύει στην επιρροή της κοινής γνώμης, η οποία μην έχοντας τις απαραίτητες νομικές γνώσεις, εύκολα επηρεάζεται. Στη χρήση της καταφεύγουν τόσο μη-κρατικοί δρώντες όσο και τα ίδια τα κράτη, επιτιθέμενα σε άλλα κράτη. Ένα σημαντικό πρόβλημα που συναντάει η έρευνα του lawfare είναι ότι αυτό δεν έχει κάποια μέθοδο καταπολέμησης, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες υβριδικές απειλές. Ο μόνος δρόμος καταπολέμησής του είναι ο σεβασμός στους κανόνες του δικαίου και τις διεθνείς συνθήκες.

Βιβλιογραφία

  • Andres B. Munoz Mosquera and Sascha Dov Bachmann, Lawfare in Hybrid Wars: The 21st Century Warfare, Journal of International Humanitarian Legal Studies, March 14, 2014, p. 63-87.
  • Executive Committee of the High Commissioner’s Programme, The Problem of Manifestly Unfounded or Abusive Applications for Refugee Status or Asylum No. 30 (XXXIV), October 20, 1983. Διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/docid/3ae68c6118.html
  • Άγγελος Συρίγος, Υβριδικός Πόλεμος στην Ανατολική Μεσόγειο: Η Πρόκληση για την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, New York College, May 28, 2020. Διαθέσιμο σε: https://www.youtube.com/watch?v=Ss3F9hRNt4Y
  • Niccolo Machiavelli, Ο Ηγεμόνας, Αθήνα, εκδόσεις Οξύ, 2018.

Πηγή εικόνας: https://www.ceps.eu/why-europe-should-harden-its-soft-power-to-lawfare/