Γράφει η Αφροδίτη Σεντουκίδη
Η υπόθεση Barcelona Traction, Light and Power Limited Company, (Βέλγιο κατά Ισπανίας), η οποία απασχόλησε το Διεθνές Δικαστήριο για περίπου μια δεκαετία είναι ιδιάζουσας σημασίας, καθώς θέτει το ζήτημα της προστασίας των διεθνών επενδύσεων στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Παράλληλα, η παρούσα θεωρείται μία εκ των πιο σημαντικών υποθέσεων διεθνούς δικαίου λόγω της έμφασης που δόθηκε στην έννοια των κανονισμών και δικαιωμάτων «erga omnes».
Η Barcelona Traction, Light and Power Company (BTLP) ήταν μια καναδική εταιρεία, η οποία συστάθηκε το 1911 με έδρα το Τορόντο του Καναδά και παρείχε ενέργεια στην Καταλονία της Ισπανίας. Παρά το γεγονός ότι λειτουργούσε στην Ισπανία, ανήκε κυρίως σε βελγικές εταιρείες χαρτοφυλακίου. Για τους σκοπούς της δημιουργίας και ανάπτυξης ενός συστήματος παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στην Καταλονία (Ισπανία) κατείχε μερικές θυγατρικές εταιρείες, εκ των οποίων ορισμένες είχαν την έδρα τους στον Καναδά και άλλες στην Ισπανία. Στην ιδέα της οικονομικής ανάκαμψης της Ισπανίας μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η κυβέρνηση απαγόρευσε τη μεταφορά ξένου νομίσματος από την Ισπανία αν και είχαν ήδη εκδοθεί ομόλογα σε μη-Ισπανούς επενδυτές. Το δε Δικαστήριο της Ισπανίας κήρυξε σε πτώχευση τη Barcelona Traction στις 12 Φεβρουαρίου 1948.
Δεδομένου ότι το 88% των μετοχών της εταιρείας ανήκαν σε Βέλγους μετόχους, το Βέλγιο, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά του, ζήτησε αποζημίωση για ζημία που ισχυρίστηκε ότι προκλήθηκε σε Βέλγους υπηκόους, οι οποίοι ήταν μέτοχοι της εταιρείας. Ξεκίνησαν διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή μερικών κυβερνήσεων, όπως του Βελγίου, του Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Επειδή οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις ήταν ανεπιτυχείς, η βελγική κυβέρνηση υπέβαλε ένα πρώτο αίτημα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 1958, το οποίο δεν εκδικάστηκε το 1961, καθώς πραγματοποιήθηκαν νέες διαπραγματεύσεις. Καθώς οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν πάλι σε αδιέξοδο, το Βέλγιο υπέβαλε νέο αίτημα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου στις 19 Ιουνίου 1962.
Στο πρώτο μέρος της απόφασης, στις 24 Ιουλίου 1964, η ισπανική κυβέρνηση προέβαλε τέσσερις προκαταρκτικές ενστάσεις και το Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη και τη δεύτερη. Το Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη ένσταση με 12 ψήφους και τη δεύτερη με 10 ψήφους σε σύνολο 16 ψήφων.
Σύμφωνα με την τρίτη προκαταρκτική ένσταση, δεδομένου ότι η εταιρεία δε διαθέτει βελγική ιθαγένεια, δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί διπλωματική ή διεθνής δικαστική διαδικασία εξ ονόματος των φερόμενων Βέλγων μετόχων. Σύμφωνα με τη θέση της Ισπανίας, μόνο ο Καναδάς έχει νομικά δικαίωμα να τοποθετηθεί έναντι της Ισπανίας λόγω ζημίας. Η θέση του Βελγίου βασίζεται κατά βάση στο γεγονός ότι μεγάλη πλειοψηφία των ομολόγων της εταιρείας ανήκε σε Βέλγους μετόχους. Όμως, ο ισχυρισμός δεν είναι αποδεκτός, καθώς το κράτος των μετόχων μιας εταιρείας (Βέλγιο) έχει δικαίωμα διπλωματικής προστασίας, όταν το κράτος που είναι υπεύθυνο (Ισπανία) είναι συγχρόνως το κράτος όπου εδρεύει η επιχείρηση. Το Βέλγιο δεν έχει δικαίωμα κατά της Ισπανίας λόγω του ότι η Ισπανία δεν είναι το έθνος-κράτος της εταιρείας.
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι στις 23 Σεπτεμβρίου 1958 το Βέλγιο είχε υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση κατά της Ισπανίας για τα ίδια γεγονότα και, στη συνέχεια, η Ισπανία προέβαλε τρεις προκαταρκτικές ενστάσεις. Στις 23 Μαρτίου 1961, ο προσφεύγων, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 69, παράγραφος 2 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, είχε ενημερώσει το Δικαστήριο ότι δεν συνέχιζε τη διαδικασία. Αφού έλαβε ειδοποίηση από τον εναγόμενο ότι δεν είχε αντίρρηση, το Δικαστήριο είχε αφαιρέσει την υπόθεση από τον κατάλογό του στις 10 Απριλίου 1961.
Στην πρώτη προκαταρκτική ένσταση, ο εναγόμενος ισχυρίστηκε ότι αυτή η διακοπή εμπόδισε την εκδίκαση της υπόθεσης με τον αιτούντα να προβάλλει πέντε επιχειρήματα προς στήριξη του ισχυρισμού του. Το Δικαστήριο έκανε δεκτό το πρώτο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η διακοπή αποτελεί αμιγώς διαδικαστική πράξη, η πραγματική σημασία της οποίας πρέπει να αναζητηθεί κατά περίπτωση. Από την άλλη πλευρά, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να αποδεχθεί το δεύτερο επιχείρημα, δηλαδή ότι η διακοπή πρέπει πάντα να θεωρείται ένδειξη αποποίησης οποιουδήποτε περαιτέρω δικαιώματος προσφυγής, εκτός εάν επιφυλάσσεται ρητώς το δικαίωμα επανέναρξης της δικαστικής διαδικασίας.
Η δεύτερη ένσταση που απορρίφθηκε αφορούσε την ακύρωση του άρθρου 17 παράγραφος 4 της συνθήκης του 1927, αμφισβητώντας έτσι τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου επί της υπόθεσης. Η τρίτη προκαταρκτική ένσταση που έγινε δεκτή υπέρ της ισπανικής κυβέρνησης αφορούσε το ότι η βελγική κυβέρνηση δεν είχε την ικανότητα να προβάλει οποιαδήποτε αξίωση σχετικά με τα αδικήματα που έλαβαν χώρα σε μια καναδική εταιρεία, ακόμη και αν οι μέτοχοι ήταν Βέλγοι. Η τέταρτη προκαταρκτική ένσταση, η οποία ήταν επίσης συνυφασμένη με την ουσία, ήταν ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα διαθέσιμα εγχώρια μέσα της Ισπανίας για την επίλυση της υπόθεσης.
Στο δεύτερο μέρος της υπόθεσης, στις 5 Φεβρουαρίου 1970, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Βελγίου με 15 ψήφους υπέρ σε σύνολο 16. Στην απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 1970, το κύριο ερώτημα περιστράφηκε γύρω από τη θεματική της διπλωματικής προστασίας: έχει το Βέλγιο το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τη διπλωματική του προστασία για τους Βέλγους μετόχους μιας καναδικής εταιρείας και επομένως να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο ή όχι; Ως διπλωματική προστασία νοείται η πράξη βάσει της οποίας ένα κράτος του οποίου οι υπήκοοι έχουν υποστεί ζημία, παρεμβαίνει όταν ένας κανόνας του Διεθνούς Δικαίου έχει παραβιαστεί.
Σε αυτήν την περίπτωση, το Δικαστήριο έκανε διάκριση μεταξύ δύο ξεχωριστών οντοτήτων: της εταιρείας και των μετόχων, για τα οποία ισχύουν διαφορετικοί νόμοι. Η εταιρεία ήταν καναδική και οι μέτοχοι ήταν Βέλγοι. Το Δικαστήριο τόνισε το γεγονός ότι οι επιζήμιες πράξεις που αποδίδονται στην Ισπανία αφορούν στα δικαιώματα της εταιρείας και όχι στα ίδια τα δικαιώματα των μετόχων.
Το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της βελγικής κυβέρνησης και κήρυξε το Βέλγιο ως μη εξουσιοδοτημένο να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς δεν είχε jus standi, ή αναγνωρισμένα δικαιώματα να ασκεί διπλωματική προστασία για τους υπηκόους του. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι το Βέλγιο δεν είχε το δικαίωμα να παραπέμψει στο Δικαστήριο την υπόθεση έναντι της Ισπανίας, καθώς η εταιρεία διέπεται από το νομοθετικό πλαίσιο του Καναδά.
Ωστόσο, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση τέτοιων προβλημάτων θεωρείται το δικαίωμα προστασίας της βελγικής κυβέρνησης. Δεδομένου ότι αυτό δεν είχε αποδειχθεί jus standi ενώπιον του Δικαστηρίου, το τελευταίο δεν είχε τη δικαιοδοσία να αποφανθεί για οποιαδήποτε άλλη πτυχή της υπόθεσης. Η απόφαση του δικαστηρίου επί της υποθέσεως καταδεικνύει επαρκώς τις διαφορές μεταξύ κρατών και ατόμων. Το δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ της Ισπανίας, δεδομένου ότι το Βέλγιο δεν ευθυνόταν και οι μέτοχοι που ζητούσαν αποζημίωση δεν είχαν διπλωματική ασυλία.
Σύμφωνα με το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, ένα κράτος αναλαμβάνει υποχρέωση σχετικά με τη μεταχείριση ξένων επενδύσεων βάσει του γενικού διεθνούς δικαίου, όταν το κράτος αυτό δέχεται ξένες επενδύσεις ή αλλοδαπούς υπηκόους στο έδαφός του. Είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών των υποχρεώσεων ενός κράτους έναντι της διεθνούς κοινότητας στο σύνολό της και εκείνων που είναι αποτέλεσμα της διπλωματικής προστασίας. Μόνο το μέρος στο οποίο οφείλεται μια διεθνής υποχρέωση μπορεί να υποβάλει αξίωση εάν προκύψει παραβίαση υποχρέωσης που αποτελεί αντικείμενο διπλωματικής προστασίας.
Διπλωματική προστασία ασκείται μόνο από το έθνος κράτος της εταιρείας. Όταν πρόκειται για παράνομη πράξη που διαπράχθηκε κατά εταιρείας που εκπροσωπεί ξένο κεφάλαιο, ο γενικός κανόνας του διεθνούς δικαίου εξουσιοδοτεί μόνο το έθνος-κράτος της εταιρείας να ασκήσει διπλωματική προστασία με σκοπό την αποζημίωση. Κανένας κανόνας του διεθνούς δικαίου δεν παρέχει ρητά τέτοιο δικαίωμα στο έθνος-κράτος των μετόχων.
Κατά τη δεύτερη φάση της απόφασης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι ορισμένες διεθνείς νομικές υποχρεώσεις είναι τόσο σημαντικές ώστε όλα τα κράτη έχουν συμφέρον για την προστασία τους. Οι απαγορεύσεις για τη γενοκτονία, τη δουλεία και τις φυλετικές διακρίσεις είναι παραδείγματα των λεγόμενων υποχρεώσεων «erga omnes». Όταν παραβιάζονται τέτοιες υποχρεώσεις, όλα τα κράτη έχουν το δικαίωμα να θεωρούν υπεύθυνο και μάλιστα νομικά υπεύθυνο το κράτος που προβαίνει σε παραβιάσεις. Ωστόσο, οι υποχρεώσεις των οποίων η εκτέλεση αποτελεί αντικείμενο διπλωματικής προστασίας δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Με αφορμή, λοιπόν, τη συγκεκριμένη υπόθεση αναγνωρίσθηκαν από το Δικαστήριο οι υποχρεώσεις «erga omnes». Όπως παρατηρεί ο Crawford, οι υποχρεώσεις «erga omnes» παρέχουν νομική ισχύ σε ένα τρίτο κράτος να διεκδικεί ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου τα δικαιώματα ενός ζημιωθέντος ενάντια σε ένα κράτος που προβαίνει σε παραβιάσεις.
Συνεπώς, ένα από τα κύρια οφέλη αυτής της απόφασης είναι η αναγνώριση της έννοιας «erga omnes» που σημαίνει ότι μια δικαστική απόφαση είναι δεσμευτική για όλους και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις αφορούν όλους. Σύμφωνα με τον Maurizio Ragazzi, στο βιβλίο του “The Concept of International Obligations Erga Omnes”: «Στην υπόθεση αυτή, το Διεθνές Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη ορισμένων διεθνών υποχρεώσεων που ονομάζονται erga omnes, δηλαδή υποχρεώσεις που οφείλουν να τηρούν τα κράτη στη διεθνή κοινότητα ως σύνολο, με σκοπό την προστασία και την προώθηση των βασικών αξιών και των κοινών συμφερόντων όλων». Η έννοια «erga omnes» συνδέεται με την έννοια του «jus cogens» που καθιερώθηκε με τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών το 1969 και αντιστοιχεί σε μια θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου, από την οποία δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση.
Επομένως, η σημασία της υπόθεσης διαφαίνεται στο γεγονός ότι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ανέφερε τη διπλωματική προστασία ως κανόνα του γενικού διεθνούς δικαίου που δεν αποτελεί «ius cogens». Κατέστη σαφές πως η διπλωματική προστασία ασκείται όχι μόνο δια μέσω της διπλωματικής οδού, αλλά και μέσω δικαιοδοτικών μέσων, ενώ παράλληλα αποσαφηνίστηκε η έννοια «ius cogens». Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κανόνες του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου δημιουργούν υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται από όλους, δηλαδή «erga omnes». Ωστόσο, είναι λίγοι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου που εντάσσονται στο «ius cogens» και τυγχάνουν γενικής εφαρμογής, και είναι συνήθως κανόνες του εθιμικού δικαίου που δεν επιτρέπουν απόκλιση κατά συνθήκη. Με αφορμή, λοιπόν, την υπόθεση Barcelona Traction εισήχθη ο όρος «erga omnes», διακρίνοντας τις υποχρεώσεις του κράτους έναντι της διεθνούς κοινότητας από εκείνες που υπόκεινται στον τομέα της διπλωματικής προστασίας. Σήμερα δε, ο όρος αυτός εφαρμόζεται κυρίως σε υποθέσεις με σκοπό την προστασία των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και την απαγόρευση γενοκτονιών και πράξεων επιθετικότητας.
Βιβλιογραφία- Ηλεκτρονικές Πηγές:
- Ρούκουνας Εμμανουήλ (2019) Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
- Mathilde Minet, Understanding the Barcelona Traction Case, Space Legal Issues, Ιανουάριος 9, 2020. [Ανακτήθηκε από: https://www.spacelegalissues.com/understanding-the-barcelona-traction-case/]
- Rachel López, The Law of Gravity: A Newtonian Proposal for Public International Law, Ιούνιος 24, 2020. [Ανακτήθηκε από: http://opiniojuris.org/2020/07/24/the-law-of-gravity-a-newtonian-proposal-for-public-international-law/]
- Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited (Belgium v. Spain), International Court of Justice.
- “Reports of judgments, Advisory opinions and orders, Case concerning, The Barcelona traction, light and power company, limited (Belgium v. Spain), Preliminary objections”, International court of justice, Judgment of 24 July 1964. [Ανακτήθηκε από: https://www.icj-cij.org/public/files/case-related/50/050-19640724-JUD-01-00-EN.pdf]
- “Reports of judgments, Advisory opinions and orders, Case concerning, The Barcelona traction, light and power company, Second phase”, International court of justice, Judgment of 5 February 1970.[Ανακτήθηκε από: https://www.icj-cij.org/public/files/case-related/50/050-19700205-JUD-01-00-EN.pdf]
- Manusama Kenneth, Classic cases: Barcelona traction-case (1970), Νοέμβριος 22, 2016. [Ανακτήθηκε από: https://manusama.com/].
- Lillich R., Two perspectives on the Barcelona Traction Case, American Journal of International Law, Cambridge University, Μάρτιος 28, 2017.
- Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited (Belgium v. Spain); Preliminary Objections, International Court of Justice (ICJ), Ιούλιος 24, 1964 [Ανακτήθηκε από: https://www.refworld.org/cases,ICJ,402391b04.html]
- Stevenson, J., Case Concerning the Barcelona Traction, Light and Power Company, Limited (New Application, 1962; Belgium v. Spain), Preliminary Objections, American Journal of International Law, 1965.
- Two Perspectives on the Barcelona Traction Case, Richard B. Lillich, The American Journal of International Law, Vol. 65, No. 3, Cambridge University Press, Ιούλιος, 1971.